Κύριε Πρόεδρε, κύριε Πρόεδρε του Συλλόγου Φιλολόγων, κύριε Πρύτανη, Αιδεσιμότατε, κύριες και κύριοι,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που είμαι σε αυτή την αίθουσα σήμερα γιατί παρακολουθώ τις προσπάθειες των αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής να αναδείξουν πάλι τα πρότυπα σχολεία στην Ελλάδα.
Εγώ δεν είμαι απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής, είμαι απόφοιτος μιας ανταγωνιστικής σχολής, του Βαρβακείου. Είμαστε αρκετοί απόφοιτοι προτύπων σχολείων στη Βουλή και έχουμε πάρει πρόσφατα μία πρωτοβουλία: να καταθέσουμε ένα σχέδιο νόμου για την αποκατάσταση των προτύπων σχολείων. Πρότυπα σχολεία πρέπει να συμπληρώσουν την οποιαδήποτε προσπάθεια αναβάθμισης της Παιδείας μας. Η έννοια της αριστείας είναι μια έννοια που χωράει και επιβάλλεται μέσα στο χώρο της Παιδείας και ελπίζω αυτό το σχέδιο νόμου να βρει ανταπόκριση και στην Κυβέρνηση και στα άλλα κόμματα στη Βουλή.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που είμαι σήμερα σ΄ αυτή την εκδήλωση γιατί αν και το θέμα που θα θίξω είναι από τη φύση του βαθύτατα πολιτικό, δεν είναι πολιτικό με τη στενή του όρου έννοια. Η Παιδεία, και το πιστεύω αυτό, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στην κομματική αντιπαράθεση. Πρέπει κάποτε να φτάσουμε σε μια ευρύτερη συναντίληψη για το πώς θα προετοιμάσουμε τα παιδιά μας να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των καιρών. Και θέλω να μιλήσω με αυτή την έννοια. Ούτε θα αναφερθώ στο παρελθόν, ούτε θα αναφερθώ σε παλιές διαμάχες αλλά θα προσπαθήσω να βγάλω από τη δική μου εμπειρία κάποια συμπεράσματα για να μπορέσει να ανοίξει ένας διάλογος στην κοινωνία για τα θέματα της Παιδείας.
Αυτό που αισθάνθηκα ως Υπουργός Παιδείας ήταν η μοναξιά του Υπουργού Παιδείας. Δεν μπορεί να βρει συνομιλητές για τα θέματα της Παιδείας. Ενώ ξέρει ότι υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί που είναι δάσκαλοι, που πονούν για την παιδεία δεν μπορεί να βρεθεί ο χώρος, το forum, για να γίνει μια συζήτηση χωρίς κομματικές παρωπίδες για το καλό των παιδιών. Και λυπάμαι που σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, λέμε ότι η παιδεία μας βρίσκεται σε κρίση. Πράγματι, η παιδεία μας βρίσκεται σε κρίση. Ο μαθητής δεν ξέρει γιατί είναι μαθητής. Η οικογένεια δεν ξέρει τι θα ζητήσει από το παιδί και ο δάσκαλος δεν ξέρει ποιος είναι ο ρόλος του. Υπάρχει μία σύγχυση σε αυτό τον χώρο και πρέπει να δούμε επιτέλους γιατί δεν μπορέσαμε δεκαετίες τώρα να βάλουμε μπροστά ένα σταθερό σύστημα εκπαιδευτικής πολιτικής που φυσικά θα το βελτιώνουμε κάθε χρόνο με βάση την εμπειρία μας, αλλά δεν θα αλλάζει από χρόνο σε χρόνο, δεν θα αλλάζει από Κυβέρνηση σε Κυβέρνηση ή ακόμα και από Υπουργό σε Υπουργό. Αυτό το ράβε ξήλωνε στην παιδεία έχει πάει την παιδεία πίσω.
