Θέλω κατ΄ αρχήν να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου, την κυρία Μαραγκοπούλου και την ομάδα νέων του Ιδρύματος που είχαν την πρωτοβουλία να γίνει αυτή η συζήτηση σήμερα. Τον τελευταίο καιρό, με εντυπωσιάζει η φτώχεια πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα και ιδιαίτερα η έλλειψη διαλόγου για ένα θέμα που αφορά την Ευρώπη και κατ΄ εξοχήν τον Ελληνισμό. Στη Γαλλία για το θέμα αυτό γίνονται καθημερινά συζητήσεις στην τηλεόραση, γράφονται άρθρα στις εφημερίδες και εκδίδονται βιβλία. Εδώ, υπάρχει μια αμηχανία.
Και θα ήθελα να αρχίσω με μια μελαγχολική παρατήρηση. Ακούσαμε πολλά και χρήσιμα πράγματα στην προηγούμενη συνεδρία, ακούμε πολλά και χρήσιμα πράγματα κατά καιρούς. Πώς γίνεται σ΄ αυτόν τον τόπο όμως να υπάρχει διαύγεια στην ελληνική κοινωνία για τον εθνικό μας προορισμό, να παίρνουμε σωστές θέσεις και να τις συζητάμε σωστά αλλά, όταν φθάνουμε στην πράξη, η πολιτική πρακτική να αναιρεί αυτά που εμείς θεωρούσαμε ως πάγιες θέσεις. Πώς γίνεται;
Φταίνε οι θέσεις που πήραμε κατά καιρούς; Δεν ήταν ρεαλιστικές; Ήταν εκτός τόπου και χρόνου ή ήταν θέσεις εφαρμόσιμες αλλά είχαν ως προϋπόθεση σοβαρή υποδομή μέσα στην κοινωνία, κατάλληλη καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος, κατάλληλη αποτρεπτική δύναμη, ανάδειξη διπλωματικών πρωτοβουλιών, δικτυώσεων και συμμαχιών, άλλη ίσως οικονομική και κοινωνική πολιτική που θα έδινε άλλες διεξόδους και επιλογές στην εξωτερική μας πολιτική; Τι φταίει; Αυτό βέβαια δεν είναι το θέμα της σημερινής μας συζήτησης αλλά θα ήθελα να προτείνω στο μέλλον να γίνει μια κουβέντα. Αυτός ο διχασμός ανάμεσα στη ρητορεία και στην πολιτική πράξη είναι μια κατάρα για τον Ελληνισμό που, για δεκαετίες τώρα, μας κατατρέχει και, επιτέλους, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Η εξωτερική πολιτική δεν είναι κάτι ξεκομμένο από την υπόλοιπη, την οικονομική και κοινωνική μας ζωή, είναι έκφραση του κοινωνικού και οικονομικού μας γίγνεσθαι. Και ας μην ξεχάσουμε ότι οι μεγάλες αλλαγές, τα καλά και τα κακά, στην ιστορική μας πορεία ήρθαν από απότομες αλλαγές στο εξωτερικό μας περιβάλλον.
Ήθελα λοιπόν να δούμε το θέμα της Εθνικής Στρατηγικής από τη σκοπιά της υποδομής, της πολύπλευρης προετοιμασίας που απαιτείται για να στηρίξει θέσεις που θεωρούμε απαραίτητες για τα Εθνικά μας συμφέροντα. Όταν συζητούμε – και συνήθως έτσι κάνουμε – ένα θέμα είναι σε περίοδο κρίσης, όταν είναι πλέον αργά και οι εναλλακτικές μπροστά μας είναι σχεδόν μηδαμινές. Θα πρέπει να τα δούμε αυτά τα πράγματα μέσα στην προοπτική χρόνου και να προετοιμαστούμε ώστε, την κατάλληλη στιγμή, να μπορούμε να έχουμε τις δυνατότητες για να ασκήσουμε μια εξωτερική πολιτική που θα είναι κοντά στα οράματα και τα δίκαιά μας.
