Σας καλωσορίζω κι εγώ σε αυτήν τη συνάντηση – συζήτηση. Πήραμε την απόφαση να διοργανώσουμε αυτή τη συζήτηση παίρνοντας και κάποιο ρίσκο. Είπαμε να μην εξετάσουμε το θέμα της οικονομικής κρίσης από την παραδοσιακή σκοπιά αλλά να το δούμε κάπως διαφορετικά γιατί η συζήτηση μέχρι στιγμής έχει γίνει σε στενά πλαίσια ανάλυσης των οικονομικών λειτουργιών της οικονομίας.
Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ισορροπία, όταν οι αξίες αλλάζουν με πολύ αργούς ρυθμούς και οι κοινωνικές διαρθρώσεις δεν αλλάζουν, τότε είναι αποδεκτό να προχωρήσουμε σε οικονομική ανάλυση ceteris paribus – κρατώντας όλα τα άλλα σταθερά – και να απομονώσουμε τα οικονομικά φαινόμενα και να τα αναλύσουμε. Όταν όμως το τραίνο έχει εκτροχιασθεί, όταν οι αξίες έχουν αποσταθεροποιηθεί, όταν οι κοινωνικές διαρθρώσεις έχουν αλλάξει ριζικά, τότε δεν μπορείς να εξετάσεις το οικονομικό φαινόμενο μόνο μέσα στο στενό οικονομικό πλαίσιο. Η οικονομία δεν έχει αυτονομηθεί, είναι ένα στοιχείο του πλέγματος των οικονομικών σχέσεων, των κωδίκων συμπεριφοράς και βρίσκεται σε μια αλληλεξάρτηση. Έτσι, αλλαγή στις οικονομικές συνθήκες οδηγούν σε αλλαγές των κωδίκων συμπεριφοράς και του συστήματος αξιών και αλλαγές στις κοινωνικές διαρθρώσεις. Όπως επίσης, αλλαγές και ανακατατάξεις στις κοινωνικές διαρθρώσεις οδηγούν σε ανακατατάξεις στο οικονομικό σύστημα. Δεν σας λέω κάτι πρωτόγνωρο ή πρωτότυπο αλλά κάτι που είναι σχεδόν ξεχασμένο γιατί τα τελευταία χρόνια ακολουθούμε μια ανάλυση των γεγονότων με βάση το κυρίαρχο υπόδειγμα του πολιτικά ορθού – politically correct – χωρίς να συνυπολογίζουμε τους μη οικονομικούς παράγοντες που είναι πολύ σημαντικοί. Έτσι, φωτίζουμε μόνο μια πλευρά του προβλήματος και αφήνουμε πολλά σκοτεινά σημεία που κρύβουν όμως μέσα τους τον πυρήνα του προβλήματος. Και αυτό είναι που θέλουμε να αναπτύξουμε σήμερα και να το δούμε όχι περιορισμένα και οικονομίστικα αλλά συστημικά.
Η συζήτηση μέχρι στιγμής για την κρίση αφορά στη μεγάλη αντιπαράθεση των δύο μεγάλων θεωριών στην οικονομία, του κλασσικού νέο-φιλελεύθερου μοντέλου και του κεϋνσιανισμού. Η μια θεωρία πίστευε – και έλεγε στο παρελθόν ότι είχε «αποδείξει» – ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται και οδηγούν αργά ή γρήγορα σε ισορροπία και πλήρη απασχόληση και οι μόνες διαστρεβλώσεις που μπορούν να επισυμβούν στο οικονομικό σύστημα είναι οι παρεμβάσεις από το κράτος. Η άλλη θεωρία πίστευε ότι οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται, μάλιστα έχουν τάση να δημιουργούν συνθήκες υποαπασχόλησης και, κατά συνέπεια, χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους για να κρατήσει την οικονομία σε υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Αυτή η μάχη δόθηκε 200 χρόνια πριν, καθώς και 60 χρόνια πριν, δίνεται και σήμερα.