Προτείνω να σας μιλήσω γι΄αυτό., Γιατί συμβαίνει αυτό; Από τους πολλούς λόγους που κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί, εγώ θα ήθελα να αναφέρω τρείς. Είναι μήπως ότι δεν ξέρουμε ή ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε τι Παιδεία θέλουμε; Ή αν και ξέρουμε περίπου τι παιδεία θέλουμε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε το σύστημα οργάνωσης της εκπαίδευσης, της διοίκησης, τα προγράμματα σπουδών, την αξιολόγηση του χώρου της παιδείας, για να εφαρμόσουμε ένα σύστημα εκπαίδευσης που προσεγγίζει τους στόχους της Παιδείας που έχουμε υπόψη μας; Ή μήπως το πολιτικό μας σύστημα, έτσι όπως λειτουργεί, δεν μας δίνει την απαραίτητη συνοχή και δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία, κοινωνική συμμαχία για να προχωρήσει μία βαθύτατη αλλαγή στον χώρο της παιδείας;
Εγώ νομίζω ότι είναι λίγο και οι τρείς λόγοι. Αλλά εάν θέλετε να τους αξιολογήσω προτάσσοντας τα συμπεράσματά μου από την ανάπτυξη που θέλω να κάνω, θα έλεγα ότι ο βασικός παράγοντας είναι οι αδυναμίες του πολιτικού συστήματος. Έτσι όπως λειτουργεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στον τόπο μας είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, να κάνουμε τομές στο χώρο της παιδείας, να τις κρατήσουμε αυτές τις τομές και να προχωρήσουμε, με συνέπεια και συνέχεια, σε βάθος χρόνου. Αυτό το πρόβλημα επιτείνεται και από το γεγονός ότι ο χώρος της παιδείας έχει καταληφθεί από ομάδες συμφερόντων, με τη στενή έννοια, που έχουν βολευτεί στην παθολογία της εκπαίδευσης, έτσι όπως λειτουργεί σήμερα και δεν δέχονται αλλαγές που αλλάζουν τις εσωτερικές ισορροπίες ανάμεσα σ΄ αυτές τις ομάδες. Και πέρα απ΄ αυτό είναι ότι δεν έχουμε ως κοινωνία συζητήσει αναμεταξύ μας ακριβώς ποιος είναι ο ρόλος της παιδείας, τι παιδεία θέλουμε στη σύγχρονη εποχή. Γι΄ αυτό χρειάζεται να γίνει ανοικτός διάλογος, όχι μόνο ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς αλλά στην κοινωνία και στους πολίτες. Και χώροι σαν και αυτόν είναι χώροι που μπορούν να ανοιχτούν στον διάλογο, μπορούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα στην κοινωνία, ένα υπόστρωμα συναντίληψης για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να προωθήσουμε αυτές τις αλλαγές. Έχουμε χάσει χρόνο. Σε άλλες χώρες έχουν γίνει αυτές οι αλλαγές και λυπάμαι όταν βλέπω τα δικά μας παιδιά να βγαίνουν από το σχολείο στην παραγωγή και στην κοινωνία απροετοίμαστα. Δεν θα είναι ανταγωνιστικά στο διεθνή χώρο. Και το μήνυμα το οποίο δυστυχώς πρέπει να περάσουμε είναι ότι με δική μας ευθύνη, τα παιδιά αυτά θα έχουν πολύ πιο αντίξοες συνθήκες να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους απ΄ αυτές που αντιμετωπίσαμε εμείς.
Αλλά ας προχωρήσω να εξηγήσω λίγο αυτά τα τρία θέματα.
Πρώτα απ΄ όλα, όταν μιλάμε για προβλήματα της παιδείας δεν μιλάμε για μικροαλλαγές. Δεν μιλάμε για μερεμέτια σε ένα σύστημα το οποίο έτσι και αλλιώς έχει καταρρεύσει. Και δεν μπορούμε να βαφτίζουμε μεταρρυθμίσεις ξεκομμένες αλλαγές που είναι μέτρα από εδώ και από εκεί αλλά δεν έχουν αναμεταξύ τους συνοχή. Όταν μιλάμε για αλλαγές στην παιδεία μιλάμε για συστημικές αλλαγές. Μιλάμε για μια άλλη παιδεία. Για τη σύγχρονη παιδεία. Τώρα θα μου πείτε τι άλλαξε και γιατί χρειάζονται αυτές οι αλλαγές. Πολλοί είναι οι λόγοι. Αλλά σύντομα ας αναφέρω δύο.
Πρώτον την επιτάχυνση της πορείας της τεχνογνωσίας και δεύτερον το τέλος της εποχής του μοντέλου Φορντ στη βιομηχανική μας παραγωγή.
Εμείς οι παλαιότεροι ξέραμε ότι μπαίναμε στο Πανεπιστήμιο, αποκτούσαμε τις βάσεις για την επαγγελματική σταδιοδρομία. Μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί, ξέραμε ότι με αυτά που είχαμε μάθει στο Πανεπιστήμιο είχαμε μια επαγγελματική ζωή μπροστά μας. Στη δική μας την επαγγελματική ζωή λίγα πράγματα θα άλλαζαν και με μία επικαιροποίηση στα συνέδριά μας και ίσως με κάποια επιμόρφωση θα είχαμε αυτό το επάγγελμα δια βίου, με βάση αυτές τις γνώσεις του Πανεπιστημίου.
Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Έχει υπολογισθεί ότι από αυτά που μαθαίνει ένας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο μετά από 10 χρόνια ένα 80% είναι ήδη ξεπερασμένα. Η πρόοδος της τεχνολογίας είναι τέτοια και η γνώση αλλάζει με τέτοια ταχύτητα που αυτός που θέλει να είναι επίκαιρος στο χώρο της επιστήμης του θα πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με το χώρο της εκπαίδευσης. Έχει τελειώσει η εποχή που υπήρχε μία ηλικιακή κατηγοριοποίηση και φοιτητής ήταν ο νέος 18 ετών που πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, έπαιρνε ένα δίπλωμα ή και ένα μεταπτυχιακό και μετά τελείωνε η σχέση του με το χώρο της γνώσης. Στη νέα εποχή θα χρειαστεί να πηγαίνει και να ξαναπηγαίνει στο χώρο της γνώσης. Άρα, η σχέση φοιτητή Πανεπιστημίου είναι δια βίου σχέση. Θα μπει πάλι είτε για να αλλάξει επάγγελμα, είτε για να επικαιροποιήσει τη γνώση του, είτε για να αλλάξει την ειδικότητά του. Η δια βίου δηλαδή εκπαίδευση είναι κάτι άλλο. Και φοιτητικός κόσμος, ολοένα και περισσότερο, δεν είναι μόνο ηλικίας 18 – 24 ετών. Στα Πανεπιστήμια θα είναι και αυτοί που είναι 35 και 45 ετών. Αυτό αλλάζει τελείως το σκηνικό της παιδείας. Είναι λοιπόν το θέμα της ταχύτατης αλλαγής της γνώσης. Όχι μόνο στις θετικές επιστήμες αλλά και σε χώρους που η γνώση αλλάζει κάπως βραδύτερα, όπως π.χ. στη φιλολογία. Ο τρόπος που διδάσκεται στο σχολείο ένα παιδί τη γλώσσα και την γραμματεία αλλάζει. Γιατί η τεχνολογία αλλάζει, η γνώση, πως λειτουργεί το μυαλό του παιδιού αλλάζει, ποιες είναι οι νέες ψυχολογικές μέθοδοι που θα εφαρμόσεις, πώς θα χρησιμοποιήσεις νέα εργαλεία π.χ. τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τα οπτικοακουστικά μέσα στη διδασκαλία, όλα αυτά αλλάζουν ταχύτατα. Αυτός είναι ο ένας παράγοντας που έχει αλλάξει στο σκηνικό της παιδείας.
Ο δεύτερος παράγοντας αναφέρεται στο χώρο της παραγωγής. Πάντα, σε όλες τις κοινωνίες, σε όλες τις εποχές, υπήρχε μια χρηστική διάσταση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνίες διαμόρφωσαν την εκπαίδευσή τους για να οργανωθούν καλύτερα και να διασφαλίσουν τις καλύτερες συνθήκες για την παραγωγή. Η σημερινή εκπαίδευση πήρε την οριστική της μορφή στη βιομηχανική επανάσταση. Η βιομηχανική επανάσταση χαρακτηρίζεται από τη μαζική τυποποιημένη παραγωγή όπου η γνώση ενσωματώνεται στις μεγάλες εξειδικευμένες μηχανές και όπου οι εργαζόμενοι ή ο εργάτης είναι αυτός που προσαρμόζεται και προσαρμόζει τους ρυθμούς του στις εξειδικευμένες μηχανές. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος εργαλείο της μεγάλης μηχανής. Αυτή είναι η εικόνα της βιομηχανικής επανάστασης που, καλύτερα από όλους, μετέφερε ο Τσάρλυ Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» όπου ο ρυθμός που έσφιγγε τις βίδες στον ταινιόδρομο της παραγωγής καθοριζόταν από την μηχανή.
Για να δουλέψει καλά αυτό το σύστημα, το φορντικό, στη βιομηχανική εποχή, έπρεπε να διαμορφωθεί η παιδεία σε άλλη βάση. Τι χρειαζόταν; Χρειαζόταν πρώτα μαζική εκπαίδευση σε επίπεδο δημοτικού σχολείου. Όλοι, είτε αγρότες, είτε εργάτες, έπρεπε να ξέρουν κάποια γράμματα, ανάγνωση και γραφή για να ακολουθούν οδηγίες. Η μαζική εκπαίδευση της βιομηχανικής εποχής δεν έγινε από αλτρουϊσμό, έγινε από σκοπιμότητα, για τις ανάγκες του Φορντικού μοντέλου. Πέρα όμως από τους εργάτες και τους αγρότες, χρειαζόταν μία σχετικά μικρότερη κοινωνική ομάδα όπου θα ήξερε λίγα περισσότερα γράμματα, θα ήξερε να γράφει καλύτερα, ίσως κάποια λογιστική και στοιχεία ξένων γλωσσών. Αυτοί θα πήγαιναν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Το Πανεπιστήμιο ήταν για μια ολιγάριθμη ελίτ, για τους Διευθυντές των επιχειρήσεων, τους επαγγελματίες, τους μηχανικούς, τους γιατρούς, τους επιστήμονες, τους ερευνητές και τους δημοσίους λειτουργούς.
