Σεβασμιότατε, κύριε Υφυπουργέ, κύριε Νομάρχη, κύριοι Δήμαρχοι, αγαπητό Προεδρείο, εκλεκτά Μέλη της οικογένειας Βαλλιάνου, κυρίες και κύριοι, αισθάνομαι και εγώ ιδιαίτερη χαρά και τιμή που μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα να πάρω μέρος σε αυτή την εκδήλωση στη μνήμη του Παναγή Βαλλιάνου, ενός συμπατριώτη μας και μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη.
Το έργο του Παναγή Βαλλιάνου και την προσωπικότητά του θα την αναλύσουν αργότερα άλλοι, πιο ειδικοί από εμένα. Εγώ, σε αυτά που θα ακούσετε γι΄ αυτόν, θα ήθελα απλώς να προσθέσω ότι, χωρίς τη συμβολή των Εθνικών Ευεργετών, ανάμεσα στους οποίους ήταν σίγουρα και ο Παναγής Βαλλιάνος, δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια στοιχειώδης υποδομή, αναγκαία για την επιβίωση του νέου κράτους. Το ότι σήμερα μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας και να δούμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία το οφείλουμε στην προσφορά τους και στις πρωτοβουλίες τους.
Στη σημερινή εκδήλωση, θα ήθελα να προσεγγίσω το θέμα από μία διαφορετική οπτική γωνία. Δεν θα αναφερθώ στην ιστορική σημασία της συμβολής του Παναγή Βαλλιάνου και των άλλων Εθνικών Ευεργετών στην εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους.
Θα ήθελα να εξετάσω εάν η προσωπικότητα του Παναγή Βαλλιάνου και το περιεχόμενο του έργου του εμπεριέχουν στοιχεία που είναι και σήμερα επίκαιρα και σημαντικά και που θα μπορούσαν, ίσως, να αποτελέσουν μία βάση για διδάγματα, τα οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε για να αντιμετωπίσουμε τον προβληματισμό που όλοι μας έχουμε σήμερα για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις, τις προκλήσεις των καιρών.
Πιστεύω ότι το περιεχόμενο του έργου, η προσωπικότητά του μας δίνουν πολλά παραδείγματα που, παρά τις μεγάλες διαφορές που παρουσιάζει η σημερινή εποχή από την εποχή πριν από 130-140 χρόνια, όταν έδρασε ο Παναγής Βαλλιάνος, αξίζει να τα εξετάσουμε. Αυτά θέλω να τονίσω ιδιαίτερα.
Πράγματι, 150 χρόνια πριν, η Ελλάδα ήταν ένα νεοσύστατο κράτος που κάλυπτε μόνον την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και μερικά νησιά. Οι κάτοικοι ήταν φτωχοί. Το κράτος ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Βογγούσε κάτω από το βάρος της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους και δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους για κοινωνική πολιτική, για εκπαίδευση ή ακόμα και για εθνική άμυνα. Ας μην ξεχάσουμε ότι οι εθνικοί πόλεμοι χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από δωρεές εθνικών ευεργετών. Η ναυαρχίδα μας, ο Αβέρωφ, ήταν και αυτή δωρεά ιδιωτών.
Έξω από το νεοσύστατο κράτος, έξω από τα μικρά όρια της τότε Ελλάδας, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπιζε μία νέα εποχή ανοιχτών αγορών, παγκοσμιοποίηση θα λέγαμε σήμερα. Ήταν μία εποχή που οι εστίες του ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα, στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο, παντού ανθούσαν. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνισμού ζούσε τότε έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Ήταν οι ανθούσες κοινότητες της Ελλάδας έξω από τα ελλαδικά τότε σύνορα που είδαν με όραμα την ανάγκη να στηριχθεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος που από μόνο του δεν ήταν βιώσιμο. Στη μεγάλη ανάπτυξη των αγορών είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι ελληνικές κοινότητες, πήραν μέρος τα παιδιά της Ελλάδας. Έπαιξαν το μεγάλο στοίχημα με τους όρους του ανταγωνισμού της εποχής και με εκείνους τους όρους πρέπει να τους κρίνουμε, όχι με τους σημερινούς.