Δεν έχω πολλά πράγματα να πω για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γιατί ο φίλτατος Σάκης Πεπονής κάλυψε το θέμα αυτό πληρέστατα. Πρέπει να είναι κατανοητό σ΄ εμάς ότι και πριν από την ένταξη, και κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για την ένταξη, και μετά την ένταξη – εάν γίνει – η Τουρκία θα έχει τις ίδιες θέσεις απέναντι στον Ελληνισμό, στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Εγώ θα ήθελα να προχωρήσω λίγο παραπέρα και να αναπτύξω ένα ζήτημα που ακόμα δεν έχει συζητηθεί: Ένταξη. Ποια ένταξη; Σε ποια Ευρώπη;
Πρώτα από όλα δεν μιλάμε για ένταξη της Τουρκίας. Μιλάμε για Συμφωνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια πορεία προς την ένταξη. Άρα μιλάμε για μια μεγάλη διάρκεια χρόνου, κατά την οποία θα γίνονται σειρά διαπραγματεύσεων. Εδώ λοιπόν πρέπει να δούμε πως η ελληνική θέση, η θέση του Ελληνισμού γενικότερα, μπορεί να περάσει σε αυτές τις διαπραγματεύσεις και πως θα μπορέσουμε να επηρρεάσουμε τη συμπεριφορά μιας υποψήφιας χώρας όπως η Τουρκία.
Δεν πιστεύω ότι τελικά η Τουρκία θα ενταχθεί σε μία Ομόσπονδη Ε.Ε. Και αυτό αλλάζει τελείως τη θέση που ισχύει σήμερα και που λέει ότι εντάσσοντας την Τουρκία στην Ε.Ε., θα έχουμε τη δυνατότητα, κατά τη διαδρομή των διαπραγματεύσεων για την ένταξη, να πιέσουμε την Τουρκία για αλλαγή συμπεριφοράς απέναντί μας. Ακριβώς επειδή θα υπάρξει συμφωνία για ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, η ίδια η Ε.Ε. θα αλλάξει. Εάν τελικά ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε. δεν θα είναι σε μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη που οραματιζόμαστε αλλά θα είναι σε ένα «μόρφωμα» Ευρωπαϊκό που δεν θα έχει καμία σχέση με το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης. Δεν μπορεί για πολλούς λόγους που δεν έχουμε το χρόνο να σας αναπτύξω, να ενσωματωθεί η Τουρκία σε μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη. Εάν για λόγους τακτικής, λόγω πιέσεων από την Αμερική, τελικά οι χώρες της Ευρώπης συμφωνήσουν για μια ενταξιακή πορεία, θα είναι μια ενταξιακή πορεία για μια πολύ διαφορετική Ευρώπη. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για εμάς. Έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει μια συντεταγμένη, σταθερή Ευρώπη της οποίας είμαστε και εμείς μέρος, και διαπραγματευόμαστε με μια άλλη υποψήφια χώρα. Δεν θα γίνει αυτό. Θα αλλάξει η ίδια η Ευρώπη.
Τι γίνεται τώρα μέσα στην Ευρώπη; Μέσα στην Ευρώπη συντελούνται μεγάλες, δραματικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Ήδη με τη διεύρυνση της Ευρώπης στις 25 χώρες έχει χαθεί ο έλεγχος της ευρωπαϊκής πορείας με εμβάθυνση για μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη. Οι 25 χώρες είναι ήδη πολλές για να μπορέσουν να ενσωματωθούν σε ένα Ομοσπονδιακό Κράτος. Παράλληλα παρατηρούνται τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Αυτή τη στιγμή η καρδιά της βιομηχανικής Ευρώπης, η Γαλλία, η Γερμανία και η βόρειος Ιταλία αποβιομηχανοποιούνται. Οι βιομηχανίες φεύγουν. Οι νέες επενδύσεις δεν γίνονται στην «παλαιά» Ευρώπη, γίνονται στη «νέα» Ευρώπη. Ο ορισμός αυτός του Ράμσφελτ δεν είναι τυχαίος. Είναι στη νέα Ευρώπη, στην Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία που πάνε οι επενδύσεις της βιομηχανίας. Εκεί, με φθηνή εργασία, με βιομηχανική πειθαρχία και παράδοση, θα δημιουργηθεί στη ΒΑ Ευρώπη το νέο βιομηχανικό ευρωπαϊκό κέντρο. Η αποβιομηχάνιση όμως της «παλαιάς» Ευρώπης δημιουργεί ήδη πολιτικές αντιστάσεις και οδηγεί σε συσπείρωση αυτών των χωρών σε μία άλλη ταχύτητα, σε έναν άλλο πυρήνα που θα είναι ο πυρήνας της Ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Αυτά δεν τα λέω έτσι, από τη φαντασία μου. Έχουν συζητηθεί και προταθεί στην Ευρώπη. Έχουν προταθεί από τον Fabius, ο οποίος σε ένα νέο του βιβλίο τοποθετείται σαφέστατα σ΄ αυτό το θέμα και εξηγεί γιατί δεν μπορεί να μπει η Τουρκία στην Ε.