Δηλαδή οι ανάγκες του φορντικού μοντέλου είχαν φτιάξει μία πυραμίδα στην εκπαίδευση με πολλούς στη βάση, λιγότερους στη μέση και πολύ λίγους, τους προνομιούχους, στην κορυφή. Αυτό ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο καθρέφτιζε τις ανάγκες της παραγωγής της βιομηχανικής εποχής. Αλλά αυτό το μιμήθηκαν και χώρες όπως η δική μας αν και δεν πέρασαν στη βιομηχανική επανάσταση. Αυτό ήταν το σύστημά μας και βασικά στοιχεία αυτού του συστήματος ισχύουν και σήμερα.
Τι έχει αλλάξει τώρα; Έχει αλλάξει πια η τεχνολογία, το σύστημα παραγωγής. Η παραγωγή μας απομαζικοποιείται και αποτυποποιείται. Σήμερα η σχέση μηχανής και ανθρώπου έχει αλλάξει τελείως. Ο άνθρωπος αποκτά πάλι την προσωπικότητά του απέναντι στη μηχανή και είναι αυτός που με τη φαντασία και τις γνώσεις του μπορεί να δώσει οδηγίες στον υπολογιστή και από τον υπολογιστή να προχωρήσουμε στην παραγωγή. Χρειαζόμαστε λοιπόν στην ευέλικτη παραγωγή ανθρώπους που μπορούν να λειτουργήσουν με γνώσεις, με ταχύτητα, με φαντασία και ευελιξία. Και αυτό έχει αλλάξει το σύστημα . Και επειδή οι γνώσεις αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο αυτό πρέπει να το ξέρουν όλοι. Δεν μπορεί να έχεις κάποιους που πάνε μόνο στο Δημοτικό, άλλοι στο Γυμνάσιο και άλλοι στο Πανεπιστήμιο. Η πυραμίδα γκρεμίζεται. Και η νέα εποχή, η εποχή της πληροφορίας επιβάλλει αυτή την πυραμίδα να την μετατρέψουμε και να την κάνουμε μία κολώνα. Πρέπει να είναι ελεύθερη η πρόσβαση στο χώρο της εκπαίδευσης, από το Δημοτικό μέχρι και το Πανεπιστήμιο σε όλους όσους θέλουν να προχωρήσουν, σε όσους θέλουν, οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούν, να επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους. Πάμε λοιπόν σε ένα άλλο σύστημα που δεν είναι ιεραρχικό, δεν είναι πυραμίδα. Και απαιτούμε τι; Απαιτούμε πρώτα απ΄ όλα μία παιδεία που τονίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Επιβραβεύει – και πρέπει να επιβραβεύει – τη φαντασία και τη δημιουργία, την ευελιξία της κίνησης μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και τη δια βίου εκπαίδευση.
Αυτές είναι ριζικές αλλαγές που το σύστημά μας πρέπει να τις αφομοιώσει για να μπορούμε να ανταποκριθούμε στη νέα εποχή. Αν είναι έτσι τα πράγματα, αν αυτό το σκηνικό έχει αλλάξει, τότε πρέπει να δούμε πως αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα που έχουμε, το οποίο στηρίζεται και έχει την έννοια της πυραμίδας θα το αλλάξουμε.
