Είναι λίγες οι ευκαιρίες όπου εκπρόσωποι από σημαντικές εταιρείες στο χώρο της άμυνας συναντώνται και θέλω να συγχαρώ ιδιαίτερα και την ΕΑΒ για τη συμμετοχή της στο Συνέδριο αυτό.
Έτσι το έφερε η μοίρα και έχω συνδεθεί με την πορεία της ΕΑΒ τα τελευταία 25 χρόνια, βλέποντας την πορεία της από διάφορες οπτικές γωνίες. Θέλω να εξάρω τον ρόλο που έχει παίξει η ΕΑΒ, αλλά κυρίως το ρόλο που μπορεί και πρέπει να παίξει στο μέλλον, ως βασική συνιστώσα της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρα μας, στην προώθηση της έρευνας και προηγμένης τεχνολογίας, στην ενεργό συμμετοχή στην παραγωγή αμυντικού υλικού στο πλαίσιο του εξοπλιστικού μας προγράμματος, στη συμπαραγωγή προϊόντων σε συνεργασία με άλλες εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και στην εξαγωγή των προϊόντων της σε τρίτες χώρες.
Αυτά είναι τα θέματα που θα συζητήσετε εσείς σήμερα και αύριο, είστε περισσότερο ειδήμονες από εμένα και δεν θέλω να μπω στα ειδικά θέματα συνεργασίας μεταξύ ΕΑΒ και άλλων εταιρειών. Θα ήθελα μόνο, με λίγα λόγια, να επισημάνω μερικά γενικότερα θέματα που σχολιάζονται σήμερα και αφορούν το χώρο της άμυνας και το χώρο ανάπτυξης και της συνεργασίας.
Κυρίες και κύριοι το ξέρετε ότι ιστορικά, ο καταμερισμός των πόρων μιας χώρας, ανάμεσα στις οικονομικές της ανάγκες για κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική από τη μια μεριά και εξοπλισμούς από την άλλη, ήταν το βασικό ερώτημα στις δημοκρατίες μας τους τελευταίους δύο αιώνες. «Guns or butter» ήταν αυτό που απασχόλησε πολλές χώρες, πολλές δεκαετίες και σήμερα ακόμα απασχολεί τον κόσμο. Και νομίζω ότι οι χώρες που πέτυχαν και προχώρησαν μπροστά είναι ακριβώς αυτές που βρήκαν μια ισορροπία που εξασφάλισε την ευρωστία της οικονομίας τους, την κοινωνική συνοχή και την αποτρεπτική, αμυντική τους ικανότητα.
Είχα την προσωπική εμπειρία στον τομέα αυτό γιατί αντιμετώπισα το ζήτημα των εξοπλισμών και από τη μεριά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αλλά και από τη μεριά του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Και πρέπει να σας πω ότι κάθε φορά που άλλαζα υπουργείο, άλλαζα και τα επιχειρήματά μου, γυρίζοντάς τα πράγματα ανάποδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζητούμενο είναι, στην πολιτική συγκυρία, να βρεθεί η χρυσή τομή και η ισορροπία. Και πολύ σωστά είπε και ο κ. Μάζης, ότι ένα στοιχείο της άμυνας είναι η επένδυση στον ανθρώπινο παράγονται και η επένδυση στην παιδεία. Αυτά είναι σύνθετα θέματα που επιλύονται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και διάλογο στις σύγχρονες δημοκρατίες μας, άλλοτε επιτυχώς άλλοτε όχι τόσο επιτυχώς.
Συνεχίζοντας αυτό το σκεπτικό, θα ήθελα παρενθετικά να αναφέρω – επειδή ο κ. Δαμιανός μίλησε για τις αγορές του αιώνα, έτσι είναι, κάθε 20 χρόνια έχουμε «αγορές του αιώνα» – επειδή η «πρώτη» αγορά του αιώνα στις αρχές του 1980 με βρήκε υπουργό εθνικής οικονομίας. Ήταν μια πολύ δύσκολη επιλογή γιατί η Ελλάδα πάλευε τότε να εντάξει την οικονομία της στην τότε ΕΟΚ, από την άλλη μεριά όμως είχε ορατή απειλή και ανάγκη ενίσχυσης της αμυντικής της υποδομής. Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου τότε μου εμπιστεύθηκε την απόφαση για τον καταμερισμό της αμυντικής δαπάνης και την επιλογή εάν θα ήταν F-18, F-16 ή τα Mirage 2000 – όπως ξέρετε η τελική επιλογή ήταν ανάμεσα στα F-16 και τα Mirage 2000 – πρέπει να σας πω ότι και τότε, βάρυναν πάρα πολύ τα αντισταθμιστικά ωφελήματα και η συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανιών στην παραγωγή και συντήρηση του υλικού.
Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει και η παγκόσμια κοινή γνώμη κινείται σαν εκκρεμές. Από αφελή αισιοδοξία σε αφελή απαισιοδοξία. Από τον πόλεμο στην ειρήνη. Και θα ήθελα να επιχειρήσω να καταρρίψω δύο βασικούς μύθους. Ο πρώτος είναι ο μύθος της διαρκούς ειρήνης. Τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύχθηκε η άποψη ότι επιτέλους ο κόσμος έχει αναπτύξει τέτοιους εσωτερικούς και εξωτερικούς θεσμούς ώστε να επιλύονται οι διαφορές πάντοτε ειρηνικά και δίκαια σε μια περίοδο διαρκούς ειρήνης. Δυστυχώς τα γεγονότα έχουν διαψεύσει την προσέγγιση αυτή. Οι πόλεμοι συνεχίζονται, οι διαφορές δεν λύνονται πάντα ειρηνικά και η διπλωματία δεν μπορεί πάντα να αποφύγει την πορεία προς τον πόλεμο και τις συγκρούσεις. Μπορώ μάλιστα να πω ότι, σε επίπεδο τοπικό, οι συγκρούσεις έχουν αυξηθεί και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ακόμα δεν έχουμε αναπτύξει υπερ-εθνικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών έτσι που μια μικρή ιδίως χώρα να μπορεί να βασιστεί στις διεθνείς διαδικασίες για την απόδοση δικαιοσύνης και την κατοχύρωση των εθνικών της δικαιωμάτων.
Αυτό είναι βασικό γιατί έχει κυκλοφορήσει η άποψη ότι υπάρχουν οι διεθνείς θεσμοί απόδοσης δικαιοσύνης. Δεν συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν πολιτικοί μηχανισμοί σε διεθνές επίπεδο που μπορεί να διευκολύνουν και τη διαιτησία και τη διαδικασία επίλυσης διαφορών αλλά, ας μην γελιόμαστε, οι διαδικασίες αυτές οδηγούν στην επικύρωση του δικαίου του ισχυρού και σε λύσεις εις βάρος του αδυνάτου. Αυτό που είπε πολλά χρόνια πριν ο Θουκυδίδης ισχύει και σήμερα «Ο ισχυρός επιβάλλει τους όρους που η δύναμή του του επιτρέπει και ο αδύνατος υποχωρεί στο βαθμό που η αδυναμία του του επιβάλλει». Αυτό σημαίνει ότι για να κερδίσουμε την ειρήνη σε παγκόσμιο επίπεδο, οι χώρες που επιδιώκουν την ειρήνη, πρέπει να έχουν δυνατή αποτρεπτική δύναμη. Η αποτρεπτική δύναμη είναι το βασικό συστατικό για τη δημιουργία συνθηκών ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι Ρωμαίοι έλεγαν παλαιά ότι «εάν επιθυμείς την ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο». Η σύγχρονη εκδοχή φαντάζομαι είναι «εάν επιθυμείς την ειρήνη, έχε το νου σου να έχεις ισχυρή αποτρεπτική δύναμη», να είσαι ένας αξιόπιστος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα για να μπορείς να έχεις το σεβασμό των άλλων και να διαπραγματευθείς διαδικασίες και συνθήκες που οδηγούν στην κατοχύρωση των εθνικών σου δικαιωμάτων και τις συνθήκες ειρήνης. Αυτός είναι λοιπόν ο πρώτος μύθος που πρέπει να απορρίψουμε.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι, μέσα από κινήσεις οικονομικής συνεργασίας μπορούν οι αντιθέσεις μεταξύ κρατών να αμβλυνθούν και να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες οικονομικής αλληλο-εξάρτησης που τελικά οι πολιτικές διαφορές θα παίξουν δευτερεύοντα ρόλο. Αυτός είναι ένας επικίνδυνος μύθος και πρέπει να αναφερθούμε λιγάκι και στην ιστορία. Οι παλαιότεροι διπλωμάτες, πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, είχαν ένα βασικό εγχειρίδιο άγγλου συγγραφέα που έλεγε ότι πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας αποκλείεται γιατί η οικονομική αλληλεξάρτηση της βιομηχανίας της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας είναι τέτοια που το «απαγορεύει». Και όμως ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος έγινε. Αλλά και στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, η οικονομική συνεργασία Γερμανικών εταιρειών όπως η Siemens με Αμερικανικές και Αγγλικές εταιρείες ήταν πολύ μεγάλη, και όμως ο πόλεμος έγινε.
Αυτό που πρέπει να δεχθούμε είναι ότι πρέπει πρώτα να αποκατασταθούν ομαλές πολιτικές συνθήκες και μετά να προχωρήσει η οικονομική συνεργασία. Όταν υπάρχουν οικονομική συνεργασία και αλληλοεπενδύσεις σε χώρες που έχουν αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές, τότε αυτή η οικονομική συνεργασία μπορεί να καταστήσει όμηρο μια χώρα στις πολιτικές της επιλογές.
