Όπως η θάλασσα, έτσι και το μέτωπο της παιδείας δεν ησυχάζει ούτε τους καλοκαιρινούς μήνες. Φέτος, οι αναταράξεις ήλθαν σε δύο κύματα, το πρώτο με αφορμή τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο Λύκειο και το δεύτερο λίγο πριν τις εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας.
Το πρώτο κύμα προσπάθησε να δημιουργήσει ένα διάχυτο αίσθημα επείγουσας ανάγκης αλλαγών. Ως συνήθως, οι ποικιλώνυμοι αντιμεταρρυθμιστές, οι οποίοι έσπευσαν και πάλι να κηρύξουν την πτώχευση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, επιστράτευσαν την προσφιλή σ΄ αυτούς τακτική της απόκρυψης του ουσιαστικού θέματος και της ανάδειξης παραπλανητικών προβλημάτων με ρηχά επιχειρήματα και ψευδή στοιχεία.
Το σημαντικό γεγονός, που σκόπιμα αποσιωπήθηκε, είναι ότι επιτέλους έγινε πραγματικότητα η ανοικτή πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα από τη δημιουργία 70 νέων τμημάτων και τη συνεπακόλουθη διεύρυνση των προσφερομένων θέσεων από 42.500 πριν από την μεταρρύθμιση στις 85.000 φέτος. Αποτέλεσμα αυτής της διεύρυνσης είναι ότι οι φετινοί απόφοιτοι του Ενιαίου Λυκείου μπορούν, αν το επιθυμούν, να φοιτήσουν από τον Σεπτέμβριο σε Ελληνικά Πανεπιστήμια ή σε ΤΕΙ.
Πριν από τη μεταρρύθμιση, μόνο 13.000 νέοι απόφοιτοι έμπαιναν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (οι υπόλοιπες θέσεις από το συνολικό αριθμό εισακτέων 42.500 καταλαμβάνονταν από μαθητές παρελθόντων ετών που επιχειρούσαν για πολλοστή φορά να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Το 2000, αντίθετα, οι θέσεις που προορίζονται για τους νέους αποφοίτους έχουν καθορισθεί στις 61.500, δηλαδή όσοι είναι περίπου οι απόφοιτοι που παίρνουν το πτυχίο τους χωρίς τη χαριστική χρήση της διαφοράς πέντε βαθμών μεταξύ προφορικού και γραπτού βαθμού! Για να το πούμε με την ορολογία του συρμού, με τη μεταρρύθμιση, το ποσοστό αποτυχίας των νεοεξερχομένων από το Λύκειο είναι 0%. Πριν από τη μεταρρύθμιση, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 80% και οι αποτυχόντες ήταν υποχρεωμένοι ή να επαναλάβουν τις εξετάσεις μέχρις ότου πετύχουν, ή να σπουδάσουν στο εξωτερικό σε Πανεπιστήμια αμφιβόλου ποιότητας, ή να εγγραφούν σε ένα από τα λεγόμενα ιδιωτικά «πανεπιστήμια» ή Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών ή, τέλος, να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες τους.
Όταν, τον Ιανουάριο του 1997, εξήγγειλα τους στόχους αυτούς για το 2000 θυμάμαι ότι συνάντησα δυσπιστία, ακόμα και χλευασμό. Το ότι το δύσκολο τελικά επετεύχθη θα έπρεπε, κατά την γνώμη μου, να σχολιασθεί σήμερα ευρύτατα και ως σηματοδότηση ότι επιτέλους σ αυτόν τον τόπο μπορούμε να σηκώσουμε τον πήχη πιο ψηλά από τη στάθμη στην οποία μας καθηλώνει η μιζέρια της αυτάρεσκης ηττοπάθειάς μας. Με μερικές λαμπρές εξαιρέσεις, τα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν με αυτή την πτυχή του θέματος, ίσως γιατί όταν το απίθανο γίνεται πραγματικότητα θεωρείται αυτονόητο! Αντίθετα, ιδιαίτερη προβολή δόθηκε στις επικρίσεις των αντιμεταρρυθμιστών που, με πρωτοφανή οξύτητα, απέδωσαν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τρία σοβαρότατα «εγκλήματα»: τη «διαρροή» μαθητών από το εκπαιδευτικό σύστημα, τη «σφαγή» των μαθητών στη Β” Λυκείου και τον «ταξικό» χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Ας τα δούμε με τη σειρά:
α) Διαρροή:
Πύρινα άρθρα εγράφησαν εναντίον της μεταρρύθμισης, αποδίδοντάς της διαρροή 42,5% των μαθητών στις μεταγυμνασιακές σπουδές. Νομίζω ότι καλό θα ήταν οι αρθρογράφοι να είχαν ελέγξει τους αριθμούς.
