Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ, σε αυτό το εκλεκτό ακροατήριο. Η δεξιά πτέρυγα αποτελείται από πολλούς φίλους και συνεργάτες, η αριστερά είναι πολυάριθμη: Αυτός είναι καλός οιωνός.
Υπάρχει πρόβλημα στον τόπο μας με το βιβλίο. Θα αρχίσω από αυτή τη διαπίστωση. Ο μέσος πολίτης δεν έχει καλή σχέση με το βιβλίο. Αν θέλετε, κάντε το εξής πείραμα: Καλέστε ένα φίλο και ζητήστε του να πάτε μαζί σε ένα βιβλιοπωλείο. Θα δείτε ότι αμέσως θα αισθανθεί αμηχανία. Μπαίνει με άνεση σε οποιοδήποτε άλλο κατάστημα, αλλά δεν έχει επαφή με το βιβλίο. Αυτό συμβαίνει για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τους οποίους δεν είμαι σε θέση να αναλύσω τώρα. Βασικός όμως παράγοντας είναι η παιδεία.
Η παιδεία μας είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν έτσι, που ουσιαστικά έδιωχνε τον πολίτη από το βιβλίο. Η σχέση του παιδιού με το βιβλίο ήταν μία εμπειρία παιδευτική. Ήταν μια εμπειρία κατά την οποία η γνώση μεταφερόταν από το δάσκαλο και το βιβλίο στη μνήμη του παιδιού, το οποίο αποστήθιζε το βιβλίο, το ένα βιβλίο. Και η σχέση του με το βιβλίο ή αργότερα, στο πανεπιστήμιο, με το σύγγραμμα, το ένα σύγγραμμα, τελείωνε με την απόκτηση του πτυχίου. Από εκεί και πέρα, ελάχιστα διάβαζε στον ελεύθερό του χρόνο.
Εάν λοιπόν θέλουμε να δούμε το βιβλίο διαφορετικά, εάν θέλουμε να δούμε τα περιθώρια αναβάθμισης του ρόλου του βιβλίου, πρέπει να δούμε και μια αλλαγή της σχέσης του πολίτη με το βιβλίο. Και εδώ μπαίνει η ανάγκη όχι για το βιβλίο, αλλά η ανάγκη μιας άλλης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Οακρογωνιαίος λίθος στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιχειρήσαμε το 1996-2000 δεν σχολιάστηκε πολύ στον τύπο και αυτός είναι να αλλάξει ακριβώς αυτή η σχέση, και από μία παθητική παιδεία, κατά την οποία η γνώση μεταφέρεται και αποστηθίζεται από το μαθητή, να γίνει το σχολείο ένας χώρος που αναπτύσσει την κριτική και αναλυτική σκέψη του παιδιού, έτσι που το ίδιο το παιδί να μπορεί να αναλύει, να κρίνει και να αποφασίζει. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να έχεις ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα σπουδών μέσα στην τάξη, όπου η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον καθηγητή, το βιβλίο και το μαθητή, στο χώρο της γνώσης, θα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που αντιμετωπίσαμε εμείς στο σχολείο.
Σε αυτό το πλαίσιο, προχωρήσαμε σε δύο καινοτομίες: Η μία είναι το λεγόμενο «Πολλαπλό Βιβλίο», έτσι επεκράτησε να το αποκαλούμε – αδόκιμος όρος – και οι σχολικές βιβλιοθήκες. Λίγα λόγια για το κάθε ένα από αυτά.
Το εναλλακτικό, το λεγόμενο «Πολλαπλό» Βιβλίο σημαίνει ότι για κάθε μάθημα θα υπάρχουν τρία διαφορετικά βιβλία από τα οποία η τάξη μπορεί να επιλέξει ποιο είναι το βασικό βιβλίο το οποίο θα χρησιμοποιηθεί στη σχολική χρονιά. Έτσι λοιπόν, στη σχολική βιβλιοθήκη, για το ίδιο μάθημα, της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, των αρχαίων ελληνικών, υπάρχουν τρία διαφορετικά βιβλία τα οποία επεξεργάζονται την ίδια ύλη εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, και ένα βιβλίο κρίνεται από το Σύλλογο των Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας ως το καταλληλότερο για να χρησιμοποιηθεί κάθε χρονιά.
Παράλληλα, ο καθηγητής και ο μαθητής έχουν πρόσβαση και στα άλλα βιβλία, για να συγκρίνουν και να δουν μία διαφορετική, ίσως, προσέγγιση στο ίδιο θέμα. Αυτό το θεωρήσαμε απολύτως αναγκαίο να γίνει για να ξεφύγουμε από την παπαγαλία και την αποστήθιση του ενός βιβλίου. Το παιδί διδάσκεται θέματα, δεν αποστηθίζει σελίδες από ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Και αυτό ήταν μακροχρόνιο αίτημα – πρέπει να πω – της εκπαιδευτικής κοινότητας και προχωρήσαμε σε αυτό.
