Σημείωση: Μέρος των απαντήσεων αποτέλεσε τη συνέντευξη του Γεράσιμου Αρσένη στο δημοσιογράφο Σταύρο Λυγερό που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής της 13/11/2005.
Ερώτηση:
Έπρεπε κατά την γνώμη σας ο κ. Σημίτης να εκδώσει ένα τέτοιο βιβλίο τόσο γρήγορα, όταν μάλιστα διατηρεί την ιδιότητα του βουλευτή;
Απάντηση:
Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, νομίζω όχι. Ένα βιβλίο αυτού του είδους, απαιτεί κάποια απόσταση από τα πράγματα, αποφόρτιση, πολιτική ανάλυση, περίσσευμα ψυχής και αυτοκριτική διάθεση. Αυτές οι ιδιότητες δεν χαρακτηρίζουν το βιβλίο γι΄ αυτό και αστόχησε. Δημιούργησε προβλήματα στο ΠΑΣΟΚ και, ακόμα πιο σημαντικό, εξέθεσε και αδίκησε τις Ένοπλες Δυνάμεις. Στο τέλος, αδίκησε και τον ίδιο τον εαυτό του.
Ερώτηση:
Σ” αυτή την πολιτική συγκυρία η έκδοση του βιβλίου ευνοεί το ΠΑΣΟΚ ή του δημιουργεί προβλήματα;
Απάντηση:
Το βιβλίο δεν βοηθά στην ανάδειξη των πολιτικών εναλλακτικών που υπήρχαν στην περίοδο 1996 – 2000, δεν αποτιμά τα αποτελέσματα με κριτική προσέγγιση και δεν επιχειρεί μια σύνθεση απόψεων που θα ήταν χρήσιμη για το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Από τις αντιδράσεις, είναι σαφές ότι η έκδοση του βιβλίου έχει δημιουργήσει προβλήματα μέσα στο ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα στη νέα ηγεσία του η οποία προσπαθεί εναγωνίως να ανασυγκροτήσει το ΠΑΣΟΚ για να επανακτήσει την πολιτική του αξιοπιστία. Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο εσωστρέφειας, χωρίς να προσφέρει γόνιμο έδαφος για εποικοδομητικό διάλογο. Αντίθετα, θα οξύνει τις αντιθέσεις που υποβόσκουν από το 1996 ανάμεσα στο στελεχιακό δυναμικό.
Ερώτηση:
Από το βιβλίο του κ. Σημίτη είναι κραυγαλέα η απουσία έστω και μίας υποτυπώδους αυτοκριτικής. Πού το αποδίδετε;
Απάντηση:
Δεν έχουν όλοι το χάρισμα της αυτοκριτικής. Τώρα, συγκεκριμένα για το βιβλίο του κυρίου Σημίτη, είναι σαφές ότι ο συγγραφέας προσπαθεί με αδικαιολόγητο άγχος να υπερασπισθεί το έργο της δικής του 8ετίας και, γι΄ αυτό, δεν έχει την άνεση να ανοίξει σημαντικά πολιτικά κεφάλαια που απαιτούν θάρρος, ειλικρίνεια και αυτοκριτική.
Ερώτηση :
Ο κ. Σημίτης αποδίδει την εκλογική ήττα του 2004 στην μη επαρκή προβολή του κυβερνητικού έργου. Συμμερίζεσθε την άποψή του;
Απάντηση:
Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη όπως πιστεύω ότι δεν τη συμμερίζεται και η μεγάλη πλειοψηφία μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Κατανοώ την πικρία του ότι σημαντικά επιτεύγματα της κυβέρνησης, που φέρουν άλλωστε τη σφραγίδα της δικής του συνδρομής, δεν έχουν προβληθεί ικανοποιητικά. Εδώ έχει δίκιο.
Ως έμπειρος όμως πολιτικός οφείλει να γνωρίζει ότι ο πολιτικός ισολογισμός δεν υπακούει στους χρεω-πιστωτικούς κανόνες της λογιστικής. Τα επιτεύγματα μετουσιώνονται σε αυτονόητα «κεκτημένα» ενώ η πολιτική χρεώνεται τα εκκρεμή προβλήματα που θα έπρεπε και θα μπορούσε να έχει αντιμετωπίσει. Εδώ βρίσκεται ακριβώς το πρόβλημα..