Για να το αλλάξουμε όμως αυτό θα πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Πανεπιστήμιο. Για να ενσωματώσουμε όλα αυτά τα νέα δεδομένα – και αυτό σημαίνει ότι οι εσωτερικές ισορροπίες θα αλλάξουν – κάποιοι που έχουν βολευτεί σ΄ αυτό το σύστημα θα ξεβολευτούν. Οι απαιτήσεις θα είναι διαφορετικές. Απαιτήσεις από το μαθητή, το φοιτητή, τον δάσκαλο και τον καθηγητή, απαιτήσεις από τη σχολική μονάδα, τον τρόπο της διοίκησης του συστήματος. Μεταρρύθμιση στο χώρο της παιδείας σημαίνει διαχείριση αυτής της μεγάλης αλλαγής. Διαχείριση που συνοδεύεται από αβεβαιότητες και αλλαγές με κάποιο κόστος. Και γι΄ αυτά υπάρχουν αντιδράσεις.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της νέας παιδείας; Είναι ότι χρειάζεται ένα ριζικά διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών. Έχει αλλάξει η εποχή όπου η σοφία μεταφερόταν από το κεφάλι του δασκάλου και το ένα βιβλίο στο κεφάλι του μαθητή. Αυτή είναι μια παθητική μεταφορά γνώσης και απομνημόνευσης. Όχι ότι δεν χρειάζεται αυτή η γνώση, αλλά η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα αυτός που μαθαίνει είναι πώς θα επιλέξει από τις πολλές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες. Εάν ανοίξεις σήμερα τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ότι θέλεις να βρεις θα το βρεις. Δεν χρειάζεται να απομνημονεύσεις ένα βιβλίο, οι πληροφορίες υπάρχουν. Το θέμα είναι, να έχεις την κριτική δυνατότητα να επιλέξεις τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι και, από τις πολλές πληροφορίες που έχεις, από τα πολλά βιβλία που είναι διαθέσιμα στη βιβλιοθήκη ή στον υπολογιστή, να ξέρεις πως θα κάνεις μια σύνθεση και πως θα διαμορφώσεις τη δική σου άποψη.
Και πως θα σε βοηθήσει τώρα το σχολείο σ΄ αυτό; Ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου και του καθηγητή; Ο ρόλος του δασκάλου και του μαθητή, η διαλεκτική σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή αλλάζει ριζικά πιά. Ο καθηγητής παίζει ένα πολύ διαφορετικό ρόλο. Είναι μαζί με το μαθητή. Μαθητής, βιβλιοθήκη, πληροφορία και καθηγητής δουλεύουν πολύ διαφορετικά για να αναπτύξουν την προσωπικότητα του παιδιού, τη δημιουργικότητά του, τη φαντασία του και την κριτική του σκέψη. Και όλα αυτά τα μαθήματα που διαβάζαμε στο Πανεπιστήμιο στο Λύκειο και στο Γυμνάσιο, τα πολλά μαθήματα, Χημεία, Βιολογία, Ιστορία, Οικονομικά, Δίκαιο, το ένα και το άλλο, όχι τόσο πολύ δεμένα μεταξύ τους, δημιουργούν ένα πλήθος μαθημάτων που δεν μπορεί το παιδί να απομνημονεύσει. Χρειαζόμαστε διαθεματικά προγράμματα. Έτσι αυτός ο οποίος ακολουθεί θεωρητική κατεύθυνση και πρέπει να έχει μία γενική εικόνα των θετικών επιστημών, δεν θα χρειάζεται να παρακολουθήσει εξαντλητικά μαθήματα απομνημόνευσης βιβλίων Φυσικής, Χημείας, Βιολογίας κα. Επίσης αυτός που παρακολουθεί θετική κατεύθυνση πρέπει να γνωρίζει τον πολιτισμό του, να ξέρει την Ιστορία του, πρέπει να ξέρει να μιλάει Ελληνικά. Δεν χρειάζεται όμως να υποβληθεί σε εξαντλητική απομνημόνευση βιβλίων που ελάχιστα τον βοηθούν να συλλάβει το νόημα των γνωστικών αντικειμένων. Ο Χημικός διδάσκει τη Χημεία του, ο Φυσικός τη Φυσική του, ο Οικονομολόγος τα Οικονομικά του, ο Φιλόλογος τα Αρχαία του, σε απλοποιημένη μορφή έτσι όπως τα είχε μάθει στο Πανεπιστήμιο. Μα σε τι αθροίζουν αυτές οι σειρές μαθημάτων χωρίς συνοχή αναμεταξύ τους; Τι προσθέτουν στη γνώση και πως συμμετέχουν στην ανάπλαση της προσωπικότητας του παιδιού; Χρειαζόμαστε μια μεγάλη αλλαγή στο πρόγραμμα. Για να γίνει όμως αυτή η αλλαγή πρέπει να γίνουν τεράστιες αλλαγές στο χώρο του Πανεπιστημίου. Πώς εκπαιδεύουμε τους δασκάλους και τους καθηγητές για να μπορέσουν να παίξουν αυτόν τον καινούργιο ρόλο με διαθεματικά προγράμματα; Και εδώ υπάρχουν αντιδράσεις. Διότι ένας ο οποίος έχει μάθει 30 χρόνια να κάνει το μάθημά του με τον παραδοσιακό τρόπο δεν μπορεί να αλλάξει άποψη ή προσέγγιση από τη μία μέρα στην άλλη. Θα χρειαστεί και ο ίδιος να εκπαιδευτεί και να μετεκπαιδευτεί. Αναφέρθηκα πριν στο γιατί πρέπει κάποιοι να έχουν δια βίου επαφή με το Πανεπιστήμιο. Αυτό λοιπόν είναι κάτι που πρέπει να γίνει αποδεκτό.
