Θέλω κι εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω τους οργανωτές αυτής της εκδήλωσης, καθώς και τους συντελεστές της έκδοσης αυτού του πολύ χρήσιμου βιβλίου που ελπίζω να μεταφρασθεί και στα ελληνικά για το ελληνικό κοινό. Και να συγχαρώ πάνω απ΄ όλα την αγαπητή μας φίλη, την Αλίκη Μαραγκοπούλου, που ήταν και παραμένει μία αγωνίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ειρήνη και για τα εθνικά δικαιώματα.
Μετά από αυτά που ακούσαμε από τους προλαλήσαντες – και σπεύδω να συμφωνήσω και με τις νομικές και με τις πολιτικές προσεγγίσεις που έγιναν, ομιλίες που μας απογείωσαν στην επιδίωξη ευγενών σκοπών και ιδεωδών – ως τελευταίος ομιλητής, το θεωρώ χρέος μου να σας προσγειώσω σε ορισμένα πολιτικά ζητήματα για το θέμα της φτώχειας.
Το θέμα που επέλεξα να προσεγγίσω είναι «Φτώχεια και Δημοκρατία». Φυσικά θα έπρεπε να ασχοληθώ με τον ορισμό της δημοκρατίας και με τον ορισμό της φτώχειας, αλλά νομίζω ότι δεν είναι χρήσιμο για τη σημερινή συζήτηση. Σας καλώ να δεχθείτε, έτσι, χαλαρούς ορισμούς, τους αποδεκτούς γενικά ορισμούς για τη δημοκρατία και για τη φτώχεια, έτσι όπως ορίζεται με τους οικονομικούς δείκτες, που έχουν γίνει, λίγο ή πολύ, αποδεκτοί διεθνώς.
Η πρώτη παρατήρηση που θέλω να κάνω είναι ότι η φτώχεια είναι ένα παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο. Η φτώχεια υπήρχε πάντοτε σε όλες τις συγκροτήσεις της κοινωνίας, υπήρχε στις πρώτες αγροτικές κοινωνίες, στα φεουδαρχικά καθεστώτα, στα αυταρχικά καθεστώτα και, δυστυχώς, και στις δημοκρατίες, και είναι ένα μόνιμο κοινωνικό φαινόμενο. Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: Είναι η διασφάλιση ενός ανεκτού επιπέδου διαβίωσης, δηλαδή, η διασφάλιση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ανθρώπινο δικαίωμα; Εμείς υποστηρίζουμε ότι είναι. Αυτή είναι η ρητορεία, όμως. Στην πραγματικότητα, η ελευθερία από τη φτώχεια είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που δεν συνεπάγεται κυρώσεις. Και όταν ένα ανθρώπινο δικαίωμα δεν επιφέρει κυρώσεις όταν παραβιάζεται, είναι ανθρώπινο δικαίωμα «ήπιας μορφής».
Κι έτσι, η νέα κατηγορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν είναι στο σκληρό πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως τον κατανοούμε αλλά είναι στην ευρύτερη έννοια των στόχων που βάζουμε ως κοινωνία.
Κι εγώ θα ήθελα, ξεφεύγοντας απ΄ όλες τις νομικές παγίδες, να προτείνω ότι το θέμα της καταπολέμησης της φτώχειας είναι προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας και για την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο κάτω – κάτω, έτσι και ο Ρουσσώ το 1762 στο Κοινωνικό Συμβόλαιο μας είπε ότι η Κυβέρνηση πρέπει να εφοδιάσει τα άτομα με υλικά αγαθά, για να απαλείψει τις μεγάλες ανισοκατανομές του πλούτου, για να γίνουν τα άτομα πολίτες. Έτσι, η έννοια του πολίτη εμπεριέχει την ελευθερία από τη φτώχεια. Ή αλλιώς, για να έχουμε πολιτική δημοκρατία, πρέπει να υπάρξει και οικονομική δημοκρατία. Η πολιτική δημοκρατία έχει εξασφαλίσει την πολιτική ισότητα των πολιτών. Όταν όμως, το οικονομικό σύστημα, το σύστημα της παραγωγής, οδηγεί σ΄ ένα οικονομικό αποτέλεσμα, όπου ένα κομμάτι του πληθυσμού μπαίνει στο οικονομικό – και συνεπώς και στο κοινωνικό και πολιτικό – περιθώριο, χωλαίνει η ίδια η πολιτική δημοκρατία. Άρα, η έννοια της δημοκρατίας και της φτώχειας είναι αντιτιθέμενες έννοιες που, κατ” αρχήν, δεν πρέπει να συνυπάρχουν, αλλά συνυπάρχουν. Και το θέμα είναι τώρα τι γίνεται. Αλλά πρώτα απ” όλα μερικά στοιχεία.