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2000 χάσαμε τον προορισμό μας. Μας προσφέρθηκαν μεγάλες ευκαιρίες για να κάνουμε σημαντικά βήματα στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Δεν τολμήσαμε όμως και, σε πολλούς τομείς, όπως π.χ. στην παιδεία, πήγαμε πίσω. Απογοητεύσαμε τον Έλληνα πολίτη ο οποίος περίμενε από εμάς να παλέψουμε για:
δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου και εισοδήματος,
μεγαλύτερη σιγουριά στην εργασία
σύγχρονο και αδιάφθορο κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και
βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών στην υγεία, την παιδεία και το περιβάλλον.
Είναι ακριβώς σε αυτούς τους τομείς που είχαμε υστέρηση. Εάν θέλουμε να εκτιμήσουμε τους λόγους της εκλογικής ήττας του 2004, θα πρέπει να εξετάσουμε γιατί υστερήσαμε, γιατί δεν τολμήσαμε να προχωρήσουμε σε τομές.
Και αυτή η συζήτηση δεν έχει γίνει ακόμα μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Η συζήτηση αυτού του είδους δεν είναι παρελθοντολογία αλλά απαραίτητο συστατικό για την επανασύνταξη του ΠΑΣΟΚ και την επανάκτηση της αξιοπιστίας του.
Ερώτηση:
Πώς κρίνετε τον τρόπο που ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μεθόδευσε την διαδοχή του; Συνάδει με τις δημοκρατικές αρχές που πρέπει να διέπουν ένα σοσιαλιστικό κόμμα;
Απάντηση:
Χωρίς καμία αμφιβολία, κάτω από οποιεσδήποτε διαδικασίες, ο Γιώργος Παπανδρέου θα ανεδεικνύετο ο νέος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Ο «αυτοκρατορικός» τρόπος μεταβίβασης της Προεδρίας δεν ωφέλησε, δεν ήταν αναγκαίος και, τελικά, έβλαψε την εικόνα του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Σας υπενθυμίζω ότι η εκλογή του κυρίου Σημίτη ως Πρωθυπουργού και Προέδρου του Κινήματος το 1996 στηρίχθηκε, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό, στην επαγγελία της θεσμικής λειτουργίας του κόμματος και της κυβέρνησης. Θα ήταν λοιπόν πολύ πιο δημοκρατικό, αλλά, θα έλεγα, και ενισχυτικό των θεσμικών λειτουργιών του κόμματος, εάν το θέμα της διαδοχής είχε τεθεί στα Όργανα και, σε τελευταία ανάλυση, σε ένα ad hoc Συνέδριο του κόμματος. Έτσι, θα ενισχύαμε τους θεσμούς λειτουργίας του.
Το επιχείρημα ότι αυτό ίσως λειτουργούσε διαιρετικά, δεν ισχύει. Στο παρελθόν, το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπισε παρόμοιες προκλήσεις με αίσθημα ευθύνης. Σας υπενθυμίζω ότι, αν και στις δύσκολες στιγμές του Ιανουαρίου 1996, ο κύριος Σημίτης ανακηρύχθηκε Πρωθυπουργός έχοντας, στην πρώτη φάση της ψηφοφορίας, λιγότερο από το 1/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η διαδικασία δεν λειτούργησε διαιρετικά. Αντίθετα, νομίζω, συνέβαλε στη συσπείρωση των στελεχών και του κόμματος.
Πέρα από τον τρόπο της μεθόδευσης της διαδοχής, ο χρόνος που επελέγη είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Η απόφαση του κυρίου Σημίτη να αποχωρήσει από την Προεδρία του Κινήματος έγινε σε μια χρονική στιγμή που ήταν ήδη αργά. Η αλλαγή στην Προεδρία εκείνη τη στιγμή, απλούστατα μείωσε το μέγεθος της εκλογικής μας ήττας αλλά δεν την ανέτρεψε. Ο κύριος Σημίτης θα έπρεπε να είχε κινηθεί πολύ νωρίτερα. Είχε ήδη σαφή μηνύματα από το 2003 ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία προς την εκλογική ήττα.
