Θέλω κι εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω θερμότατα τον Μακαριώτατο για τη μεγάλη του συμβολή στη συζήτηση για την αναζήτηση μιας Ενωμένης Ευρώπης. Έχει όχι μόνον το δικαίωμα, αλλά έχει και χρέος, να πάρει θέση πάνω στα μεγάλα ζητήματα που αφορούν την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που αυτό το καλαίσθητο βιβλίο θα κυκλοφορήσει και στο ευρύτερο κοινό, γιατί πραγματικά εκφράζει απόψεις που χρειάζεται να συζητηθούν και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Εγώ θα ήθελα να περιορίσω τα σχόλιά μου πολύ σύντομα σε ορισμένα μόνον σημεία, με αφετηρία τις σκέψεις που εμπεριέχονται στο βιβλίο του Μακαριωτάτου.
Πενήντα χρόνια Ευρωπαϊκής Ενότητας, ναι. Υποδεχόμαστε αυτήν την επέτειο με ανάμεικτα αισθήματα.
Από τη μια μεριά δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε με ιδιαίτερη ικανοποίηση την εντυπωσιακή πρόοδο που έχει συντελεστεί κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των Εθνών δεν έχουμε περίπτωση όπου ανεξάρτητα Έθνη-Κράτη εκχώρησαν, με δική τους βούληση και πρωτοβουλία, κυριαρχικά τους δικαιώματα σε υπερεθνικούς Οργανισμούς, στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κ.λπ. Και τώρα το πετυχημένο αυτό θαύμα της Κοινής Αγοράς βρίσκει μιμητές και σε άλλους γεωγραφικούς χώρους.
Από την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορώ παρά να σημειώσω μία ευρύτερη διαπίστωση ότι η πενηντάχρονη αυτή πορεία έχει εξαντλήσει τα αποθέματα της δυναμικής της. Τα αδιέξοδα πληθαίνουν και νέα, υπαρξιακής φύσης, προβλήματα ανακύπτουν. Πού πάμε από δω και πέρα; Για ποια Ευρώπη μιλάμε; Τι σημαίνει, στο κάτω-κάτω, Ευρώπη;
Πιστεύω ότι το πρόβλημα προκύπτει γιατί η έννοια Ευρώπη είναι πολυδιάστατη, έχει τη γεωγραφική της διάσταση, την οικονομική της διάσταση, την πολιτική της διάσταση και, πάνω από όλα, την πολιτιστική της διάσταση. Οποιαδήποτε μονοδιάστατη ενατένιση της έννοιας «Ευρώπη» δεν μπορεί παρά να συμβάλει στη σύγχυση που παρατηρούμε σήμερα. Πιστεύω ότι πολλές φορές μιλάμε για τα περιτυλίγματα και ξεχνάμε τον κορμό του θέματος, ή, για να δανειστώ τη λέξη από το βιβλίο, ξεχνάμε την ψυχή μας. Και αυτό μου θυμίζει ένα ποίημα ενός Νοτιοαφρικανού ποιητή, και θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τη δική του φρασεολογία σε ελεύθερη μετάφραση. Λέει λοιπόν «Θαυμάζω αυτό το υπέροχο θέαμα. Βλέπω τη χρυσοποίκιλτη σέλλα. Βλέπω τα στολισμένα με χάντρες χαλινάρια. Τις εξαίσιες παρωπίδες. Τους αστραφτερούς αναβατήρες. Μα πού στο διάβολο είναι το άλογό μου;».
Χάσαμε την ψυχή της Ευρώπης. Γιατί; Αυτό βασικά οφείλεται, πιστεύω, στο γεγονός ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε με οικονομικούς υπολογισμούς και στηρίχθηκε, στη συνέχεια, από την οικονομική διάσταση, την Κοινή Αγορά, την Ε.Ο.Κ. Χωρίς να παραβλέπω τις πολιτικές σκοπιμότητες που εμπεριέχονται σε αυτήν την πορεία, η κινητήριος δύναμη ήταν τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τη δημιουργία μιας μεγάλης και κοινής αγοράς.
Από τα πολλά προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν τη μονοδιάστατη προσέγγιση σημειώνω το εξής: το γεωγραφικό εύρος που καθιστά οικονομικά επωφελή την Κοινή Αγορά ξεπερνά, επαναλαμβάνω, ξεπερνά σημαντικά τα όρια όποιας πολιτικής ή πολιτιστικής έννοιας της Ευρώπης. Από οικονομική άποψη, δηλαδή, μπορεί να δικαιολογηθεί όχι μόνο η πρόσφατη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η περαιτέρω διεύρυνσή της και με την Τουρκία και – γιατί όχι; – και με τις μεσογειακές χώρες της Αφρικής.