Πέρα απ΄ αυτό, τι άλλο βγαίνει από αυτά που ανέπτυξα σήμερα; Βγαίνει ότι, στη σημερινή εποχή, το σχολείο παίζει ένα αυξημένο ρόλο στη διάπλαση του παιδιού. Μέχρι πρόσφατα η παιδεία περνούσε όχι μόνο μέσα από το σχολείο, περνούσε και από την οικογένεια και από τη γειτονιά. Η παιδεία, με την ευρύτερη έννοια, δεν είναι μόνο γνώση, είναι το σύστημα των αξιών που δημιουργεί τη βάση της αυτογνωσίας μας που είναι η πολιτιστική μας παράδοση, που διαμορφώνει και τη συμπεριφορά μας απέναντι σε τρίτους και μέσα στην κοινωνία. Δεν γινόταν μόνο μέσα από το σχολείο. Γινόταν κυρίως μέσα στην οικογένεια, μέσα στην προφορική παράδοση, μέσα στη γειτονιά. Τώρα η οικογένεια δεν παίζει πια αυτό το ρόλο. Οι εργαζόμενοι γονείς έχουν πολύ λίγο χρόνο με τα παιδιά τους και πολύ μικρό ρόλο μπορούν να παίξουν ο παππούς και η γιαγιά. Άρα, το σχολείο έχει να παίξει τώρα και ένα πρόσθετο μορφωτικό ρόλο παιδείας που έπαιζε παλαιότερα η οικογένεια. Γι΄ αυτό χρειάζεται το ολοήμερο σχολείο. Ιδίως το ολοήμερο σχολείο στο Δημοτικό. Όταν το παιδί το απόγευμα έχει τελειώσει το πρόγραμμα των σπουδών του, αντί να αποβλακώνεται μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας μαζί με μια «μπέϊμπυ σίτερ» που συνήθως δεν μιλάει Ελληνικά, θα είναι στο σχολείο και θα απασχολείται με μία σειρά από δραστηριότητες για να αναπτύξει τις δεξιότητές του. Του αρέσει η ζωγραφική, του αρέσει η μουσική, ο αθλητισμός, του αρέσει μαζί με άλλα παιδιά να δημιουργούν κάτι συλλογικά; Από εκεί και πέρα, επειδή δεν μαθαίνουν όλα τα παιδιά με την ίδια ταχύτητα, θα πρέπει να προσέξουμε τα παιδιά τα οποία μένουν πίσω. Το ολοήμερο σχολείο δίνει την δυνατότητα σ΄ αυτά τα παιδιά να καλύπτουν τα κενά τους έτσι ώστε την άλλη μέρα όταν θα πηγαίνουν στην τάξη να μην έχουν την αίσθηση ότι δεν ξέρουν και έχουν μείνει πίσω. Το ίδιο θα συμβαίνει και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο με την ενισχυτική διδασκαλία. Έτσι, τα παιδιά που έχουν κενά, θα τα καλύπτουν το απόγευμα μέσα στο σχολείο, από προγράμματα του ίδιου του σχολείου. Και να προσθέσω και κάτι. Η ενισχυτική διδασκαλία δεν είναι μόνο για τα παιδιά που έχουν μείνει πίσω. Είναι και για τα προικισμένα παιδιά, αυτά που μπορούν να προχωρήσουν μερικά βήματα πέρα από την τάξη, μπορούν να προχωρήσουν σε ύλη πιο προχωρημένη από αυτή που διδάσκεται στην τάξη. Και εδώ χρειάζεται το ολοήμερο σχολείο.
