ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ (Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Οργανισμών και Νομισματικών Υποθέσεων (Β4)) Κέντρο Πληροφοριών ΟΗΕ, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» του Υπουργείου Εξωτερικών. ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΟΗΕ: «ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, MONTERREY, MEXICO, 18-22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2002 :
«Παλιό κρασί σε νέο μπουκάλι». Έτσι, εμείς που έχουμε παρακολουθήσει εδώ και πολλά χρόνια τη διεθνή σκηνή, βλέπουμε την agenda του Monterrey. Ας αρχίσω πάντως αισιόδοξα.
Ελπίζω κάτι καλό και κάτι καινούριο, που θα ανοίξει νέους ορίζοντες, να βγει από τη Διάσκεψη του Monterrey. Τα θέματα όμως τα οποία θα συζητηθούν εκεί, είναι στη διεθνή ατζέντα, εδώ και 35 χρόνια.
Και περάσαμε στιγμές αισιοδοξίας και θριάμβου, σε διεθνές επίπεδο, που τα θέματα αυτά προχώρησαν ή φαίνονταν τουλάχιστον ότι θα προχωρήσουν. Και περάσαμε και περιόδους παρακμής και ύφεσης που τα θέματα αυτά μπήκαν στο ντουλάπι.
Γιατί έγιναν όλα αυτά; Γιατί το 1965 είχαμε μία δυνατή προβολή αυτών των θεμάτων, με μία μεγάλη αισιοδοξία, ότι επιτέλους θα ζήσουμε σε ένα καλύτερο κόσμο, με συνεργασία ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες.
Γιατί όταν στις αρχές του 1970, που προωθήθηκε η νέα οικονομική τάξη πραγμάτων, υπήρχε αισιοδοξία ότι αυτά τα πράγματα θα γίνουν πραγματικότητα και γιατί αργότερα, στη 10ετία του ’80, αυτά πέρασαν σε δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη μοίρα; Γιατί η συνεργασία ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο έπαψε ουσιαστικά να είναι ένα ζωντανό θέμα στην πολιτική ατζέντα;
Και γιατί τώρα τελευταία, το 2000 και μετά, υπάρχει μία ξαφνική αναβίωση αυτών των θεμάτων και μια ενδιαφέρουσα νέα προοπτική;
Θα έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο, για να μπούμε στην ανάλυση αυτών των θεμάτων, αλλά εγώ θα επιλέξω 3 στοιχεία, που νομίζω ότι είναι σημαντικά στην ατζέντα του Monterrey, που υπήρχαν, ήταν καταλυτικά στις συζητήσεις, στο διάλογο, στις αντιπαραθέσεις στο παρελθόν και που θα κρίνουν – κατά τη δική μου γνώμη – και την επιτυχία του Monterrey και την προοπτική για μία καλύτερη συνεργασία στο μέλλον.
Τα τρία αυτά στοιχεία, οι οπτικές γωνίες από τις οποίες θέλω να δω αυτά τα πράγματα, είναι τα εξής.
Πρώτον, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών. Δηλαδή η οικονομική βοήθεια, που μεταβιβάζεται από τις πλουσιότερες χώρες, στις υπό ανάπτυξη χώρες.
Δεύτερον, ο διακανονισμός και ο τρόπος διακανονισμού των χρεών των υπερχρεωμένων αναπτυσσόμενων χωρών.
Και τρίτον, το θεσμικό πλαίσιο σε διεθνές επίπεδο, μέσα στο οποίο επιλύονται, αποφασίζονται και προωθούνται υατά τα ζητήματα.
Για να δούμε τις ομοιότητες και τις διαφορές, για να αντλήσουμε από την εμπειρία του παρελθόντος, γι” αυτά που γίνονται σήμερα και θα γίνουν αύριο στο Monterrey, ας κοιτάξουμε όλα αυτά από 3 διαφορετικές οπτικές γωνίες:
· Το πολιτικό σκηνικό
· Το θεωρητικό μοντέλο προσέγγισης και
· Το θεσμικό πλαίσιο
Για το πολιτικό σκηνικό:
Είναι πολύ διαφορετικές οι πολιτικές συνθήκες σήμερα, από ό,τι ήταν στη δεκαετία του ’70.