Μέχρι το 2000, είχαν ολοκληρωθεί 194 πακέτα πολλαπλών βιβλίων. Δηλαδή, για κάθε ένα θέμα, υπήρχε ένα πακέτο με το βιβλίο του μαθητή, το βιβλίο του καθηγητή και το βιβλίο των ασκήσεων. Αυτά τα βιβλία γράφτηκαν με οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αναπτύσσοντας μια συγκεκριμένη ύλη, από ιδιώτες ή από εκδοτικούς οργανισμούς ή ακόμα και από επιστημονικούς οργανισμούς, όπως ο Σύλλογος των Μαθηματικών, των Φυσικών κλπ. Αυτό ήταν ένα σημαντικό άνοιγμα.
Τα βιβλία αυτά φυσικά τα έκρινε μία επιτροπή και επέλεγε μεταξύ των διαγωνιζομένων τα καλύτερα τρία βιβλία. Είχαμε μάλιστα πρόθεση να επεκτείνουμε αυτόν το θεσμό – κάτι που ίσως σας ενδιαφέρει – να ανοίξουμε τη διαδικασία αυτή και σε εκδότες βιβλίων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συγγράφουν – βάσει οδηγιών και του προγράμματος σπουδών – βιβλία τα οποία θα μπορούσαν να κριθούν και εν πάση περιπτώσει, να βρίσκονται στις σχολικές βιβλιοθήκες.
Λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω αυτό – και δεν προσεγγίζω το σημερινό θέμα με κριτική διάθεση – αλλά, δυστυχώς, η Υπουργική Απόφαση που στήριζε το θεσμό του «Πολλαπλού Βιβλίου» καταργήθηκε το 2001. Νομίζω ότι αυτό ακρωτηριάζει την προσπάθεια της πολιτείας να δημιουργήσει μία παιδαγωγική ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη που αναπτύσσει την κριτική σκέψη και τη σύγκριση. Έτσι λοιπόν, μία σημαντική πηγή ανάπτυξης της σχέσης παιδιού, σχολείου και βιβλίου έχει διακοπεί.
Προχωράω τώρα στο κύριο θέμα που είναι οι σχολικές βιβλιοθήκες. Δημιουργήσαμε 500 Σχολικές Βιβλιοθήκες, σκορπισμένες σε όλη την Ελλάδα. Φτιάξαμε μόνο 500, γιατί τόσες ήταν, όχι οι οικονομικές, αλλά οι υλικοτεχνικές δυνατότητές μας, καθώς οι βιβλιοθήκες αυτές έχουν φτιαχτεί πάνω σε πολύ προχωρημένα πρότυπα.
Θέλω εδώ να σημειώσω κάτι: Υπήρξε μία συμφωνία και μία πολύ καλή συνεργασία ανάμεσα στους εκδότες βιβλίων και το Υπουργείο. Οι 6000 τόμοι, που είναι η πρώτη δόση, ο βασικός κορμός αυτών των βιβλιοθηκών, αποτελείται από βιβλία η παραγγελία και η συλλογή των οποίων είχε συμφωνηθεί. Φυσικά αυτή ήταν μία αρχή. Οι βιβλιοθήκες αυτές θα πρέπει να εμπλουτιστούν και με άλλους τόμους και με άλλα βιβλία.
Αυτή η υπόθεση μας στοίχισε περίπου 27 δισ. δραχμές. Ένα μικρό ποσό σχετικά για την πολιτεία, εάν σκεφθούμε ότι με αυτό το πρώτο μικρό βήμα εξυπηρετήθηκαν 170.000 μαθητές και περίπου 17.000 εκπαιδευτικοί. Η υποδοχή των Σχολικών Βιβλιοθηκών από την εκπαιδευτική κοινότητα και από τα παιδιά ήταν ενθουσιώδης. Έχω στοιχεία – αλλά δεν έχουμε τον χρόνο να τα αναλύσουμε – που καταδεικνύουν ότι χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο ως λειτουργικό μέρος του ίδιου του μαθήματος, αλλά και ως δανειστική βιβλιοθήκη, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά στην κυριολεξία «ρούφηξαν» το βιβλίο και άρχισαν να αναπτύσσουν μία άλλη σχέση μαζί του.