Πολλοί κέρδισαν το στοίχημα κι έγιναν πάρα πολύ πλούσιοι. Κανείς δεν τους υποχρέωσε να μοιράσουν τον πλούτο τους με το ελληνικό κράτος. Κανείς δεν τους υποχρέωσε να προχωρήσουν σε χορηγίες, σε δωρεές και κληροδοτήματα.
Είχαν όμως την αίσθηση της ιστορικής ευθύνης, της ιστορικής αποστολής ότι το νεοελληνικό κράτος πρέπει να στηριχθεί ότι πρέπει να μπουν τα θεμέλια του ελληνισμού, γιατί, χωρίς εθνικό κράτος κι εθνικά σύνορα, ο ελληνισμός δεν θα μπορούσε να επικρατήσει.
Πόσο δίκιο είχαν τότε και πόσο ορθός ήταν ο οραματισμός τους! Έτσι, λοιπόν, υποκατέστησαν, σε ένα μεγάλο βαθμό, το αδύναμο ελληνικό κράτος κι άσκησαν οι ίδιοι, μέσα από δικές τους πρωτοβουλίες, κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι όλοι κι ανάμεσά τους ο Παναγής Βαλλιάνος, είδε τη μεγάλη σημασία στην επένδυση, στη γνώση και στην παιδεία. Είδε ότι το μέλλον της πατρίδας, το μέλλον του ελληνισμού εξαρτάται από τη μόρφωση της νέας γενιάς. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, που όλοι μας καμαρώνουμε στην Αθήνα, συμβολίζει αυτό το όραμα.
Αλλά, πιο συγκεκριμένα, το έργο του Βαλλιάνου στην Κεφαλλονιά δείχνει πρακτικά τις κατευθύνσεις, το όραμα, την κοινή λογική και την πρακτική προσέγγισης στο θέμα. Τι έκανε ο Παναγής Βαλλιάνος; Ένωσε την εκπαίδευση, την παιδεία με την ανάπτυξη του νησιού, με τις ανάγκες του εκσυγχρονισμού της οικονομίας, έτσι που οι νέοι να μορφωθούν και ταυτόχρονα να αποκτήσουν και τις γνώσεις για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής, να γίνουν καλοί γεωργοί, καλοί τεχνίτες, καλοί επιχειρηματίες.
Είδε την ανάγκη αλλαγής και εκσυγχρονισμού της γεωργίας, και ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή. Χρόνια μετά η Γεωργική Σχολή ήταν πρωτοπόρος στις νέες τεχνολογίες για τη γεωργική ανάπτυξη και ήταν «φυτώριο» για γενιές ατόμων που δεν ήταν θεωρητικοί της γεωργίας, αλλά άνθρωποι οι οποίοι ήξεραν την πρακτική της.
Ο Παναγής Βαλλίανος δεν είχε τα συμπλέγματα της «ανωτατοποίησης» και των Σχολών. Ο Παναγής Βαλλιάνος ήξερε ότι η σωστή εκπαίδευση γίνεται μέσα στη ζωή, μέσα στην πράξη και ότι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι οι Τεχνικοί, οι οποίοι χρειάζεται να ξέρουν, πέρα από τη γενική παιδεία, και τα πρακτικά της δουλειάς.
Ίδρυσε επίσης και τη Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή στο Ληξούρι για τη σύγχρονη τεχνολογία, για να ετοιμάσει τα παιδιά στα σύγχρονα επαγγέλματα, τους λεγόμενους υπομηχανικούς, τους ηλεκτρολόγους και τους άλλους τεχνικούς. Δεκαετίες μετά, μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αυτά τα παιδιά που αφύπνισαν από τη ΒΕΣ Ληξουρίου που στήριξαν την ανοικοδόμηση της Ελλάδας.
Σε όποιον Μηχανικό ή Διευθυντή Κατασκευαστικής Εταιρείας απευθυνθείτε, θα σας μιλήσουν με μεγάλο ενθουσιασμό γι” αυτά τα παιδιά που βγήκαν από αυτή τη Σχολή και που, σε αντίθεση με τους Πολιτικούς Μηχανικούς του Πολυτεχνείου, ήξεραν πολύ καλά και πώς να κτίσουν και πώς να αντιμετωπίσουν τις πρακτικές δυσκολίες της δουλειάς.