Δε θα μπω σε πολλά στοιχεία – αναφέρθηκαν πολλά -, αλλά θέλω, έτσι, με λίγο πιο δραματικό τρόπο να σας πω ότι αν κάποιος από έναν άλλο αστερισμό ερχόταν σ” αυτή τη γη, αυτό που θα του έκανε εντύπωση δεν είναι η ευημερία σε ορισμένες εστίες του κόσμου, αλλά ο πόνος, η φτώχεια και η μιζέρια στον κόσμο. Αυτά είναι λίγο μακριά από μας, που είμαστε προνομιούχοι σ” αυτόν τον πλανήτη, αλλά αυτή είναι η παγκόσμια πραγματικότητα. Το 50% του πληθυσμού της γης, δηλαδή τρία δισεκατομμύρια περίπου συνάνθρωποί μας, είναι κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή κερδίζουν κάτω από 1,5 ευρώ την ημέρα. Και από αυτό το 50% το 1/3, περίπου ένα δισεκατομμύριο, βρίσκεται σε κατάσταση πείνας, χωρίς στέγη και χωρίς νερό και χωρίς στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη. Αυτή είναι η εικόνα του πλανήτη μας σήμερα.
Και κάτι ακόμα, στη φτώχεια αυτή περιλαμβάνονται και τα παιδιά. Έντεκα εκατομμύρια παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα σε αυτόν τον πλανήτη. Επειδή τα νούμερα μπορεί να μη μας κάνουν αίσθηση, ξέρετε πόσα είναι έντεκα εκατομμύρια παιδιά; Είναι όλος ο παιδικός πληθυσμός κάτω των πέντε ετών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας. Φαντάζεσθε, λοιπόν, αν αυτή η δυστυχία χτύπαγε πιο κοντά στο σπίτι μας και όλα αυτά τα παιδιά της Ευρώπης πέθαιναν κάθε χρόνο; Και δυστυχώς, όπως αναφέρθηκε και πριν, η απόσταση σε επίπεδα διαβίωσης ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς αυτού του πλανήτη μεγαλώνει. Το 1820 ήταν 1 προς 3 το χάσμα. Το χάσμα αυτό, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει ανέβει στο 1 προς 75 το 2000, δηλαδή η κατάσταση δεν βελτιώνεται, χειροτερεύει σ” αυτόν τον πλανήτη.
Και εδώ στην Ελλάδα, που θεωρούμεθα, υποτίθεται, αναπτυγμένη χώρα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Το 1/5, περίπου 25%, δηλαδή 2.000.000 συνάνθρωποί μας σ” αυτήν τη χώρα, βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας. Και ποια είναι η «σύνθεση» της φτώχειας; 32 % των φτωχών είναι εργαζόμενοι, δηλαδή εργάζονται και οι απολαβές τους είναι κάτω από το όριο της φτώχειας, 8% είναι άνεργοι, 27% είναι συνταξιούχοι. Το υπόλοιπο 33% έχει ήδη μπει στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, είναι μη ενεργοί πολίτες. Και κάτι ακόμα, στο σύνολο αυτού του πληθυσμού, η πλειοψηφία είναι γυναίκες. Για την ακρίβεια, 3/4 των φτωχών είναι γυναίκες και 19-20 % των φτωχών είναι παιδιά.
Αυτή, θα μου πείτε, είναι μία απαράδεκτη κατάσταση και το ερώτημα είναι πώς, μέσα σε μία δημοκρατία, ανεχόμαστε αυτή τη φτώχεια. Νομίζω ότι όλοι εμείς οι δημοκρατικοί άνθρωποι πιστεύουμε ότι στις δημοκρατίες τα καταφέρνουμε καλύτερα από τα αυταρχικά καθεστώτα. Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Μία στατιστική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων δείχνει ότι στις δημοκρατίες, η φτώχεια είναι ένας σταθερός παράγοντας. Η βελτίωση που έχει γίνει όλες αυτές τις δεκαετίες είναι πάρα πολύ μικρή.
