Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες,
Είναι με μεγάλη χαρά που συμμετέχω και εγώ στην παρουσίαση αυτού του βιβλίου. Ευθύς εξ αρχής, θέλω να συγχαρώ το συγγραφέα και τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη γι” αυτό το βιβλίο που πραγματικά αποτελεί μια μεγάλη συμβολή στον πολιτικό προβληματισμό της εποχής μας.
Έχω παρακολουθήσει το συγγραφέα στη βουλή – δεν τον ήξερα προηγουμένως. Ανήκουμε σε διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις και είναι φυσικό σε πολλές προσεγγίσεις να έχουμε διαφορετικές απόψεις και διαφορετικές πολιτικές επιλογές. Παρακολούθησα όμως τον πολιτικό του λόγο και πρέπει να σας πω ότι με έχει εντυπωσιάσει η ποιότητα του πολιτικού του λόγου και ο πολιτικός του προβληματισμός.
Ο κος. Καλλιώρας είναι ένας πολιτικός που αναλύει το θέμα, το ερευνά, κρίνει και αποφασίζει. Δεν είναι παράξενο ότι εκτός από την πολιτική του πράξη είναι και συγγραφέας που ασχολείται με θέματα δύσκολα. Το βιβλίο του ασχολείται πράγματι με ένα θέμα εξαιρετικά δύσκολο που αφορά στη στρατηγική, σε γεωπολιτικά ζητήματα της εποχής και στην αρχιτεκτονική του κόσμου, όπως διαφαίνεται. Το θέμα Ευρώ είναι μία εκκίνηση για μια σειρά από πολιτικούς συλλογισμούς που αναπτύσσει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο αυτό έχει τρεις ενότητες και, νομίζω, και οι τρεις ενότητες είναι εξίσου σημαντικές. Η πρώτη ενότητα – που παρουσιάζεται και τελευταία στο βιβλίο, είναι η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι τη Σύνοδο της Χαλκιδικής. Μέσα σε 235 σελίδες, ο συγγραφέας έχει καταφέρει να μας δώσει μια συνοπτική και περιεκτική ιστορία της ευρωπαϊκής πορείας.
Η δεύτερη ενότητα, πολύ πιο συμπυκνωμένη, σε 35 μόλις σελίδες, είναι μία θαυμάσια ανάλυση και προσέγγιση του θέματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης κάτω από το πρίσμα διαφορετικών θεωριών περιφερειακών ενοποιήσεων. Εκεί θα βρείτε συνοπτικά, όλες τις σύγχρονες θεωρίες και τις διαφορετικές προσεγγίσεις γι” αυτό το θέμα.
Όμως, η καρδιά του βιβλίου, αυτό που νομίζω ότι για εμάς είναι ιδιαίτερα σημαντικό και είναι πολύ κοντά στην ψυχή του συγγραφέα, είναι η θέση του Ευρώ στην πορεία της ενοποίησης της Ευρώπης.
Νομίζω ότι δεν θα αδικήσω το συγγραφέα αν συνοψίσω τις θέσεις του σε τέσσερα σημεία:
Πρώτον, η φυσική παρουσία του Ευρώ στο διεθνές σύστημα ήταν μια μεγαβόμβα και κατέστησε την Ευρώπη παγκόσμια υπερδύναμη στο χώρο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας.
Δεύτερον, η φυσική παρουσία του Ευρώ συνάντησε λυσσώδη αντίδραση από τις ΗΠΑ, οι οποίες είδαν την καθιέρωση του Ευρώ ως απειλή στην κυριαρχία του δολλαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Μάλιστα, ο συγγραφέας προχωρά και ισχυρίζεται ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού και ήταν μια κίνηση προληπτική των ΗΠΑ ώστε να ακυρώσουν την προοπτική διεύρυνσης της βάσης του Ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος και ως νομίσματος στις εμπορικές και χρηματιστικές συναλλαγές στο χώρο της ενέργειας (θυμόμαστε και την παλιά ιστορία των πετροδολλαρίων).
