Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και φίλοι,
Το βιβλίο «Η μεγάλη φούσκα της Οικονομίας 1981-2001″ είναι αναμφισβήτητα ένα καθαρόαιμο οικονομικό βιβλίο. Είναι γι΄ αυτούς που θέλουν να δουν την πολιτική πραγματικότητα, την κοινωνία μας σήμερα, από την οπτική γωνιά της οικονομίας.
Είναι γραμμένο από ένα φίλο, από έναν άνθρωπο ο οποίος σκέφτεται πάντοτε από το πρίσμα της οικονομίας. Σπάνια τον έχω δει να έχει σκέψη έξω από οικονομικούς όρους. Ασχολείται με την οικονομία και υπηρετεί την οικονομία με πάθος. Ασκεί κριτική οξύτατη, έχει το θάρρος και την τόλμη να εκφέρει την άποψή του και, νομίζω ότι, στο βάθος – βάθος, δεν είναι γκρινιάρης, είναι ρομαντικός. Γιατί νομίζω ότι επιδεικνύοντας τα αδύναμα σημεία της οικονομικής μας πορείας, θέλει να μας σπρώξει προς την κατεύθυνση που νομίζει ότι είναι σωστή και που νομίζει ότι τελικά θα πάμε. Πιστεύω, θέλει ο ίδιος να υπερβάλει λέγοντας «η φούσκα της εικοσαετίας», έτσι ώστε να μας διεγείρει, να δούμε τα πράγματα και να επαγρυπνήσουμε για τα προβλήματα που πράγματι έχουμε μπροστά μας.
Είναι ένα βιβλίο που είμαι σίγουρος ότι θα διαβαστεί με ζωηρότατο ενδιαφέρον κι αυτοί που συμφωνούν με τη μεθοδολογική προσέγγιση του Δημήτρη Στεργίου είμαι βέβαιος ότι θα απολαύσουν το απλό, αλλά όχι απλοϊκό, γράψιμό του, την οξύτητα της κριτικής του και την αντικειμενικότητα, στο βαθμό που στηρίζεται σε αριθμούς.
Αλλά και αυτοί που δεν συμφωνούν πάντοτε με τη μεθοδολογική προσέγγιση του βιβλίου, όπως εγώ, θα βρούμε σε αυτό το βιβλίο πολλά σωστά συμπεράσματα αλλά και ακόμη περισσότερα ερεθίσματα για να οργανώσουμε και τη δική μας θέση ή αντίθεση για την εκτίμηση της πορείας αυτών των είκοσι χρόνων.
Έτσι ή αλλιώς, το βιβλίο αυτό είναι μία σημαντικότατη συμβολή στην κατανόηση της οικονομικής πορείας της χώρας στην κρίσιμη περίοδο 1981-2001. Και, πιστεύω, είναι καιρός τώρα να ανοίξουμε ένα διάλογο, να μιλήσουμε γι” αυτή την περίοδο, για να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα που, τότε, ίσως, δεν τα καταλάβαμε σωστά, για να διορθώσουμε την πορεία μας, για να μάθουμε από τα λάθη μας, για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις προκλήσεις που έρχονται. Πρέπει, με άλλα λόγια, να ξέρουμε σωστά την ιστορία μας και είναι μια σημαντικότατη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Γιάννης Μαρίνος, στον πρόλογό του λέει ότι «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος γι” αυτό. Η ιστορία καμιά φορά γράφεται και από συκοφάντες, οι οποίοι υπάρχουν και στις φάλαγγες των νικητών και στις φάλαγγες των ηττημένων. Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα την ιστορική ανάλυση για να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες του βιβλίου. Θα ήθελα να κάνω δύο βασικές παρατηρήσεις:
Η πρώτη βασική παρατήρηση είναι ότι – όπως και να το κάνουμε – μεταξύ του 1981 και του 2001 έχει γίνει μία μεγάλη και σημαντική πρόοδος στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε αυτό και να το μηδενίσουμε. Η Ελλάδα του σήμερα δεν είναι η Ελλάδα 20 χρόνια πριν. Έχει γίνει σημαντική πρόοδος. Τώρα, έχουμε μια κοινωνία η οποία είναι δεν γαντζωμένη σε παρωχημένες νοοτροπίες, έχουν επουλωθεί τα τραύματα της μεταπολεμικής διένεξης στην Ελλάδα και, νομίζω, σήμερα έχουμε μια νέα γενιά επιχειρηματιών, με διαφορετική αντίληψη από τους επιχειρηματίες που είχαμε στο παρελθόν. Έχουμε μια νέα γενιά πιο μορφωμένη και πιο έτοιμη να δεχθεί τις προκλήσεις της νέας εποχής των ανοιχτών οριζόντων και να δεχθεί την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, μεταρρυθμίσεων που συχνά – πυκνά υπογραμμίζει και το βιβλίο.