Αυτά πάλι μας φέρνουν πίσω στο βασικό θέμα. Ότι πρέπει να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική μας ανάπτυξη, στις δαπάνες για την κοινωνική μας πολιτική και σε εξοπλισμούς που εξασφαλίζουν αμυντική αξιοπιστία και αποτρεπτική δύναμη. Αυτά σε γενικές γραμμές.
Τώρα, ιδιαίτερα για τη δική μας περιοχή, και εδώ απευθύνομαι στους εκλεκτούς συνέδρους από άλλες χώρες, γνωρίζετε ότι είναι μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, από τη Βοσνία, το Κόσοβο, τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράκ και το Ιράν. Οι εξελίξεις μπορούν να ακολουθήσουν πολλά σενάρια αλλά ένα είναι σαφές. Ότι, παρά τις προσπάθειες που γίνονται για ειρηνική επίλυση των διαφορών και των προβλημάτων που υπάρχουν, η ειρήνη στην περιοχή θα εξασφαλισθεί με μια δυνατή, αξιόπιστη αποτρεπτική δύναμη από χώρες σταθερότητας και δημοκρατίας, όπως είναι η Ελλάδα. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα όπου ισχύει από γειτονική χώρα το casus belli έναντι του δικαιώματος άσκησης κυριαρχικού δικαιώματος από τη δική μας πλευρά, εις παράβαση των κανόνων του ΟΗΕ, δημιουργεί συνθήκες τέτοιες όπου η αμυντική μας οργάνωση είναι επιτακτική ανάγκη. Οι ιδιομορφίες της περιοχής και οι ιδιομορφίες των αντιπαραθέσεων, όπου οι «πόλεμοι» δεν γίνονται με την κλασσική μορφή αλλά παίρνουν νέες μορφές, χρειάζεται ένα καινούργιο κατά τη γνώμη μου επιχειρησιακό αμυντικό δόγμα. Και αυτό είναι βασικά ευθύνη της Κυβέρνησης, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αλλά ευθύνη και του ελληνικού κοινοβουλίου να διαμορφώσει σ΄ αυτή τη ρευστή, σύγχρονη εποχή ένα επιχειρησιακό δόγμα που αντιμετωπίζει τις ανάγκες και τις προκλήσεις των καιρών.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο νομίζω ότι η ελληνική αμυντική βιομηχανία και η ΕΑΒ μπορεί και παίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο. Οι ανάγκες οι εσωτερικές της ανάπτυξης είναι τέτοιες, η προτεραιότητα που δίνουμε στην έρευνα και την τεχνολογία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι περισσότερο από ποτέ, σήμερα, στη διαμόρφωση των εξοπλιστικών μας παραγγελιών και το εξοπλιστικό μας πρόγραμμα, προτεραιότητα θα δοθεί στις συμφωνίες που προωθούν στην Ελλάδα τη συμπαραγωγή προϊόντων, προωθούν την έρευνα και την τεχνολογία και καθιστούν συνεταίρους τις ελληνικές βιομηχανίες, στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, αμυντικών και όχι μόνο, για εξαγωγή σε τρίτες χώρες. Θα πρέπει λοιπόν και οι εταίροι μας να δουν την Ελλάδα όχι μόνο ως ένα πελάτη που θα αγοράζει απλώς υλικό για τις αμυντικές της δαπάνες αλλά ως ένα συνέταιρο που δικαιούται να ζητήσει συμμετοχή στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και για την ελληνική και για τρίτες αγορές. Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να έχει πολλά ταλέντα υψηλής τεχνολογίας, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες μπορούν να παίξουν έναν καταλυτικό ρόλο συνεργασίας διεθνών εταιρειών εδώ στην Ελλάδα για συμπαραγωγή, ανάπτυξη της τεχνολογίας και εξαγωγή προϊόντων σε τρίτες χώρες. Σ΄ αυτή τη νέα εποχή, ανοίγουν καινούργιες προοπτικές για συνεργασίες στην Ελλάδα κάτω από αυτές τις νέες μορφές και είμαι σίγουρος ότι οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες και η ΕΑΒ για την οποία γίνεται κυρίως λόγος σήμερα είναι έτοιμες και μπορούν να παίξουν ένα καταλυτικό ρόλο. Και θέλω να ευχηθώ καλή επιτυχία στην ΕΑΒ και τις άλλες ελληνικές εταιρείες, καλές συνεργασίες και με τις άλλες εταιρείες που εκπροσωπούνται εδώ σήμερα και καλή επιτυχία στο Συνέδριό σας.