Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω πρώτα από όλα να συγχαρώ τους διοργανωτές, την ΠΝΥΚΑ, για τη διοργάνωση αυτής της συζήτησης. Ξέρω ότι η μέρα ίσως δεν είναι κατάλληλη για πολλούς, σίγουρα δεν είναι κατάλληλη για εμάς τους Βουλευτές. Εγώ προσωπικά είμαι γραμμένος να μιλήσω εντός των ωρών στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό, αλλά, έστω και με αυτά τα εμπόδια, σωστά εκτίμησε η ΠΝΥΚΑ ότι μια τέτοια συζήτηση πρέπει να γίνει τώρα, σήμερα. Μπορεί φυσικά να συνεχιστεί και αργότερα με άλλη άνεση χρόνου για ένα θέμα γύρω από το οποίο υπάρχει μία ανησυχητική συνομωσία σιωπής και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αντικειμενικά, θα περιμέναμε το θέμα των αποτελεσμάτων της Συνόδου Κορυφής να ήταν και το κορυφαίο ζήτημα. Γιατί, από τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, πηγάζουν νέες δυναμικές, δημιουργούνται νέα σενάρια, τα οποία, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να μελετήσει ο Ελληνισμός, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω πως τα έχω καταφέρει στη ζωή μου και μιλάω για το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά από τα φοιτητικά μου χρόνια. Κι είναι πολλά χρόνια αυτά. Και αναλογίζομαι ότι όλα αυτά τα χρόνια που διολισθαίνουμε βήμα βήμα σε θέσεις, οι οποίες υποθηκεύουν τα συμφέροντα του Ελληνισμού. Θέσεις, οι οποίες θα ήταν σχεδόν εθνική προδοσία χρόνια πριν, έχουν μπει μέσα στο DNA του Νεοέλληνα. Και πιστεύω ότι σήμερα, για τη δεύτερη φάση που μιλάει η ΠΝΥΚΑ, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τα πράγματα και να δούμε πως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, κινούμενοι μεταξύ λεονταρισμών που δεν είχαν αντίκρισμα και μίας πολιτικής παθητικής προσαρμογής στις πιέσεις απέξω. Δεν έχουμε βρει την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που πρέπει να κάνουμε και σε αυτό που θα μπορέσουμε να προωθήσουμε ως εθνική στρατηγική. Δεν είναι πρόσφατο το γεγονός. Πρέπει να πάμε πολλά χρόνια πίσω, ίσως στην εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου, και εδώ και ογδόντα χρόνια για να διαπιστώσουμε μια τέτοια ισορροπία. Από τότε έχουμε χάσει, ως Ελληνισμός, την ισορροπία μας όσον αφορά την ακολούθηση μιας εθνικής στρατηγικής με συνέπεια, συνέχεια και αποφασιστικότητα. Πρέπει να ξαναβρούμε την ψυχή μας και πρέπει να επανεξετάσουμε ορισμένα πράγματα. Νομίζω σε αυτήν τη στιγμή, σε αυτήν τη συγκυρία, είναι κατάλληλος χρόνος να ξαναδούμε κάποια πράγματα.
Θέλω να είμαι όσο σύντομος γίνεται, για αυτό θα μιλήσω επιγραμματικά για ορισμένες έννοιες και θα προσφέρω κάποια σχόλια. Αρχίζω από τούτη εδώ την έννοια: Ευρωπαϊκή Ένωση. Ξέρουμε τι εννοούμε με τον όρο «Ευρωπαϊκή Ένωση»; Αυτή τη στιγμή, και θα πρέπει αυτό να το αναγνωρίσουμε, δεν υπάρχει συναίνεση για το τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικούς λαούς και διαφορετικά συμφέροντα, και δεν έχει αποκρυσταλλωθεί μία συμπαγής άποψη που πάει, τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και τι θέλουμε.
