Είναι κοινός τόπος ότι η παγκοσμιοποίηση – ή καλύτερα η σύγχρονη φάση της διεθνοποίησης της οικονομίας – δεν συνοδεύθηκε με πρόοδο στο χώρο της «πολιτικής διεθνοποίησης». Η ενσωμάτωση όμως των περισσοτέρων χωρών στο διεθνές οικονομικό σύστημα έχει καταστήσει ιδιαίτερα επιτακτική την ανάγκη αναζήτησης μιας νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης. [Βέβαια, η προοπτική μιας παγκόσμιας κυβέρνησης είναι τόσο μακριά ώστε να μη συζητείται ούτε καν ως ακαδημαϊκή εκδοχή, αλλά αυτό που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα είναι η διαμόρφωση κανόνων που διέπουν τη διεθνή οικονομία και εξασφαλίζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλά επίπεδα απασχόλησης, σταθερότητα των μακροοικονομικών μεγεθών, δικαιότερη κατανομή του πλούτου και του παγκόσμιου εισοδήματος και προστασία του περιβάλλοντος.]
Πρόσφατα έχει ενισχυθεί εντυπωσιακά η άποψη ότι τόσο οι κανόνες όσο και οι διεθνείς οργανισμοί που αποτελούν τον πυρήνα της σημερινής διακυβέρνησης δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών. Ιδιαίτερα αυστηρή είναι η κριτική που ασκείται στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ισχύουσας αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Με τον όρο «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» αναφερόμαστε στους κανόνες τους οποίους προωθούν οι διεθνείς οργανισμοί στη Ουάσιγκτον: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Τράπεζα αλλά και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Η μήτρα των κανόνων αυτών είναι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που βρήκε την πολιτική της νομιμοποίηση στις κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρήγκαν. Οι κανόνες αυτοί, που ουσιαστικά επιβλήθηκαν στις χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης στις δεκαετίες του ΄80 και ΄90, αφορούν μια συγκεκριμένη στρατηγική ανάπτυξης που επικεντρώνεται στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, την απελευθέρωση των αγορών, τη μακροοικονομική σταθερότητα (περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, σταθερότητα τιμών) και την ελαχιστοποίηση του ρόλου του Κράτους. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε. (που κατ΄ ευφημισμό ονομάζεται και Σύμφωνο Ανάπτυξης) είναι στα βασικά σημεία του αντίγραφο της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
Η εφαρμογή του πακέτου της Ουάσιγκτον – η ίδια συνταγή για όλες τις χώρες – οδήγησε σε απογοητευτικά αποτελέσματα και στους διεθνείς κύκλους μιλούν για τις χαμένες δεκαετίες του ΄80 και ΄90 (κυρίως στη Λατινική Αμερική). Χώρες οι οποίες ακολούθησαν κατά γράμμα τις επιταγές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον αντιμετώπισαν σοβαρότατα προβλήματα, οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, και συνεχείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ενώ άλλες χώρες, κυρίως στην Ανατολική Ασία, που ακολούθησαν τη δική τους αναπτυξιακή στρατηγική όπου το κράτος έπαιξε επιτελικό αλλά καταλυτικό ρόλο, πέτυχαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και οικονομική σταθερότητα.
Αυτά τα απογοητευτικά αποτελέσματα και οι επιταχυνόμενοι ρυθμοί παγκοσμιοποίησης κινητοποίησαν σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες στο Porto Allegre, στη Γένοβα και στην Πράγα εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πορεία των πραγμάτων. Επειδή όμως οι ομάδες αυτές ήταν ετερογενείς, δεν μπόρεσαν να αρθρώσουν προτάσεις για μια εναλλακτική πολιτική.
Η Συνάντηση στη Βαρκελώνη, 24-26 Σεπτεμβρίου 2004, είχε μια διαφορετική και άκρως ενθαρρυντική εξέλιξη. Με πρωτοβουλία του CIDOB Foundation της Βαρκελώνης, 26 κορυφαίοι οικονομολόγοι – μεταξύ των οποίων ο νομπελίστας Joseph Stiglitz και ο Paul Krugman – συζήτησαν τα θέματα μετάβασης από τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον σε μια νέα παγκόσμια διακυβέρνηση και κατέληξαν στη Διακήρυξη της Βαρκελώνης. Η Διακήρυξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί υπογράφεται από πανεπιστημιακούς που ανήκουν στον κορμό της οικονομικής σκέψης, μερικοί μάλιστα όπως ο John Williamson και ο Jeffrey Sachs είχαν στηρίξει στο παρελθόν τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον.
Η Διακήρυξη ουσιαστικά ενταφιάζει τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον και καταλήγει σε επτά συμπεράσματα για τη νέα διακυβέρνηση. Σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο φονταμενταλισμό της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, η Διακήρυξη εκτιμά ότι το κλειδί για μια επιτυχημένη αναπτυξιακή στρατηγική είναι μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στο Κράτος και την Αγορά καθώς και υψηλή προτεραιότητα στην πιο δίκαιη κατανομή του εισοδήματος. Η Διακήρυξη απορρίπτει τη θεωρία του μονόδρομου στην ανάπτυξη και σημειώνει ότι χώρες οι οποίες έχουν κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης, έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους και έχουν επιλέξει διαφορετικές πολιτικές όσον αφορά το ρόλο του Κράτους, την προώθηση της εκβιομηχάνισης, των εξαγωγών και την επένδυση στη γνώση. Γι΄ αυτό, οι χώρες πρέπει να είναι ελεύθερες να επιλέξουν οι ίδιες τις πολιτικές που θεωρούν κατάλληλες για την περίπτωσή τους και οι διεθνείς οργανισμοί, αντί να επιβάλουν σ΄ αυτές το τυποποιημένο πακέτο της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, οφείλουν να βοηθήσουν τις χώρες στην υλοποίηση των επιλογών τους.