Η κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που έδειξε ότι οι αγορές πράγματι δεν αυτορυθμίζονται έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση. Η συζήτηση όμως τώρα, γίνεται σε τόσο στενά πλαίσιο που, ουσιαστικά, συζητάμε για μερεμέτια στο υπάρχον νεο-φιλελεύθερο μοντέλο. Τι λέμε δηλαδή τώρα; Ο νεοφιλελευθερισμός έχει υποχωρήσει και λέει ναι, ορισμένες αγορές δεν αυτορυθμίζονται και πρέπει να υπάρχει και έλεγχος, κυρίως εποπτεία στο ευαίσθητο τραπεζικό σύστημα και, με αυτήν την εποπτεία, οι αγορές μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Δέχονται, επίσης ως υποχώρηση, ότι σ΄ αυτήν την κρίση μπορεί να γίνει – κατ΄ εξαίρεση – μια κεϋνσιανή παρέμβαση του κράτους για να τονωθεί η ενεργός ζήτηση, αλλά αυτό μόνο προσωρινά. Έτσι η συζήτηση είναι περίπου ποιο θα είναι το περιεχόμενο και το εύρος των ελέγχων της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό όμως δεν αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Και αν δεν προχωρήσουμε πιο θαρραλέα σε μια διαφορετική, συστημική αντιμετώπιση του προβλήματος, αυτή η κρίση θα είναι το προοίμιο μιας άλλης μεγάλης κρίσης που θα έρθει αργότερα.
Πάνω σε αυτό το θέμα θα ήθελα να αναφερθώ με λίγα λόγια στις συνταγές που δίνονται στις χώρες. Παρά το γεγονός ότι κατέρρευσε ο μύθος του νέο-φιλελευθερισμού, το Washington consensus ή το Σύμφωνο Σταθερότητας που είναι η ευρωπαϊκή εκδοχή του, παραμένει. Τι σου λένε ότι πρέπει να κάνεις; Πρέπει να μειώσεις το έλλειμμα, να μειώσεις το δημόσιο χρέος, να συρρικνωθεί η λειτουργία του κράτους – και κυρίως του κοινωνικού κράτους – και να προχωρήσεις σε σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις. Χωρίς καμία αμφιβολία, το θέμα του χρέους και του ελλείμματος είναι πολύ σημαντικά θέματα όχι όμως από μόνα τους, αλλά σε σχέση με μια σειρά από άλλα ζητήματα.
Σας καλώ να κάνουμε μαζί μια υπόθεση. Ας πούμε ότι έχουμε μια άλλη άρχουσα τάξη στον κόσμο, ένα άλλο σύστημα και λέμε το εξής: αντί να βάλουμε τα κριτήρια του Μάαστριχτ να βάλουμε άλλα κριτήρια. Συγκεκριμένα: Πρώτον, υποχρέωση του κράτους είναι η πλήρης απασχόληση και εάν η ανεργία ανέβει πάνω από 6% θα υπάρχουν κυρώσεις, οικονομικές, πολιτικές και εμπορικές στο κράτος που έχει υψηλή ανεργία.
Δεύτερον, το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει την εσωτερική κοινωνική συνοχή με αναδιανομή εισοδήματος, που μετράται με ένα συγκεκριμένο «Gini coefficient» και όπου ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού δεν θα πρέπει να είναι κάτω από το όριο της φτώχιας. Και εδώ πάλι, το κράτος που θα υπερβαίνει αυτό το ποσοστό θα υφίσταται κυρώσεις.
Τρίτον, το βασικό ισοζύγιο – όχι το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών – το βασικό ισοζύγιο, θα πρέπει, μέσα στον οικονομικό κύκλο, να βρίσκεται σε ισορροπία, να είναι μηδενικό.