Υπάρχει, πάνω από όλα, η οικονομική έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κοινής Αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έτσι άρχισε. Ήταν μια οικονομική έννοια που αναπτύχθηκε αμυντικά μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, της Δυτικής Ευρώπης, για μια οικονομική και αμυντική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης. Και η έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης τότε, ή της Κοινής Αγοράς, δεν ήταν κίνηση λαών, ήταν μια έννοια που ήρθε από πάνω, ήρθε από τις πολιτικές ηγεσίες. Εάν λοιπόν μιλάμε για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι μία Κοινή Αγορά, όπου τα Κράτη-Έθνη συμμετέχουν με κοινούς κανόνες λειτουργίας της αγοράς και με προσαρμογή των εσωτερικών τους Νόμων για να διευκολύνουν την Κοινή Αγορά, αυτό είναι ένα πράγμα. Τότε ποια είναι τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πού σταματάει αυτή η οικονομική έννοια της ευρωπαϊκής αγοράς;
Από την άλλη μεριά υπάρχει και η άλλη άποψη, η οποία βγαίνει περισσότερο από τη λαϊκή βάση και γίνεται πολύ πιο έντονη όσο προχωράει ο χρόνος. Ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι βασικά μία πολιτιστική έννοια, ότι είναι μία ενότητα λαών που συμμετέχουν σε έναν πολιτισμό που έχει μία κοινή αφετηρία, μία κοινή παράδοση. Με άλλα λόγια, αισθάνονται Ευρωπαίοι. Και πώς ένας Ευρωπαίος αισθάνεται αν ένας άλλος λαός είναι ευρωπαϊκός ή όχι; Είναι ένα θέμα πολύπλοκο που βγαίνει μέσα από μία ιστορική συνείδηση των λαών. Δε συμφωνώ με τον Sarkozy σε πάρα πολλά πράγματα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αναφερθώ σε αυτόν. Όταν τον ρώτησαν αν η Τουρκία είναι ευρωπαϊκή χώρα, είπε «δε νομίζω, αν ήταν θα το ήξερα».
Η πολιτιστική λοιπόν έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μία έννοια πολύ στενότερη από την οικονομική έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι όμως και ευρύτερη της γεωγραφικής έννοιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί χώρες όπως η Χιλή, ή η Αργεντινή, ή το Κεμπέκ στον Καναδά, είναι πολύ πιο κοντά στις ευρωπαϊκές παραδόσεις και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό από ό,τι είναι κάποιες άλλες χώρες, οι οποίες αισθάνονται μακριά από τις πολιτιστικές αξίες της Ευρώπης. Για ποια Ευρώπη λοιπόν μιλάμε; Και όπως συνήθως συμβαίνει στην πολιτική, δημιουργούμε σύγχυση, και μιλάμε και για τα δύο και για κανένα από αυτά. Έτσι, σιγά-σιγά, οδηγηθήκαμε από μία πιο κλειστή Ευρώπη στη διεύρυνση της Ευρώπης των 15, των 25, των 27, και πάμε παραπέρα. Αυτή η δυναμική είναι δυναμική της οικονομικής διάστασης. Είναι η οικονομική ένωση της Ευρώπης.
Υπάρχει όμως αντίδραση στη λαϊκή βάση. Είναι διάχυτη η άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Οι λαοί να αισθάνονται άνετα αναμεταξύ τους, να επικοινωνούν, όχι μόνο στο επίπεδο των οικονομικών συναλλαγών, αλλά στο επίπεδο της ψυχικής, αν θέλετε, επαφής, να αισθάνονται άνετα αναμεταξύ τους. Για αυτό υπάρχει τώρα και η μεγάλη αντίδραση στους ευρωπαϊκούς λαούς για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως προς την Τουρκία.
Έτσι λοιπόν η Ευρώπη δεν έχει μία ενιαία στρατηγική για τη διεύρυνσή της, δεν έχει ένα κοινό όραμα για το ποια θα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει πάντοτε η διαμάχη ανάμεσα στην ηπειρωτική Ευρώπη, η οποία εμμένει περισσότερο σε πολιτιστικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών λαών, και τον αγγλοαμερικανικό άξονα, ο οποίος βλέπει ουσιαστικά την οικονομική κοινότητα της Ευρώπης σα μία χαλαρή Ένωση εθνών κάτω από την αμυντική προστασία του ΝΑΤΟ, δηλαδή κάτω από την αμυντική προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αυτά είναι αντιφατικά πράγματα και, μέσα σε αυτήν την αντίφαση και στις ισορροπίες που αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο και από χώρα σε χώρα, κινείται η Ευρώπη. Και πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό. Ότι η Ευρώπη δεν έχει μία σταθερή στρατηγική όσον αφορά το όραμά της και το μέλλον της. Το λέω αυτό για αυτούς που είναι άκριτοι θαυμαστές του ευρωπαϊκού οράματος. Και εγώ θέλω την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά έχω μια άποψη τι πρέπει να είναι Ευρώπη. Αυτήν την άποψη όμως δεν τη συμμερίζονται και πολλοί άλλοι. Και θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να διαμορφωθεί ένα κοινό όραμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τουρκία. Η Τουρκία ήταν και παραμένει στρατηγικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην ευρύτερη περιοχή. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συγκυριακά σε ορισμένα θέματα, αυτή είναι μία στρατηγική επιλογή από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και αυτό συστηματικά προωθείται ως ιδέα μέσα στην Ευρώπη από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό πρέπει να το πάρουμε ως δεδομένο.