Το τρίτο του έργο ήταν η Εμπορική Σχολή. Ήταν Δευτεροβάθμια Σχολή τότε, αλλά οι παλαιότεροι το ξέρουν, το επίπεδο μόρφωσης της Εμπορικής αυτής Σχολής ήταν ουσιαστικά πανεπιστημιακού επιπέδου. Η λογιστική που μάθαιναν τότε, ήταν εφάμιλλη της λογιστικής της Ανώτατης Εμπορικής Σχολής που δημιουργήθηκε αργότερα στην Αθήνα. Τα παιδιά που αποφοιτούσαν από αυτή τη Σχολή είχαν γενική μόρφωση, ήξεραν καλά δύο γλώσσες, ήξεραν καλά λογιστική, ήταν δηλαδή εκπαιδευμένα σε αυτό που σήμερα θα λέγαμε διοίκηση επιχειρήσεων. Ήταν αυτά τα παιδιά που τροφοδότησαν αργότερα τις αναπτυσσόμενες εταιρείες στην Ελλάδα. Πολλά από αυτά έγιναν στελέχη μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων και ήταν αυτά τα παιδιά που πήγαν στο εξωτερικό με τις γερές γνώσεις που είχαν από την Εμπορική Σχολή και μεγαλούργησαν. Πολλά από αυτά μάλιστα εξελίχθηκαν σε Εθνικούς Ευεργέτες.
Αυτό ήταν το όραμά του, αυτή ήταν η παρέμβασή του κι αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Τα χρόνια πέρασαν. Σιγά-σιγά, η Ελλάδα αναπτύχθηκε. Το Ελληνικό Κράτος, όπως και όλα τα σύγχρονα κράτη, απέκτησε τη δυνατότητα και πήρε στα χέρια του τα θέματα της κοινωνικής πολιτικής και τα θέματα της εκπαίδευσης. Και σωστά, γιατί η Δημόσια Παιδεία και η κοινωνική πολιτική είναι υποχρέωση μίας σύγχρονης κοινωνίας.
Αλλά πάντοτε υπήρχε χώρος και ρόλος και για πρωτοβουλίες των πολιτών και για πρωτοβουλίες κληροδοτημάτων. Πρέπει να πω ότι, για πολλούς λόγους, ο ρόλος των σημαντικών κληροδοτημάτων και ιδρυμάτων του 19ου αιώνα άρχισε να ατονεί τον 20ό αιώνα και, με μερικές μόνο εξαιρέσεις, τα κληροδοτήματα έχουν μέχρι σήμερα ένα σχετικά περιθωριακό ρόλο, ενώ θα μπορούσαν να παίξουν ένα σημαντικό, συμπληρωματικό ρόλο στις δραστηριότητες του κράτους.
Δεν είναι ώρα να μπω στους λόγους που οδηγηθήκαμε εκεί. Αυτό που θα ήθελα όμως να τονίσω είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά και πρέπει τώρα να εντοπίσουμε το πρόβλημα, πρέπει τώρα να δούμε ότι το 2002 ζούμε μία πολύ διαφορετική εποχή από την εποχή του 1980 ή ακόμα και από την εποχή του 1990.
Οι κοινωνίες που προχωρούν μπροστά είναι οι κοινωνίες που συλλαμβάνουν εγκαίρως το μήνυμα των καιρών και κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που έρχονται στο μέλλον. Ποια είναι σήμερα η δυσκολία;
Φυσικά, δεν γυρίζουμε πίσω 150 χρόνια. Δεν πάμε στην κατάσταση του 1860 ή του 1870, αλλά αντιμετωπίζουμε κάτι που είναι σημαντικό ότι το Δημόσιο, το κράτος, η κυβέρνηση, η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση και οι δήμοι δεν θα είναι σε θέση με τους δικούς τους μόνο πόρους να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες ανάγκες της κοινωνίας για κοινωνική πολιτική, για εκπαίδευση και για κατάρτιση.
Αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα και πρέπει να το καταλάβουμε. Στη σύγχρονη εποχή, στις σύγχρονες συνθήκες, οι ανάγκες είναι πολλές. Οι αναγκαστικές όμως εισφορές, οι φόροι, έχουν κάποια όρια, πέρα από τα οποία στις Δημοκρατίες δεν μπορούμε να περάσουμε.
Έχουμε φτάσει στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες της ΕΕ, στα ανώτατα όρια της αναγκαστικής εισφοράς, δηλαδή της επιβολής φόρων, που δημιουργούν τους πόρους που διαχειρίζεται ο Δημόσιος Τομέας για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες των πολιτών σε κοινωνική πολιτική, σε παιδεία, σε υγεία και σε άλλα.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, θα πρέπει να το καταλάβουμε αυτό, ότι δηλαδή οι πόροι οι οποίοι θα έρθουν από φορολογικά έσοδα δεν θα είναι αρκετοί για να καλύψουν 100% τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να είναι ένα δυσάρεστο μήνυμα για μερικούς που θέλουν να μείνουν σε ιδεολογικές αγκυλώσεις μιας άλλης εποχής. Είναι όμως η πραγματικότητα.
Οι πιέσεις των ίδιων των πολιτών και της κοινωνίας είναι για μείωση όχι για αύξηση των φόρων. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει και η πίεση και η απαίτηση για κάλυψη μεγαλύτερων αναγκών στον κοινωνικό τομέα και κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης.
Κι εδώ έχουμε το εξής περίεργο: Υπάρχουν όχι οι Βαλλιάνοι – είναι απίθανο στη νέα εποχή να προκύψουν τόσοι πολύ πλούσιοι που να μπορούν να κάνουν ουσιαστική παρέμβαση στην κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική – αλλά χιλιάδες επαγγελματιών και επιχειρηματιών, σχετικά ευπόρων πολιτών, και μέσα και έξω από την Ελλάδα, που θα ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν εθελοντικά, με μορφή χορηγίας, για συγκεκριμένους σκοπούς και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις διαφάνειας και λειτουργίας, μέρος από τα δικά τους εισοδήματα.
Αυτή τη δυνατότητα θα πρέπει να δούμε πώς θα μπορέσουμε να την αξιοποιήσουμε τώρα. Έχουμε λοιπόν ανάγκες οι οποίες δεν θα μπορέσουν να καλυφθούν στο μέλλον, έχουμε όμως δυνατότητες και πόρους που μπορούν να αντληθούν. Αλλά δεν έχουμε το θεσμικό πλαίσιο, δεν έχουμε ίσως και την κοινωνική συνεννόηση αναμεταξύ μας να πάρουμε πρωτοβουλίες για να καλύψουμε αυτό το κενό.
Πιστεύω ότι θα χρειαστεί να γίνει πολλή συζήτηση, και εδώ στην Κεφαλλονιά και σε εθνικό επίπεδο, για να γίνει τούτο εδώ το απλό θέμα κατανοητό. Σήμερα, με τις καλύτερες προσπάθειες που κάνει η κυβέρνηση, πολλές ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν. Ας αναλογιστούμε όμως ότι αυτή τη στιγμή έχουμε και το Γ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης από όπου έρχεται το 5% του εθνικού μας εισοδήματος.
Αυτό θα τελειώσει το 2006. Μετά τι θα γίνει; Εάν δεν μπορούμε – και δεν θα μπορέσουμε – να αυξήσουμε τους φορολογικούς συντελεστές, εάν δεν πρέπει να μειώσουμε την κοινωνική μας πολιτική, την εκπαιδευτική πολιτική, τι πρέπει να γίνει;
Κι εδώ είναι το παράδοξο. Πόροι υπάρχουν. Διάθεση πολιτών να συμβάλουν εθελοντικά σε ορισμένες δραστηριότητες υπάρχει. Θα πρέπει να βρούμε τη λύση. Το μήνυμα λοιπόν που θέλω να απευθύνω από εδώ, σήμερα, είναι ότι, στη νέα εποχή, η επίλυση των θεμάτων θα έρθει από μία συνεργασία του Δημόσιου Τομέα, αλλά και πρωτοβουλιών πολιτών είτε με τη μορφή κληροδοτημάτων ή Ιδρυμάτων, είτε υπό τη μορφή «ad hoc» Επιτροπών, που θα μπορούν να αντλούν εθελοντικά πόρους για να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένους σκοπούς. Κι είναι μέσα από αυτή τη συνεργασία που θα μπορέσουμε να καλύψουμε τις κοινωνικές και τις εκπαιδευτικές μας ανάγκες.