Τι γίνεται με τα αυταρχικά καθεστώτα; Μια σημαντική διαφορά είναι ότι ενώ στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν άκρα, δεν υπάρχουν λιμοί, βίαιη ανακατανομή εισοδημάτων, σε αυταρχικά καθεστώτα παρουσιάζονται ακραίες καταστάσεις, έχουμε μεγάλη ανισοκατανομή, λίγοι πάρα πολύ πλούσιοι και πάρα πολλοί πολύ φτωχοί. Έχουμε, όμως, και περιπτώσεις, όπου έχει εξαλειφθεί η φτώχεια κάτω από αυταρχικά καθεστώτα ως αποτέλεσμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και της οργάνωσης της παραγωγής στην Ταϊβάν, στη Σιγκαπούρη, στη Νότια Κορέα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, ότι δηλαδή σε αυταρχικά καθεστώτα, όταν υπάρχει μία πολιτική απόφαση αλλαγής από πάνω προς τα κάτω, αυτή υλοποιείται, ενώ στις δημοκρατίες έχουμε αδυναμία να προχωρήσουμε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Και το ερώτημα το οποίο θέλω να βάλω είναι γιατί στις δημοκρατίες δεν μπορούμε να κάνουμε καλύτερα. Τι μας εμποδίζει;
Η απάντηση που θα δώσω είναι ότι δεν φταίει το νομικό καθεστώς των δημοκρατιών. Η φτώχεια δεν εξαλείφεται από το θεσμό της δημοκρατίας, εξαλείφεται από τις οικονομικές πολιτικές που ασκούνται μέσα στις δημοκρατίες. Και το επόμενο ερώτημα που βάζω είναι: Υπάρχουν οικονομικά μοντέλα, δέσμη μέτρων, που έχουν ως αποτέλεσμα λιγότερη φτώχεια και δέσμη μέτρων ή μοντέλα που έχουν ή καταλήγουν σε μεγαλύτερη φτώχεια; Αν ναι, τότε ποια είναι η επιλογή που κάνουμε στις δημοκρατίες; Πρώτα απ” όλα, και δε θέλω να μπω σε μία οικονομική συζήτηση, υπάρχουν, πράγματι, μοντέλα τα οποία οργανώνουν την παραγωγή, οργανώνουν τις σχέσεις των εργασιακών σχέσεων της μισθωτής εργασίας, του ανταγωνισμού, της διανομής του εισοδήματος μέσα στη διαδικασία της παραγωγής που καταλήγει σε αποτελέσματα σχετικά ίσης κατανομής των εισοδημάτων. Τα μοντέλα όμως αυτά δεν έχουν εφαρμοσθεί στην πράξη.
Το συνηθισμένο μοντέλο είναι αυτό που δίνει προτεραιότητα στη σταθερότητα του νομισματικού συστήματος και στις τιμές. Αυτό είναι ευχάριστο για το τραπεζικό χρήμα, όμως η εμμονή σε αυτήν την προτεραιότητα, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της κατανομής του εισοδήματος μέσα στη διαδικασία της παραγωγής, οδηγεί σε μεγάλες ανισότητες. Και είναι αυτό το κλίμα μέσα στο οποίο λειτουργούν οι δημοκρατίες στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αυτή η περίφημη Συνθήκη του Μάαστριχτ δίνει προτεραιότητα στα ελλείμματα, στα χρέη κτλ., ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα της καταπολέμησης αυτών των ελλειμμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ανισοκατανομή του εισοδήματος και στη φτώχεια.