Ε. και γιατί θα πρέπει να δημιουργηθεί ο νέος πυρήνας των πέντε χωρών. Και υπάρχει και ο Sarkozy, ο οποίος αύριο θα είναι ο πρόεδρος του κόμματος του Σιράκ και θα είναι πιθανότατα υποψήφιος για την Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος τώρα μιλάει για την ανάγκη βιομηχανικής πολιτικής στις πέντε χώρες της Ευρώπης . Βλέπετε λοιπόν ότι αναπτύσσεται μια δύναμική για ένα διαφορετικό σχήμα της Ευρώπης. Το ερώτημα το οποίο μπαίνει είναι η Ελλάδα πού θα ανήκει; Η Ελλάδα θα είναι μέσα στις 5-6 χώρες της «καρδιάς» της Ευρώπης ή θα είναι έξω από αυτήν, στην ευρύτερη συνομοσπονδία, στη χαλαρή οικονομική συνομοσπονδία της Ευρώπης, μαζί με χώρες όπως η Τουρκία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία;
Εδώ μπαίνει ένα μεγάλο δίλημμα για την Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το θέμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δημιουργεί και ένα άλλο, ευρωπαϊκό θέμα. Και το μείζον ζήτημα για εμας είναι η Ελλάδα με ποιους θα συμμαχήσει; Με ποιους μπορεί να συμμαχήσει και με ποιους μπορεί να κερδίσει; Δεν είναι στους λογαριασμούς των πέντε χωρών να έχουν την Ελλάδα στον νέο πυρήνα της Ευρώπης. Δεν τους συμφέρει άλλωστε γιατί η Ελλάδα γεωπολιτικά ανήκει σε ένα χώρο αμερικανικής επιρροής, με πολλές τριβές και προβλήματα και, ευχαρίστως, αυτή η ομάδα των Ευρωπαίων θα μας άφηνε σε μια Ευρωπαϊκή συνομοσπονδία όπου ουσιαστικά θα συζητώνται θέματα οικονομικής συνεργασίας και κοινής αγοράς αλλά όχι πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.
Αν δούμε λοιπόν το θέμα έτσι, δεν είναι καθόλου σαφές ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας θα είναι κάτι που θα μας δώσει εμάς τη βάση και την πλατφόρμα να διαπραγματευθούμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι πολύ πιθανόν να οδηγηθούμε σε μια κρίση μέσα στην Ευρώπη, στη δημιουργία Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, και εμείς, εκ των πραγμάτων, να βρεθούμε όχι στην καρδιά αλλά στην περιφέρεια της Ευρώπης. Άρα έχουμε ένα διμέτωπο αγώνα τώρα να κάνουμε. Δεν είναι μόνο ο αγώνας να πιέσουμε, μαζί με τους Ευρωπαίους, για μια αλλαγή συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντι στον Ελληνισμό αλλά θα πρέπει να δούμε και μια εθνική στρατηγική της Ελλάδας και του Ελληνισμού στις νέες συνθήκες διαμόρφωσης, πολλών ταχυτήτων, μέσα στην Ευρώπη και πώς, μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, θα μπορούμε εμείς να διαπραγματευθούμε τις δικές μας θέσεις.
Εάν το δεχθούμε αυτό, θα δούμε ότι θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε ή θα έχουμε τα επόμενα χρόνια μια Ευρώπη η οποία έχει σταθερές αξίες, σταθερούς θεσμούς και διαπραγματεύεται πάνω σε συγκεκριμένη βάση με υποψήφιες χώρες. Δεν θα συμβεί αυτό.
Δεν είμαι προσωπικά βέβαιος ότι θα περάσει και αυτό το φιλελεύθερο Σύνταγμα για την Ε.Ε.
Θα έχουμε λοιπόν εξελίξεις και πρέπει να τις δούμε. Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε ευκαιρίες για την Ελλάδα αλλά, πιθανότατα, θα είναι προκλήσεις με δυσμενέστερες επιπτώσεις για το μέλλον του Ελληνισμού. Πρέπει λοιπόν να προσέξουμε και αυτή τη διάσταση.