Στη δεκαετία του ’70, για να είμαι πιο ακριβής από την πρώτη Διάσκεψη της UNCTAD το 1964 και μετά, ο ψυχρός πόλεμος, ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Δύση και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, άφηνε ένα μεγάλο έδαφος για να κινηθεί ο Τρίτος Κόσμος, οι αδέσμευτες χώρες, οι χώρες της Ομάδας των 77.
Μέσα σε αυτό τον ανταγωνισμό, υπήρχε μεγάλη ευαισθησία στο τι ζητούσαν και τι είχαν ανάγκη οι χώρες του Τρίτου Κόσμου. Όπως και στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, στην εποχή της επικράτησης της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση, οι πιέσεις των εργαζομένων έβρισκαν ανταπόκριση από το σύστημα, γιατί υπήρχε ο υπαρκτός σοσιαλισμός από την άλλη μεριά.
Έτσι, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, σε παγκόσμιο επίπεδο, έδινε μία, εκ των πραγμάτων, διαπραγματευτική δύναμη στις υπό ανάπτυξη χώρες, να πιέσουν, να απαιτήσουν για λύσεις των προοβλημάτων που είναι κοντά στις δικές τους ανάγκες.
Αυτό ήταν το ένα χαρακτηριστικό. Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν ότι οι πολιτικές ηγεσίες του Τρίτου Κόσμου, εκείνη την εποχή, που έβγαιναν από τους αγώνες της ανεξαρτησίας, είχαν μία μεγάλη αξιοπιστία και στο δικό τους κόσμο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όταν στην πρώτη UNCTAD είχες παρουσίες αρχηγών κρατών, του Νάσερ, του Σουκάρνο, του Νουκρούμα, του Γκουλάρ, του Τσε Γκεβάρα και των άλλων, είτε συμφωνούσες είτε δε συμφωνούσες με αυτούς, οι ηγέτες αυτοί μιλούσαν με αξιοπιστία ότι έχουν κόσμο που τους ακολουθεί, ότι έχουν μία διαπραγματευτική δύναμη.
Το τρίτο στοιχείο ήταν η μεγάλη ευαισθησία της κοινής γνώμης στις ανεπτυγμένες χώρες, για τα προβλήματα της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο. Εγώ θυμάμαι ότι, όταν εκ μέρους του ΟΗΕ πηγαίναμε στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, για να μιλήσουμε για την ανάγκη βοήθειας, είχαμε θερμόττατη υποδοχή από τον κόσμο που εκτιμούσε τότε – σας μιλάω για το 1970 – ότι το ελάχιστο που θα μπορούσαν να κάνουν ήταν να διαθέσουν το 0,7 του εθνικού τους εισοδήματος, ως βοήθεια στις φτωχές χώρες.
Σήμερα, το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει. Ο Τρίτος Κόσμος δεν έχει τη διαπραγματευτική δύναμη που είχε στο παρελθόν. Το διπολικό σύστημα του ψυχρού πολέμου, έχει καταρρεύσει, δεν υπάρχει πια αντίπαλο δέος. Και η ευαισθησία στις ανεπτυγμένες χώρες, έχει σημαντικά μειωθεί. Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι το ενδιαφέρον για την κοινωνική συνοχή και τη συνεργασία Βορρά-Νότου, αναπτύσσεται τελευταία στις κοινωνίες της Δύσης, μετά από τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος είναι ενιαίος, ότι η διεθνής τρομοκρατία μπορεί να χτυπήσει τις πλούσιες κοινωνίες και ότι ένα βασικό χτύπημα εναντίον της τρομοκρατίας είναι η εξάλειψη της καταπίεσης, της απελπισίας και της απόγνωσης σε όλες τις γωνιές του κόσμου.
Ζούμε λοιπόν, σε ένα διαφορετικό πολιτικό κόσμο τώρα και, ενώ το 1970 υπήρχαν δυνατοί πολιτικοί λόγοι για την προώθηση των θεμάτων της ατζέντας του Monterrey, η πίεση σήμερα είναι λιγότερο αισθητή.
Πάω τώρα στο δεύτερο θέμα, στη θεωρητική προσέγγιση των θεμάτων. Τι ακούμε τώρα για το Monterrey; Ότι πρέπει οι ανεπτυγμένες χώρες να δώσουν κάποια βοήθεια κ.α.
