Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να ξεδιαλύνουμε μια σοβαρή σύγχυση: ποια είναι η πραγματικότητα και ποιο είναι το ιδεολόγημα.
Λέγεται ότι το χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι γεννήθηκε και αναπτύχθηκε με όρους οικονομίας, γι” αυτό, άλλωστε είχε ονομαστεί Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Χωρίς αμφιβολία, η αιχμή του δόρατος, ή καλύτερα ο μανδύας της εξελικτικής πορείας της Ε.Ε., ήταν η κοινή αγορά. Η κινητήριος δύναμη, όμως, ευθύς εξαρχής, ήταν η πολιτική σκοπιμότητα. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Η Ε.Ε., στην πρώτη της φάση, αναπτύχθηκε για να ενσωματώσει τη Δυτική Γερμανία σε οικονομικούς θεσμούς κυρίως αλληλοεξάρτησης, για να καταστήσει δύσκολη έως αδύνατη την επαναφορά του γερμανικού ηγεμονισμού στην Ευρώπη. Αυτή η φάση έληξε επιτυχώς. Η δευτέρα φάση ήταν η διεύρυνση της Ε.Ε. προς τις ανατολικές χώρες της Ευρώπης για να διευκολύνει την ενσωμάτωσή τους στον δυτικό καπιταλισμό. Ας σημειωθεί εδώ και η παράλληλη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την ίδια κατεύθυνση. Ζούμε, τώρα, την τρίτη φάση: Την επέκταση στο μουσουλμανικό χώρο που κατέχει δρόμους ενέργειας, με αιχμή την ένταξη της Τουρκίας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το γήπεδο είναι η παγκόσμια αγορά και, από αυτή την οπτική γωνία, δεν έχει νόημα η συζήτηση για τα όρια της διεύρυνσης. Πολλές, πάρα πολλές χώρες, ακόμα και η Ρωσία, μπορούν να ενταχθούν σε ένα μόρφωμα με καθαρά οικονομικούς θεσμούς και υποτυπώδη πολιτική συνεργασία.
Επαναλαμβάνω ότι η περαιτέρω διεύρυνση θα εξαρτηθεί από πολιτικές σκοπιμότητες. Σημειώνω μόνον ότι, όσο αυξάνει ο αριθμός των νέων μελών, τόσο πιο δύσκολος γίνεται ο πολιτικός συντονισμός της οικονομικής συνεργασίας στην Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι, όλο και περισσότερο, θα αναγκαστούμε να εκχωρήσουμε στις δυνάμεις της αγοράς την επίλυση θεμάτων που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν από πολιτικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, διεύρυνση κάτω από αυτές τις συνθήκες θα σπρώξει την Ε.Ε. ακόμα πιο βαθειά στο λάκκο του νεοφιλελευθερισμού.
Απ” την άλλη, οι εξελίξεις στην Ε.Ε. επηρεάζονται από ένα ιδεολόγημα: ότι δηλαδή οι χώρες της Ευρώπης πληρούν τις προϋποθέσεις για την πολιτική ενοποίησή τους, με απώτερο στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Εδώ επιβάλλεται να κάνω δύο επισημάνσεις: Πρώτον, η ιδέα της πολιτικής ολοκλήρωσης δεν ήταν ποτέ αίτημα των λαών. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή συνείδηση. Οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί κ.ο.κ. θέλουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση και θέλουν προστασία από τις δικές τους εθνικές κυβερνήσεις. Δέχονται πολιτικούς θεσμούς ευρωπαϊκής συνεργασίας χωρίς, όμως, εκχώρηση κυριαρχικών εξουσιών σ” αυτούς. Δεύτερον, το ιδεολόγημα της πολιτικής ενοποίησης είναι έργο μιας συγκεκριμένης ευρωπαϊκής ελίτ και της τεχνοκρατίας των Βρυξελλών.
Η ευκαιρία να προχωρήσει η εξέλιξη της Ε.Ε. προς αυτή την κατεύθυνση για ουσιαστική πολιτική συνεργασία τουλάχιστον, αν όχι για πολιτική ενοποίηση, χάθηκε με τη διεύρυνση της Ευρώπης από τις 10 χώρες στις 27. Τότε υπήρχε μια στοιχειώδης ομοιογένεια πολιτιστική, οικονομική και πολιτική. Σήμερα, αυτό που μπορούμε να αποδεχτούμε ως πιθανό σενάριο είναι μια πολιτική συνεργασία (εμβάθυνση) μέσα στο ευρύτερο χαλαρό μόρφωμα της Ε.Ε., μερικών μόνο χωρών με στοιχειώδη ομοιογένεια αναμεταξύ τους. Ένας όμιλος λίγο μικρότερος από τα μέλη της ευρωζώνης είναι ένα πιθανό σενάριο, αλλά δεν θα έβαζα στοίχημα.