Κύριε Πρόεδρε, δράττομαι της ευκαιρίας της παρουσίας του κ. Υπουργού εδώ, για να επαναλάβω ότι νομοσχέδια αυτής της φύσεως και της εκτάσεως θα πρέπει να δίνονται στους Βουλευτές εγκαίρως για να τα επεξεργαστούν. Υπάρχουν πολλές διατάξεις μέσα σε αυτό το νομοσχέδιο που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και να προτείνουμε βελτιώσεις. Όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε αυτού του είδους τη συζήτηση, γιατί δεν έχουμε τον απαιτούμενο χρόνο να μελετήσουμε λεπτομερώς το νομοσχέδιο. Συνεπώς, θα περιοριστώ σε μερικές γενικές παρατηρήσεις και θέλω να κάνω και μερικές συγκεκριμένες προτάσεις.
Τι περιμένει κανείς από ένα φορολογικό νομοσχέδιο, όταν μάλιστα αυτό φιλοδοξεί τον τίτλο της φορολογικής μεταρρύθμισης; Πρώτον, θέλουμε ένα φορολογικό νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και των φορολογικών εσόδων. Δεύτερον, ένα φορολογικό νομοσχέδιο που ανακατανέμει το εθνικό εισόδημα και προωθεί την κοινωνική συνοχή. Τρίτον, που διευκολύνει αμέσως ή εμμέσως το επενδυτικό κλίμα τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Και τέταρτον, ένα φορολογικό νομοσχέδιο που απλοποιεί τη διαδικασία.
Όσον αφορά το θέμα των διαδικασιών, αν και μερικά άρθρα απλοποιούν πραγματικά τις διαδικασίες, δεν μπορώ να έχω υπεύθυνη εκτίμηση για το σύνολο των διατάξεων μια και δεν έχω μελετήσει τα συγκεκριμένα άρθρα σε βάθος. Όσον αφορά το αναπτυξιακό σκέλος, σημειώνω ότι έχει ψηφισθεί άλλος αναπτυξιακός νόμος και δε χρειάζεται να μιλήσω για το αναπτυξιακό κριτήριο. Θα περιοριστώ λοιπόν στα δύο βασικά κριτήρια αξιολόγησης του νομοσχεδίου, δηλαδή τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής.
Το φορολογικό νομοσχέδιο ουσιαστικά μειώνει τα φορολογικά έσοδα κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ το 2007 και ίσως κατά 500 εκατ. ευρώ για το 2008. Ζούμε ως κοινωνία μέσα σε μια σχιζοφρένεια σχετικά με αυτό το θέμα. Από τη μια μεριά χαιρετίζουμε τη μείωση των φορολογικών εσόδων ή των φορολογικών συντελεστών, από την άλλη μεριά όμως, όταν μειώνονται αναγκαίες δαπάνες κοινωνικής ή αναπτυξιακής φύσης, τότε υπάρχουν παράπονα. Δεν μπορούμε να έχουμε και τα δύο.
Θέλω να ξεκαθαρίσουμε μια βασική αρχή πάνω στην οποία νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει γενική συναίνεση. Για τα επόμενα χρόνια, για πολλά χρόνια όπως και να το κάνουμε, όσο και να είναι αποτελεσματική η διαχείριση των δαπανών, χρειαζόμαστε μια σημαντικότατη αύξηση των φορολογικών εσόδων. Συμφωνούμε σε αυτό; Αν λοιπόν αυτό είναι αναγκαίο, τότε θα πρέπει να αξιολογήσουμε πολιτικές που μειώνουν τα φορολογικά έσοδα κάτω από αυτή την οπτική γωνία.