Όμως η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή η πολιτική ένωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε αυτήν τη βάση. Και εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος. Για να προχωρήσει η πολιτική ένωση, για να έχουμε δηλαδή ένα υπαρκτό πολιτικό υποκείμενο, μία Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα διεθνή παίκτη, επιβάλλεται να παρακαμφτεί το κριτήριο της οικονομικής ωφελιμότητας και να συμπεριλάβουμε σε αυτήν την ενότητα εκείνα τα Κράτη-Μέλη, των οποίων το σύστημα διακυβέρνησης διέπεται από γραπτούς και άγραφους κανόνες, θεσμούς και αξίες, που αν δεν ταυτίζονται, τουλάχιστον συγκλίνουν σημαντικά. Αυτός ο πράγματι περιοριστικός όρος είναι, κατά τη γνώμη μου, μία αναγκαία, αλλά όχι επαρκής, συνθήκη. Αλλά δε θα επεκταθώ σε αυτό το θέμα.
Θέλω μόνο να επισημάνω ότι οι θεσμοί, οι κανόνες και οι αξίες είναι στην ουσία τους θέματα πολιτιστικά. Άρα η ενοποίηση της Ευρώπης είναι στη βάση της θέμα πολιτιστικό. Ποια είναι η πολιτιστική Ευρώπη; Ποια είναι τα όριά της; Τουλάχιστον όσον αφορά στο παρελθόν και το παρόν, ελπίζω να υπάρχει συμφωνία. Οι θεσμοί, οι κανόνες και οι αξίες που αναφέρομαι είναι βαθιά ριζωμένες στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και στον Χριστιανισμό. Δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει σοβαρή αμφισβήτηση αυτού του ορισμού.
Για το στοιχείο του Χριστιανισμού, για το οποίο κάπου-κάπου ακούω και ενστάσεις, θέλω απλώς να επισημάνω το ιστορικό γεγονός ότι, μέσα στην πορεία των αιώνων, ο συνεκτικός κρίκος της Ευρώπης, με την πολιτιστική έννοια, αλλά και η διαφοροποίηση της Ευρώπης από τους γειτονικούς ισλαμικούς λαούς, ήταν ο Χριστιανισμός. Όπως πολύ σωστά ο Fernand Braudel γράφει «Το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι αδιανόητο, εκτός εάν το δούμε στο πλαίσιο ενός διαλόγου με το Χριστιανισμό, ακόμα και όταν ο διάλογος αυτός είναι οξύς, και ακόμα και όταν υπάρχει αντιπαράθεση».
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι ποια ήταν τα συστατικά στοιχεία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Το ερώτημα είναι αν αυτά τα στοιχεία αρκούν σήμερα να στηρίξουν το μέλλον της Ευρώπης και να σταθούν στις προκλήσεις των καιρών.
Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι κρίσιμες προκλήσεις. Πρώτον, η γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη και η επακόλουθη μαζική μετανάστευση από μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της μαύρης ηπείρου. Περίπου πενήντα εκατομμύρια άτομα θα μεταναστεύσουν στην Ευρώπη τα επόμενα σαράντα χρόνια. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Ευρώπη γίνεται πολυπολιτισμική και πολύθρησκευτική. Δεύτερον, συχνά τα κάστρα πέφτουν από μέσα. Η μεγάλη πρόκληση είναι η αποδόμηση του συστήματος αξιών, κοινωνικής συμπεριφοράς και κανόνων οργάνωσης που χρόνια έχουν εξυπηρετήσει την ευρωπαϊκή πορεία, και η απειλητική εμφάνιση μιας ισοπεδωτικής κουλτούρας ακραίου ατομικισμού, καταναλωτισμού και απενοχοποίησης κάθε επιθυμίας εφόσον δε βλάπτει κανέναν άλλον. Η ικανοποίηση της επιθυμίας σήμερα προβάλλεται ως δικαίωμα.
Η Ευρώπη απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις πρέπει να παρουσιάσει την εναλλακτική της πρόταση που δεν μπορεί βέβαια να είναι μια επιστροφή στο παρελθόν. Νέα προβλήματα απαιτούν νέους τρόπους αντιμετώπισης που φυσικά αντλούν και από την εμπειρία και από την παράδοσή μας. Όλοι οι φορείς που έπαιξαν, και φιλοδοξούν να παίξουν, ρόλο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πνεύματος, στις νέες συνθήκες, βρίσκονται μπροστά σε μια τέτοια πρόκληση. Μια τέτοια πρόκληση αντιμετωπίζει και η δική μας Εκκλησία. Και όλοι μας θα κριθούμε από την αποτελεσματικότητα και τη συμβολή μας σε αυτήν την κοινή προσπάθεια για μια νέα Ευρώπη που είναι στέρεα θεμελιωμένη στην παράδοσή της και στις αξίες της.
Σας ευχαριστώ.