Θα μπορούσανε τα πράγματα να είχανε πάει καλύτερα; Ασφαλώς ναι, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων. Αλλά θα μπορούσαν να είχανε πάει και χειρότερα.
Νομίζω ότι αυτή η άσκηση θα μπορούσαν να είχαν πάει τα πράγματα αν δεν γινόταν το ένα ή το άλλο, δεν είναι και ιδιαίτερα χρήσιμη. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε πώς διαμορφώθηκαν τελικά οι πολιτικές μέσα σε μία συγκεκριμένη συγκυρία, ποιες ήταν οι αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, μέσα στα ίδια τα κόμματα και την κυβέρνηση και πώς τελικά βγήκε προς τα έξω μία κυβερνητική πράξη και ποιο ήταν το αποτέλεσμά της.
Η πολιτική ζωή δεν ξεκινάει με την αντίληψη ενός καθαρού οικονομικού μοντέλου που ο ηγέτης καλείται να το εφαρμόσει. Ούτε μετράμε το μέγεθος της πολιτικής ηγεσίας με αυτό το μέτρο. Γιατί, η πολιτική είναι το άθροισμα αντιθέσεων είναι το αποτέλεσμα συγκρούσεων και πρέπει να καταλάβουμε τι γίνεται πριν από μία κυβερνητική πράξη και τι γίνεται κατά την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου κυβερνητικού έργου. Αυτό δεν θα το δούμε τόσο πολύ στην μακροοικονομική πολιτική. Θα το δούμε στην μικροοικονομία.
Γι” αυτό δεν νομίζω ότι θα πρέπει να μείνουμε σε μία απλουστευτική ερμηνεία των πραγμάτων ότι π.χ. ο Καραμανλής τα έκανε όλα καλά, ότι ο Παπανδρέου κατέστρεψε την οικονομία στη δεκαετία του ’80, ότι ο Μητσοτάκης προσπάθησε, αλλά είχε εσωτερικά προβλήματα – και εν πάση περιπτώσει – ήταν βραχύβιος η κυβέρνησή του και ότι η Ε.Ε. με το Μάαστριχτ μας έδειξε το δρόμο και σώθηκε η οικονομία. Αυτό είναι μία απλουστευτική ερμηνεία των πραγμάτων που δεν δείχνει τις μεγάλες αντιθέσεις και τα προβλήματα που υπήρχαν κάτω από την επιφάνεια. Ούτε πιστεύω ότι πρέπει να μείνουμε σε μια ακραία διαίρεση αυτής της πολιτικής περιόδου και να λέμε ότι όλα έγιναν καλά, όταν εφαρμόστηκε ένα φιλελεύθερο ή νεοφιλελεύθερο μοντέλο και όλα πήγαν λάθος, όταν εφαρμόστηκε μία πολιτική – ας το πούμε – σοσιαλδημοκρατίας ή κοινωνικής αλληλεγγύης.
Είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, τα πράγματα είναι πιο μεικτά. Κι αυτό με φέρνει στο δεύτερο σημείο που θέλω να τονίσω. Εγώ πιστεύω ότι πίσω από το πολιτικό δράμα και πίσω από τις οικονομικές εξελίξεις ’81-2001, κρύβεται μια βασική αντιπαράθεση δύο πολιτισμικών παραδόσεων στην Ελλάδα.
Η μία πολιτισμική παράδοση, αναχρονιστική – αλλά, για να αποφύγω φορτισμένες λέξεις, ας την πούμε παραδοσιακή κουλτούρα – είναι η κουλτούρα η οποία δεν θέλει ανοιχτούς ορίζοντες. Φοβάται το καινούριο, φοβάται την αβεβαιότητα, θέλει το κεκτημένο, και θέλει πάντοτε και την προστασία ενός κράτους, της πολιτείας και ζητά πάντοτε μία αντισταθμιστική δικαιοσύνη για τις αδικίες που έχουν γίνει σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα, η οποία βασικά είναι αντίθετη στην έννοια της αλλαγής και των μεταρρυθμίσεων, είναι διάχυτη σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Υπάρχει στους αγρότες, μέσα στους εργαζόμενους, στους συνταξιούχους, βρίσκεται στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, αλλά βρίσκεται και σε μεγάλους βιομήχανους της δεκαετίας του ’60, του ’70 και του ’80.
Είναι οι δυνάμεις αυτές οι οποίες κατά κάποιο τρόπο αντιστάθηκαν και αντιστέκονται σε βασικές δομικές αλλαγές της οικονομίας και της κοινωνίας. Και αυτές οι δυνάμεις δεν βρίσκονται μόνο σε ένα κόμμα, βρίσκονται σε όλα τα κόμματα, από τη δεξιά μέχρι την αριστερά. Και είναι η μάχη μέσα στα κόμματα, ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις και την άλλη κουλτούρα – για την οποία θα μιλήσω τώρα – τη μεταρρυθμιστική, που διακρίνει το δράμα της πορείας ’81-2001.
Η άλλη κουλτούρα είναι η μεταρρυθμιστική και συγκροτείται από τις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες έχουν αποδεχθεί ότι ο τόπος αυτός έπρεπε και πρέπει να αλλάξει. Ότι πρέπει η οικονομία να μπει σε μία άλλη βάση, σε βάση ανταγωνιστική, ότι πρέπει η κοινωνία να αναπτυχθεί ποιοτικά, ότι πρέπει να υπάρξει μία βαθύτατη δημοκρατία με κοινωνική αλληλεγγύη. Και για να γίνουν αυτά, θα πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι δομές, αλλά και οι κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτές οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις είναι δύο ειδών. Υπάρχει η μεταρρυθμιστική δύναμη του φιλελευθερισμού ή νεοφιλελευθερισμού, η οποία ουσιαστικά εκχωρεί τις περισσότερες ευθύνες για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στον ιδιωτικό τομέα και υπάρχει και η μεταρρυθμιστική δύναμη εκείνη η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη όχι του κράτους, αλλά της πολιτείας, στη συμμετοχική δημοκρατία, για να αλλάξουν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές του κράτους.
Είναι αυτές οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης που ήρθαν σε σύγκρουση συνεχώς, από το ’81 μέχρι σήμερα, με τις παρωχημένες δυνάμεις, την παραδοσιακή κουλτούρα.
Οι δυνάμεις της παραδοσιακής κουλτούρας έδειξαν την πολιτική τους δύναμη πριν από την εποχή του ΄81, με την εμφάνιση του λεγόμενου πολιτικού κόστους και τις μεγάλες παροχές που έγιναν επί κυβερνήσεως Ράλλη.