Το Καλοκαίρι του 2003 θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για την αλλαγή ηγεσίας και στο Κόμμα και στην Κυβέρνηση. Αυτό άλλωστε το είχαν προτείνει αρκετοί. Το είχα προτείνει κι εγώ σε μία επιστολή που του απέστειλα στις 31 Ιουλίου 2003, όπου του εξέθεσα τις δικές μου εκτιμήσεις για τη γενικότερη κατάσταση και την άποψη ότι ο ίδιος δεν μπορεί να αντιστρέψει την πορεία προς την ήττα. Του ζήτησα να δεχθεί να αφήσει ανοικτές τις διαδικασίες μέσα στο Κόμμα, και κυρίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές της κρίσης και να δώσει την πρέπουσα λύση. Εξέφρασα μάλιστα στην επιστολή μου αυτή και τον φόβο ότι εάν δεν τολμήσουμε να προχωρήσουμε αμέσως στην «αυτοκάθαρσή» μας, αυτό θα το έκανε το εκλογικό σώμα στις επερχόμενες εκλογές. Και μια τέτοια έκβαση θα ήταν άδικη για την παράταξή μας και οδυνηρή για τον τόπο.
Ερώτηση:
Ως υπουργός Άμυνας συμμετείχατε στον χειρισμό της κρίσης στα Ίμια. Ο κ. Σημίτης δίνει την δική του εκδοχή. Είναι ή όχι ακριβής;
Απάντηση:
Ο κύριος Σημίτης παραθέτει επιλεκτικά πολλά στοιχεία τα οποία, κατά κανόνα, είναι ακριβή. Εμπεριέχονται όμως και ορισμένες, πιστεύω όχι ηθελημένες, ανακρίβειες που μπορεί να δημιουργήσουν λανθασμένες εντυπώσεις. Δεν θα ασχοληθώ με όλα αυτά τα στοιχεία αλλά θα αναφερθώ μόνο σε μια περίπτωση επειδή έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερα αρνητικών σχολιασμών για την ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Είναι φυσικό η κατάληψη της Δυτικής Ίμιας από ομάδα Τούρκων καταδρομέων να ήταν γνωστή πρώτα στους Τούρκους. Η τηλεοπτική είδηση από την Τουρκία έφθασε στο Επιτελείο λίγο πριν από τις 3:30 και αναφέρθηκε στο ΚΥΣΕΑ. Παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες εκείνης της νύκτας, η εξακρίβωση αυτής της πληροφορίας έγινε με ελικόπτερο στις 4:40, δηλαδή λίγο μετά από μια ώρα. Στις 5:07 το Επιτελείο Ναυτικού πληροφορεί το ΚΥΣΕΑ ότι έχει χαθεί η επικοινωνία με το μοιραίο ελικόπτερο αλλά ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να έχει προσθαλασσωθεί κάπου κοντά. Η τελευταία πληροφορία απεδείχθη, σχεδόν αμέσως, αναληθής και λίγο μετά τις 05:30 ο τότε Αρχηγός του ΓΕΝ κ. Στάγκας μας ανακοινώνει την πτώση του ελικοπτέρου. Ο κύριος Σημίτης ενημερώνεται αμέσως από εμένα στο τριψήφιο στο σπίτι του. Οι τηλεοράσεις ανακοίνωσαν την πτώση πολύ αργότερα.