Γιατί πρέπει να το κάνουν αυτό; Πρέπει, ίσως, ως χειρονομία φιλανθρωπίας. Η βοήθεια για τις ανεπτυγμένες χώρες έχει κόστος. Ο διακανονισμός του χρέους προς όφελος των υπερχρεωμένων χωρών έχει κόστος. Αυτό είναι το θεωρητικό μοντέλο, ουσιαστικά, το οποίο χρησιμοποιείται τώρα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Παλαιότερα, στην εποχή της δεκαετίας του 1970, υπήρχε ένα μοντέλο αλληλεξάρτησης των χωρών και στο Βορρά και στο Νότο.
Υπήρχε η πεποίθηση ότι η ανάπτυξη η δική μου, βοηθάει με τη σειρά της και τη δική σου ανάπτυξη. Και ότι ωφελείσαι εσύ, αν με βοηθήσεις σήμερα, γιατί, βοηθώντας με σήμερα, θα βοηθήσω και εγώ εσένα να αναπτυχθείς περισσότερο.
Με λίγα λόγια, το μοντέλο της αλληλεξάρτησης ήταν το εξής: Οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν ανάγκη να αυξήσουν τις παραγγελίες τους προς το εξωτερικό, για να κρατήσουν σταθερό το επίπεδο υψηλής απασχόλησης στις οικονομίες τους.
Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου, που έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν με ταχύτατους ρυθμούς, δεν έχουν τα μέσα, δεν έχουν τη χρηματοδότηση. Αν είχαν τη χρηματοδότηση, θα αύξαναν τη ζήτησή τους για μηχανές και άλλα εμπορεύματα ανάπτυξης από τις χώρες του πρώτου κόσμου. Αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της απασχόλησης στις ανεπτυγμένες χώρες, πράγμα που, με τη σειρά του, θα οδηγούσε σε ένα υψηλότερο επίπεδο δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και στην ανάπτυξη όλων των χωρών.
Για να γίνει αυτό, χρειάζονταν λοιπόν μία παρέμβαση και η παρέμβαση αυτή θα ήταν η μεταφορά πόρων, χρηματοδότησης, από τις χώρες τις ανεπτυγμένες στις υπό ανάπτυξη χώρες, οι οποίοι, όχι μόνο θα ανέπτυσσαν τις χώρες αυτές, αλλά θα δημιουργούσαν υψηλότερο επίπεδο απασχόλησης και στις χώρες του Βορρά.
Το ότι η απασχόληση στο Βορά και η ανάπτυξη στο Νότο δέθηκε μέσα σε μία ενιαία θεωρία και το ότι ο σύνδεσμος αυτός ήταν η βοήθεια, έδωσε ένα τελείως διαφορετικό χαρακτήρα στην έννοια της συνεργασίας Βορρά – Νότου. Η βοήθεια δεν ήταν για το φτωχό, η βοήθεια ήταν για τον κόσμο, για την ανάπτυξη και, βοηθώντας τις φτωχές χώρες, βοηθούσες και τον εαυτό σου.
Έτσι, βγήκε ο στόχος 0,7 για την επίσημη βοήθεια. Και επειδή συμβαίνει να ήταν και η προσωπική μου συμβολή σε αυτό το διάλογο, επιτρέψτε μου να σας πω πώς βγήκε.
Εκτιμήσαμε ότι, αν δεν κάνουμε τίποτα, οι χώρες του Βορρά θα αναπτύσσονταν με ένα ρυθμό 3,5% το χρόνο (μιλάμε τώρα για δεκαετίες παλιές, το ’70), ενώ οι χώρες του Νότου, με βία θα μπορούσαν να αναπτύσοονται με 3%.
Για να αλλάζαμε τους όρους αυτούς και για να είχαμε μία ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου 5,5% και ανάπτυξη των ανεπτυγμένων χωρών κοντά στο 4%, χρειαζόμαστε να καλύψουμε ένα κενό περίπου 1% του εισοδήματος των ανεπτυγμένων χωρών που θα πήγαινε στη χρηματοδότηση του Νότου, το οποίο θα δημιουργούσε την περαιτέρω ζήτηση, απασχόληση στο Βορρά και ανάπτυξη στο Νότο.
Και από το 1%, το 70% θα έπρεπε να είναι δημοσια βοήθεια και το άλλο 30% θα ήταν ιδιωτικοί πόροι από το Βορρά προς το Νότο. Έτσι βγήκε ο στόχος 0,7. Για να δημιουργήσει πλήρη απασχόληση στο Βορρά και ταχύτατη ανάπτυξη στο Νότο.