Είπα ότι δεν θα έχουμε πυραμίδα. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά, με τη βοήθεια της πολιτείας και του σχολείου, θα κλείνουν τον κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και χωρίς εξετάσεις, με το απολυτήριο του Λυκείου, θα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχουν αποδείξει μέσα από δοκιμασίες του Λυκείου ότι έχουν τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, έχουν αναπτύξει την προσωπικότητα που απαιτείται για να παρακολουθήσουν μαθήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρέπει βέβαια το απολυτήριο του Λυκείου να έχει ένα σοβαρό αντίκρισμα. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει η δουλειά του μαθητή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να έχει αξιολογηθεί αντικειμενικά, όπως και η δουλειά του καθηγητή θα πρέπει να έχει αξιολογηθεί αντικειμενικά. Η αξιολόγηση του μαθητή, του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου είναι αναγκαία προϋπόθεση για να έχουμε ένα σύστημα που βελτιώνεται συνεχώς. Όταν λοιπόν ο μαθητής έχει την αναγνώριση της αποφοίτησής του από το Λύκειο μπορεί να πάει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όπου θέλει. Θα μου πείτε τι θα γίνει στις σχολές μεγάλης ζήτησης; Και γι΄ αυτό το θέμα είχε δοθεί λύση . Ο μαθητής δεν πρέπει να μπαίνει στο Πανεπιστήμιο σε τμήματα. Θα μπαίνει σε 5 κύκλους σπουδών. Δεν χρειάζεται να μπει χωριστά στη Φαρμακευτική, στην Ιατρική, δεν χρειάζεται να μπει στη σχολή Φυσικής ή Πληροφορικής ευθύς εξαρχής. Μπορεί να μπει σε πέντε μεγάλους κύκλους επιστημών. Τα δύο πρώτα χρόνια, έτσι κι αλλιώς, σ΄ αυτές τις σχολές τα μαθήματα είναι κοινά και μέσα στο δεύτερο χρόνο, με εσωτερικές εξετάσεις μέσα στο Πανεπιστήμιο, θα κριθούν ποιοι θα πάνε στην Ιατρική, στη Φαρμακευτική, ποιοι θα πάνε σε Σχολές Υγείας κ.λ.π. Και είναι καλύτερα να γίνει η επαγγελματική επιλογή μέσα στο Πανεπιστήμιο με βάση την πανεπιστημιακή επίδοση του φοιτητή, αντί να ζητήσεις από το παιδί 18 ετών να κριθεί με τα 6 μαθήματα που περνάνε τώρα στις Πανελλήνιες εξετάσεις εάν θα είναι καλός να γίνει δικηγόρος ή γιατρός. Το Πανεπιστήμιο όμως για να λειτουργήσει στη νέα εποχή θα πρέπει να λειτουργήσει κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Δεν είναι πια το Πανεπιστήμιο μόνο για τους φοιτητές των 18 ετών. Είναι το Πανεπιστήμιο που θα δεχθεί δια βίου εκπαίδευση . Είναι το Πανεπιστήμιο που πρέπει να φέρει την εκπαίδευση και την έρευνα πολύ κοντά και θα πρέπει να δούμε άλλα συστήματα διοίκησης των Πανεπιστημίων που θα συνδυάζουν τη δημοκρατικότητα των θεσμών σε πανεπιστημιακό επίπεδο, την υψηλή ποιότητα των σπουδών και θα επιβραβεύουν την αριστεία.
Αυτά μπορεί να φαίνονται απλά, ίσως αυτονόητα. Τότε γιατί έχουμε τρομερές δυσκολίες να αλλάξουμε το εκπαιδευτικό σύστημα; Η βασική δυσκολία κατά τη γνώμη μου οφείλεται στις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος. Και εξηγούμαι. Για να προχωρήσεις σε τομές θα έρθεις σε συγκρούσεις είτε με οργανωμένες συντεχνιακές ομάδες, είτε με οικονομικά συμφέροντα τα οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε. Η παιδεία είναι λεφτά. Πολλά λεφτά. Και τα συμφέροντα είναι πολλά. Όταν τα συγκροτημένα συμφέροντα είναι αντίθετα θα πρέπει το πολιτικό σύστημα να δείξει μία αποφασιστικότητα και συνοχή. Η συνοχή όμως δεν υπάρχει.
