Κυρίες και κύριοι,
Ανταποκρίθηκα στην πρόσκληση του φίλου Λυκούργου Κομίνη, με μεγάλη χαρά. Όταν ανταποκρίθηκα, δεν είχα διαβάσει το βιβλίο. Ομολογώ ότι περίμενα ένα διαφορετικό βιβλίο. Περίμενα μια προσωπική κατάθεση ενός δημοσιογράφου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη σοβαρή και υπεύθυνη δημοσιογραφία. Αλλά το βιβλίο δεν είναι αυτού του είδους.
Είναι ένα βιβλίο απαιτήσεων με ερευνητική υποδομή. Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσε να γραφεί από κάποιον που δεν έχει ζήσει στον κόσμο της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ, αλλά και από κάποιον που δεν είχε τη διάθεση να μελετήσει επί μακρόν τη βιβλιογραφία και να αναζητήσει τους προβληματισμούς μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο των ραγδαίων εξελίξεων στην κοινωνία μας και στην οικονομία. Είναι ένα βιβλίο με απαιτήσεις, είναι μία σημαντική συμβολή στον προβληματισμό γύρω από τα ΜΜΕ και το συνιστώ και ελπίζω να διαβαστεί από πολλούς.
Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα. Αλλά δεν είναι ένα βιβλίο που θα το πάρετε στο κρεβάτι σας, να διαβάσετε μερικές σελίδες πριν κοιμηθείτε. Απαιτεί προσοχή, θα πρέπει να το διαβάσετε με εγρήγορση και με αρκετούς καφέδες δίπλα σας. Έχει πολλούς τόνους απαισιοδοξίας. Θα έλεγα γενικά ότι δεν είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο. Και, όπως όλοι οι ρομαντικοί – και πιστεύω ότι κατά βάθος ο Λ. Κομίνης είναι ρομαντικός και αισιόδοξος – προτάσσουν τα προβλήματα για να ενεργοποιήσουν και για να μας πούνε ότι, αν δεν δράσουμε εμείς, ως πολίτες, τα πράγματα μπορούν να πάνε προς το χειρότερο. Έτσι, τελικά και κατά βάθος, το βιβλίο αυτό είναι αισιόδοξο, αν και δεν προτείνει συγκεκριμένη λύση.
Ο συγγραφέας βλέπει τη δική μας τη γενιά, που σήμερα δρα, σαν μία γέφυρα ανάμεσα σε μία γενιά που έφυγε, των πατεράδων μας, και τη γενιά που έρχεται. Γέφυρα ανάμεσα σε μία παλαιότερη γενιά, που υπήρχαν σταθερές αξίες, που ο έντυπος λόγος ήταν κυρίαρχος και σε μία άλλη γενιά που έρχεται και δεν ξέρουμε ακριβώς τις διαστάσεις που θα πάρει και ποια θα είναι η φυσιογνωμία της και προβληματίζεται.