Αυτή την αλήθεια πρέπει να την καταλάβουμε. Οι τοπικές κοινωνίες που θα πάρουν έγκαιρα το μήνυμα αυτό και θα κινηθούν για να διαμορφώσουν το πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, θα προχωρήσουν μπροστά. Οι άλλες κοινωνίες θα μείνουν πίσω, ζητώντας επιπλέον χρηματοδότηση από φορείς που όμως θα αδυνατούν αντικειμενικά να ανταποκριθούν στο βαθμό των αναγκών.
Μπορεί αυτό το μήνυμα να είναι σκληρό. Αλλά είναι η πραγματικότητα και νομίζω ότι κρύβει και ένα αισιόδοξο μήνυμα: Ότι εξαρτάται από εμάς να ξυπνήσουμε, να κινητοποιηθούμε και να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις αυτές και τους πόρους που είναι διαθέσιμοι για να πετύχουμε τους σκοπούς μας.
Τι μπορούμε να κάνουμε προς αυτή την κατεύθυνση; Νομίζω ότι το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να γίνει συζήτηση για να το συνειδητοποιήσουμε. Ξέρω ότι θα υπάρξουν και αντιδράσεις. Ξέρω όμως ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει όχι θεωρίες, αλλά πρακτικές προτάσεις και λύσεις. Να γίνει λοιπόν η συζήτηση αυτή για μία νέα εποχή.
Μιλάμε για μία διαφορετική πια προσέγγιση του πολίτη προς τα πράγματα. Αντί να κάθεται παθητικά και να ζητάει από τους άλλους φορείς τι πρέπει να γίνει, ζητάμε από τον πολίτη να διεκδικεί αυτό που πρέπει να διεκδικήσει από το Δημόσιο Τομέα, αλλά, ταυτόχρονα, να αναλάβει και ο ίδιος πρωτοβουλίες, να δώσει λύσεις πάνω σε δυνατότητες που υπάρχουν. Χρειαζόμαστε δηλαδή ξαναζωντάνεμα της κοινωνίας, πρωτοβουλίες των τοπικών κοινωνιών, με όραμα, με συνεργασία, με προοπτική.
Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι ριζική αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου και η αλλαγή αυτή έχει δύο συνιστώσες.
Η μία αφορά στα υπάρχοντα ιδρύματα και κληροδοτήματα. Αυτός ο οποίος έκανε μία δωρεά, ένα κληροδότημα πριν από 100-130 χρόνια, ή ακόμα και πριν από 60 χρόνια, είχε υπόψη του κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες και συγκεκριμένους σκοπούς. Οι ανάγκες βέβαια και οι σκοποί πρέπει να τηρηθούν. Αλλά η ερμηνεία των μέσων με τα οποία θα πραγματοποιηθεί ο ευρύτερος σκοπός πρέπει να είναι ελαστική. Δεν μπορεί ένα Ίδρυμα που έγινε πολλές δεκαετίες πριν για να διανέμει κρέας στα άπορα παιδιά να λειτουργεί σήμερα με τους ίδιους όρους.
Ο σκοπός του Ιδρύματος να βοηθηθούν τα παιδιά που έχουν ανάγκη πρέπει να παραμείνει. Η μέθοδος με την οποία θα βοηθηθούν αυτά τα παιδιά όμως, θα πρέπει να ερμηνευτεί ελαστικά και ο νόμος θα πρέπει να επιτρέπει μία πιο ελαστική ερμηνεία της υλοποίησης των στόχων.
Μία άλλη αλλαγή η οποία πρέπει να γίνει είναι ότι στα Διοικητικά Συμβούλια θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα της ανανέωσης και της συμμετοχής επιφανών Μελών της Τοπικής Κοινωνίας, που είναι σε θέση να υλοποιήσουν τους σκοπούς του Ιδρύματος.