Οι 500 αυτές βιβλιοθήκες πραγματοποιήθηκαν, αφενός μεν γιατί δώσαμε μεγάλη προτεραιότητα σε αυτό το έργο, αλλά και γιατί αποκεντρώσαμε την υλοποίησή του σε καλούς φορείς. Οι βασικοί φορείς που το εξετέλεσαν ήταν Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και άλλοι οργανισμοί που είχαν μια εξειδίκευση σε αυτόν τον τομέα.
Πρέπει να σας πω – και πολλοί από εσάς το ξέρετε, αν πάλι δεν το ξέρετε, ρωτήστε αυτούς που το ξέρουν – ότι υπήρξαν πολλές «κόντρες» πάνω σε αυτό το θέμα: Υπήρξε μεγάλη αντίδραση οργανωμένη για την προώθηση του έργου των Σχολικών Βιβλιοθηκών. Εμείς το προχωρήσαμε πάντως αυτό το έργο. Είχαμε προγραμματίσει να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στο Γ” ΚΠΣ, σε άλλες 500 Σχολικές Βιβλιοθήκες και σε άλλες 300 εξειδικευμένες βιβλιοθήκες για τα ΤΕΕ, τα οποία χρειάζονται και αυτά να έχουν και βιβλιοθήκες γενικής παιδείας, αλλά και εξειδικευμένες βιβλιοθήκες που αφορούν σε τεχνολογικά ζητήματα.
Το πρόγραμμα λέει 300 + 500 βιβλιοθήκες. Δυστυχώς, το πρόγραμμα δεν έχει προχωρήσει και υπάρχει κίνδυνος να μην προχωρήσει καθόλου και να χαθούν τα χρήματα. Γι” αυτό θα ήθελα να δούμε ποια είναι τα προβλήματα και να σας κάνω κάποιες προτάσεις ως προς το πώς μπορούμε να κινηθούμε για να προχωρήσει το έργο.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που έγινε είναι ότι το πρόγραμμα Σχολικών Βιβλιοθηκών έφυγε από το Υπουργείο Παιδείας και πήγε στη διοίκηση των Περιφερειών. Έτσι, τα χρήματα έχουν διοχετευθεί στο Περιφερειακό πρόγραμμα και είναι ευθύνη της περιφέρειας να υλοποιήσει ανάμεσα στα άλλα και το έργο των βιβλιοθηκών. Πράγματι, στις περιφέρειες έχουν εγγραφεί κονδύλια της τάξεως των 24 δις. δραχμών, για την υλοποίηση του προγράμματος των 500 βιβλιοθηκών.
Πού είναι το πρόβλημα όμως; Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν είναι σαφές ότι αυτά τα λεφτά κατ” ανάγκην θα χρησιμοποιηθούν για βιβλιοθήκες. Αν π.χ. μέχρι τα μέσα ή προς το τέλος του 2003 δεν έχει προχωρήσει αυτό το έργο είναι δυνατόν τα λεφτά αυτά να πάνε σε άλλα συναφή έργα, κτήρια, ή ακόμη, με έγκριση της κοινότητας, να πάνε σε άλλα έργα κοινωνικής προτεραιότητας στην περιφέρεια.
Με λίγα λόγια, σας λέω ότι απομακρύνοντας το πρόγραμμα αυτό από το Υπουργείο Παιδείας, δεν υπάρχει πια η πολιτική προτεραιότητα που είχε δοθεί αρχικά σε αυτό το έργο. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει καμία προεργασία, δεν έχει εκδοθεί κανένα τεχνικό δελτίο για βιβλιοθήκη στην επικράτεια. Και επειδή αυτά παίρνουν χρόνο, θα τελειώσει το 2003, η χρονιά που θα γίνει η αξιολόγηση της προόδου των προγραμμάτων, δεν θα έχουν προχωρήσει οι βιβλιοθήκες και τα χρήματα αυτά θα χαθούν.
Αν μάλιστα, δεν έχουν πάει σε άλλα συναφή έργα της περιφέρειας, θα χαθούν από την Ελλάδα γενικότερα: Όπως ξέρετε, υπάρχει πίεση τα κονδύλια του ΚΠΣ που περισσεύουν από άλλες χώρες να πάνε και στη Γερμανία για να χρηματοδοτήσουν την αποκατάσταση των καταστροφών από τις πρόσφατες πλημμύρες. Και θα ήταν κρίμα, χρήματα για τις Σχολικές Βιβλιοθήκες της Ελλάδας να τα δούμε να γίνονται κτήρια στην επαρχία – που ίσως μεν χρειάζονται – δεν έχουν όμως την προτεραιότητα των Σχολικών Βιβλιοθηκών ή να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών στη Γερμανία.
