Θέλω να αρχίσω με ένα μεγάλο ευχαριστώ, με μια έκφραση ευγνωμοσύνης στη Βούλα Δαμιανάκου για το έργο της «Οδοιπορώ στην πατρίδα». Απόλαυσα το τετράτομο βιβλίο, θυμήθηκα ιστορίες που τις είχα μισοξεχάσει και διάβασα κι άλλες πολλές που δεν τις ήξερα. Αλλά το έργο δεν έχει στόχο την εγκυκλοπαιδική μόρφωση, ούτε είναι μια περιήγηση στην πατρίδα, στη γη του ελληνικού πολιτισμού, ούτε και που χρειαζόμαστε ένα τέτοιο έργο, έχουμε ήδη πολλούς τουριστικούς οδηγούς. Μα δεν είναι ούτε σκέτη αναφορά στην ιστορία του τόπου, ένα οδοιπορικό στην ελληνική γραμματεία, στον κόσμο της αρχαιότητας, του ΄21 και του σήμερα. Ούτε και προσωπική μαρτυρία της Γαλάτειας, δηλαδή της συγγραφέως, είναι. Είναι όλα αυτά μαζί και πάνω από αυτά, είναι μια γοητευτική σύνθεση που μόνο μια λέξη τα εμπεριέχει, πατρίδα.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι η μοσκοβολιά της γης της πατρίδας μας, το χώμα της, ποτισμένο χιλιετίες τώρα με μόχθο, ιδρώτα και αίμα, πολύ αίμα. Χωρίς να είναι ποίημα, ο λόγος είναι ποιητικός και όπως ξέρουμε η ποίηση φέρνει κοντά τις εποχές. Γι΄ αυτό, στο έργο της Βούλας, ο χρόνος σχεδόν μηδενίζεται, οι χιλιετίες είναι κοντά μας, πολύ κοντά μας, είναι σήμερα. Ο ποιητικός της λόγος φέρνει κοντά τις εποχές, αναβιώνει τις παλαιές συνθήκες, ζωντανεύει τους νεκρούς που γίνονται οικεία παρέα μας και μας ιστορούν τα πολλά τους βάσανα και τις λίγες χαρές και, όπως λέει η ίδια η Γαλάτεια, «όλοι τους μας βεβαιώνουν πως είναι περισσότερο παθοί παρά κακοί». Το τοπίο, οι βράχοι, το χώμα, τα δάση και τα ποτάμια έχουν ενσωματώσει με ένα περίεργο και μαγικό τρόπο τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που πάτησαν κι έζησαν σε τούτη την πατρίδα. Γι΄ αυτό στην περιήγησή σου σε τούτη τη γη, νιώθεις δίπλα σου τον Όμηρο και τους ήρωές του, ταξιδεύεις με τον Ησίοδο, τη Σαπφώ, τον Πίνδαρο, τους λυρικούς τραγικούς, το Σωκράτη, τους μαραθωνομάχους, τους ήρωες του ΄21, του αλβανικού έπους, της αντίστασης και νιώθεις τις βαθιές ουλές που μας άφησε ο εμφύλιος. Περισσότερο απ΄ όλα όμως νιώθεις τον Όμηρο, λες και ζεις στη σκιά του. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και σωστά γιατί, όπως είπε κάποιος, ίσως ήταν ο Ντοστογιέφσκι, όλοι βγήκαμε από τη χλαίνη του Ομήρου. Μας αποκαλύπτει τον κόσμο όλο στην πορεία του, τον κόσμο του τότε, αλλά και τον κόσμο του σήμερα, με τα παθήματα των ανθρώπων, τις αδυναμίες τους, τα πάθη και τα μίση και την υπεράνθρωπη, δηλαδή θεϊκή, γενναιοδωρία τους αλλά και τους θεούς με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους.