Εάν αυτά ήταν τα κριτήρια, τότε θα είχαμε μια τελείως διαφορετική πολιτική ατζέντα και άλλα πακέτα πολιτικής. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το θέμα του ελλείμματος του δημόσιου τομέα και του δημόσιου χρέους θα έπαιρνε μια διαφορετική χροιά. Με αυτά τα κριτήρια, η κόκκινη κάρτα θα είχε δοθεί στις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Κίνα και, φυσικά, την Ελλάδα. Γιατί δεν γίνεται όμως αυτό; Γιατί αυτά τα τρία κριτήρια που θα μπορούσαν να είναι το πολιτικό πρόταγμα των αριστερών κινημάτων στην Ευρώπη δεν περνούν; Κατά τη γνώμη μου δεν περνούν για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι η παγκόσμια ελίτ έχει διαφορετικά συμφέροντα και ο δεύτερος είναι ότι οι αξίες που σχετίζονται με τρία αυτά κριτήρια έχουν διαβρωθεί. Αυτά ήταν θέματα που συγκινούσαν τις κοινωνίες 50 ή 60 χρόνια πριν, αμέσως μετά τον πόλεμο, δεν συγκινούν όμως την παγκόσμια ελίτ τώρα και γι΄ αυτό δεν μιλάμε γι΄ αυτά. Είναι όμως υποχρέωση ενός προοδευτικού φορέα να μην πέσει στην παγίδα και να ακολουθήσει ένα μεταρρυθμιστικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο αλλά να βάλει μια πραγματική εναλλακτική για αυτήν την κρίση. Δεν γίνεται όμως αυτό γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει και δεν το έχουμε πάρει είδηση. Ο κόσμος άλλαξε τα τελευταία 40, για να είμαι ακριβής, τα τελευταία 38 χρόνια, μετά τις 15 Αυγούστου του 1971, όταν το δολάριο έφυγε από το χρυσό και τινάξαμε στον αέρα τη Συμφωνία Bretton Woods. Άλλαξε η μορφή της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και, με τα χρόνια, το εθνικό βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα υποχώρησε, το πάνω χέρι πήρε το χρηματοπιστωτικό καπιταλιστικό σύστημα και έτσι έχουμε τώρα ένα χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Εγώ νομίζω ότι αυτό που λέμε «παγκοσμιοποίηση» στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτή η νέα μορφή καπιταλισμού που είναι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Αυτός όμως ο καπιταλισμός έχει σημαντικές διαφορές από τον «κλασσικό» καπιταλισμό που μάθαμε εμείς στο παρελθόν, διαφορές που αλλάζουν τόσο τις κοινωνικές διαρθρώσεις όσο, κυρίως, και τις αξίες.
Ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ του ας τον πούμε βιομηχανικού καπιταλισμού, που ξέραμε εμείς οι παλαιότεροι και του χρηματοπιστωτικού σήμερα; Η βασική διαφορά είναι μία, ότι αποσυνδέεται η έννοια του κέρδους από την παραγωγή. Μπορείς να κερδίσεις χωρίς να αυξάνεται η παραγωγή. Στην κλασσική περίπτωση του καπιταλισμού το κέρδος είναι η απόδοση από την παραγωγή. Αυτό το κέρδος έχει ένα αντίκρισμα και δημιουργεί μια σειρά από αξίες στον κεφαλαιοκράτη, στον εργαζόμενο. Τώρα μπορεί κάποιος να έχει κέρδος, να δημιουργήσει αξίες – assets – χωρίς καμία αναφορά στην παραγωγή. Αυτά τα credit default, swaps (cds) π.χ. μπορεί να δημιουργήσουν περιουσίες χωρίς να έχουν καμία σχέση με την παραγωγή. Αυτή η βασική διαφορά έχει δημιουργήσει μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στην παραγωγή αλλά και μεγάλες αλλαγές στις αξίες. Τι έγινε στον κόσμο αυτό; Το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να δημιουργεί όχι μόνο αξίες (assets) αλλά να διευρύνει και την πιστωτική βάση μιας κοινωνίας χωρίς καμία αναφορά και κανένα έλεγχο από τις κεντρικές τράπεζες. Τα παράγωγα είναι ακριβώς ένα εργαλείο του χρηματοπιστωτικού συστήματος για να ξεφύγει από αυτούς τους ελέγχους.