Ως διαρροή στις μεταγυμνασιακές σπουδές μπορεί να νοηθεί μόνον η διαφορά μεταξύ των μαθητών που αποφοίτησαν από το Γυμνάσιο τα έτη 1997, 1998, 1999 και των εγγεγραμμένων στα Ενιαία Λύκεια και στα ΤΕΕ το σχολικό έτος 1999-2000. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας (ΔΙΠΕΕ), το σύνολο των αποφοίτων Γυμνασίου είναι 366.572 ενώ οι μαθητές στις τρεις τάξεις του Ενιαίου Λυκείου και ΤΕΕ ανέρχονται σε 369.513! Δηλαδή, όχι μόνο δεν υπάρχει διαρροή αλλά παρουσιάζεται και ένα «πλεόνασμα» 2.941 μαθητών που προφανώς είναι μέρος του συνόλου των μαθητών της τρίτης τάξης του Ενιαίου Λυκείου 1998-99 που δεν προήχθησαν αλλά επανέλαβαν την τάξη.
Στο φως αυτών των δεδομένων, η κριτική μετατοπίζεται πρόσφατα στην αύξηση του ποσοστού μαθητών στα ΤΕΕ εις βάρος του ποσοστού μαθητών στα Ενιαία Λύκεια. Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα έπρεπε να το χαιρετίσουμε ως ιδιαίτερα θετική εξέλιξη. Στην Ελλάδα μόνο το 35% των μαθητών κατευθύνονται στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος είναι 70%. Μακάρι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να συμβάλει στην εξάλειψη αυτής της ιδιαιτερότητας της Ελλάδας, κατάλοιπο μιας αναχρονιστικής μικροαστικής αντίληψης, ελλιπούς επαγγελματικού προσανατολισμού και έλλειψης κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Τα στατιστικά στοιχεία όμως δείχνουν ότι αύτη η τάση δεν έχει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, διαμορφωθεί. Έτσι, π.χ το σχολικό έτος 1999-2000, οι εγγεγραμμένοι στην Γ΄ τάξη στα Ενιαία Λύκεια ήταν 73.000, ενώ το 1994-95, το σύνολο των μαθητών σε δέσμες ήταν 79.316. Δεδομένου ότι ο συνολικός μαθητικός πληθυσμός έχει σημαντικά μειωθεί τα τελευταία έτη, η σύγκριση των πάρα πάνω αριθμών κάθε άλλο παρά «φυγή» προς τα ΤΕΕ υποδεικνύει.
β) «Σφαγή» των μαθητών:
Φέτος στη Γαλλία εορτάστηκε το γεγονός ότι η αποτυχία στο Baccalaureat ήταν μόνο 28%! Φυσικά, κανείς δεν έκανε λόγο για σφαγή. Φέτος, στην Ελλάδα, 17% των μαθητών της Β΄ Λυκείου έμειναν στην ίδια τάξη. Το ποσοστό αυτό πρέπει να συγκριθεί με το περσινό που έφθασε το 28%. Εδώ έχουμε μια εντυπωσιακή βελτίωση των επιδόσεων που δείχνει ότι καθηγητές και μαθητές αρχίζουν να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Tο ποσοστό αποτυχίας δεν μπορεί από μόνο του να θεωρηθεί υψηλό ή ικανοποιητικό. Απλώς καταγράφει αντικειμενικά την υφιστάμενη κατάσταση και, με συγκρίσιμο τρόπο, αξιολογεί πανελλαδικά όχι μόνον την επίδοση του μαθητή αλλά της τάξης και της σχολικής μονάδας. Κατά γενική ομολογία, τα θέματα ήταν βατά και η βαθμολόγηση έγινε από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό αρίστευσε, ενώ ένα 17% απέτυχε να προαχθεί. Είναι χρήσιμο σ΄ αυτό το σημείο να θυμηθούμε πώς συμβαίνει αυτό. Για να μην προαχθεί ένας μαθητής πρέπει να έχει μέσο όρο στα εξεταζόμενα μαθήματα (προφορικά και γραπτά) κάτω από 9,5. Τα στοιχεία από τις εξετάσεις του Ιουνίου του 1999 δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών που απορρίφθηκαν είχαν γραπτό βαθμό κάτω από 7 σε τουλάχιστον οκτώ μαθήματα! Δεν πιστεύω ότι μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι ένας τέτοιος μαθητής θα μπορούσε, με ακριβοπληρωμένα ιδιαίτερα μαθήματα τον Αύγουστο, να καλύψει τα μαθησιακά του κενά και να φοιτήσει στην επόμενη τάξη χωρίς πρόβλημα στον εαυτό του και στην τάξη του. Η λύση που προβλέπει ο νόμος είναι η μόνη ενδεδειγμένη από παιδαγωγική άποψη: ο μαθητής να επαναλάβει την τάξη, παρακολουθώντας ειδικά μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας. Στη δική μου αντίληψη, αυτό δεν αποκαλείται «σφαγή» αλλά έντιμη παιδαγωγική αντιμετώπιση που προστατεύει τον μαθητή και την ακεραιότητα του παιδαγωγικού συστήματος. Απλούστατα, το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι έρχεται αντιμέτωπη με τα συμφέροντα της εμπορίας των ψευδαισθήσεων, των ιδιαιτέρων μαθημάτων και της καλλιέργειας της φιλοσοφίας της ήσσονος προσπάθειας Γι΄ αυτό, η απόφαση του Υπουργείου να δεχθεί ανεξεταστέους φέτος, για τελευταία φορά, δείχνει υποχώρηση σε πιέσεις και δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κάθε φορά λέμε τελευταία φορά.