Ένα άλλο μοντέλο που συχνά εφαρμόζεται κατά καιρούς σ” αυτές τις δημοκρατίες είναι το λεγόμενο αναπτυξιακό μοντέλο, όπου ουσιαστικά δίνονται κίνητρα για διεύρυνση του εισοδήματος με την ελπίδα ότι η διεύρυνση του εισοδήματος θα αυξήσει την απασχόληση και η αύξηση της απασχόλησης και η ζήτηση για εργασία θα ανεβάσει τα ημερομίσθια και θα ελαττώσει και τη φτώχεια. Δυστυχώς, είτε το ένα είτε το άλλο ή οποιοδήποτε μοντέλο ακολουθηθεί, θα υπάρξει φτώχεια. Και πώς αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες τη φτώχεια;
Το πρόβλημα της φτώχειας αντιμετωπίζεται όχι με παρέμβαση μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά με μέτρα αναδιανομής στο δεύτερο γύρο. Ο πρώτος γύρος καταλήγει σε μια φτώχεια, σε ανισοκατανομή του εισοδήματος και μέσα από μέτρα κοινωνικής πολιτικής προσπαθούμε να αμβλύνουμε αυτές τις ανισότητες και να ελαττώσουμε τη φτώχεια. Τι έχει, όμως, παρατηρηθεί; Έχει παρατηρηθεί ότι τα περιθώρια για κοινωνική πολιτική, εφόσον το οικονομικό μοντέλο δίνει προτεραιότητα είτε στη νομισματική σταθερότητα είτε στον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι πολύ μικρά. Το έχετε ακούσει πολλές φορές και εδώ και στην Ευρώπη και αλλού: Ναι, θέλουμε να κάνουμε κοινωνική πολιτική, αλλά δεν αντέχουμε, γιατί, αν κάνουμε κοινωνική πολιτική, θα διευρυνθεί το έλλειμμα, θα έχουμε πληθωρισμό κτλ. Και αυτή η συζήτηση που γίνεται αυτές τις ημέρες, είναι ότι το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, εντός και εκτός της Ελλάδος, έχει θυμώσει, διότι η Κυβέρνηση τόλμησε να δώσει 1.000.000.000 επίδομα αλληλεγγύης, δηλαδή για την καταπολέμηση της φτώχειας, το οποίο, όμως, αυξάνει το έλλειμμα. Τι θέλω να πω; Ότι στις δημοκρατίες, τα οικονομικά μοντέλα τα οποία έχουν εφαρμοσθεί είναι μοντέλα που, είτε το θέλουν είτε όχι, καταλήγουν σε φτώχεια ενώ τα κοινωνικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της φτώχειας είναι από τη φύση της οικονομικής πολιτικής που ακολουθούμε περιορισμένα. Πώς φθάσαμε σ” αυτό το σημείο;
Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Εφόσον έχουμε πολιτική δημοκρατία και οι φτωχοί συμμετέχουν ισότιμα στην πολιτική διαδικασία και στη λήψη των αποφάσεων, θα έλεγε κανείς ότι, εάν το 25% του πληθυσμού είναι φτωχοί, θα έπρεπε η πολιτική πλατφόρμα για την οικονομική πολιτική μιας Κυβέρνησης να αντικατοπτρίζει φυσικά μεγάλη προτεραιότητα για την καταπολέμηση της φτώχειας. Κι όμως αυτό δεν υπάρχει. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ” όλες τις χώρες. Γιατί; Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο βασικός λόγος – και νομίζω οι προηγούμενοι ομιλητές έκαναν αναφορά σε αυτό – είναι ότι ο φτωχός λειτουργεί ως άτομο. Όταν λειτουργεί πολιτικά, δε λειτουργεί με την ταυτότητα του φτωχού, αλλά με άλλη ταυτότητα. Δεν υπάρχει κόμμα φτωχών. Οι φτωχοί συμμετέχουν σε διάφορα κόμματα και, μέσα σε αυτά τα κόμματα, φυσικά, υπάρχει μία πίεση για μία κοινωνική πολιτική, αλλά αυτή συναθροίζεται με άλλες απαιτήσεις και άλλα προγράμματα των κομμάτων. Είναι, δηλαδή, ανοργάνωτα σύνολα, όπως ανέφερε ο κ. Καθηγητής, και αυτή είναι η βασική δυσκολία συλλογικής δράσης στις δημοκρατίες. Και γι” αυτό, το αποτέλεσμα είναι στα προγράμματα των κομμάτων και των Κυβερνήσεων: δηλαδή αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού στην οργάνωση της παραγωγής και ανακατανομή του εισοδήματος με κοινωνική πολιτική που τα περιθώρια της όμως είναι πολύ περιορισμένα.