Η παράθεση επιλεκτικών στοιχείων δεν επιτρέπει την ανάδειξη της βασικής πολιτικής διάστασης του χειρισμού της κρίσης. Ο κύριος Σημίτης στο βιβλίο του ορθώς αναφέρει ότι κατά τη γνώμη του «το πρόβλημα ήταν πολιτικό και έπρεπε να αντιμετωπισθεί με πολιτικά μέσα και όχι με μια στρατιωτική επιχείρηση». Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο ίδιος απέρριψε το αίτημά μου να μεταφερθούμε στην αίθουσα Επιχειρήσεων του ΚΥΣΕΑ στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Και ήταν για τον ίδιο λόγο που δεν ενέκρινε κανόνες εμπλοκής από το ΚΥΣΕΑ, γιατί όπως ορθά αναφέρει, «θα αποφασίσουμε όταν καταλήξουμε τι ακριβώς πρέπει να γίνει. Και η σύσκεψη θα πρέπει πρώτα απ΄ όλα να ξεκαθαρίσει το πολιτικό πρόβλημα με το οποίο ήμασταν αντιμέτωποι αυτή τη στιγμή.» Ήταν σαφές λοιπόν το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι πηγαίναμε για μια «πολιτική λύση» το πλαίσιο της οποίας είχε, φαίνεται, συζητηθεί μια – δυο μέρες πριν. Κατά τις 1:30 π.μ. είχε διαγραφεί το πλαίσιο συμφωνίας με τον κ. Χόλμπρουκ ότι δηλαδή όλες οι δυνάμεις θα αποσυρθούν και δεν θα επανέλθουν, αλλά, όπως λέει και ο κύριος Σημίτης, «ούτε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, αλλά ούτε και η σημαία αποτελούν μέρος της συμφωνίας.» Είναι με αυτήν την έννοια που εδόθη εντολή στον κ. Πάγκαλο να συμφωνήσει με τον κ. Χόλμπρουκ. Η τελική συμφωνία που ενεκρίθη από το ΚΥΣΕΑ δεν έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το πλαίσιο συμφωνίας που είχε διαφανεί στις 1:30 π.μ. Το επίμαχο θέμα της σημαίας, όπως είχε διαβεβαιώσει ο ίδιος ο κ. Σημίτης το ΚΥΣΕΑ (οι διαβεβαιώσεις αυτές κατατέθηκαν στη Συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής την επόμενη ημέρα) δεν ήταν μέρος της συμφωνίας αλλά απόφαση του ΚΥΣΕΑ για τους λόγους που ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του.
Συνεπώς, το επεισόδιο των Ιμίων δεν αλλοιώνει ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά αυτής της συμφωνίας η οποία είχε διαμορφωθεί πριν από αυτό. Το επεισόδιο όμως αυτό πρόσθεσε ένα ιδιαίτερα δραματικό χαρακτήρα στην εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, πλήγωσε το εθνικό φρόνημα και αυτό πρέπει να το αποδεχθούμε.
Ειλικρινά δεν κατανοώ γιατί ο κύριος Σημίτης θέλει να παρουσιάσει την κρίση στα Ίμια κάτω από αυτήν την οπτική γωνιά της στρατιωτικής διάστασης. Θα ήταν απλούστερο, κατανοητό και ειλικρινές αν έλεγε ότι ευθύς εξ΄ αρχής είχε επιδιωχθεί μια πολιτική λύση επιστροφής στο status quo ante, χωρίς εμπλοκή σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Αυτό επεδίωξε και αυτό επετεύχθη.
Ερώτηση:
Δηλαδή, αιφνιδιαστήκατε με την κίνηση των Τούρκων στα Ίμια;
Απάντηση:
Τα επιτελικά σχέδια είχαν δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πιθανότητα κατάληψης κάποιας από τις 500 βραχονησίδες στην ευρύτερη περιοχή και είχαν περιφρουρηθεί όσο καλύτερα γινόταν, κατά την εκτίμηση του Γενικού Επιτελείου. Υπήρχαν άλλωστε έτοιμα σχέδια ανακατάληψης και άλλων παραπλεύρων ενεργειών. Άρα, αιφνιδιασμός, από την άποψη αυτή δεν υπήρχε. Υπάρχει όμως στοιχείο πολιτικού αιφνιδιασμού. Όταν γίνονται, μέσω τρίτου, διαπραγματεύσεις για τη μη στρατιωτική επίλυση μιας διαφοράς, είναι αυτονόητο ότι τα αντιμαχόμενα μέρη απέχουν από κάθε είδους στρατιωτική ενέργεια. Αυτό φαίνεται ότι δεν είχε εξασφαλισθεί και πιστεύω ότι υπάρχει και μεγάλη ευθύνη στην αμερικανική πλευρά που δεν διασφάλησε αποχή από στρατιωτικούς χειρισμούς κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων – συζητήσεων για την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας.
Ερώτηση:
Ήταν οι ένοπλες δυνάμεις στη δραματική κατάσταση που περιγράφει;
Απάντηση:
Ασφαλώς όχι. Είμαι σε θέση να γνωρίζω και τα επιτελικά σχέδια και τις κινητοποιήσεις πριν την κρίση στα Ίμια αλλά και την αξιολόγηση των ενεργειών των ενόπλων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της κρίσης που έγινε από ανώτατα επιτελικά όργανα η οποία κατέδειξε ότι οι ένοπλες δυνάμεις είχαν υψηλότατη μαχητική ικανότητα, ήταν πανέτοιμες να αντιμετωπίσουν, εάν χρειαζόταν, με στρατιωτικά μέσα την απειλή. Το ηθικό των δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα υψηλό και, η διάταξη των δυνάμεων μας έδινε το στρατιωτικό πλεονέκτημα. Από αίσθημα ευθύνης και την αυτονόητη υποχρέωση διαφύλαξης των εθνικών μας συμφερόντων δεν θέλω να είμαι δημόσια πιο συγκεκριμένος.