Όσο η οδοιπορία στον κόσμο του ελληνικού πνεύματος πλησιάζει την εποχή μας, οι αναφορές γίνονται ολοένα και πιο ισχνές και επιλεκτικές. Κατανοητή εξαίρεση είναι οι συγκινητικές αναφορές στον σύντροφό της Βασίλη Ρώτα και στο σημαντικότατο έργο του. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι τούτη η εποχή δεν εμπνέει τη Δαμιανάκου. Πουθενά δεν περιγράφει το ριμαγμένο τοπίο και το τσιμέντο που μας πνίγουν, ούτε τη συνακόλουθη κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης και λέει χαρακτηριστικά «και εάν ο Οδυσσέας για να ακούσει το τραγούδι των Σειρήνων ζητάει μόνος του να τον δέσουν γερά στο άλμπουρο του καραβιού, του κόσμου οι εξουσιαστές δένουν όλους τους άλλους με νόμους πιο πολύ άδικους παρά δίκαιους και αφήνουν αμολιτούς μόνο τους εαυτούς τους. Μάλιστα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με την πληροφορική και το ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο λαός καταργήθηκε και από καλλιεργητής και δημιουργός πολιτιστικών και εκφραστικών αξιών της ίδιας του της γλώσσας, επιτρέποντας να βοσκούν εξάπαντες σαν βόδια και γουρούνια στους σκουπιδώνες των μέσων μαζικής ενημέρωσης».
Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην εποχή μας τα θεωρεί ξένα στον κόσμο του ελληνικού πνεύματος. Έχουμε λοιπόν δει το τέλος της ιστορίας μας; Έχουμε λοιπόν γίνει κι εμείς πολτοποιημένο κομμάτι της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης; Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το μήνυμα του βιβλίου. Το μήνυμά του, μήνυμα αισιόδοξο, φανερώνεται πολύ αργά, στις τελευταίες δύο παραγράφους όπου η Βούλα περιγράφει μια παράσταση από το παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα στην Δ΄ τάξη ενός δημοτικού σχολείου στο Μπραχάμι. Της έκανε εντύπωση η ζωντάνια των παιδιών και λέει: «ούτε κανείς ξέρει που να αποδώσει μια τέτοια επιτυχία, να βλέπει μια ολόκληρη τάξη επάνω στη σκηνή, κυρίαρχη, ωραία, άνετη, χωρίς ίχνος βεντετισμού, να βλέπεις να παρουσιάζει μια ολάκερη παιδική κοινωνία σε όλη της την ποικιλία, τον έξυπνο, τον μαρτυριάρη, τον κλαψή, τον πονηρούλη, το στραβόξυλο, τη φοβιτσιάρα και εκεί, πολλές φορές αναρωτήθηκε η γράφουσα, πού κρύβονται όλες αυτές οι δυνάμεις; Μήπως και αυτή η Δ΄ τάξη δεν ήταν τα συνηθισμένα παιδιά που έχουν Δ΄ τάξεις και όλες οι τάξεις των σχολείων;» Πού είναι εκείνη η παιδική αγωγή που θα βάλει σε ενέργεια αυτές τις θαυμάσιες δυνάμεις που θα αλλάξουν τη ζωή μας, που θα την κάνουν πιο ευτυχισμένη που θα κάνουν πραγματικότητα την παρακαταθήκη του Γληνού, το όραμα του Βασίλη Ρώτα;
Η Βούλα δεν μας λέει πως θα γίνει αυτό, το αφήνει σε μας να το σκεφθούμε και να το πούμε. Και ας πάρουμε λοιπόν τη σκυτάλη από εκεί. Πιστεύω ότι για να ξαναζωντανέψει το ελληνικό πνεύμα που σιγοσβήνει χρειάζονται τουλάχιστον δύο πράγματα. Το πρώτο είναι να υπάρχουν πρότυπα στην κοινωνία και στους νέους. Τα πρότυπα που προωθούνται στη σημερινή μας κουλτούρα είναι ακατάλληλα για τη συνέχιση και την ανάπτυξη του ελληνικού πνεύματος. Πρέπει να προστατεύσουμε, όπως πολύ σωστά είπε η Νόρα Κατσέλη, να προστατεύσουμε τους μύθους. Να τους προστατεύσουμε αλλά και να τους καλλιεργήσουμε και να τους κάνουμε προσιτούς στα παιδιά.