Τρίτον, σε αντίθεση με τη στάση της Αμερικής, η Ευρώπη βλέπει συνεργατικά την νομισματική της ενοποίηση και την παρουσία του Ευρώ, γιατί δεν θέλει να είναι ανταγωνιστική στις ΗΠΑ, αλλά επιθυμεί να είναι ένας ισότιμος οικονομικός και πολιτικός τους εταίρος στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Ο συγγραφέας μας λέει ότι, επειδή η αντιπαράθεση δεν θα σταματήσει, είναι αναγκαίο για την Ευρώπη να προχωρήσει ταχύτατα στην πολιτική της ενοποίηση και να αναπτύξει τη δική της κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή άμυνα. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, ο συγγραφέας μας λέει ότι μπορεί να δημιουργηθεί κρίση που θα επηρεάσει ακόμα και την προοπτική του Ευρώ.
Νομίζω ότι δεν έχω αδικήσει τον συγγραφέα απλοποιώντας τη σκέψη του και ότι αυτά είναι τα κύρια στοιχεία που μας δίνουν μια βάση για προβληματισμό. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πλησιάσω εγώ αυτό το θέμα, κάπως διαφορετικά για να καταλήξω, πιστεύω, περίπου στα ίδια συμπεράσματα που καταλήγει και ο συγγραφέας.
Για να γίνει ένα νόμισμα αποθεματικό νόμισμα – όρος που δεν ηχεί καλά στα ελληνικά, για τον αγγλικό «reserve currency» – χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις. Αντικειμενικά, και από οικονομική άποψη, η Ε.Ε. έχει όλες τις προϋποθέσεις ώστε το νόμισμά της να είναι αποθεματικό νόμισμα: Είναι μια τεράστια, ανεπτυγμένη οικονομία, το διεθνές της εμπόριο είναι πολύ ισχυρότερο από αυτό των ΗΠΑ.
Θα ήθελα όμως παρενθετικά να σημειώσω ότι το να είναι το νόμισμά σου αποθεματικό νόμισμα, δεν είναι πάντα όφελος. Υπάρχει και κόστος. Κι εγώ φοβάμαι ότι σε αυτή την οικονομική και πολιτική συγκυρία, η ΕΕ με τη λανθασμένη κατά τη γνώμη πολιτική που ακολουθεί χρηματοδοτεί το έλλειμμα των ΗΠΑ, δηλαδή χρηματοδοτεί εκ των υστέρων τον πόλεμο στο Ιράκ, και την ανάπτυξη στις ΗΠΑ εις βάρος της ΕΕ που αντιμετωπίζει οικονομική ύφεση.
Το λέω αυτό για να σημειώσουμε ότι δεν λύνονται τα πάντα όταν το νόμισμά μας γίνεται αποθεματικό νόμισμα. Χρειάζεται να διαπραγματευτούμε τη θέση του στην παγκόσμια οικονομία και την ισοτιμία του απέναντι στα άλλα νομίσματα, στο δολλάριο, στο γεν κλπ.
Θα λοιπόν ήθελα να σας υπενθυμίσω ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να είναι ένα νόμισμα αποθεματικό με προοπτικές. Τρεις είναι αυτές οι προϋποθέσεις:
Πρώτον, ενοποιημένη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Μαζί και τα δύο.
Δεύτερον, δημοκρατικός και αποτελεσματικός χειρισμός της μακροοικονομικής πολιτικής.
Τρίτον, ισχυρή πολιτική και διπλωματική διαπραγματευτική δύναμη απέναντι σε τρίτες χώρες και στρατιωτική ισχύς.
Ιστορικά αυτές ήταν οι τρεις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων κυριάρχησε στο παρελθόν η στερλίνα και το δολάριο στη μεταπολεμική περίοδο. Λυπάμαι, αλλά καμία από αυτές δεν ισχύει σήμερα για το Ευρώ.