Ερώτηση:
Συμφωνείτε ή όχι με την εικόνα, που ο τότε πρωθυπουργός σκιαγραφεί για τον ναύαρχο Λυμπέρη;
Απάντηση:
Βεβαίως μέρος της ευθύνης ανήκει στον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Λυμπέρη. Αλλά, ευθύνη είχε και ο τότε Πρωθυπουργός και εγώ όπως και άλλα μέλη του ΚΥΣΕΑ και συντελεστές στο χειρισμό της κρίσης. Πρέπει επιτέλους να μάθουμε να μοιράζουμε με γενναιότητα και δίκαια τις ευθύνες αναμεταξύ μας.
Ερώτηση:
Στρατιωτικοί έχουν υποστηρίξει ότι ο κ. Σημίτης μετέτρεψε τις ένοπλες δυνάμεις σε εξιλαστήριο θύμα για να απεμπολήσουν τις δικές τους ευθύνες. Ποια είναι η γνώμη σας;
Απάντηση:
Κυκλοφορούν πράγματι τέτοιες απόψεις. Προσωπικά εγώ δεν κατανοώ το θέμα. Εξιλαστήριο θύμα για τι; Όπως σας είπα, η πολιτική ηγεσία επέλεξε την πολιτική λύση της απεμπλοκής και της επιστροφής στο status quo ante. Αυτή η επιλογή εκρίθη από την κυβέρνηση ως ικανοποιητική. Οι ένοπλες δυνάμεις δεν διαμόρφωσαν καθοριστικά το περιεχόμενο της συμφωνίας. Εάν τους εζητείτο, θα έκαναν το καθήκον τους.
Οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» δεν προέκυψαν από το επεισόδιο των Ιμίων. Το θέμα είχε τεθεί από την Τουρκία πολύ παλαιότερα και το 1992 μάλιστα είχε συζητηθεί και σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών. Και φυσικά το θέμα των γκρίζων ζωνών εξακολούθησε να προωθείται από την Τουρκία και μετά τα Ίμια.
Ερώτηση:
Συμμερίζεσθε την κριτική που έχει ασκηθεί στον πρώην πρωθυπουργό ότι ευνόησε τη διαπλοκή κι ανέχθηκε την διαφθορά;
Απάντηση:
Ένα μεγάλο μέρος της κριτικής που ασκήθηκε στον κύριο Σημίτη ήταν υπερβολική και άδικη. Σαφώς ο κύριος Σημίτης δεν ευνόησε τη διαπλοκή. Η ευθύνη του έγκειται στο γεγονός ότι έκλεισε τ΄ αυτιά του στο βουητό της εποχής εκείνης. Στην καλύτερη περίπτωση, ακολούθησε μια πολιτική – ας την αποδώσω με τον αγγλικό όρο – «benign neglect», καλοήθους αμέλειας. Η διαφθορά για την οποία πολλοί από εμάς είχαν επανειλημμένως μιλήσει – και με μεγάλο προσωπικό πολιτικό κόστος θα έλεγα – δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με μια επίκληση «για τα θέματα αυτά να επιληφθεί η δικαιοσύνη». Παρακμιακά φαινόμενα ομαδοποίησης, οικειοποίησης εξουσίας, αλαζονείας και διαφθοράς, φυσικά δεν αντιμετωπίζονται με εκκλήσεις όπως «όποιος έχει κάτι συγκεκριμένο, να πάει στον εισαγγελέα» αλλά λύνονται με όρους πολιτικούς και με αποφασιστικότητα. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της απαράδεκτης κηδεμονίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού και της δράσης των διαπλεκομένων προνομιούχων συνδαιτυμόνων του δημοσίου και μεγιστάνων των Μ.Μ.Ε.