Υπήρξε η δέσμευση ότι πράγματι αυτό θα γινόταν, μέχρι το 1975, αλλά πέσαμε πάνω στις πετρελαϊκές κρίσεις του ’74 και του ’79 και αυτά πήγαν πίσω και, κάθε χρόνο, το είπεδο της βοήθειας έπεφτε.
Σήμερα, τη βοήθεια αυτή δεν τη βλέπουμε έτσι, δυστυχώς. Τη βλέπουμε σαν μια φιλανθρωπική ουσιαστικά προσφορά, από το Βορρά προς το Νότο. Και αυτό έχει λιγότερη πειστικότητα, λιγότερη αξιοπιστία και φυσικά δεν έχει και την ευρύτερη βάση για μία κοινωνική στήριξη.
Όσον αφορά στο χρέος, το χρέος είναι η άλλη όψη της βοήθειας. Όταν δανείζεσαι, έχεις μία ροή χρημάτων. Όταν πληρώνεις το χρέος σου, η ροή αντιστρέφεται.
Η θεωρητική προσέγγιση τότε ήταν ότι καμία χώρα δεν πρέπει να έχει αρνητική ροή, χρηματοδοτική. Δηλαδή θα έπαιρνε νέους πόρους, θα πλήρωνε τους παλιούς, αλλά το καθαρό αποτέλεσμα θα έπρεπε να ήταν μια καθαρή μεταφορά πόρων από το Βορρά προς το Νότο.
Τα μεγάλα χρέη του Τρίτου Κόσμου, μαζί με τη μείωση της βοήθειας, έχουν δημιουργήσει μία αρνητική κατάσταση, όπου μερικές χώρες μεταφέρουν οικονομικούς πόρους από αυτές προς τις ανεπτυγμένες χώρες.
Στη δεκαετία του ’70, η θεωρητική προσέγγιση και πολιτική αποδοχή ήταν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να υπάρχει ένα χρεοστάσιο, ένας διακανονισμός των χρεών, όπου τα βάρη θα έπρεπε να μοιραστούν ανάμεσα στους δανειστές και στους δανειζόμενους κατά έναν τέτοιο τρόπο όμως που δεν θα σταματούσε το ρυθμό ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό πράγματι επιτεύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της Λέσχης του Παρισιού, αλλά, σιγά-σιγά και όσο τα χρέη έφυγαν από τον επίσημο χώρο και έγιναν χρέη προς τις Τράπεζες, οι κανόνες αυτοί είχαν και έχουν ατονήσει.
Το τρίτο σημείο, που νομίζω ότι πρέπει να δούμε, πέρα από την αλληλεξάρτηση των χωρών που δεν υπάρχει σήμερα ως έννοια, είναι ότι υπήρχε και η έννοια της αλληλεξάρτησης των θεμάτων.
Υπήρχε η αποδοχή ότι δεν μπορείς να δεις τα θέματα του εμπορίου χωριστά από τα θέματα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Δεν μπορείς να δεις τα θέματα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης χωριστά από τα θέματα του περιβάλλοντος κ.ο.κ.
Όλα αυτά έπρεπε να τα δεις μαζί, το «Olistic Approach», όπως αναφέρθηκε και πριν. Γι αυτό, χρειάζονταν μία παγκόσμια ομπρέλα που θα έδινε μία κατεύθυνση στους εξειδικευμένους οργανισμούς, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – το οποίο βασικά είναι για τη σταθερότητα των οικονομιών, για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων – στη Διεθνή Τράπεζα – που ασχολείται με την υπόθεση της ανάπτυξης – και στους οργανισμούς του Διεθνούς Εμπορίου – που ασχολούνται με τα θέματα των εμπορικών συναλλαγών.
Το ένα θέμα επηρεάζει το άλλο. Αυτή η υπόθεση, πέρασε αρκετά δύσκολα στη 10ετία του ’70, διότι υπήρχε επιμονή, τα θέματα αυτά να εξετάζονται διαφορετικά. Υπάρχει βέβαια ένα πολιτικό στοιχείο πίσω από αυτά.
Η λήψη αποφάσεων διαφέρει από οργανισμό σε οργανισμό. Στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στη Διεθνή Τράπεζα, το πάνω χέρι το έχουν οι πιστωτές, δηλαδή οι χώρες οι ανεπτυγμένες.