Ποια άλλα πρότυπα θα μπορούσε κανείς να διαλέξει παρά το Βασίλη Ρώτα και τη Βούλα Δαμιανάκου; Δεν είναι μόνο αυτά που έγραψαν και είπαν. Είναι η στάση ζωής τους. Σήμερα, τιμούμε τη Βούλα Δαμιανάκου για τη στάση ζωής της. Την αγωνίστρια που πάλεψε για τις ιδέες της, στάθηκε όρθια και συγκρούσθηκε με δυνάμεις αλλά στάθηκε όρθια. Και σήμερα εμείς πρέπει να την ευγνωμονούμε γιατί η Βούλα μας έμαθε τι θα πει να είσαι αριστερός και πατριώτης. Και αυτό είναι το μήνυμά της.
Πέρα από τα πρότυπα όμως χρειάζεται και παιδεία. Η παιδεία δεν περνάει μόνο από το σχολείο, περνάει από την οικογένεια, τη γειτονιά. Εμείς οι παλαιότεροι μάθαμε τη δική μας ιστορία, δηλαδή γνωρίσαμε τους εαυτούς μας, αναπτύξαμε την αυτογνωσία μας, από τον προφορικό λόγο μέσα στην οικογένεια. Από τους παππούδες και προπαππούδες μας, ακούσαμε για τους βαλκανικούς πολέμους, για τη μικρασιατική καταστροφή, το αλβανικό έπος και για τις φρίκες του εμφυλίου πολέμου. Τα μάθαμε αυτά στο σπίτι, από την προφορική παράδοση, και μετά τα διαβάσαμε στο σχολείο ή σε άλλα βιβλία. Σήμερα αυτή η προφορική παράδοση, αυτή η μορφή της παιδείας έχει εκλείψει. Δεν μιλάμε πια στο σπίτι για το ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε, δεν υπάρχει συνέχεια της προφορικής μας παράδοσης. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση εδώ και μερικούς μήνες που μίλησα στο πανεπιστήμιο, στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1981, και αναφέρθηκα στις εκλογές του΄81 στο πολιτικό νόημα της εποχής εκείνης και της αλλαγής και παρατήρησα με μεγάλη έκπληξη ότι τους μιλούσα για μια εποχή τόσο μακρινή όσο ο μεσαίωνας και το 1821. Τα παιδιά αυτά δεν είχαν καμία μνήμη του τι έγινε εδώ και 25-30 χρόνια σε αυτόν τον τόπο.
Αυτό το κενό που δημιουργεί η διασπασμένη πια οικογένεια θα πρέπει να το καλύψουμε αλλιώς. Και σήμερα το σχολείο έχει μια πρόσθετη επιβάρυνση. Πέρα από την εκπαίδευση, πέρα από το ότι το παιδί πρέπει να μάθει τη γραμματική του, τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση, πρέπει να μάθει και την ιστορία του. Πρέπει το σχολείο να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω η ακρωτηριασμένη οικογένεια. Πρέπει να μάθει το παιδί ποιος είναι, από πού έρχεται και που πάει. Αυτό το ζήτημα, το περιεχόμενο της σύγχρονης παιδείας στη σημερινή εποχή δεν έχει συζητηθεί ανοικτά. Το θέμα μπαίνει και βγαίνει από την πίσω πόρτα αλλά, ως κοινωνία, δεν έχουμε αντιμετωπίσει ανοικτά το θέμα της παιδείας μας στην ευρύτερη έννοια, της παιδείας μας στη σύγχρονη εποχή. Βέβαια, υπάρχει παγκοσμιοποίηση και κινούνται με μεγάλες ταχύτητες εμπορεύματα, υπηρεσίες αλλά και ιδέες και πληθυσμοί. Για να επιζήσεις σε αυτή την εποχή χρειάζεται να έχεις το δικό σου το χώρο, το δικό σου το έδαφος κάτω από τα πόδια σου για να σταθείς. Χρειάζεται να έχεις πατρίδα για να μπορέσεις να προχωρήσεις μπροστά. Αυτή η αυτογνωσία είναι απαραίτητο συστατικό για να συμβάλλεις κι εσύ στην προσέγγιση της ουτοπίας του παγκόσμιου χωριού. Το