Το Ευρώ έγινε όχι γιατί υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, αλλά για να κινήσει τα κράτη-μέλη ώστε να δημιουργηθούν αυτές τις προϋποθέσεις. Δεν έγινε γιατί ωρίμασαν οι συνθήκες, αλλά γιατί δέσαμε επίτηδες στρατηγικά τα χέρια μας ως Ευρώπη, εκτεθήκαμε με το Ευρώ και τώρα πρέπει να δημουργήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις για να βρούμε τη λύση. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Το βιβλίο ασχολείται με μία από τις τρεις προϋποθέσεις, την τρίτη, που αφορά στη στρατιωτική ισχύ, στην κοινή άμυνα και την κοινή εξωτερική πολιτική. Και νομίζω ότι όλοι μπορούμε να δεχθούμε ότι αν δεν προχωρήσουμε ταχύτατα προς την πολιτική ενοποίηση, αν δεν αναπτύξουμε μία κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα δεν θα είμαστε σε θέση να διαπραγματευθούμε με τις άλλες χώρες τη θέση του Ευρώ.
Κοιτάξτε: Ποια θα είναι η ισοτιμία του Ευρώ με το δολάριο, ποιο θα είναι το παγκόσμιο επιτόκιο; Αυτά είναι θέματα που δεν λύνονται μόνο μέσα από την αγορά, λύνονται και πολιτικά. Αυτή τη στιγμή π.χ. υπάρχει τεράστια πίεση στην Ιαπωνία και την Κίνα να αλλάξουν την ισοτιμία τους έναντι του δολαρίου για να βελτιωθεί η προοπτική ανάκαμψης στην Ασία και τις ΗΠΑ. Αυτή είναι μία πολιτική παρέμβαση. Το πόσο θα μπορέσει να αντισταθεί η Κίνα στις πιέσεις της Αμερικής εξαρτάται από τη διαπραγματευτική της δύναμη.
Έτσι, αν το Ευρώ θα είναι ακριβό ή φθηνό, αν τα επιτόκια θα είναι υψηλά ή χαμηλά, αν το δολάριο θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της Ευρώπης ή αντιστρόφως – όπως συμβαίνει τώρα – αυτά είναι ζητήματα πολιτικά. Και δεν θα μπορέσουμε να τα λύσουμε πολιτικά αν δεν έχουμε την πολιτική ισχύ να τα διαπραγματευθούμε.
Νομίζω ότι αυτό το θέμα το βιβλίο το καλύπτει θαυμάσια. Δεν καλύπτει τα άλλα δύο, που κατά τη γνώμη μου είναι εξίσου σημαντικά και εύχομαι, ο συγγραφέας να μας γράψει ένα άλλο βιβλίο και να τα καλύψει και αυτά.
Θα ήθελα να σας πω δυο λόγια γι” αυτά τα δύο. Σας υπενθυμίζω ότι η διεύρυνση του Μάαστριχτ δεν ήταν για τη νομισματική ένωση, ήταν για την οικονομική και νομισματική ένωση. Έγινε για να αναπτυχθεί ένα σύστημα όπου θα υπήρχε αρμονία ανάμεσα στη δημοσιονομική πολιτική που ασκείται από τα κράτη-μέλη και τη νομισματική πολιτική που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δεν υπάρχει όμως αρμονία ανάμεσα στα δύο. Και όταν ρίχνουμε όλο το βάρος στη νομισματική πολιτική για να έχουμε μια πολιτική ανάκαμψης και καταπολέμησης του πληθωρισμού, χωλαίνουμε.
Η Αμερική μπορεί να αποφασίσει για μια ενοποιημένη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, διότι στην Ουάσινγκτων κατεβαίνει κάθε εβδομάδα ο Γκρήσπαν, και καταθέτει ενώπιον του Κονγκρέσσου και μέσα σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώνεται ένα πλαίσιο δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό: Χωλαίνουμε, γι” αυτό η Ευρώπη βρίσκεται τώρα σε μία περίοδο ύφεσης που εγώ φοβάμαι ότι θα διαρκέσει πολύ.
Κανονικά τι θα έπρεπε να γίνει; Θα έπρεπε να είχαμε, πλάϊ-πλάϊ με τη νομισματική πολιτική, μια δημοσιονομική πολιτική για την οικονομική σύγκλιση όπου ο προϋπολογισμός των Βρυξελλών δεν θα ήταν 1,2% του ΑΕΠ των χωρών-μελών, αλλά, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στο παρελθόν – είχα κάνει κι εγώ μια μελέτη το 1990 γι” αυτό – θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 7% του ΑΕΠ των κρατών-μελών.