Προβληματίζεται από το γεγονός ότι οι ταχύτατες τεχνολογικές πρόοδοι, ιδίως στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλάζουν τόσο πολύ τη δομή της ίδιας της κοινωνίας και της οικονομίας μας που δεν υπάρχει χρόνος για τον άνθρωπο και για τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς να ενσωματώσουν και να αφομοιώσουν αυτές τις αλλαγές, για να βρούμε πάλι μία ισορροπία ανάμεσα στην εξέλιξη του ανθρώπου, των κοινωνικών θεσμών και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Βλέπει με δέος αυτές τις αλλαγές και βλέπει με ιδιαίτερο δέος την αποδόμηση των εθνών και την κίνηση για μία παγκόσμια κυβέρνηση ιδιότυπης μορφής. Νομίζω ότι από όλα όσα παραθέτει, μια αναφορά του στον David
.., σε κάτι που έγραψε 6 μήνες πριν την επίθεση εναντίον των διδύμων, χαρακτηρίζει την ανησυχία του συγγραφέα και νομίζω ότι αξίζει να σας αναφέρω αυτό το απόσπασμα, γιατί νομίζω ότι δίνει και τον τόνο του προβληματισμού. Έλεγε λοιπόν στο άρθρο του ο
:
«Είμαστε ευγνώμονες προς την Washington Post, και στην New York Times, και το περιοδικό Time και άλλες μεγάλες εκδόσεις, των οποίων οι Διευθυντές συμμετείχαν στις συναντήσεις μας, και σεβάστηκαν την υπόσχεσή τους να είναι διακριτικοί μαζί μας επί σχεδόν 40 χρόνια. Θα ήταν αδύνατον να καταρτίσουμε το σχέδιό μας, για τον κόσμο, αν ήμασταν εκτεθειμένοι στα φώτα της δημοσιότητας όλα αυτά τα χρόνια. Ο κόσμος είναι πιο σύνθετος, και είναι έτοιμος να βαδίσει προς μία παγκόσμια κυβέρνηση. Η υπερεθνική κυριαρχία μίας ελίτ διανοουμένων και τραπεζιτών του κόσμου είναι σίγουρα προτιμότερη από την εθνική αυτοδιάθεση που κυριάρχησε τους τελευταίους αιώνες». Και καταλήγει ότι «βρισκόμαστε στο μεταίχμιο ενός παγκόσμιου μετασχηματισμού και χρειαζόμαστε την κατάλληλη, μεγάλη κρίση. Και τότε τα έθνη θα αποδεχθούν τη νέα τάξη πραγμάτων».
Αυτή την άποψη, αυτή την προοπτική, ο Λ. Κομίνης τη συνδυάζει με μεγάλες αλλαγές στο χώρο της τεχνολογίας, της οικονομίας, και ρωτάει ποιος θα είναι ο νέος κόσμος. Και φτάνει σε ένα συμπέρασμα πολύ σημαντικό, κι εγώ, ως πολιτικός, θα συμφωνήσω μαζί του, ότι κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντός μας θα παίξει η παράμετρος της πληροφόρησης, το πώς θα διαμορφωθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες θα λειτουργήσει το σύστημα της πληροφόρησης και τι πληροφόρηση θα παίρνει ο πολίτης.
Αυτό είναι και το θέμα άλλωστε του βιβλίου. Μιλά για τα προβλήματα που φέρνει μαζί της η εικονική πραγματικότητα, αλλά ξεκαθαρίζει και κάποιες βασικές για μας έννοιες.
Πρώτα απ” όλα, για τον Λ. Κομίνη, η είδηση δεν είναι εμπόρευμα. Η θέση λοιπόν ότι «δίνω στον κόσμο αυτό που πουλάει» δεν πρέπει να ισχύει. Τα ΜΜΕ δεν είναι και δεν πρέπει να είναι επιχειρήσεις που πουλάνε αυτό που πουλάει. «Είδηση είναι», λέει, «μία διασταυρωμένη πληροφορία που αξίζει να δημοσιοποιηθεί, γιατί αφορά στην ποιότητα ζωής του ανθρώπου και το μέλλον του». Η ενημέρωση λοιπόν δεν είναι εμπόρευμα, είναι ένα κοινωνικό αγαθό, γιατί συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του πολίτη. Αν λοιπόν είναι έτσι, δεν μπορούμε να έχουμε στο χώρο της ενημέρωσης τους κανόνες που έχουμε στις επιχειρήσεις που ελέγχονται όταν πουλούν χαλασμένα τρόφιμα κλπ. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό σύστημα διαχείρισης της ελευθερίας και καταπολέμησης της ασυδοσίας στο χώρο της ενημέρωσης.