Η πληθώρα λοιπόν της μόχλευσης που δημιούργησε τη χρηματοπιστωτική επέκταση, μαζί με το μεγάλο πλεόνασμα των αποταμιεύσεων των φτωχών χωρών, της Κίνας και άλλων, δημιούργησε μια μεγάλη ρευστότητα χωρίς να υπάρχει αντίκρισμα για παραγωγικές επενδύσεις. Και πού βρήκε διέξοδο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο; Βρήκε διέξοδο α) στον καταναλωτισμό και β) στην εσωτερική αγορά, εμπορευματοποιώντας υπηρεσίες και παραγωγές που ανήκαν στο κράτος με τις ιδιωτικοποιήσεις. Η εμπορευματοποίηση της παιδείας, της υγείας, του ηλεκτρισμού και πολλών άλλων είναι μια διεύρυνση της ιδιωτικής αγοράς. Αυτό όμως δημιουργεί συγκεκριμένα προβλήματα.
Πρώτα απ΄ όλα η βιομηχανική βάση που ήταν η καρδιά της οικονομίας έχει φύγει, έχει διασπαρεί σε όλο τον κόσμο. Και είχε πολύ μεγάλη σημασία όταν στις μεγάλες βιομηχανίες είχες χιλιάδες εργαζομένων συγκεντρωμένους σε ένα χώρο. Αυτό δίνει μια άλλη αίσθηση στον εργαζόμενο, άλλη αίσθηση συνοχής και αλληλεγγύης, μια άλλη συνεργασία με τα συνδικάτα σε σχέση με την εργοδοσία. Σήμερα οι επιχειρήσεις είναι απομαζικοποιημένες, μικρές και οι εργαζόμενοι δεν έχουν την ταξική συνείδηση που είχαν παλαιότερα. Υπάρχει μια ρευστότητα και αυτό έχει δημιουργήσει ένα άλλο σύστημα αξιών.
Αναφέρθηκα όμως και σε ένα άλλο φαινόμενο, αυτό της υπερκατανάλωσης. Από τη στιγμή που έπαψε να είναι αρετή η αποταμίευση, και μπορείς να κρατήσεις ένα επίπεδο διαβίωσης με χρέωση, τα νοικοκυριά αγοράζουν σπίτια ή καταναλωτικά αγαθά με μηδενικές αποταμιεύσεις αλλά με δανεισμό. Αυτό δημιουργεί ένα άλλο σύστημα αξιών, μια διαφορετική κοινωνία που καλούμαστε να αναγνωρίσουμε.
Μια τελευταία αλλαγή που έγινε και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι, φυσικά, στην παγκόσμια ελίτ. Τα παλαιά χρόνια, όχι και τόσο παλαιά, στα δικά μου φοιτητικά χρόνια, 40 και χρόνια πίσω, οι καλύτεροι απόφοιτοι του ΜΙΤ, του πανεπιστημίου μου, πήγαιναν στις πολυεθνικές εταιρείες, οι χειρότεροι πήγαιναν στο τραπεζικό σύστημα γιατί ο καπετάνιος της βιομηχανίας, ο τύπος McNamara ήταν το πρότυπο της άρχουσας τάξης. Οι τράπεζες ήταν ένα βοηθητικό εργαλείο στο βιομηχανικό καπιταλισμό. Έφυγαν τώρα αυτοί. Σήμερα, οι διοικητές και πρόεδροι επιχειρήσεων, της General Motors και άλλων, πήγαν στη Ουάσιγκτον ζητώντας βοήθεια. Η οικονομία είναι στα χέρια των golden boys που θησαυρίζουν όχι από την παραγωγή, ούτε σε σχέση με την παραγωγικότητα μιας οικονομίας άλλα από το κατά πόσο το engineering, ο μηχανισμός των χρηματοπιστωτικών εργαλείων τους διευρύνει τα περιθώρια χρηματικού κέρδους. Σήμερα επομένως έχουμε μια άλλη παγκόσμια ελίτ. Αυτό πιστεύω ότι είναι και το μεγάλο σφάλμα του Obama, ότι έβαλε αυτή την ελίτ, τα golden boys, να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ. Αντίστοιχος βέβαια των golden boys του City του Λονδίνου είναι και ο Μπαρόζο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τέτοιες ελίτ και ηγεσίες δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την οικονομική κρίση.