Αν η Ευρώπη είχε στη διάθεσή της πόρους του ύψους του 7% θα μπορούσε να επιλέξει ένα μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που θα μπορούσε να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και να δημιουργήσει προοπτικές χρηματοδότησης της ανάπτυξης και οικονομικής σύγκλισης των κρατών-μελών, πράγμα που δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει σήμερα. Εγώ πιστεύω ότι, αν δεν δώσουμε σημασία σε αυτόν τον κανόνα, δεν θα υπάρξει θετική προοπτική για το Ευρώ.
Προχωρώ στο δεύτερο θέμα: Οι αγορές και οι χώρες ενδιαφέρονται για το ποιος διοικεί την οικονομία. Ας δούμε ποια εικόνα δίνουμε στο εξωτερικό και στις αγορές: Έχουμε μια Κεντρική Τράπεζα που έχει το δικό της Θεό, δεν λογοδοτεί πουθενά κι έχει τη δική της άποψη για τα επιτόκια και τη σχέση δολαρίου-Ευρώ. Η δημοσιονομική πολιτική ασκείται από 15 χώρες χωριστά που δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Τις συνθήκες του Μάαστριχτ τις τηρούμε όταν θέλουμε. Όταν οι μεγάλες χώρες δεν βολεύονται, παραβιάζουμε τους κανόνες του Μάαστριχτ. Δεν υπάρχει συντονισμένη διοίκηση της μακροοικονομικής πολιτικής.
Όταν λοιπόν κάποιος θέλει να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του ή να κάνει τις χρηματιστηριακές του συναλλαγές σε Ευρώ, τότε θα σκεφθεί ποιος κυβερνά το Ευρώ, ποιος αποφασίζει για το Ευρώ και εκεί, η απάντηση που θα δώσουμε είναι ότι χωλαίνει πάρα πολύ έναντι της ευελιξίας του δολαρίου. Άρα, πρέπει να κινηθούμε και να κινηθούμε ταχύτατα και προς τις τρεις κατευθύνσεις. Ενοποίηση νομισματικής πολιτικής με τη δημοσιονομική πολιτική, δημοκρατική – επιτέλους – και αποτελεσματική διακυβέρνηση της μακροοικονομικής πολιτικής της Ευρώπης και τρίτον, πολιτική ενοποίηση.
Θα γίνουν όλα αυτά; Ανήκω, από τα φοιτητικά μου χρόνια, σε αυτούς που πιστεύουν στο όραμα της Ευρώπης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε συνεχώς αφελείς. Εγώ δεν πιστεύω ότι οι ηγεσίες που διαθέτει σήμερα η ΕΕ θα προχωρήσουν γρήγορα στην πολιτική ενοποίηση και στην ενοποίηση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής. Θα πάμε, φοβάμαι, σε μία Ευρώπη a la carte, όπου αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθεί ένας σχηματισμός χωρών που θα προχωρήσουν βαθύτερα όχι μόνο στη νομισματική ένωση – που έχουμε σήμερα – αλλά παραπέρα και στη δημοσιονομική ένωση και ίσως και σε μία κοινή αντιμετώπιση εξωτερικών οικονομικών υποθέσεων από ένα πυρήνα της ΕΕ, αφήνοντας στη διευρυμένη ΕΕ των 25 ή 25+ ένα περιθώριο για μια χαλαρή κοινή αγορά και οικονομικών συναλλαγών.
Εμείς, ως Ελλάδα, θα πρέπει να προσέξουμε πολύ τι θα κάνουμε σε αυτή τη φάση. Ανήκουμε στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και την νομισματική ένωση. Για να μπορέσουμε όμως να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις μαζί με τις άλλες χώρες θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα την εσωτερική μας οικονομία και την εσωτερική ανάπτυξη για την οποία δεν έχει ακόμα γραφτεί βιβλίο.
Δεν ξέρω, αγαπητέ συνάδελφε, αν θα γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο, αλλά τέτοια βιβλία πρέπει να γραφτούν και τέτοια πολιτική συζήτηση πρέπει να γίνει. Σε συγχαίρω γι” αυτό το βιβλίο και περιμένουμε και άλλα βιβλία από σένα.