Σπάνια αμφισβητήθηκε αυτό το οικονομικό μοντέλο και σπάνια τέθηκαν η κοινωνική πολιτική και η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος ως ζητήματα που έπρεπε να λυθούν μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής (δηλαδή στον πρώτο γύρο). Αμφισβήτηση υπήρξε μόνο κατά καιρούς και σε περιόδους κρίσης. Στη μεγάλη κρίση με το New Deal του Ρούσβελτ, που η καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχειας αντιμετωπίσθηκε με παρεμβάσεις μέσα στη διαδικασία της παραγωγής. Παρουσιάσθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την εργατική Κυβέρνηση του Attlee, και αργότερα στην περίοδο ΄80-΄83, στην πρώιμη περίοδο του Μιτεράν και νομίζω – θα μου επιτρέψετε να πω – στην πρώτη τετραετία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ΄80-΄85, όπου το θέμα της ανακατανομής του εισοδήματος και της καταπολέμησης της φτώχειας αντιμετωπίσθηκε μέσα από την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής, με αλλαγές στους εργατικούς νόμους, στους κανόνες της αγοράς και του ανταγωνισμού και της συμμετοχής των πολιτών στις οικονομικές αποφάσεις.
Γιατί στις δημοκρατίες δεν μπορούμε καλύτερα; Τρία νομίζω ότι είναι τα προβλήματα. Είναι οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα (ένα), επικρατούσα ιδεολογία (δύο) και διεθνής αγορά (τρία). Για τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα δε χρειάζεται να σας πω πολλά, αλλά τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα έχουν δύναμη, όχι γιατί έχουν οικονομική ισχύ, αλλά γιατί είναι οργανωμένα. Είναι οργανωμένα, έχουν διεισδύσει μέσα στα κόμματα και είναι αυτά τα οποία δίνουν τον τόνο στην πολιτική πλατφόρμα σε αντίθεση με τα ανοργάνωτα σύνολα, που είναι πολλά μεν, αλλά είναι ανοργάνωτα, για να πιέσουν. Και εδώ βοηθούνται και από την επικρατούσα ιδεολογία. Οι ιδεολογίες και οι ιδεοληψίες πάνε κι έρχονται κατά καιρούς. Η επικρατούσα ιδεολογία σήμερα θεωρεί ορισμένα πράγματα ιερές αγελάδες και δεν τα αγγίζουμε. Και μην υποτιμάτε την δύναμη των ιδεών και της ιδεολογίας στη διαμόρφωση των απόψεων των ατόμων.
Πάρτε ένα παράδειγμα. Το θέμα του χρέους. Έχει κολλήσει τώρα αυτό το πράγμα, ότι το δημόσιο χρέος είναι κακό. Το έχουμε πάρει από τη δική μας την εμπειρία ως νοικοκυριά. Φυσικά, όταν δανειζόμαστε περισσότερο απ” ότι έχουμε ως εισόδημα, τώρα και στο μέλλον, το χρέος είναι κακό. Το εσωτερικό χρέος, όμως, για μια χώρα είναι κακό; Τονίζω, το εσωτερικό χρέος σε αντιδιαστολή με το εξωτερικό χρέος. Το εσωτερικό χρέος μπορεί να” ναι καλό, μπορεί να” ναι και κακό, εξαρτάται από το τι κάνεις με το χρέος αυτό. Το χρέος ούτε δημιουργεί, ούτε αποσβένει πλούτο. Τι γίνεται; Το κράτος δανείζεται λεφτά από το Γιώργο, ο οποίος παίρνει ένα ομόλογο και το κράτος μεταβιβάζει αυτά τα λεφτά και τα δίνει στον Νίκο, στον άλλο πολίτη. Εάν αθροίσουμε, λοιπόν, τους πολίτες, τον Γιώργο και τον Νίκο μαζί, το συν και πλην είναι μηδέν. Το χρέος δεν έχει δημιουργήσει πλούτο, απλούστατα έγινε μία μεταφορά εισοδήματος σήμερα από το ένα άτομο στο άλλο. Και τι γίνεται όταν πληρώνουμε το χρέος; Η Κυβέρνηση φορολογεί τον Γιάννη, για να πληρώσει τον Γιώργο που έχει το ομόλογο. Αυτό που πληρώνει ο ένας είναι το συν του άλλου, αποτέλεσμα μηδέν. Άρα, το δημόσιο χρέος ανακυκλώνει το εθνικό εισόδημα, ούτε το αυξάνει, ούτε το μειώνει. Αυτό το οποίο λένε, ότι θα χρεοκοπήσουμε, γιατί αυξήθηκε το χρέος είναι μία μπούρδα. Είναι, όμως, μία ιδεοληψία, η οποία έχει περάσει. Αυτό το οποίο πρέπει να συζητήσουμε είναι γιατί έχουμε αυτό το χρέος, τι κάναμε με αυτό το χρέος, αν χρησιμοποιήσαμε σωστά τους πόρους για να αυξήσουμε το δημόσιο πλούτο. Λοιπόν, οι ιδεοληψίες, η συντηρητική ιδεοληψία, η οποία είναι και επικρατούσα θεωρία σήμερα στις κοινωνίες μας, είναι εμπόδιο για μία οικονομική πολιτική που ενσωματώνει την καταπολέμηση της φτώχειας μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής. Και το τρίτο είναι η διεθνής αγορά.