Το δεύτερο πρόβλημα με αυτή την αποκέντρωση είναι ότι δεν υπάρχει ένα γραφείο εποπτείας και παρακολούθησης του έργου ώστε να υπάρχει μία ενιαία πολιτική για τον τρόπο δημιουργίας τους, για τον τρόπο εξοπλισμού τους ή για τον τρόπο παραγγελίας των τίτλων τους. Εγώ δεν έχω αντίρρηση στην αποκέντρωση ενός έργου στην περιφέρεια, εφόσον βέβαια υπάρχει ένας γενικός συντονισμός, εποπτεία και παρακολούθηση. Και κατέθεσα και μία ερώτηση σήμερα στη βουλή και νομίζω ότι κι εσείς μπορείτε να παρακολουθήσετε πώς θα προχωρήσει αυτό το θέμα.
Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αναβαθμιστεί το θέμα των Σχολικών Βιβλιοθηκών ως προτεραιότητα. Και πρέπει να δεσμευθεί η πολιτεία, δηλαδή η Κυβέρνηση, ότι αυτό που έχουμε προγραμματίσει, 500 βιβλιοθήκες είναι ένα έργο που πρέπει να γίνει και θα γίνει.
Δεύτερον, θα πρέπει να συγκροτηθεί μία αυτόνομη υπηρεσία στο Υπουργείο Παιδείας, η οποία σε συνεργασία με σχετικούς φορείς, όπως ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίων κ.α., θα παρακολουθήσει την εκτέλεση του έργου και με ευθύνη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου θα βάλει τους κανόνες τις προδιαγραφές για τις Βιβλιοθήκες αυτές.
Και τρίτον, να δεσμευθεί η κυβέρνηση ότι τα χρήματα τα οποία έχουν δεσμευθεί γι” αυτές τις Σχολικές Βιβλιοθήκες δεν μπορούν και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για χρηματοδότηση άλλων σκοπών.
Νομίζω ότι είναι τρία απλά πράγματα τα οποία μπορούν να γίνουν και μπορούμε να πιέσουμε. Μένει τώρα το θέμα των βιβλιοθηκών για τα ΤΕΕ. Εκεί ακόμη δεν έχει γραφεί συγκεκριμένο κονδύλιο για τις 300 Βιβλιοθήκες, δηλαδή το έργο δεν έχει καν προσδιοριστεί. Νομίζω ότι αυτές οι βιβλιοθήκες επείγουν όσο και οι Σχολικές Βιβλιοθήκες για τα Γυμνάσια και τα Λύκεια. Εδώ, πρέπει να πιέσουμε την πολιτεία να εξειδικεύσει το πρόγραμμά της για τα ΤΕΕ και να διαμορφώσει πρόγραμμα με συγκεκριμένο ποσό για την υλοποίησή του. Τα χρήματα υπάρχουν, αρκεί να δεσμευθούν τώρα. Ακόμα, για να μπορέσεις να τα χρησιμοποιήσεις, πρέπει να κινηθείς γρήγορα, γιατί η ιδιομορφία του νέου ΚΠΣ είναι ότι, αν δεν απορροφήσεις αυτά τα ποσά, θα τα χάσεις. Ανέφερα την περίπτωση της Γερμανίας, νομίζω ότι θα είναι κρίμα, χρήματα που χρειάζεται η ελληνική πολιτεία για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής της πολιτικής, για την αναβάθμιση του βιβλίου να χαθούν από αδράνεια ή από χαμηλή πολιτική προτεραιότητα σε αυτό το χώρο.
Θα τελειώσω με σχετική αισιοδοξία γι” αυτό το θέμα. Νομίζω ότι, αν αφήσουμε το θέμα έτσι όπως πάει θα χαθούν τα χρήματα, αλλά, εάν κινηθούμε συντονισμένα, νομίζω ότι μπορούμε να δούμε το έργο να υλοποιείται στην περίοδο 2002-2006.
Μια τελευταία παρατήρηση: Καλές είναι και οι Σχολικές Βιβλιοθήκες, χρειάζεσαι όμως και το κατάλληλο προσωπικό. Δεν έχουν στελεχωθεί με Βιβλιοθηκονόμους, οι οποίοι ξέρουν να τις λειτουργήσουν.
Παράλληλα, πέρα από τον Βιβλιοθηκονόμο, χρειαζόμαστε και τον εκπαιδευτικό, ο οποίος παρακολουθεί το μάθημα στην τάξη, έχει σχέση με τη βιβλιοθήκη και θα είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο μαθητή και τη βιβλιοθήκη για τα θέματα που τον αφορούν.
Χρειάζεται λοιπόν να ενεργοποιηθεί ταυτόχρονα και ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών για το θέμα των βιβλιοθηκών, παράλληλα προς την πρόσληψη βιβλιοθηκονόμων για τις Σχολικές Βιβλιοθήκες.
Σας ευχαριστώ.