Πρόσφατα είχαμε το πρόβλημα με τους εκπαιδευτικούς, όπου ζητούσαν – και κατά τη γνώμη της Κυβέρνησης δικαιούνταν – να πάρουν μια σχετική αύξηση σ΄ ένα επίδομα. Το επίδομα αυτό, συνολικά, θα είχε μια επιβάρυνση στον προϋπολογισμό, λιγότερη από την μείωση των φορολογικών εσόδων. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι εάν η μείωση φορολογικών εσόδων στερεί τη δυνατότητα από την πολιτεία να ασκήσει πολιτική μέσω αύξησης δαπανών για προγράμματα που είναι αναπτυξιακού ή αναδιανεμητικού τύπου που μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντικές από την φορολογική ελάφρυνση. Πάνω σε αυτό το θέμα δεν έχουμε τίποτα στην εισηγητική έκθεση. Και η βασική αδυναμία αυτού του φορολογικού νομοσχεδίου είναι ότι δεν μας δίνεται μια προοπτική για την αύξηση των φορολογικών εσόδων για τα επόμενα έτη. Από πού θα έλθει αυτή; Βάζουμε με αυτό το φορολογικό νομοσχέδιο μια στέρεα βάση για την αύξηση των φορολογικών εσόδων;
Πολύ φοβάμαι ότι οι φορολογικοί συντελεστές και η φορολογική βάση, έτσι όπως προτείνονται σήμερα, δεν είναι βιώσιμοι και φοβάμαι ότι στα επόμενα χρόνια θα αναγκαστούμε να ξαναδούμε τους φορολογικούς συντελεστές κάτω από την πίεση αύξησης φορολογικών εσόδων.
Η μείωση των φορολογικών εσόδων δικαιολογείται με το δεύτερο κριτήριο που ανέφερα, δηλαδή της αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος προς μια δικαιότερη κατεύθυνση και ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση ενίσχυσης των ασθενεστέρων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων. Φυσικά η αύξηση του αφορολογήτου είναι μια βελτίωση, αν και η αύξηση αυτή που συζητήθηκε χθες δεν είναι αρκετή να αντισταθμίσει την διάβρωση των φορολογικών κλιμάκων από τον πληθωρισμό.
Μία ικανοποιητική αύξηση του αφορολόγητου ακολουθώντας την ιστορική πορεία θα ήταν στα 15.500 ευρώ. Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να έχω από εσάς μια εκτίμηση, ότι αν είχαμε μια αύξηση του αφορολογήτου στις 15.500 ευρώ, ποια θα ήταν η επιβάρυνση στον προϋπολογισμό και ποια θα ήταν η κατανομή της ελάφρυνσης ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά στρώματα; Απ΄ ό,τι μπορώ να καταλάβω, η ανακατανομή που προτείνει το νομοσχέδιο θα είναι αρνητική για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους της τάξης των 18.000 ως 23.000 ευρώ εισόδημα. Εκεί νομίζω, ότι είναι και ο μεγάλος αριθμός των μισθωτών και συνταξιούχων. Η αναδιάταξη των φορολογικών συντελεστών θα οδηγήσει σε πραγματικές τιμές σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης αυτών των κατηγοριών. Θα ήθελα, λοιπόν, να δούμε, αν μπορεί να γίνει μια διαφορετική κλιμάκωση, διότι η μείωση του αριθμού των φορολογικών κλιμακίων συμπιέζει κυρίως τις τάξεις με εισοδήματα μεταξύ 18.000 με 23.000. Αυτό, νομίζω, ότι πρέπει να το δούμε, διότι μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, χωρίς να δημιουργούμε συνθήκες δίκαιης αναδιανομής του εισοδήματος. Αντίθετα, αδικούμε αυτή τη μεγάλη κατηγορία των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Από τη μία μεριά κάνουμε αυτό και από την άλλη, όμως διευρύνουμε τα προνόμια εισοδήματος από κεφάλαιο. Γιατί να το κάνουμε αυτό; Καταλαβαίνω, ότι τα αναδιανέμητα κέρδη θα πρέπει να φορολογούνται με χαμηλούς συντελεστές. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε διεθνή ανταγωνισμό. Γιατί, όμως, τα διανεμόμενα κέρδη να μην υπόκεινται σε φορολογική κλίμακα ανάλογη με τη φορολογία της εργασίας; Ο διαχωρισμός, υψηλή φορολογία στο εισόδημα από την εργασία και μη φορολογία ή πολύ χαμηλή φορολογία στο εισόδημα από το κεφάλαιο εισάγει μία μεγάλη κοινωνική αδικία, την οποία νομίζω ότι πρέπει να διορθώσουμε. Έτσι, ταυτόχρονα, να δημιουργήσουμε και μια άλλη πηγή διευρύνοντας τη φορολογική μας βάση.