Ας πάρουμε την κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα. Με το εκλογικό σύστημα που έχουμε, είναι ουσιαστικά ένα δικομματικό σύστημα εναλλαγής στην εξουσία. Εάν μία Κυβέρνηση αρχίσει μία μεταρρύθμιση, καλή ώρα όπως άρχισα εγώ, και έχει την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου στα χαρτιά και προχωράς, εάν αρχίσουν αντιδράσεις τι συμβαίνει; Εάν οργανωμένες ομάδες δηλώνουν ότι μπορούν να μετακινηθούν πολιτικά από το ένα κόμμα στο άλλο και εάν το άλλο κόμμα που είναι στην αντιπολίτευση πλειοδοτεί εναντίον της μεταρρύθμισης, τότε αυτές οι ομάδες μπορούν να ανατρέψουν το πολιτικό σύστημα. Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, μία μετακίνηση κάποιας δυσαρεστημένης ομάδας του 2 ή 3% από το ένα κόμμα στο άλλο κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα. Γι΄ αυτό λοιπόν η συνοχή μέσα στα κόμματα είναι μικρή. Και έχουμε περιπτώσεις, πρόσφατες και παλαιότερες, που όταν αρχίσει να γίνεται μία μεταρρύθμιση διατυπώνονται αντιρρήσεις μέσα στο ίδιο το κυβερνών κόμμα, ιδίως από συνδικαλιστές με ιδιαίτερη κομματική δύναμη. Όταν λοιπόν η συνοχή είναι χαμηλή μέσα στα κόμματα, όταν η πολιτική μας κουλτούρα δεν μας βοηθάει να βρούμε μία, αν όχι συμφωνία ή συναίνεση, τουλάχιστον συνεννόηση στο τι παιδεία θέλουμε και που θα πάμε, δεν θα μπορέσουμε να υλοποιήσουμε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Εμένα μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ως Υπουργός Παιδείας, ότι στελέχη και από τον δικό μου πολιτικό χώρο που ήταν αρκετά ανοικτά αντίθετοι αλλά και βουλευτές από άλλα κόμματα που ήταν αντίθετοι, ξέρετε τι μου λέγανε κατ΄ ιδίαν; Προχώρησε είναι σωστές οι μεταρρυθμίσεις. Την επόμενη εβδομάδα όμως, κατέθεσαν στη Βουλή πρόταση μομφής εναντίον μου για να αξιοποιήσουν κομματικά το πολιτικό κόστος της Κυβέρνησης. Δεν μπορεί λοιπόν να προχωρήσει βαθιά τομή στην παιδεία εάν το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν μεταρρυθμιστεί για να μπορέσει να ενσωματώσει τέτοιου είδους αλλαγές. Αλλά και κάτι άλλο. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός χώρος να μιλήσει. Βεβαίως θα υπάρξει ο συνδικαλισμός, βεβαίως οι εκπαιδευτικοί θα κοιτάξουν τα δικά τους συνδικαλιστικά θέματα. Πρέπει ο συνδικαλισμός και να υπάρχει και να είναι διεκδικητικός. Αλλά όταν φτάνουμε σε θέματα της παιδείας ευρύτερα, εγώ θέλω να μιλήσει ο δάσκαλος, εγώ θέλω να μιλήσει ο άνθρωπος ο οποίος έχει αφιερώσει ή θέλει να αφιερώσει τη ζωή του στο να μάθει γράμματα στα παιδιά. Και θέλω να μπορεί να μιλήσει. Θέλω να τον συναντήσουμε και θέλω να πάρει μέρος στο διάλογο που πρέπει να γίνει επιτέλους σ΄ αυτόν τον τόπο. πως θα φτιάξουμε ένα σύστημα παιδείας που το αξίζουν τα παιδιά μας. Μπορούμε να το κάνουμε αρκεί όμως να κατανοήσουμε ότι θα το πετύχουμε όχι ως κοινωνία του καναπέ αλλά ως ενεργοί πολίτες που θα στηρίξουν τους πολιτικούς που έχουν το θάρρος και την τόλμη να προχωρήσουν μπροστά. Έχω μακρά σχέση με το χώρο της Παιδείας και πριν έρθω στην Ελλάδα. Και εξακολουθώ να επισκέπτομαι χώρες όπου παλαιότερα είχα χρηματίσει ως σύμβουλος. Παρατηρώ τώρα ότι αυτά που λέγαμε και σχεδιάζαμε χρόνια πριν αυτές οι χώρες τα υλοποίησαν. Συνεννοήθηκαν αναμεταξύ τους και στήριξαν μακρόπνοα προγράμματα αλλαγών. Και δεν βλέπω το λόγο γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα της Φιλανδίας ή της Ιρλανδίας να είναι έτη φωτός μπροστά από εμάς και εμείς να είμαστε πίσω. Δεν υστερούμε σε τίποτε. Έχουμε μια καλή νέα γενιά, κακομαθημένη είναι αλήθεια, όμως είναι ζωντανή γενιά και εγώ πιστεύω, και δεν είμαι αιθεροβάμων, ότι έχουμε πολλούς αφοσιωμένους και άριστους δασκάλους στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στα Πανεπιστήμια. Δυστυχώς, η συνδικαλιστική τους εκπροσώπηση πολλές φορές τους αδικεί. Ας μιλήσει λοιπόν ο δάσκαλος, για να φτιάξουμε μία παιδεία που την αξίζουν τα παιδιά μας.
Ευχαριστώ πολύ.