Να έρθω τώρα στα οικονομικά θέματα ειδικότερα της Ελλάδας. Λίγα λόγια σαν εισαγωγή σε αυτά που θα πουν οι άλλοι. Η ελληνική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης είχε φθάσει στα όριά του εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που χρειάζεται να γίνει δεν είναι η απλή συμμόρφωση στο Σχέδιο Σταθερότητας. Αντιμετωπίζουμε – και πρέπει να αντιμετωπίζουμε – τα προβλήματα του χρέους και του ελλείμματος σωστά, αλλά μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη και τους τρεις παράγοντες που προανέφερα, δηλαδή απασχόληση, διανομή του εισοδήματος και βασικό ισοζύγιο, που σημαίνει παραγωγή και ανταγωνιστικότητα. Τι λέω δηλαδή; Αν δεν λύσουμε το θέμα της ανάπτυξης στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση.
Για να φτιάξεις όμως την ανάπτυξη, χρειάζεται να φτιάξεις μια αναπτυξιακή κουλτούρα. Αυτή δεν είναι θέμα οικονομικού σχεδιασμού, είναι μια βαθύτατα πολιτική διαδικασία. Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη; Ποια είναι τα προβλήματα; Τα προβλήματα είναι δύο: Ποιος θα είναι ο φορέας της ανάπτυξης και εάν το σύστημα των αξιών του σύγχρονου Έλληνα βοηθάει ή ακυρώνει αναπτυξιακές προσπάθειες.
Σχετικά με το πρώτο πρόβλημα: Έχω δει χώρες με δυνατό δημόσιο τομέα και αδύνατο ιδιωτικό και σε αυτές ο δημόσιος τομέας προχώρησε ως καπετάνιος της ανάπτυξης, όπως έγινε στην Ταιβάν και σε άλλες χώρες, συμπαρασύροντας και τον ιδιωτικό τομέα. Έχω δει και χώρες με δυνατό ιδιωτικό τομέα και αδύνατο δημόσιο φορέα που προχώρησαν βάζοντας μπροστά τον ιδιωτικό τομέα. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε και αδύνατο ιδιωτικό και αδύνατο δημόσιο φορέα. Κατά συνέπεια, ο φορέας της ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να είναι ένας δυνατός πολιτικός φορέας που αναγνωρίζει αυτό το πρόβλημα. Ο εκτελεστής ενός αναπτυξιακού προγράμματος δεν μπορεί παρά να είναι μια sui generis ιδιόμορφη συνεργασία με εταιρείες που δεν είναι ούτε οι παλιές δημόσιες εταιρείες, ούτε οι μικρές παραδοσιακές ιδιωτικές εταιρείες, για να μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε δηλαδή, να δημιουργήσουμε ως εκτελεστές αυτής της ανάπτυξης, τους εθνικούς πρωταθλητές αυτών των μεικτών επιχειρήσεων. Είναι μια άλλη κουβέντα πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αναλυθεί σε μια ξεχωριστή, ειδική συζήτηση.
Για το θέμα των αξιών. Αν πάρουμε τον κώδικα συμπεριφορά του έλληνα πολίτη, ως καταναλωτή, ως παραγωγού, ως πολίτη, θα πούμε ότι μόνο ένας τρελός, με αυτόν τον κώδικα συμπεριφοράς, μπορεί να ελπίσει ότι θα επιτύχει την ανάπτυξη. Όμως, εάν δούμε προσεκτικότερα το σύστημα των αξιών, θα διακρίνουμε ότι έχουμε αξίες που αλλάζουν πολύ αργά, άρα θα πρέπει να τις θεωρήσουμε δεδομένες, αλλά υπάρχει και σύστημα αξιών που αλλάζει, εάν αλλάξουν τα σχετικά κίνητρα. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα είναι να επιλέξεις προγράμματα που θα δημιουργήσουν τα κίνητρα αυτά που θα οδηγήσουν τον πολίτη να αλλάξει τη συμπεριφορά του.