Κύριε Πρόεδρε, δεν έχω πεισθεί ότι ο διαχωρισμός των φορολογουμένων σε κατηγορίες μισθωτοί και συνταξιούχοι από τη μία μεριά και μισθωτοί και επαγγελματίες από την άλλη, έχει ιδιαίτερη σημασία πλέον. Γιατί να μην ενοποιήσουμε αυτές τις δύο κατηγορίες και να επιτρέψουμε και στους μισθωτούς και στους επαγγελματίες να εκπίπτουν από το φορολογικό τους εισόδημα δαπάνες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση του επαγγέλματός τους;
Η ενοποίηση αυτών των φορολογικών κλιμακίων νομίζω, ότι θα είναι μια πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και μια απλούστευση των διαδικασιών, αφού θα έχουμε μια κατηγορία φορολογικών συντελεστών. Κύριε Πρόεδρε, συνοψίζω τις προτάσεις μου:
Πρώτον, νομίζω, ότι το αφορολόγητο όριο θα πρέπει να ανέβει στις 15.500 ευρώ. Αυτή θα είναι πράγματι μια πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Δεύτερον, θα πρέπει να αυξηθούν τα φορολογικά κλιμάκια. Η σύμπτυξη των φορολογικών κλιμακίων δημιουργεί καταστάσεις ανισότητας μέσα στην τάξη των φορολογουμένων και αδικεί ιδιαιτέρως τις κατηγορίες των εισοδημάτων μεταξύ 18.000 και 23.000 ευρώ.
Τρίτον, θα πρέπει να ενοποιηθούν οι κατηγορίες μισθωτοί – συνταξιούχοι και μισθωτοί – επαγγελματίες σ΄ ένα ενιαίο πίνακα φορολογικών συντελεστών επιτρέποντας και στις δύο κατηγορίες να δικαιολογούν έκπτωση από δαπάνες που σχετίζονται με την άσκηση του επαγγέλματός τους.
Τέταρτον, θα πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της φορολόγησης εισοδήματος από το κεφάλαιο. Είναι μια πηγή φορολογίας, που δεν την έχουμε αξιοποιήσει. Είναι μια πηγή, που αν αξιοποιηθεί θα επιφέρει όχι μόνο αύξηση φορολογικών εσόδων αλλά και ισότιμη αντιμετώπιση του εισοδήματος από την εργασία και του εισοδήματος από το κεφάλαιο.
Μετά το τέλος της ομιλίας του Υπουργού Οικονομικών, Γ.Αλογοσκούφη
Κύριε Πρόεδρε, σε αυτόν τον πίνακα που μας διανεμήθηκε, θα ήθελα να ρωτήσω, εάν μπορούμε να έχουμε και μια στήλη σύμφωνα με τις εισοδηματικές κατηγορίες. Συγκεκριμένα ποιος είναι ο αριθμός των φορολογουμένων σε κάθε κατηγορία και ποιο είναι το σύνολο των εισοδημάτων που φορολογείται. Επίσης, θα ήθελα να μάθω, εάν στην κατηγορία 12 με 30.000 μπορούμε να έχουμε τις υποκατηγορίες 12 με 18.000, 18 με 23.000 και 23 με 30.000. Είναι άλλη η κοινωνική τάξη που έχει 12.000 ευρώ και άλλη η κοινωνική τάξη κάποιου που έχει 30.000 ευρώ.