Κυρίες και κύριοι, Αγαπητοί φίλοι και φίλες, Σήμερα δεν θα σας μιλήσω ως πολιτικός, ούτε ως οικονομολόγος. Θα σας μιλήσω ως προβληματισμένος πολίτης του τόπου για ένα καίριο θέμα, ένα θέμα κλειδί. Πιστεύω ότι οι πολιτικές αντιπαραθέσεις αύριο και μεθαύριο θα είναι γύρω από την κατάσταση της οικονομίας και πιστεύω ότι η οικονομία είναι το θέμα κλειδί για να προχωρήσουμε μπροστά και να βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα. Μιλάω για την οικονομία, όχι από επαγγελματική διαστροφή, αλλά γιατί πιστεύω ότι πρέπει να μιλήσουμε ελεύθερα ως πολίτες αυτής της χώρας, χωρίς τις επίσημες ιδιότητές μας, για τα προβλήματα που έχουν προκύψει και για τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουμε από εδώ και πέρα. Υπάρχει ένα παράδοξο σήμερα: Όλοι συμφωνούμε ότι το οικονομικό καίει. Ταυτόχρονα όμως δεν συμφωνούμε ως προς το ποιο είναι το πρόβλημα και ακόμη λιγότερο δεν συμφωνούμε ως προς το τι πρέπει να κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό το παράδοξο θέλω να εξηγήσω σε εσάς και να κάνω κάποιες προτάσεις. Έτσι, κατ” ανάγκην, θα πρέπει να πω μερικές πικρές αλήθειες, αλλά θα τελειώσω με λόγια αισιοδοξίας, για να κάνω και το γεύμα μας πιο ευχάριστο. Παρακολούθησα τις συζητήσεις που έγιναν τελευταία ανάμεσα σε διάφορους φορείς του οικονομικού και του πολιτικού χώρου. Νομίζω ότι ο διάλογος αυτός δεν έχει αποδώσει. Και πρέπει να μας προβληματίσει αυτό. Έχω παρακολουθήσει τις ετήσιες συνελεύσεις του ΣΕΒ 22 χρόνια τώρα ανελλιπώς, έζησα εκεί έντονες σκηνές αντιπαράθεσης και διαλόγου, καθώς και σκηνές εθνικής συναίνεσης. Πρέπει όμως να σας πω ότι η τελευταία συνέλευση του ΣΕΒ με προβλημάτισε. Μίλησαν στη γενική συνέλευση δύο εξαιρετικοί άνθρωποι, έβγαλαν μεστούς λόγους – μου είναι άλλωστε και οι δύο πολύ συμπαθείς – ο Πρόεδρος του ΣΕΒ κος Κυριακόπουλος και ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. Ουσιαστικά ο κος Κυριακόπουλος μας είπε ότι, αν η διεθνής συγκυρία ήταν καλή, αν η κυβέρνηση έκανε καλύτερα τη δουλειά της, αν οι εργαζόμενοι είχαν λιγότερες αντιστάσεις σε θέματα της σύγχρονης εποχής, τότε οι επιχειρήσεις θα πηγαίνανε ακόμη καλύτερα. Και ο κος Χριστοδουλάκης μας είπε ότι, αν οι επιχειρήσεις εκμεταλλευτούν τις μεγάλες ευκαιρίες που τους προσφέρονται, τα ωφελήματα των διάφορων νόμων, τα κίνητρα, τότε η οικονομία θα πάει καλά. Οι λόγοι αυτοί δεν συναντήθηκαν. Έγινε ένας παράλληλος διάλογος, δύο μονόλογοι, χωρίς να έχουμε μια αντιπαράθεση θέσεων και μία σύνθεση. Η μόνη συμφωνία που απόλαυσα εκείνο το βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής ήταν της ορχήστρας του Μεγάρου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Το συμπέρασμα που βγάζω είναι ότι, παρά την καλή θέληση που επιδεικνύουν και οι φορείς και η κυβέρνηση, ο δομημένος θεσμοθετημένος διάλογος έχει φθάσει και έχει εξαντλήσει τα όριά του. Δεν μπορούμε μέσα από τέτοιου είδους διαλόγους να μπούμε στην ουσία του θέματος και να αντικρύσουμε κατάματα την αλήθεια για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει. Κρατήστε αυτή την παρατήρηση, γιατί θέλω να καταλήξω αργότερα σε συγκεκριμένες προτάσεις. Υπάρχει σύγχυση στην κοινωνία μας για την κατάσταση της οικονομίας. Μας λένε ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι επειδή είμαστε στο ευρώ. Και είμαστε περήφανοι. Ταυτόχρονα όμως το ευρώ είναι ακριβό και το εισόδημά μας, μετατρεπόμενο σε ευρώ, έχει πολύ μικρότερη αγοραστική αξία. Επίσης, το ευρώ είναι ακριβό και χτυπάει τις εξαγωγές. Μας λένε ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι για την ισχυρή μας οικονομία. Και είμαστε περήφανοι. Ταυτόχρονα, όμως, μας απασχολεί η ανεργία και η αβεβαιότητα που υπάρχει στον κόσμο της εργασίας. Η κυρίαρχη άποψη που είναι πνευματικό τέκνο του Συμφώνου Σταθερότητας και της μακροοικονομικής πολιτικής μας λέει ότι οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, που έχουμε, είναι ένδειξη μιας καλής πορείας και ότι αυτή η ανοδική πορεία θα συνεχιστεί, στο βαθμό που συμμορφωνόμαστε με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική, τα ελλείμματα, και το δημόσιο χρέος και την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αυτές οι μακροοικονομικές πολιτικές, συνοδευόμενες και από ιδιωτικοποίηση ή μετοχοποίηση ενός μεγάλου μέρους του Δημόσιου Τομέα θα επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές για μια αυτοδύναμη πορεία ανάπτυξης στο μέλλον. Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη και εγώ, αιρετικός ίσως σε αυτό το χώρο, διαφωνώ με αυτή την άποψη. Νομίζω ότι η άποψη αυτή είναι παραπλανητική και μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα και σε λάθος πολιτικές. Θα ήθελα να δούμε τα πράγματα αλλιώς. Να δούμε τα προβλήματα έτσι όπως είναι και να δούμε τι πρέπει να κάνουμε γι” αυτά. Δεν θέλω να απαριθμήσω πολλά ούτε να σας δώσω πολλά στοιχεία, τα οποία άλλωστε έχετε. Θα συγκεντρώσω τις παρατηρήσεις μου σε 3 μόνο θέματα: Παραγωγικό έλλειμμα, Ανταγωνιστικότητα, Επενδύσεις και χρηματοδότηση επενδύσεων. Παραγωγικό έλλειμμα. Είναι λάθος, μα είναι λάθος μεγάλο, να ταυτίζουμε την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και εισοδήματος, με την ανάπτυξη. Άλλο αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και εισοδήματος και άλλο διαδικασία ανάπτυξης. Πρέπει να βλέπουμε, όχι μόνο ποσοτικά, το 4% της αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και την ποιοτική του σύνθεση, αν θέλουμε να αξιολογήσουμε την πορεία μας και να δούμε αν στεκόμαστε πράγματι δυνατά στα πόδια μας. Έχουμε μια ιδιόμορφη κατάσταση: Η αύξηση του εισοδήματος που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι ασυμμετρική. Οφείλεται κυρίως στις κατασκευές και τα έργα υποδομής. Οι κατασκευές και τα έργα υποδομής αυξάνονται με ρυθμούς 10% ετησίως. Αυτά όμως είναι προϊόντα που δεν είναι εμπορεύσιμα. Τα προϊόντα που είναι εμπορεύσιμα και στα οποία κατευθύνεται, κυρίως, η ζήτηση των ιδιωτών δεν αυξάνονται με αυτούς τους ρυθμούς. Η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται μόνο με 1%. Η αγροτική παραγωγή μειώνεται κατά 1 ή 0,5% κατ” έτος. Επομένως, έχουμε μία ανισότητα που δημιουργεί προβλήματα. Προσέξτε πώς λειτουργεί ο μηχανισμός: Η αύξηση των εισοδημάτων στον μη εμπορεύσιμο τομέα, οδηγεί σε αύξηση ζήτησης για υποδήματα, για τροφές και γενικώς για εμπορεύσιμα προϊόντα. Ακριβώς επειδή υστερεί η δική μας παραγωγή, το έλλειμμα αυτό καλύπτεται με εισαγωγές. Βλέπετε, δεν μπορούμε να καταναλώσουμε γήπεδα και δρόμους. Αυτό λοιπόν έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο παραγωγικό έλλειμμα, το οποίο προς το παρόν καλύπτεται, χρηματοδοτείται, από τις άφθονες εισροές που έχει η χώρα μας από το Γ” ΚΠΣ και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Αυτά όμως έχουν ημερομηνία λήξης. Το θέμα λοιπόν είναι τι θα γίνει στην μετακατασκευαστική εποχή, όταν τα ολυμπιακά έργα θα έχουν τελειώσει και όταν θα έχουν εξαντληθεί οι χρηματοδοτήσεις για έργα υποδομής του Γ” ΚΠΣ. Έχουμε βάλει τις βάσεις για μια ανάπτυξη του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών για να υποκαταστήσει τη δυναμική που έχει τώρα ο κατασκευαστικός τομέας; Η απάντηση είναι πως όχι, δεν το έχουμε κάνει αυτό. Και το δείχνει αυτό ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής. Το δείχνουν όμως και πολλά άλλα πράγματα. Η ανταγωνιστικότητά μας, που είναι συνέπεια αυτής της ασυμμετρικής ανάπτυξης, υποχωρεί. Όλοι οι δείκτες της ανταγωνιστικότητας, που αφορούν στην επίδοση των εξαγωγών, την εισαγωγική διείσδυση, το μερίδιό μας στο διεθνές εμπόριο που έχουμε εμείς ως χώρα, δείχνουν ότι υποχωρούμε σταθερά όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητά μας. Με παραγωγικό έλλειμμα λοιπόν που ήδη υπάρχει και με μειωμένη ανταγωνιστικότητα, οι προοπτικές μας δεν μπορεί να είναι θετικές. Μήπως γίνονται όμως τώρα δυναμικές επενδύσεις σε νέους χώρους, μήπως υπάρχουν καινοτόμες δραστηριότητες τέτοιες που μετά από 2-3 χρόνια θα μπορέσουνε να παίξουνε το ρόλο της λοκομοτίβας, ώστε να συνεχίσουμε μια ανοδική πορεία εθνικού εισοδήματος και ανάπτυξης; Η απάντηση και εδώ είναι, δυστυχώς, όχι. Σήμερα, κάπου 65% του συνόλου των επενδύσεων πηγαίνουν σε κατασκευές. Μόνο το 33% πηγαίνει σε εξοπλισμούς. Και αν δείτε τώρα και τη διάρθρωση των εξοπλισμών θα δείτε ότι τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Οι επενδύσεις στη μεταποίηση πηγαίνουν κατά 25% περίπου για την αντικατάσταση παλαιού μηχανολογικού εξοπλισμού, ένα 25% είναι για επέκταση δραστηριοτήτων που ήδη υπάρχουν και μόνο το 5% – το επαναλαμβάνω 5% – είναι για ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων και νέων προϊόντων. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι, για να μπει σε λειτουργία ένα εργοστάσιο, χρειάζονται τουλάχιστον 3-4 χρόνια και με τα ελληνικά δεδομένα και την ελληνική γραφειοκρατία, χρειάζονται σίγουρα πολύ περισσότερα. Τα εργοστάσια λοιπόν τα οποία θα έπρεπε να είχαν μπει σε λειτουργία για να δώσουν παρουσία μετά το 2005 δεν έχουν χτιστεί. Δεν βλέπουμε φουγάρα. Άρα, το 2005 θα έχουμε μία πτώση των εργασιών στον κατασκευαστικό τομέα και δεν θα έχουμε άλλους τομείς της οικονομίας μας να πάρουν την πρωτοβουλία να είναι λοκομοτίβα για να προχωρήσουμε μπροστά. Μήπως τώρα μπορούμε να κάνουμε κάτι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι και θα μιλήσουμε γι” αυτό, αλλά είναι ήδη αργά. Είναι ήδη αργά, γιατί αρχίζει πια να δημιουργείται σοβαρότατο πρόβλημα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται είτε από τις εσωτερικές αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα και των νοικοκυριών είτε από αποταμιεύσεις του δημόσιου τομέα ή από εισροή από το εξωτερικό. Περίπου ποια ήταν η κατάσταση εδώ και 10 χρόνια πριν; Περίπου 20-21% του εθνικού μας εισοδήματος ήταν αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, το δημόσιο είχε ακόμα αρνητικές αποταμιεύσεις και κάπου 2-3% ερχόταν από το εξωτερικό. Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει δραματικά και δεν βλέπω το γεγονός αυτό να υπογραμμίζεται όσο πρέπει. Από το 21% οι ιδιωτικές μας αποταμιεύσεις έχουν καταρρεύσει στο 5%. Η μεγάλη μας λοιπόν πηγή χρηματοδότησης δεν υπάρχει πια. Ο έλληνας καταναλωτής έχει κρατήσει και κρατάει ακόμα την κατανάλωσή του σε ευρωπαϊκά επίπεδα, το κάνει όμως αυτό μειώνοντας τις αποταμιεύσεις του και προχωρώντας στη χρέωσή του. Αυτή η πηγή λοιπόν δεν θα μπορεί να μας δώσει πάνω από 3%. Άλλο τόσο το πολύ να μας προσφέρει ο δημόσιος τομέας ή έστω 4%, αν ακολουθηθεί μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Αυτό μας κάνει 7%. Για να συνεχίσουμε ένα ρυθμό επενδύσεων, όπως είναι τώρα, (καθαρών επενδύσεων, βγάζω τις αποσβέσεις απέξω), θα πρέπει να φτάσουμε το 15%, πράγμα που σημαίνει ότι το 8% του εθνικού μας εισοδήματος θα πρέπει πια να προέρχεται από το εξωτερικό. Αυτό είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ. Το 4% είναι το μέγιστο στο οποίο μπορούμε να προσβλέπουμε. Σήμερα, δεν έχουμε εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Μάλιστα, όχι μόνο έχουμε μηδενικές επενδύσεις από το εξωτερικό, αλλά έχουμε και εξαγωγή ελληνικού κεφαλαίου – περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ – επενδύσεις ελλήνων στο εξωτερικό. Υπάρχει λοιπόν πρόβλημα χρηματοδότησης, ακόμη κι αν θέλουμε να προχωρήσουμε τώρα. Αυτές είναι οι πικρές αλήθειες. Το ερώτημα που θέτω είναι γιατί αυτά τα αυτονόητα πράγματα δεν τα λέμε; Γιατί δεν τα συζητάμε; Γιατί αποφεύγουμε να συζητήσουμε πράγματα που οφείλουμε να συζητήσουμε, αν θέλουμε να αποφύγουμε μια βαθιά οικονομική ύφεση τα επόμενα χρόνια; Και λέω βαθιά οικονομική ύφεση, γιατί ύφεση θα έχουμε. Εγώ δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, μετά το 2005 ύφεση θα έχουμε, η οποία όμως μπορεί να μετριασθεί και να οδηγηθούμε σε μία ανάκαμψη, αν πάρουμε κάποια μέτρα τώρα. (Γιατί θα πάρουν 3-4 χρόνια για να αποδώσουν αναπτυξιακά προγράμματα που μπορούσαμε να αρχίσουμε σήμερα). Γιατί δεν το συζητάμε; Τα θέματα αυτά δεν τα θίγω σήμερα. Τα έχω θέσει από το 2000 και τα κατέθεσα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός μου, τονίζοντας ότι, πέρα από την ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα και πέρα από τη συμμόρφωσή μας στο Σύμφωνο Σταθερότητας, θα πρέπει να προχωρήσουμε δραστικά σε μία νέου τύπου αναπτυξιακή πολιτική. Αλλιώς, έλεγα τότε, θα είχαμε οικονομική ύφεση μετά το 2004. Δεν εισακούστηκα. Και δεν νομίζω ότι και οι δημοσιογράφοι εντυπωσιάστηκαν τότε από την άποψή μου. Γιατί έχουμε αυτή τη δυσκολία να συζητήσουμε αυτό το θέμα; Με προβλημάτισε πάρα πολύ. Και με προβλημάτισε γιατί το να λες κάτι πρόωρα, ακόμα κι αν είναι αλήθεια, έχει πολιτικό κόστος. Αλλά έτσι το συνηθίζω, να λέω τα πράγματα ίσως πιο νωρίς από ό,τι πρέπει, αλλά όπως ακριβώς τα βλέπω. Γιατί νομίζω ότι η ευθύνη του πολιτικού είναι να προβλέπει και να προτείνει λύσεις πριν να είναι αργά. Τρεις κατά τη γνώμη μου είναι οι λόγοι που δεν συζητάμε αυτό το θέμα:O πρώτος είναι ότι δεν είναι ευχάριστο, ούτε πολιτικά ούτε επιχειρηματικά να ανακοινώνεις επερχόμενη ύφεση. Σε αυτό θα συμφωνήσω, αν