Όταν λέμε ότι η ενημέρωση πρέπει να είναι ελεύθερη, εννοούμε την ελευθερία απέναντι σε εξωτερικές εξαρτήσεις, έξω από τον τύπο. Αλλά η ελευθερία δεν μπορεί να είναι ασύδοτη. Δεν μπορεί ο ίδιος ο χώρος της ενημέρωσης να ανθίσταται σε εσωτερικούς κανονισμούς δεοντολογίας. Αυτό το θέμα τον απασχολεί ιδιαίτερα τον Κομίνη και καταλήγει απαισιόδοξα, στο ότι σε αυτή τη φάση, δεν υπάρχει ούτε η πολιτική βούληση, ούτε η οικονομική υποδομή, ούτε και η διάθεση του δημοσιογραφικού κόσμου να προχωρήσουμε σε ένα σύστημα δεοντολογίας που θα προστατεύει και τον χώρο της ενημέρωσης, αλλά και τον ίδιο τον πολίτη.
Ζούμε σήμερα σε ένα κόσμο εικονικό, ζούμε στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας. Και πρέπει να πούμε ότι ο Λ. Κομίνης δεν αισθάνεται άνετα με τον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας. Και έχει δύο προβλήματα τα οποία είναι διάσπαρτα μέσα στο βιβλίο, αλλά νομίζω ότι είναι σημαντικά και πρέπει να τα αναφέρω:
Το πρώτο είναι ότι η εικόνα αποδίδει μόνον την επιφάνεια. Τα γεγονότα συνήθως δεν έχουν καν επιφάνεια, ή, αν έχουν, είναι μία ελάχιστη πλευρά της ουσίας. Γι” αυτό τονίζει ότι η δημοσιογραφία που στέκεται στην εικόνα δεν είναι δημοσιογραφία. Η δήθεν πιστότητα της εικόνας ως αδιάσειστο ντοκουμέντο είναι η απάτη της εμπορικής τηλεόρασης.
Ένα άλλο θέμα που τον προβληματίζει είναι οι επιπτώσεις της εικονικής πραγματικότητας πάνω στην ίδια τη ζωή μας, γιατί είναι πιθανόν αυτός ο εικονικός κόσμος του ηλεκτρονικού παραμυθιού να επικαθίσει στο ανθρώπινο συναίσθημα και στην ανθρώπινη λογική και να τα καταβροχθίσει. Ή έστω, διερωτάται ο Λ. Κομίνης, σε τι βαθμό θα επιδράσει η εικονική πραγματικότητα της οθόνης, στην αληθινή πραγματικότητα της ζωής του ανθρώπου. Η υποδούλωση στο «Μεγάλο Αδελφό» μήπως έχει συμβεί σε συνθήκες ενός ψηφιακού παραμυθιού;
Ως προς την επίδραση της τηλεόρασης σε ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας και της ποιότητας της ζωής μας ο Λυκούργος είναι ιδιαίτερα καυστικός: Ένα θαυμάσιο κεφάλαιο για τη γλώσσα περιγράφει την εκτέλεση της γλώσσας και την υποκατάστασή της από ένα προφορικό λόγο του επιπόλαιου αυτοσχεδιασμού. Η τηλεόραση χαρακτηρίζεται από μεγάλη γλωσσική ανεπάρκεια, ενώ η ηλεκτρονική οθόνη από μία γλωσσική διαστροφή, όπου η συνεννόηση λαμβάνει χώρα μέσα σε λίγα ελληνικά περισσότερο αγγλικά, από μία πολύ ελλειπτική γλώσσα και μηνύματα.
Στην τηλεόραση, τα όρια ανάμεσα στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία είναι δυσδιάκριτα, γιατί η τηλεόραση βοηθά να γίνει αυτή η εκτροπή της ενημέρωσης σε θέαμα. Αλλά η ενημέρωση δεν είναι ψυχαγωγία.
Δύο, λέει, είναι οι άξονες στους οποίους πατάει το τηλεοπτικό ενημερωτικό σύστημα: Η παραπληροφόρηση και η υπερπληροφόρηση είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι η χυδαιότητα.