Είναι σαφές ότι αν τα συμπεράσματα της Διακήρυξης της Βαρκελώνης γίνουν αποδεκτά σε πολιτικό επίπεδο, θα οδηγηθούμε σε μια πολύ διαφορετική αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, με θετική προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Από αυτή την άποψη, η πολιτική συζήτηση που ακολούθησε τη Διακήρυξη της Βαρκελώνης και στην οποία συμμετείχα, ήταν ενδεικτική του νέου κλίματος που αρχίζει να διαμορφώνεται στον πολιτικό χώρο. Τρείς πρώην πρωθυπουργοί L. Jospin (Γαλλία), F. Gonzales (Ισπανία), A. Guteres (Πορτογαλία) τοποθετήθηκαν σαφώς υπέρ μιας μεταρρύθμισης του διεθνούς οικονομικού συστήματος στη βάση των συμπερασμάτων της Διακήρυξης. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η agenda για τη νέα διακυβέρνηση έχει ήδη ανοίξει. [Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει αλλαγή στο σύστημα αλλά εάν θα έρθει στο άμεσο μέλλον, πριν η απογοήτευση από την πορεία της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης οδηγήσει σε αποσταθεροποιητικές καταστάσεις με βαρύτατο τίμημα για όλες τις χώρες.] Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς πολιτική ηγεσία. Οι ιδέες παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά δεν αρκούν. [Προτάσεις όμοιες με αυτές της Διακήρυξης είχαν διατυπωθεί και παλαιότερα. Συγκεκριμένα, στη δεκαετία του ΄70, η UNCTAD (ειδικευμένος οργανισμός του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη), στην οποία τότε ήμουν διευθυντικό στέλεχος, είχε παρουσιάσει προτάσεις για ένα αναπτυξιακό σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, αλλά ο άνεμος στο χώρο της πολιτικής είχε αρχίσει να πνέει προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού.]
Πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες για να ανοίξει ο διάλογος για τη νέα διακυβέρνηση αλλά θα πρέπει πρώτα να λύσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα. Το Σχέδιο Σταθερότητας πρέπει να αντικατασταθεί από ένα Σχέδιο Ανάπτυξης που θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της Ευρώπης και θα εξασφαλίζει συγχρόνως την οικονομική σταθερότητα.
Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν το διάλογο στη βάση μιας ολοκληρωμένης πρότασης για τη νέα διακυβέρνηση. Θα πρέπει να προχωρήσουμε βήμα – βήμα σε μια πορεία που θα είναι μακρά.
Είναι αναγκαίο τα πρώτα βήματα που θα γίνουν να δημιουργήσουν τη δική τους δυναμική για τα επόμενα στάδια. Γι΄ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ τα θέματα που θα μπουν στην πρώτη agenda. Σίγουρα δεν πρέπει να επαναληφθούν τα σφάλματα του παρελθόντος. Δεν πρέπει π.χ. να συγκαλέσουμε Διασκέψεις όπου οι χώρες που επιζητούν αλλαγή δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη ενώ οι χώρες που έχουν διαπραγματευτική δύναμη δεν έχουν κανένα κίνητρο να δεχθούν αλλαγή. Αυτή ήταν συνήθως η εμπειρία μεταξύ του φτωχού Νότου και του πλούσιου Βορρά. Χρειαζόμαστε επιλογή αλληλοεξαρτωμένων θεμάτων όπου η διαπραγματευτική δύναμη είναι συμμετρικά κατανεμημένη ανάμεσα στις χώρες. Η πρόταση που έκανα στη Βαρκελώνη είναι να ανοίξει ο διάλογος, κάτω από την αιγίδα ενός αναβαθμισμένου Oικονομικού και Kοινωνικού Συμβουλίου (ECOSOC) του ΟΗΕ πάνω στα εξής τρία θέματα:
Διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενέργεια, και προστασία του περιβάλλοντος,
Συγκρότηση ενός σταθερού χρηματοπιστωτικού συστήματος, για την αποφυγή κρίσεων και για πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των παγκοσμίων αποταμιεύσεων,
Μετανάστευση: κανόνες που αφορούν στη μετακίνηση πληθυσμών.
Πιστεύω ότι η ταυτόχρονη διαπραγμάτευση αυτών των αλληλεξαρτώμενων θεμάτων δημιουργεί τη δυναμική για τη συγκρότηση της νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης και κατανέμει συμμετρικά τη διαπραγματευτική δύναμη ανάμεσα στις χώρες.
[Χωρίς αμφιβολία, πολλές συζητήσεις γι΄αυτά τα θέματα θα ακολουθήσουν. Εδώ στην Ελλάδα, έχουμε – κατ΄ ανάγκην ίσως – επικεντρώσει την προσοχή μας στα τρέχοντα πολιτικά θέματα. Δεν πρέπει όμως να αρχίσουμε να εξετάζουμε το γεωπολιτικό μας δυναμικό στο πλαίσιο των μεγάλων αλλαγών που επίκεινται; Και αν αυτά τα θέματα είναι έξω από τον ορίζοντα του κοινοβουλευτικού πολιτικού κύκλου, μήπως θα έπρεπε να αναζητήσουμε άλλους διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου;]