Η διεθνής αγορά έχει περάσει διάφορες φάσεις. Όταν εγώ ήμουν νέος και φοιτητής, η διεθνής αγορά ήταν η διεθνής αγορά των βιομηχάνων και εκεί οι βιομήχανοι ήθελαν παραγωγή, ήθελαν ανάπτυξη, γι” αυτό είχαμε και το αναπτυξιακό μοντέλο, αν και κακώς ονομαζόταν κεϋνσιανό μοντέλο. Σήμερα το πάνω χέρι στη διεθνή αγορά δεν το έχουν οι βιομήχανοι, δεν το έχει το βιομηχανικό κεφάλαιο, το έχει το τραπεζικό κεφάλαιο. Και το τραπεζικό κεφάλαιο έχει μια άλλη άποψη για τις προτεραιότητες, για τη νομισματική σταθερότητα, για τις τιμές και ελάχιστο ενδιαφέρον για την ανεργία και για τη φτώχεια. Αυτό το οποίο γίνεται σήμερα, ουσιαστικά ο εκβιασμός πολλών χωρών, ότι, αν δεν κάνεις αυτό που εμείς ως χρηματικό κεφάλαιο νομίζουμε ότι είναι σωστό, θα σε τιμωρήσουμε, είναι ένα μήνυμα που πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπ” όψιν. Εμένα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, όταν ο Πρωθυπουργός αυτής της συντηρητικής σήμερα Σουηδίας είπε: Ανεξάρτητα από το τι θα πει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας, οι αγορές θα τιμωρήσουν την Ελλάδα. Όταν, λοιπόν, επικρατεί αυτή η αντίληψη, εμείς θα πρέπει να δούμε πολιτικά πώς αντιμετωπίζουμε το θέμα της φτώχειας.
Συνοπτικά: Πρώτον, πρέπει να έχουμε συμμετοχική δημοκρατία, δηλαδή όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν συμμετοχή στη διαμόρφωση της πλατφόρμας της οικονομικής πολιτικής των κομμάτων και της Κυβέρνησης γιατί, όταν έχουμε ανοργάνωτα σύνολα, οι μικρές αλλά οργανωμένες μειοψηφίες θα” χουν το πάνω χέρι. Και, δεύτερο, χρειάζεται να γίνει μια καμπάνια όχι από κόμματα, αλλά από Ιδρύματα, από την κοινωνία των πολιτών να οργανώσουμε μία ιδεολογική αντεπίθεση στη συντηρητική νοοτροπία, η οποία μας έχει καθηλώσει σ” ένα μοντέλο παραγωγής που ουσιαστικά καταναλώνει τις καλύτερες ελπίδες της νέας γενιάς και παράγει φτώχεια και ανεργία. Είναι κάτι που δεν πρέπει να το ανεχθούμε και θα πρέπει να οργανώσουμε μία καμπάνια, για να αλλάξει η επικρατούσα ιδεολογία. Τότε οι πολιτικές δυνάμεις θα ακολουθήσουν ένα διαφορετικό δρόμο. Νομίζω ότι αυτό το οποίο πρέπει να σημειώσουμε όλοι είναι ότι μόνο με αγώνα, πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της φτώχειας.