Στους οργανισμούς του ΟΗΕ, μία χώρα, έστω και μικρή, έχει μία ψήφο, όπως έχει και μία μεγάλη χώρα. Υπήρχε αντίδραση από τις χώρες που ήταν πιστωτές να δουν αυτά τα θέματα να εξετάζονται και να αποφασίζονται μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτικής δημοκρατίας, ας το πούμε έτσι, μία χώρα – μία ψήφος, αντί να αποφασίζονται χωριστά, με βάση την οικονομική δημοκρατία, δηλαδή να αποφασίζονται με βάση την οικονομική δύναμη κάθε χώρας.
Αυτό το θέμα του θεσμικού πλασίου ήταν άλυτο τότε και παραμένει άλυτο σήμερα. Τι μπορεί να γίνει από όλα αυτά; Τι μπορεί να περιμένουμε σήμερα;
Σήμερα, νομίζω ότι η μεγάλη αλλαγή που μπορεί να γίνει στο Monterrey δε θα είναι ούτε στο χώρο της βοήθειας, ούτε στο χώρο του χρέους. Εγώ δεν βλέπω ποια είνα τα λόμπι στις ανεπτυγμένες χώρες, ποια είναι τα πολιτικά και οικονομικά κίνητρα στον ανεπτυγμένο κόσμο, για να γίνουν μεγάλα βήματα για μία διαφορετική πολιτική στην εξωτερική βοήθεια ή στον διακανονσμό των χρεών.
Είναι πολύ πιθανό να κάνουν μία χειρονομία και να διπλασιάσουν τη δέσμευσή τους, τα 50 δις δολάρια και η βοήθεια να αυξηθεί στα 100 δις δολάρια στα επόμενα 4-5 χρόνια. Αν όμως ίσχυε η παλιά δέσμευση, για το 0,7% του ΑΕΠ ως επίσημη βοήθεια, η βοήθεια σήμερα θα έπρεπε να ήταν όχι 50 δις δολάρια, αλλά 180 δις δολάρια. Το χάσμα είναι πολύ μεγάλο, αλλά κάποια βήματα, κάποια χειρονομία προς αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να προκύψει στο Monterrey.
Για το χρέος και το διακανονισμό του χρέους, δεν περιμένω μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Αυτό που βλέπω ότι μπορεί να προχωρήσει είναι μία καλύτερη κατανόηση της αλληλεξάρτησης των θεμάτων και της ανάγκης να υπαχθούν όλα αυτά τα θέματα, κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ ή ενός εξειδικευμένου οργανισμού του ΟΗΕ, που θα εξετάζει τα θέματα της ανάτπυξης, της χρηματοδότησης, του εμπορίου και του περιβάλλοντος. Και εγώ θα προσέθετα τώρα και τα θέματα ασφάλειας, όλα μαζί.
Αυτά βέβαια δεν θα αποφασιστούν όλα μαζί στο Monterrey. Αλλά, αν αποφασιστεί να δημιουργηθεί ένας οργανισμός παρακολούθησης των αποφάσεων αυτών και αν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πάρει την αρμοδιότητα να εξετάζει π.χ. κάθε δύο χρόνια την πρόοδο, μπορούμε να φτάσουμε μέσα στο ορατό μέλλον, μέσα σε 5-6 χρόνια, σε ένα σύστημα διαλόγου και λήψης αποφάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα είνα πολύ κοντά στο σύστημα που είχαν οραματιστεί οι ιδρυτικές χώρες το 1945 στο San Francisco, όταν ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ότι δηλαδή θέματα οικονομικής συνοχής, κοινωνικής συνοχής, ασφάλειας και δημοκρατίας πρέπει να συζητιώνται και να αποφασίζονται δημοκρατικά, στο πλαίσιο των συζητήσεων, κυρίαρχων κρατών – μελών του ΟΗΕ.
Ας σταματήσουμε με αυτό το αισιόδοξο μήνυμα: Ότι στο Monterrey, που δεν θα λυθούν τα βασικά ζητήματα, μπορεί να γίνει τουλάχιστον ένα ξεκίνημα για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης του κόσμου, όχι στα επόμενα χρόνια, αλλά, ας ελπίσουμε, στις επόμενες δεκαετίες!
Σας ευχαριστώ.