γ) Ο «ταξικός» χαρακτήρας της εκπαίδευσης:
Είναι αυτονόητο ότι, σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν ταξικές ή γεωκοινωνικές διαφορές, αυτές να αποτυπώνονται και στο χώρο της εκπαίδευσης. Στο βαθμό λοιπόν που αυτά τα φαινόμενα είναι υπαρκτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χρεωθούν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που τόλμησε να τα εκθέσει! Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι τί κάνει το εκπαιδευτικό σύστήμα για να αμβλύνει τους ταξικούς, κοινωνικούς και γεωγραφικούς παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη μορφωτική ανάπτυξη του μαθητή. Η απάντηση είναι ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δίνει ιδιαίτερη προτεραιότητα σ΄ αυτό το θέμα. Αρκεί εδώ να αναφέρω το ολοήμερο σχολείο, την αντισταθμιστική διδασκαλία, την ενισχυτική διδασκαλία, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και την ειδική αγωγή, για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Θέλω να σημειώσω όμως ότι δεν ευσταθεί ο γενικός αφορισμός ότι οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων οφείλονται σε κοινωνικές και γεωγραφικές διαφορές. Μερικά παραδείγματα: Η Κέρκυρα, που παρουσίασε το υψηλότερο ποσοστό αποτυχίας (33,0%), δεν μπορεί να θεωρηθεί υποβαθμισμένη γεωργική περιοχή σε σχέση με την Λευκάδα με ποσοστό αποτυχίας 12%! Ούτε τα ποσοστά αποτυχίας στις αγροτικές περιοχές Ιωαννίνων (12,5%), Ροδόπης (16,6%), Σερρών (16,1%) ή Φωκίδας (13,3%) εμφανίζουν εντυπωσιακές διαφορές με τα αντίστοιχα ποσοστά στα αστικά κέντρα π.χ. Α΄ Αθήνας (15,3%), Β΄ Αθήνας (9,9%), Γ΄ Αθήνας (18,1%), Δ΄ Αθήνας (16,3%). Είναι σαφές ότι τα ποσοστά επιτυχίας – αποτυχίας προσδιορίζονται από πολλούς και σύνθετους παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους καθοριστικό ρόλο παίζει, κατά την γνώμη μου, η ποιότητα της διδασκαλίας. Γι αυτό υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές από σχολική σε σχολική μονάδα, μέσα στην ίδια την περιοχή και γι αυτό υπάρχει διαρροή προς τα ιδιωτικά σχολεία όπου το έργο του εκπαιδευτικού αξιολογείται.
Ακριβώς επειδή το σύστημα αξιολόγησης των μαθητών φέρνει στην επιφάνεια την επίδοση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού, αντιμετωπίζει την λυσσαλέα αντίδραση της εκπαιδευτικής συντεχνίας η οποία επιμένει να πιστεύει στο κουκούλωμα των προβλημάτων!
Το δεύτερο κύμα κριτικής, λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αφορούσε τον αριθμό των εξεταζομένων μαθημάτων που θεωρείται υπερβολικά μεγάλος και μη αναγκαίος για την αξιολόγηση του μαθητή και για την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η κριτική αυτή συγχέει από τη μια μεριά την πιστοποίηση σπουδών στο Λύκειο με την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, από την άλλη, τον αριθμό των εξεταζομένων μαθημάτων με το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών. Ας δούμε τα θέματα με την σειρά.
Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το Ενιαίο Λύκειο αποτελεί αυτοτελή εκπαιδευτική βαθμίδα, με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Ο απόφοιτος πρέπει να έχει γενική παιδεία, συγκρότηση σκέψης και αναλυτική ικανότητα που του δίνουν τις βάσεις να λειτουργήσει αυτοδύναμα ως πολίτης στην σύγχρονη κοινωνία. Η πιστοποίηση ότι ο μαθητής έχει το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων γίνεται μέσα από διαδικασίες που συμπεριλαμβάνουν – ανάμεσα στα άλλα – και γραπτές εξετάσεις. Η πιστοποίηση αυτή δεν έχει καμία σχέση με το παλαιό σύστημα των γενικών ή πανελλαδικών εξετάσεων και της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τον απλούστατο λόγο ότι τώρα η πρόσβαση του απόφοιτου είναι ελεύθερη. Είναι σαφές ότι, για όλα τα υποχρεωτικά μαθήματα που συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα σπουδών, πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση. Αυτό άλλωστε ίσχυε και σε όλα τα προηγούμενα συστήματα όπου μάλιστα τα εξεταζόμενα μαθήματα ήταν περισσότερα, χωρίς να έχει ακουσθεί καμία αντίρρηση όλες αυτές τις δεκαετίες! Η μόνη διαφορά είναι ότι ενώ πρώτα η αξιολόγηση γινόταν μέσα στο σχολείο από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, τώρα γίνεται πάνω σε κοινά θέματα πανελλαδικά, ώστε να υπάρχει ένα αξιόπιστο σύστημα πιστοποίησης. Εάν τώρα, μερικά από τα μαθήματα δεν θεωρούνται, από παιδαγωγική άποψη, αναγκαία τότε θα πρέπει να μην διδάσκονται. Η δημιουργία ομάδας μαθημάτων που διδάσκονται αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στη συνολική αξιολόγηση του μαθητή μου είναι ακατανόητη. Χρήσιμα μεν μαθήματα, αλλά όχι αναγκαία για τη γενική παιδεία του μαθητή, θα μπορούσαν να ενταχθούν στα προαιρετικά μαθήματα επιλογής τα οποία, ως γνωστόν, λόγω της φύσης τους, είναι εκτός του συστήματος αξιολόγησης. Το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, ποιά μαθήματα είναι υποχρεωτικά ή επιλογής και πώς διδάσκονται είναι θέματα παιδαγωγικά που πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά και διαρκώς από υπεύθυνους φορείς και κυρίως από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο συνδιαλλαγής και κατευναστικών εκπτώσεων.
Οι εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας:
Ο Υπουργός Παιδείας εξήγγειλε πριν λίγες ημέρες τους βασικούς άξονες του προγράμματος 2000 2004. Το πρόγραμμα αυτό, σε γενικές γραμμές, είναι απόλυτα εναρμονισμένο και προωθεί τις βασικές αρχές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 1996. Η επέκταση του θεσμού του Ολοήμερου Σχολείου, η ολοκλήρωση του Ενιαίου Πλαισίου Προγράμματος Σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ενίσχυση της αυτοτέλειας του Ενιαίου Λυκείου και των ΤΕΕ, η προώθηση της ενισχυτικής διδασκαλίας και η αναβάθμιση των υποδομών αποτελούν παρεμβάσεις που ολοκληρώνουν το έργο που έχει ήδη συντελεσθεί.
Η εξαγγελία εξ” άλλου ανωτατοποίησης των ΤΕΙ, αποτελεί μία τολμηρή κυβερνητική πρωτοβουλία. Όσον αφορά στα επίμαχα θέματα α) της περικοπής μαθημάτων, β) της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και γ) της εξεταστικής διαδικασίας, οι ρυθμίσεις που θα ακολουθήσουν θα δείξουν κατά πόσον ο Υπουργός θα κατορθώσει τελικά να αντισταθεί σθεναρά στις πιέσεις εκείνων που, για να προωθήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, ζητούν την απορρύθμιση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Τέλος, δεν πιστεύω ότι οι υποχωρήσεις που παρουσιάζονται με τον μανδύα των «βελτιωτικών» ρυθμίσεων φέρνουν το ποθούμενο κλίμα ηρεμίας. Αντίθετα, πιστεύω ότι κάθε υποχώρηση αυξάνει τις πιέσεις και για άλλες απορρυθμίσεις.