βέβαια ανακοινώσεις μόνο αυτό. Αν όμως ανακοινώσεις ταυτόχρονα και μέτρα αντιστάθμισης της προβλεπόμενης ύφεσης, θα έχεις αξιοπιστία στην αγορά και νομίζω ότι αυτή η αξιοπιστία θα σου δώσει τη σταθερότητα που θέλεις για να πάρεις τα απαιτούμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Ο δεύτερος λόγος, είναι το ότι μιλάμε συνήθως σε λάθος μέρη, με λάθος fora, με λάθος ατζέντες και με λάθος προοπτικές. Ο δομημένος, θεσμοθετημένος διάλογος των διάφορων κοινωνικών φορέων ή παραγωγικών τάξεων από τη μία πλευρά και του κράτους από την άλλη δεν μπορεί να αποδώσει. Δεν λέω ότι δεν είναι χρήσιμος. Λέω όμως ότι δεν είναι επαρκής για να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα. Γιατί το θέμα δεν είναι πώς θα προβάλλουμε τις προτάσεις ή τα συμφέροντα μιας τάξης ή μιας ομάδας επιχειρηματιών ή πώς το κράτος θα αντιμετωπίσει θέματα μακροοικονομικής πολιτικής. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε σε αυτό το διάλογο με τα επίσημα κουστούμια μας και τις ιδιότητές μας, προβάλλοντας τις δικές μας ιδιότητες και τις δικές μας προοπτικές. Δεν θα καταλήξουμε πουθενά και δεν έχουμε καταλήξει πουθενά. Ο τρίτος λόγος είναι πιο σημαντικός: Δεν είναι μόνο ότι δεν έχουμε ένα χώρο για να συζητήσουμε άνετα, χωρίς αγκυλώσεις αυτά τα θέματα. Είναι και ότι δεν ξέρουμε, δεν έχουμε μάθει σε αυτόν τον τόπο, να λειτουργούμε αναπτυξιακά, να συντονίζουμε τις παραγωγικές μας δυνάμεις για να παράγουμε ανάπτυξη, όχι αύξηση εισοδήματος. ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Το πρώτο αφορά στην ανάγκη να ξαναγυρίσουμε σε στόχους για συγκεκριμένους χώρους της παραγωγής. Benchmarking, λέγεται αυτό. Η ίδια η Ευρώπη αλλάζει, από την οριζόντια πολιτική που έχει ακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια, στην πολιτική κλάδων. Χρειαζόμαστε μία βιομηχανική πολιτική, μια πολιτική για την ύπαιθρο, για τον τουρισμό. Να πούμε ποιοι είναι οι στόχοι, τι θέλουμε να κάνουμε, ποια είναι τα μέσα που διαθέτουμε και πώς θα μοιράσουμε τους ρόλους αναμεταξύ μας για να πετύχουμε συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Και δεν αρκεί μόνον αυτό. Το δεύτερο θέμα που προτείνω είναι: Ανταγωνισμός, Διαφθορά, Αξιοκρατία. Ακούω πολλά για τη διαφθορά. Και ξέρετε, ίσως, και πολύ περισσότερα από ό,τι ξέρω εγώ. Έχω όμως την άποψη ότι το βασικό χτύπημα στη διαφθορά δεν θα γίνει μέσα από σειρά νομοθετημάτων, τα οποία ελάχιστοι καταλαβαίνουν και κανείς δεν εφαρμόζει. Η διαφθορά θα χτυπηθεί με έναν πραγματικό ανταγωνισμό. Όπου υπάρχει ανοικτός ανταγωνισμός – και δεν μιλάω μόνο για τις επιχειρήσεις, μιλάω ακόμη και για την πρόσληψη εκπαιδευτικών π.χ. – υπάρχει διαφάνεια, υπάρχει ελάχιστη διαφθορά. Ο ανταγωνισμός κατ” ανάγκην οδηγεί και στην αξιοκρατία. Μας λείπει σε αυτόν τον τόπο η κουλτούρα του ανταγωνισμού, της αξιολόγησης και της αξιοκρατίας. Και το τρίτο, το οποίο μπορεί να σας φανεί κάπως αυτονόητο, αλλά το θεωρώ σημαντικό: Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο, αδιάφθορο δημόσιο τομέα, στην υπηρεσία του πολίτη και του παραγωγού. Θα μου πείτε, το έχουν πει χιλιάδες άλλοι πριν και θα το πουν πολλοί άλλοι στο μέλλον. Ξέρετε όμως από ποιους έχουν γίνει οι προτάσεις; Ελάχιστοι ήταν αυτοί που έχουν εμπειρία στη διοίκηση ενός οργανισμού |