ουμανιστικό παγκόσμιο χωριό, εάν ποτέ το προσεγγίσουμε, δεν θα αποτελείται από απάτριδες που δεν ξέρουν ποιοι είναι, από πού έρχονται και που πάνε. Θα αποτελείται από πατριώτες που προωθούν τη μεγάλη συνάντηση των πολιτισμών. Αυτό άλλωστε δεν έκαναν ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου; Με ανοικτά μάτια και ανοικτοί στα ρεύματα της εποχής, πλησίασαν το Σαίξπηρ και τον είδαν με τα δικά τους ελληνικά μάτια και έκαναν το Σαίξπηρ κομμάτι της ελληνικής γραμματείας. Αυτό θα πει να είσαι πατριώτης και διεθνιστής. Για αυτή την παγκοσμιοποίηση εμείς μιλάμε, αυτή την παγκοσμιοποίηση θέλουμε.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη. Αυτή που βλέπει την εθνότητα σαν ένα μεγάλο εμπόδιο στη δημιουργία μιας ενοποιημένης και ομοιογενούς αγοράς. Οι αναθεωρητές της ιστορίας μας ξεπηδούν από αυτή τη μήτρα της κοσμοθεωρίας. Και αυτό με φέρνει στο ζήτημα της Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. Δύο παρατηρήσεις έχω να κάνω. Εάν αποφασίσουμε – και να δούμε και πως θα αποφασίσουμε – να αλλάξουμε την ιστορία μας, αυτό δεν θα το κάνουμε με την ιστορία της Στ΄ Δημοτικού. Στο δημοτικό θα περάσουμε την ιστορία μας έτσι όπως τη νιώθουμε εμείς, έτσι όπως την έχουμε καταλάβει γιατί η ιστορία μας είναι καθρέφτης και στον καθρέφτη θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας, όχι παραμορφώσεις που μας έχουν άλλοι επιβάλει. Τα σχολικά λοιπόν βιβλία δεν μπορεί παρά να παρέχουν τη γνώση, να μεταφέρουν την παράδοση έτσι όπως σήμερα ο ελληνικός λαός την αισθάνεται και την καταλαβαίνει. Δεν είναι δουλειά του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή κάποιων συγγραφέων να αλλάξουν την ιστορία από την Στ΄ Δημοτικού. Εάν θέλουμε να συζητήσουμε πάλι την ιστορία μας, εάν κάποιοι πιστεύουν ότι έτσι όπως έχει γραφεί η ιστορία μας έχει ανακρίβειες ή εξυπηρέτησε σκοπιμότητες της Μεγάλης Ιδέας ή της ηγετικής τάξης της Ελλάδας στο παρελθόν αλλά δεν βολεύει πια και πρέπει να αλλάξει, αυτό είναι ένα πολιτικό θέμα που πρέπει να το συζητήσουμε. Ποιοι θα το συζητήσουν αυτό το θέμα και ποιοι θα αποφασίσουν; Όχι κάποιες οργανωμένες, μικρές ομάδες, που εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα και έχουν άλλες ιδέες. Θα πρέπει να συζητηθεί ανοικτά. Και κατά κάποιο περίεργο τρόπο, με την Ιστορία της Στ΄ δημοτικού ανοίγει δημόσια ο διάλογος για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και που πάμε και ποια είναι η ιστορία μας. Και πάνω στο θέμα αυτό θα πρέπει όλοι να μετρηθούμε και την άλλη άποψη να την συζητήσουμε και πολιτικά και ιστορικά, αλλά δεν θα το κάνουμε αυτό από «την πίσω πόρτα» διαστρεβλώνοντας την ιστορία στα μάτια των παιδιών του δημοτικού σχολείου.
Θα ήθελα πολύ στις σχολικές βιβλιοθήκες που δυστυχώς δεν έχουμε αναπτύξει, να έβλεπα και το τετράτομο βιβλίο της Βούλας Δαμιανάκου. Θα είναι μια πηγή έμπνευσης, μια πηγή ιστορικής αποκάλυψης στα παιδιά που, με αγνά μάτια, θέλουν να μάθουν από πού έρχονται και που πάνε. Σε ευχαριστούμε Βούλα.