Άλλη αλλαγή που πρέπει να γίνει αφορά στην ανάγκη της συνεργασίας των κληροδοτημάτων αναμεταξύ τους έτσι που, μέσα από αυτή τη συνεργασία, να μπορούμε να έχουμε ένα πολλαπλό αποτέλεσμα της λειτουργίας των κληροδοτημάτων. Ίσως, μέσα από αυτή τη συνεργασία, να μπορεί να προκύψει κι ένας ευρύτερος ενιαίος φορέας κοινής πολιτικής που ασφαλώς θα έχει σημαντικά αποτελέσματα στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των κληροδοτημάτων.
Μία ακόμη αλλαγή που πρέπει να γίνει είναι να επιτραπεί και να δοθούν κίνητρα στα κληροδοτήματα, για να αντλήσουν νέους πόρους, πέρα από αυτούς που ήδη έχουν, με τη συμμετοχή πολιτών που θέλουν εθελοντικά να προσφέρουν χορηγίες ή με άλλους τρόπους, έτσι που η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων να είναι αποτελεσματική.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες αλλαγές. Ας τονίσω μόνο την ανάγκη της διαφάνειας στη λειτουργία των κληροδοτημάτων και του ουσιαστικού, όχι του τυπικού, ελέγχου της Πολιτείας, έτσι που τα κληροδοτήματα να μπορέσουν να εκσυγχρονιστούν και να παίξουν τον απαραίτητο συμπληρωματικό ρόλο πλάϊ στο Δημόσιο Τομέα, για να μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες αυτές και να δώσουν μία διέξοδο στην επιθυμία των πολιτών να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Ο δεύτερος συντελεστής των αλλαγών, σε νομοθετικό επίπεδο, πρέπει να αφορά στις χορηγίες. Χορηγίες γίνονται πολλές και γίνεται και κατάχρηση των χορηγιών για πολιτιστικές τάχα εκδηλώσεις, ως προς τις οποίες εγώ είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός.
Θα πρέπει να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση βήμα – βήμα. Κι εγώ θα πρότεινα να ανοίξουμε το κεφάλαιο «Χορηγίες Πολιτών» είτε σε κληροδοτήματα είτε σε Ιδρύματα είτε σε «ad hoc» Επιτροπές που στηρίζουν το έργο στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Εκεί θα μπορούσαμε να δούμε μία νομοθετική ρύθμιση, όπου οι χορηγίες που δίνονται κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με αυτούς τους όρους της διαφάνειας της λειτουργίας θα μπορούσαν να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.
Εγώ νομίζω ότι θα μπορέσουμε να αντλήσουμε σημαντικούς πόρους μέσα από τη μέθοδο αυτή. Προσωπικά, επειδή συμβαίνει να είμαι και Μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, έχω ήδη αρχίσει με Μέλη της κυβέρνησης μία συζήτηση πάνω σε αυτά τα θέματα και θέλω να φέρω στη Βουλή για συζήτηση αυτό το θέμα.
Ελπίζω η συζήτηση να καταλήξει σε νομοθέτημα που θα δώσει μία κίνηση εκσυγχρονισμού και των κληροδοτημάτων, αλλά και των χορηγιών προς αυτή την κατεύθυνση, έτσι που να έχουμε ένα νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι τοπικές κοινωνίες να μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά.
Οι νόμοι όμως δεν αρκούν. Ελπίζω σύντομα να έχω κάποια αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας, αλλά ο νόμος μπορεί να μείνει και στα ράφια. Για να πάρει σάρκα και οστά αυτή την ιδέα, χρειάζεται η πρωτοβουλία από τις τοπικές κοινωνίες, για να προχωρήσουν μπροστά. Και επειδή ποτέ δεν είμαι αφηρημένος και θέλω πάντοτε να είμαι συγκεκριμένος και πρακτικός, όπως ήταν και ο Παναγής Βαλλιάνος, ας μιλήσουμε πρακτικά και για την Κεφαλλονιά.