Εάν είχαμε τολμήσει να δημιουργήσουμε ένα ευρύτατο δημοκρατικό μέτωπο ενάντια στη διαπλοκή και τη διαφθορά, θα είχαμε επιτελέσει τη μεγαλύτερη ίσως μεταρρύθμιση στη σύγχρονη εποχή και θα είχαμε αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της πληροφόρησης, δηλαδή της λειτουργίας της ίδιας της δημοκρατίας. Και εάν τολμούσαμε να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, πιστεύω ότι ο λαός θα μας συγχωρούσε όλα τα άλλα και θα μας στήριζε στις εκλογές του 2004.
Ερώτηση :
Συμφωνείτε με την άποψη ότι την περίοδο Σημίτη το ΠΑΣΟΚ υπέστη ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη;
Απάντηση:
Στην ιστορική πορεία μεταλλαγής του ΠΑΣΟΚ από Σοσιαλιστικό Κίνημα σε θεσμικό κόμμα της κεντροαριστεράς, στο εσωτερικό του είχαν διαμορφωθεί, ήδη από το 1985, δύο κυρίαρχες ιδεολογικοπολιτικές τάσεις. Η πρώτη, με σύνθημα τον εκσυγχρονισμό, έδινε προτεραιότητα στην ταχεία ενσωμάτωση της οικονομίας στις Ευρωπαϊκές δομές, τη συμπόρευση στα μεγάλα εθνικά ζητήματα με την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ, σ΄ ένα διαχειριστικό ρόλο του κράτους στο χώρο της οικονομίας και σε μια πιο ενεργή παρέμβαση της πολιτείας στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων (ταυτότητες, ανεξιθρησκεία, πολύ-πολιτισμικότητα κλπ). Η κοινωνική πολιτική για τον εκσυγχρονισμό ήταν ταυτόσημη με αύξηση των κοινωνικών παροχών προς τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού (π.χ. ΕΚΑΣ κλπ)
Η δεύτερη, με σύνθημα τη μεταρρύθμιση, πρότασσε την ανάγκη συνέργειας των παραγωγικών δυνάμεων για την υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος αναδιάρθρωσης της οικονομίας, μέσω τόνωσης και προσέλκυσης απαραίτητων επενδύσεων, χρήσης κατάλληλων κινήτρων και αναβάθμισης της λειτουργίας συμμετοχικών, κοινωνικών θεσμών. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η ανάπτυξη είναι βαθύτατα πολιτικό ζήτημα που απαιτεί στρατηγική αντιμετώπιση και συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ενώ η κοινωνική πολιτική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αναπτυξιακής διαδικασίας που εκφράζεται με πολιτικές απασχόλησης, παιδείας, υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Σε συνέντευξή μου στην εφημερίδα σας στις 19 Οκτωβρίου 2003 είχα τονίσει ότι «η κοινωνική πολιτική δεν επιτυγχάνεται με πακέτα παροχών αλλά με ανακατανομή του εθνικού πλούτου και εισοδήματος που επιτελείται στη διαδικασία παραγωγής και προϋποθέτει ανακατανομή της εξουσίας στον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χώρο.» Σ΄ αυτό το πλαίσιο, η θέση της χώρας στα βασικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει να υπηρετεί μια συμφωνημένη και καλά επεξεργασμένη εθνική στρατηγική και θα διαμορφώνεται μέσα από ένα μακροχρόνιο επίπονο πλαίσιο διαπραγματεύσεων.
Η πρώτη τάση, αν και μειοψηφούσα, επικράτησε στις εκλογές ανάδειξης Πρωθυπουργού τον Ιανουάριο 1996. Η δεύτερη έχασε τότε τη μάχη, γιατί δεν είχε αποκτήσει στέρεα ερείσματα στον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ και έγιναν σφάλματα σε ζητήματα τακτικών συμμαχιών.
Επομένως η απάντησή μου στο ερώτημά σας είναι ότι με την επικράτηση του κ. Σημίτη το 1996 στην Πρωθυπουργία, η μειοψηφούσα άποψη έγινε κυρίαρχη. Έκτοτε, δεν υπήρξε ανοιχτός πολιτικός διάλογος μέσα στο κόμμα. Επακόλουθο ήταν η απονεύρωση της πολιτικής λειτουργίας, η δημιουργία ενός πολιτικού κενού που εξέθρεψε παρακμιακά φαινόμενα ομαδοποίησης και αλαζονείας και προώθησε την κουλτούρα μιας κλειστής παρέας και τον αποκλεισμό της άλλης άποψης.