Οι δυνάμεις αυτές φάνηκαν ακόμη πιο δυνατές μετά τον Οκτώβρη του ΄81 μέχρι το Ιούλιο του ΄82, όπου κυριάρχησαν η αναδιανεμητική πολιτική και η κουλτούρα της αποζημιωτικής δικαιοσύνης, δηλαδή να αποζημιωθούν οι λαϊκές μάζες οι οποίες είχαν αδικηθεί στο παρελθόν.
Υποχώρησε αυτή η δύναμη στις δυνάμεις της μεταρρύθμισης, το ΄82-΄85. Επανήλθαν το ΄88-΄89, καταργώντας το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη, επανεμφανίστηκαν γύρω στο ΄90-΄91, υποχώρησαν πάλι επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και μετά το 1993, έχουμε ένα ενδιαφέροντα συμβιβασμό αυτών των δυνάμεων με τις μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Άφησαν να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές για να επιτευχθεί ο στόχος του Μάαστριχτ ( η ονομαστική σύγκλιση), αλλά ανέκοψαν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στις δομές της οικονομίας και της κοινωνίας στην Παιδεία, στην υγεία, παντού.
Εγώ θέλω να πω δυο λόγια, κυρίως για την πρώτη τετραετία, για την εμφάνιση μίας μεταρρυθμιστικής δύναμης μέσα στο ΠΑΣΟΚ, η οποία έδωσε τη μάχη όχι τόσο με την αντιπολίτευση, αλλά έδωσε τη μάχη μέσα στο ΠΑΣΟΚ, για βασικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Η μεταρρυθμιστική κίνηση, η έννοια της αλλαγής, η οποία κυριάρχησε το ΄82-΄85 (μέχρι τα μέσα του ΄85) είχε ένα σαφή ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Ήταν η συμμετοχική δημοκρατία, ο αποκεντρωμένος δημοκρατικός προγραμματισμός, όπου η πολιτεία έδινε κατευθύνσεις στην πορεία της οικονομίας, αλλά η οικονομία λειτουργούσε απόλυτα μέσα στο πλαίσιο της αγοράς, της λογικής της αγοράς.
Δεν θα μιλήσω για τις διαρθρωτικές αλλαγές εκείνης της περιόδου. Αλλά θέλω να αποκαταστήσω την αλήθεια, σε δύο συγκεκριμένα πράγματα: Λέγεται συνήθως ότι κατά την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ έγιναν μεγάλες παροχές προς τις φτωχότερες κοινωνικές δυνάμεις και αυξήθηκαν τα ελλείμματα.
Αυτό δεν αληθεύει. Δεν αληθεύει. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι πράγματι έγινε μία μεγάλη αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος στην περίοδο ΄82 – Ιούλιος ΄85, αλλά αυτή η αναδιανομή, η κοινωνική πολιτική του κρατικού προϋπολογισμού, καλύφθηκε δραχμή προς δραχμή με αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Μάλιστα, το διαχειριστικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού εκείνη την περίοδο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε σημαντικά. Από αυτή την άποψη λοιπόν, η μεταρρυθμιστική πολιτική της πρώτης τετραετίας ακολούθησε μία σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. Ας θυμηθούμε π.χ. τον ετεροχρονισμό της ΑΤΑ και το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ΄83-΄84. Η αύξηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, οφείλεται στην αύξηση του επενδυτικού προγράμματος, το οποίο πράγματι έδειξε μια ανοδική πορεία και ο δανεισμός του κράτους οφείλεται σε αυτή τη δραστηριότητα.