Η Κεφαλλονιά, με την απόφαση για την ίδρυση ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, κατά ένα περίεργο ιστορικό τρόπο επαναφέρει τις επιλογές του Παναγή Βαλλιάνου. Έχουμε δύο τμήματα ΤΕΙ τώρα. Το ένα είναι στη σύγχρονη οικολογική Γεωργία, πρωτοπόρο τμήμα για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας στην Ελλάδα. Το δεύτερο τμήμα στο Ληξούρι είναι στο χώρο της προηγμένης τεχνολογίας, εξειδίκευσης σε μουσικά όργανα και στην ηχοληψία.
Θα γίνει και το τρίτο τμήμα και ελπίζω το τρίτο τμήμα να ολοκληρώσει τον κύκλο και να είναι ένα Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, με εξειδίκευση στην Πληροφορική. Κατά ένα περίεργο τρόπο, αυτό το τρίπτυχο επαναλαμβάνει το τρίπτυχο του 19ου αιώνα, με σύγχρονα μέσα, με σύγχρονες κατευθύνσεις. Αλλά ο αντικειμενικός σκοπός παραμένει.
Ελάτε όμως τώρα να δούμε πέρα από το όραμα και ποια είναι η πραγματικότητα. Εδώ τώρα μιλάμε για ένα φοιτητικό πληθυσμό και εκπαιδευτικό προσωπικό με τα εργαστήρια έρευνας και όλα αυτά της τάξης των 2.500 ατόμων. 2.500 άτομα σημαίνουν ότι, σε μία πρωτεύουσα που, σε προοπτική 10 ετών, θα ξεπεράσει τις 20.000, χρειάζεται υποδομή.
Πού θα είναι το Διοικητήριο των ΤΕΙ; Πού θα είναι τα σύγχρονα κτήρια; Ποιος θα χρηματοδοτήσει τις αίθουσες εργαστηρίων; Πού θα γίνει το Συνεδριακό Κέντρο; Πού θα γίνουν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που πρέπει να συνυπάρχουν με την ανάπτυξη της Εκπαιδευτικής Κοινότητας; Πού θα γίνουν μία σειρά δημόσια έργα;
Φυσικά η απάντηση είναι ότι την κύρια ευθύνη την έχει και θα την έχει η Κυβέρνηση και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η κυβέρνηση αυτή – ελπίζω όμως και οι κυβερνήσεις στο μέλλον – θα δώσει προτεραιότητα στην υποδομή που χρειάζεται προς αυτή την κατεύθυνση.
Θυμηθείτε όμως αυτό που σας λέω σήμερα: Δεν θα αρκέσουν τα χρήματα αυτά. Το Γ” ΚΠΣ θα λήξει. Θα περάσουμε μία δύσκολη εποχή, μετά το 2006, στην Ελλάδα και θα χρειαστεί να αντλήσουμε πόρους και από χορηγίες. Οι χιλιάδες, επαναλαμβάνω, οι χιλιάδες πολίτες, δικοί μας, Κεφαλλονίτες, έξω από το νησί, στην Ελλάδα, στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Αφρική, είναι έτοιμοι να συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες εθελοντών για να συμπληρώσουν τις ανάγκες που θα αφεθούν κατ” ανάγκην ανοικτές από την Πολιτεία.
Χρειάζεται αμέσως να προχωρήσουμε σε κατοικίες για τους φοιτητές σε μία φοιτητική εστία. Σε επισκέψεις που έκανα πρόπερσι στις ΗΠΑ, αλλά και πέρυσι στην Αυστραλία, είδα μεγάλη προθυμία. Δεν είναι κρίμα λοιπόν, να υπάρχουν ανάγκες από τη μία μεριά, να υπάρχει χρήμα και προθυμία από την άλλη και να έχουμε κενό;
Να καλύψουμε λοιπόν το νομοθετικό κενό, αλλά, πέρα από αυτό, να κινητοποιηθούμε εμείς ως κοινωνία, να πάρουμε πρωτοβουλίες για να βάλουμε τα θεμέλια για μία νέα Κεφαλλονιά. Αν το κάνουμε αυτό, νομίζω ότι θα ήταν η μεγαλύτερη προσφορά που θα μπορούσαμε να κάνουμε ως αφιέρωμα στη μνήμη του Παναγή Βαλλιάνου.