Ερώτηση:
Ένα από τα βασικά συνθήματα της εποχής Σημίτη ήταν η «ισχυρή οικονομία». Ποια είναι κατά την γνώμη σας η αλήθεια;
Απάντηση:
Εξαρτάται από το πώς ορίζεται η «ισχυρή οικονομία». Την οκταετία 1996 – 2004 βελτιώθηκαν οι οικονομικές επιδόσεις με σχετικά υψηλούς ρυθμούς αύξησης του εθνικού εισοδήματος σε σχέση με την Ε.Ε., μείωση του πληθωρισμού και σταθερότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Αυξήθηκαν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, ιδιαίτερα δε προς τις φτωχότερες ομάδες του πληθυσμού.
Αυτό που δεν έγινε είναι να μπουν στέρεες βάσεις για τον αναγκαίο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας. Αυτό το είχα επισημάνει ήδη από την Έκτακτη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, την 1 Ιουνίου 2001. Έλεγα τότε ότι «αν δεν αντιληφθούμε την ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, για βελτίωση των εξαγωγικών μας επιδόσεων και για προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όχι μόνο θα έχουμε χάσει το τραίνο της ανάπτυξης για τις επόμενες δεκαετίες αλλά θα αντιμετωπίσουμε ανοικτή κρίση όταν, μετά το 2006, θα περιορισθούν οι μεταβιβάσεις από την Ε.Ε., όταν θα έχουμε να καλύψουμε τις υπερβάσεις των Ολυμπιακών έργων και θα μειωθούν τα αγροτικά εισοδήματα, λόγω άρσης των επιδοτήσεων από την Κοινή Αγροτική Πολιτική.»
Είχα κρούσει τότε τον κώδωνα του κινδύνου ότι χρηματοδοτούμε την κατανάλωση από τη μείωση των ιδιωτικών αποταμιεύσεών, υποθηκεύοντας το μέλλον μας, και είχα επισημάνει ότι η αύξηση του εισοδήματος βασιζόταν, κατά μεγάλο μέρος, στην αύξηση της κατανάλωσης για κατασκευές και ιδιωτικές κατοικίες. Η διάβρωση της παραγωγικής βάσης που συνεχίζεται αμείωτη μέχρι σήμερα, με κύριο χαρακτηριστικό την αύξηση των εισαγωγών στην ιδιωτική κατανάλωση, ήταν ήδη έκδηλη από τότε.
Σήμερα η κρίση βαθαίνει καθώς αυξάνονται οι πιέσεις και από το εξωτερικό με τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας και των άλλων χωρών στο διεθνές προσκήνιο.
«Ισχυρή οικονομία» επομένως δεν είχαμε και δεν έχουμε στην Ελλάδα. Θα αποκτήσουμε; Όταν αποφασίσουμε να προωθήσουμε σημαντικές παρεμβάσεις σε καίριους τομείς της οικονομίας και του συστήματος διακυβέρνησης.
Ερώτηση:
Πόσο συμμερίζεσθε τα όσα γράφει ο κ. Σημίτης για την κρίση του Χρηματιστηρίου; Υπάρχουν ευθύνες στην τότε κυβέρνηση και ποιες;
Απάντηση:
Σαφώς υπάρχουν ευθύνες. Οι όποιες ποινικές ευθύνες είναι υπόθεση της Δικαιοσύνης. Υπάρχουν όμως και πολιτικές ευθύνες που συνίστανται:
α) Στη συμμετοχή και ευθύνη ελεγχόμενων από το κράτος επιχειρήσεων καθώς περίπου 50% των επενδεδυμένων κεφαλαίων στο Χρηματιστήριο ελέγχονται από αυτές.
β) Στη μη έγκαιρη και ανεπαρκή νομοθετική θωράκιση της επενδυτικής συμπεριφοράς μέσα από ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο. Πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση ελήφθησαν με δύο χρόνια καθυστέρηση.
γ) Στο βαθμό αποτελεσματικής λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσον αφορά στην ένταξη υγιών και βιώσιμων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο, στην παροχή έγκαιρης και διαφανούς πληροφόρησης προς τους επενδυτές και στον έλεγχο της χρήσης των συλλεχθέντων κεφαλαίων.