Ένα άλλο θέμα το οποίο πρέπει να τονίσω είναι ότι η αντιπαράθεση η οποία έγινε την πρώτη τετραετία αφορά στη σύγκρουση μεταξύ των μεταρρυθμιστικών και αναχρονιστικών δυνάμεων. Ας θυμηθούμε την συζήτηση που έγινε και για την εισοδηματική πολιτική και για την ΑΤΑ, αλλά και για το άρθρο 4. Νομίζω ότι η κυβέρνηση τότε κατάφερε να περάσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλες αντιδράσεις από τους εργαζομένους. Η μεγάλη αντίδραση ήρθε από μία άλλη τάξη αναχρονιστικής κουλτούρας, από τους λεγόμενους ιδιοκτήτες προβληματικών ή υπερχρεωμένων επιχειρήσεων οι οποίοι εμφανίσθηκαν επί πρωθυπουργίας Ράλλη και οι οποίοι ζητούσαν συνέχιση των επιδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα, κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να δοθεί και δεν δόθηκε τελικά. Η σύγκρουση τότε δεν ήταν μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων, αλλά μεταξύ κυβέρνησης και συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων, οι οποίοι είχαν αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα κάτω από προστατευτικούς δασμούς και ιδίως κάτω από την προστασία της νομισματικής επιτροπής και των βιομηχανικών χορηγήσεων.
Πού μας οδηγεί όλο αυτή η παρατήρηση; Μας οδηγεί στο ότι είχαμε μία περίοδο κατά την οποία είχαμε μία έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που θέλανε εκσυγχρονισμό και μεταρρύθμιση και άλλων κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες μας πήγαιναν πίσω. Και θα είδατε από αυτά που σας είπα, ότι αυτό διαρκεί περίπου 3 χρόνια. Κάθε 3 χρόνια, έχουμε μία αντιστροφή του πολιτικού κύκλου και μία υποχώρηση σε πιέσεις, είτε για εγκατάλειψη μεταρρυθμιστικών μέτρων είτε για αύξηση των παροχών σε ορισμένες τάξεις. Αυτό συνέβη στην περίοδο Οκτωβρίου 1984 – Ιουλίου 1985. Το ίδιο θα μπορέσουμε να δούμε και στις επόμενες περιόδους, κυρίως κατά το 1988-1989.
Η περίοδος ΄93-2001 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η νεοφιλελεύθερη – ας το πούμε έτσι – πολιτική, σε μακροοικονομικό επίπεδο, που εφαρμόστηκε, δεν ήταν προϊόν πολιτικής διεργασίας στο εσωτερικό της χώρας. Ήταν εισαγόμενο προϊόν με τους όρους του Μάαστριχτ και έγινε αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία, όχι τόσο για το περιεχόμενό του, αλλά για το αποτέλεσμα που θα είχε, ότι δηλαδή η συμμόρφωση της οικονομίας και της χώρας σε αυτούς τους στόχους θα μας έφθανε στον ποθητό παράδεισο της μετα-ΟΝΕ εποχής.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κοινωνικός και πολιτικός συμβιβασμός που έγινε μας οδήγησε μεν στην ονομαστική σύγκλιση, αλλά μας άφησε πίσω στην πραγματική σύγκλιση. Και η πραγματική σύγκλιση χρειάζεται βαθειές τομές και μεταρρυθμίσεις, όπου ακόμα η παραδοσιακή κουλτούρα δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε χωρίς εμπόδια.
Εγώ αντιμετώπισα αυτό το πρόβλημα στην περίοδο ΄96-2000 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και μπορώ να σας πω ότι δεν διαπίστωσα ότι η ελληνική κοινωνία συγκλονίζεται από ένα αίσθημα ανάγκης βασικών μεταρρυθμίσεων.
Μας αρέσει να μπαλώνουμε τα πράγματα, μας αρέσει ο ανώδυνος τοκετός, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι πρέπει να γίνουν βαθειές τομές και μεταρρυθμίσεις για να κερδίσουμε το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας που ακόμα δεν το έχουμε κερδίσει κι έχουμε μόνο 4 χρόνια μπροστά μας πριν από το 2006, για να πετύχουμε αυτό το στόχο. Και για να πετύχουμε, πρέπει να νικήσουμε τις δυνάμεις της αναχρονιστικής, της παραδοσιακής κουλτούρας.