Λέμε ότι ο έλληνας δεν έχει αίσθημα αλληλεγγύης. Νομίζω ότι το αίσθημα αλληλεγγύης έχει απονευρωθεί αλλά υπάρχει. Και δεν έχει αναπτυχθεί γιατί ο έλληνας έχει μάθει να περιφρουρεί τον ιδιωτικό του χώρο και ότι είναι πέρα από αυτό είναι εχθρικός χώρος. Εχθρικός χώρος είναι και το κράτος γιατί έτσι έμαθε, έτσι αντιμετώπισε τα πράγματα στη ζωή. Για να αλλάξει αυτή η πεποίθηση και η στάση ζωής, χρειάζεται αξιοπιστία. Η αξιοπιστία δεν κερδίζεται με λόγια αλλά μέσα στα πράγματα.
Εγώ δεν θα μιλήσω για τις αξίες, θα αναφερθούν οι επόμενοι, αλλά θέλω μόνο να πω το εξής: πιστεύω ότι η αξιοπιστία κερδίζεται μόνο εάν όλα όσα θέλουμε να επιτύχουμε στο χώρο της ανάπτυξης, ενταχθούν κάτω από μια κοινή ομπρέλα. Αυτό που λείπει σήμερα στην Ελλάδα είναι το όραμα, η αίσθηση ενός εθνικού προορισμού. Ο Έλληνας θέλει να ξέρει ποιος είναι ο ρόλος του μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, πού πάει ως Έλληνας και πού πάει η Ελλάδα. Αυτόν τον εθνικό προορισμό δεν του τον έχουμε δώσει. Και βλέπετε πόσο το αναζητάει. Πόσο χάρηκε με τους Ολυμπιακούς αγώνες, με διακρίσεις σε διάφορα αθλήματα, το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, πόσο χάρηκε τις προάλλες με τα εγκαίνια του μουσείου. Εκεί, αν ζητούσες του Έλληνα να δώσει λεφτά, να κάνει θυσίες, θα το έκανε. Άρα, πρέπει το αναπτυξιακό όραμα να ενταχθεί σε έναν νέο εθνικό προορισμό.
Ποιος θα είναι όμως ο αφηγητής αυτού του νέου μύθου, του εθνικού προορισμού; Ποιος θα είναι ο πολιτικός φορέας που θα σηκώσει το βάρος ενός άλλου, νέου ξεκινήματος, μιας αναγέννησης του ελληνικού πνεύματος; Αυτό είναι το ζητούμενο. Αν δεν περάσουμε όμως σε αυτό, κατακτώντας την αξιοπιστία, κομμάτι – κομμάτι, δεν θα το καταφέρουμε αυτό ποτέ.
Το τελευταίο που θα ήθελα να πω και είναι πιστεύω σημαντικό είναι ότι δεν μπορείς αμέσως να αλλάξεις τα πράγματα. Χρειάζονται μικρά βήματα, οι αλλαγές να είναι συγκεκριμένες και απλές, οι σχέσεις του κράτους με τον πολίτη να είναι διαφανείς και ο πολίτης να διακρίνει τη δική του επίδραση στο αποτέλεσμα. Αν του πεις του έλληνα ότι εάν δώσεις 1 θα έχεις καλύτερο νοσοκομείο αύριο στην πόλη σου και αυτό το βάλεις κάτω από τον έλεγχο μιας επιτροπής προσωπικοτήτων και το νοσοκομείο θα δουλέψει καλύτερα, τότε θα αντιμετωπίσει το φορολογικό θέμα σε σχέση με την υγεία διαφορετικά. Το ίδιο θα συμβεί και με τα σχολεία. Και αυτό σημαίνει ότι η σχέση του κράτους με τον πολίτη πρέπει να διαμορφωθεί σε άλλη βάση για να βλέπει ο πολίτης τη σχέση της δικής του προσπάθειας με το αποτέλεσμα.
Εγώ καταλήγω στο συμπέρασμα ότι εάν επιλέξουμε τα σωστά κίνητρα και διαμορφώσουμε τα στοιχεία ενός νέου εθνικού προορισμού, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι η ανάπτυξη μπορεί να έρθει στον τόπο. Έτσι όπως προχωρούμε και έτσι όπως διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος θα σερνόμαστε από κρίση σε κρίση.
Να σταματήσω εδώ για να μην πάρω περισσότερο χρόνο. Ελπίζω στη συζήτηση που θα ακολουθήσει να επανέλθω σε κάποια θέματα για τα οποία έκανα μόνο υπαινιγμούς.