Αν το πρόβλημα σταματούσε εκεί, θα μπορούσαμε να προτείνουμε και ορισμένες λύσεις. Αλλά ο Λ. Κομίνης περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα, γιατί συνδέει τη σύγχρονη ενημέρωση, τις οθόνες, με τη διαχείριση του πλούτου. Μας λέει ότι, αν ο κύριος ρόλος της ενημέρωσης είναι να ενεργοποιεί τον άνθρωπο διαμηνύοντας τα επερχόμενα σε όλους τους τομείς, τότε το σημερινό πλαίσιο ισχυρών που κατευθύνει με την οθόνη τη σκέψη του ανθρώπου τον οδηγεί στην εικονική πραγματικότητα για να τον ουδετεροποιήσει. Το καθεστώς αυτό το αποκαλούμε «τηλε-δημοκρατία». Εγώ δεν θα το αποκαλούσα «τηλε-δημοκρατία», αλλά κάτι άλλο. Η τηλε-δημοκρατία έχει και τους δικούς της κανόνες, τη δική της τηλε-ισχύ, δηλαδή έλλειψη ηθικών κανόνων ή κανόνων δεοντολογίας που τουλάχιστον υπήρχαν όταν κυριαρχούσε ο έντυπος λόγος.
Υπήρχαν και τότε εξαιρέσεις και εκτροπές, αλλά κατά κύριο λόγο, υπήρχαν κανόνες οι οποίοι λειτουργούσαν. Σήμερα, δεν λειτουργούν, γιατί υπάρχει μεγάλη διαπλοκή ανάμεσα στα ΜΜΕ, τον πλούτο και την πολιτική εξουσία. Με τον όρο «πολιτική εξουσία», δεν εννοώ την κυβέρνηση, αλλά γενικά τον πολιτικό κόσμο. Εδώ θα περίμενα από τον Λ. Κομίνη να μπει βαθύτερα στο θέμα της διαπλοκής και να βγάλει κάποια συμπεράσματα. Είναι αποκαλυπτικός στην περιγραφή, αποφεύγει να μας δώσει τη δική του θέση, ελπίζω όμως αυτό να είναι αντικείμενο του επόμενου βιβλίου του, γιατί αυτό είναι ένα βασικό ζήτημα. Το ζητούμενο είναι – και σας λέω τα λόγια του – με ποια μέσα μπορεί η ανθρωπότητα, όχι μόνο να απεξαρτηθεί από την εικονική πραγματικότητα, αλλά και να στρέψει τη δύναμη της τηλεόρασης σε τροχιά που να είναι συμφέρουσα για την παγκόσμια κοινωνία.
Ένα συμπέρασμα που βγαίνει από το βιβλίο είναι ότι – είτε μας αρέσει είτε όχι – αυτό το θέμα δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε μόνο μέσα στα στενά πλαίσια ενός κράτους. Είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που χρειάζεται και έναν παγκόσμιο χειρισμό. Αυτό που βλέπουμε σήμερα εμείς στην Ελλάδα δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο, αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Και ως πολιτικός, πρέπει να πω ότι, αν είναι να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο, δεν μπορούμε παρά να αρχίσουμε από την πολιτική. Και είναι έργο της πολιτικής και των πολιτικών να θέσει και πάλι το ζήτημα της ενημέρωσης στη σωστή του βάση, ως ένα κοινωνικό αγαθό απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας. Κάτι που σήμερα σπανίζει.
Ο τίτλος λέει πολλά, αλλά, νομίζω ότι θα έλεγε περισσότερα, αν τον αλλάζαμε λίγο, αν δεν λέγαμε «Από την Πένα στην Οθόνη – Η χαμένη τιμή της ενημέρωσης», αλλά «Η Χαμένη Τιμή της Ενημέρωσης, στην πένα και, ακόμη περισσότερο, στην οθόνη». Συγχαρητήρια για το βιβλίο, το οποίο πράγματι μας προβληματίζει όλους. Και θα ήθελα να μας υποσχεθείς, όπως είπα και πριν, ένα άλλο βιβλίο, για τη διαπλοκή πολιτικής, πλούτου και ενημέρωσης.