Τι θέλει η Τουρκία; Και η Τουρκία είναι διαιρεμένη όσον αφορά το ευρωπαϊκό όραμα. Υπάρχουν οι Ευρωπαϊστές, οι οποίοι θα ήθελαν μέσα από την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας να αλλάξει το εσωτερικό, κοινωνικό, κεμαλικό καθεστώς, και υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι βλέπουν την Ευρώπη a la carte, δηλαδή μία συνεργασία της Τουρκίας με την Ευρώπη, από την οποία η Τουρκία θα έχει οικονομικά, πολιτικά και άλλα ωφελήματα, χωρίς όμως να υποχρεωθεί να κάνει τις προσαρμογές που χρειάζονται για το κοινοτικό δίκαιο και για μία κοινή πολιτική της Ευρώπης. Η Τουρκία δεν έχει αποφασίσει και αυτή για αυτό. Υπάρχει πράγματι μία διχογνωμία μέσα στην Τουρκία.
Όμως έχει πάρει το μήνυμα. Το μήνυμα που έχει πάρει η Τουρκία, και δεν μπορεί να μην το έχει πάρει, είναι ότι στο τέλος του δρόμου θα είναι δύσκολο, αν όχι απίθανο, οι ευρωπαϊκοί λαοί να δεχθούν πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι” αυτό, στις διαπραγματεύσεις, η Τουρκία θα χαρακτηρισθεί από δύο θέσεις: πρώτον, δεν πρόκειται να ενδώσει σε πιέσεις και να κάνει παραχωρήσεις σε ζητήματα εξωτερικής της πολιτικής, δεν πρόκειται να κάνει παραχωρήσεις που ουσιαστικά καταλύουν τις ισορροπίες του κεμαλικού κράτους και, δεύτερον, θα διαπραγματευθεί στο βάθος του χρόνου για μια ισχυρή, αλλά ισότιμη, ειδική σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη.
Αυτό δε λέγεται, αλλά θα ήταν πολύ παράξενο αν αυτό δεν βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού των Τούρκων. Πηγαίνουμε λοιπόν και λέμε ένταξη και πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κανείς δεν το υιοθετεί αυτό, ούτε και η ίδια η Τουρκία. Η Τουρκία θα προσπαθήσει να είναι ένας ισότιμος, σκληρός συνομιλητής με την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να αποκτήσει τα οφέλη που μπορεί να αποκτήσει χωρίς να ενδώσει σε ζητήματα ζωτικής σημασίας για αυτήν. Ζητήματα ζωτικής σημασίας είναι και η αναθεωρητική της πολιτική απέναντι στον Ελληνισμό, και στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Εγώ πιστεύω ότι ο Ερντογάν έχει το πράσινο φως από τους στρατηγούς να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπό μία προϋπόθεση: κανένας συμβιβασμός στα θέματα τα ελληνοτουρκικά και της Κύπρου.
Αν είναι έτσι, τότε εμείς στην Ελλάδα και στην Κύπρο πρέπει να δούμε τα πράγματα από την αρχή. Ποιοι ήταν οι πυλώνες της πρόσφατης στρατηγικής του Ελληνισμού; Λέω «πυλώνες», γιατί είχαν γίνει αποδεκτοί από ένα ευρύτατο φάσμα του πολιτικού συστήματος. Αν μερικοί από εμάς είχαμε αντιρρήσεις, κ.λπ., δε νομίζω ότι μέτρησε πάρα πολύ η θέση μας. Ποιοι ήταν λοιπόν αυτοί οι πυλώνες; Είναι ότι θα επιμείνουμε για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θα ζητήσουμε την πλήρη ένταξη, όχι ειδική σχέση, της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε αυτήν την πορεία η Τουρκία θα πιεστεί, θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο, να λύσει τις διαφορές με τους γείτονές της με έναν δημοκρατικό, ειρηνικό τρόπο, και έτσι θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει το μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, και φυσικά θα λύσει όποιες διαφορές νομίζει ότι υπάρχουν στο Αιγαίο κατά έναν τρόπο που είναι σύννομος με το Διεθνές Δίκαιο και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ποια είναι η εμπειρία μας τώρα τόσα χρόνια από αυτό; Είναι ότι τίποτε από αυτά δεν έχει γίνει. Η Τουρκία δεν έχει υποχωρήσει καθόλου σε αυτά τα ζωτικά ζητήματα. Αντίθετα, αντί να είναι η Τουρκία υπό πίεση, βρίσκεται τώρα ο Ελληνισμός υπό πίεση να υποχωρήσει. Στη Σύνοδο Κορυφής, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέστη μία μεγάλη ήττα. Έχασε την αξιοπιστία της. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των εθνών δεν έχει συμβεί αυτό, να παρακαμφτούν οι κανόνες που η ίδια η Ένωση έχει βάλει για τις διαπραγματεύσεις. Και ποτέ άλλοτε μία υποψήφια χώρα δεν επέβαλε τελικά τους δικούς της όρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί ας μη γελιόμαστε. Αυτό το οποίο έγινε είναι ότι έχει υιοθετηθεί η απρόσκοπτη, επαναλαμβάνω απρόσκοπτη, πορεία διαπραγμάτευσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρακάμπτοντας το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Αυτό που λέγαμε ότι αυτό θα είναι το μεγάλο εμπόδιο και θα πιεστεί η Τουρκία να αναγνωρίσει αυτά που πρέπει να αναγνωρίσει, δεν ισχύει. Μας πέταξαν απέξω. Και έτσι, αντί να πιεστεί η Τουρκία, πιεζόμαστε εμείς. Και ποιες είναι οι πιέσεις;
Κυρίες και κύριοι,
Ο αγγλοαμερικανικός άξονας δε συγχώρησε ποτέ το «όχι» του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Αννάν, και το Σχέδιο Αννάν επανέρχεται από την πίσω πόρτα. Τι θα γίνει από την 1η Ιανουαρίου; Πρώτα από όλα, από την 1η Ιανουαρίου θα αρχίσει μία συστηματική πίεση για τη λεγόμενη άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των κατεχομένων και των ευρωπαϊκών κρατών, που μέσα στο βάθος χρόνου, θα σημαίνει μία de facto και κάποτε de jure αναγνώριση της πολιτικής οντότητας του ψευδοκράτους. Να μη γελιόμαστε λοιπόν. Από την επόμενη της Συνόδου Κορυφής άρχισαν ήδη να διαρρέουν ότι κάπου το συζητάμε και εμείς αυτό, να δούμε με ποιους όρους, και πως θα είναι, κ.λπ. Είμαστε εμείς κάτω από πίεση. Έχει ξεχαστεί ότι μιλάμε για παράνομη στρατιωτική κατοχή, έχει ξεχαστεί ότι η απομόνωση έχει επιβληθεί από την Τουρκία και όχι από εμάς στους Τουρκοκυπρίους και τώρα μιλάμε για ένα ανθρωπιστικό θέμα τάχατες, που ουσιαστικά θα καταλήξει, που προτίθεται να καταλήξει, στην αναγνώριση της πολιτικής οντότητας του ψευδοκράτους. Δηλαδή από την πίσω πόρτα πάλι το Σχέδιο Αννάν.
Και τι θα γίνει; Ο νέος Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών έχει σαφή εντολή να ανακινήσει τις διαδικασίες για μία νέα σειρά διαπραγματεύσεων. Μια νέα σειρά διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να διαφέρει και πάρα πολύ από το Σχέδιο Αννάν. Μπορεί να υπάρχουν και κάποιες παραλλαγές, προς το χειρότερο ή το καλύτερο. Αλλά η επιδίωξη είναι το θέμα το κυπριακό να λυθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα στα Ηνωμένα Έθνη. Και αφού περάσει ένα τέτοιο σχέδιο και δημιουργηθεί ένα άλλο μόρφωμα κυπριακού κράτους, τότε βέβαια η Τουρκία μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το «κυπριακό κράτος».
Εάν αυτά διαγράφονται στον ορίζοντα, και δεν περιγράφω σενάρια υποθετικά, τότε δεν ήρθε η ώρα να επαναξιολογήσουμε την εθνική μας στρατηγική; Αν έτσι είναι τα πράγματα, εάν αυτά μας περιμένουν, τότε εμείς πώς ενεργούμε από τώρα; Νομίζω λοιπόν, στη δεύτερη φάση, ήρθε η ώρα της επανεξέτασης της εθνικής μας στρατηγικής. Και εδώ θα πρέπει να γίνει μία σοβαρή και υπεύθυνη κουβέντα. Και αυτή η κουβέντα πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Εγώ προτείνω να γίνει μία συζήτηση υψηλοτάτου επιπέδου των πολιτικών κομμάτων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο με στόχο την επανεξέταση της εθνικής μας στρατηγικής, ενόψει των νέων απειλών που προδιαγράφονται, αλλά και των νέων ευκαιριών για συμμαχίες μέσα στην Ευρώπη που ανακύπτουν.
Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση θα είναι γόνιμη, και νομίζω ότι εκεί θα πρέπει να τοποθετηθούν οι πολιτικές δυνάμεις για να έχουμε επιτέλους μία εθνική στρατηγική που θα την ακολουθήσουμε χωρίς αμφιταλαντεύσεις και με αυτοπεποίθηση. Αν το κάνουμε αυτό, εγώ είμαι αισιόδοξος ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Και ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η σύγχυση και το σχίσμα μέσα στην Ευρώπη, και η Ευρώπη παραπαίει, νομίζω ότι εμείς μπορούμε να είμαστε ο καταλύτης όχι μόνον για μία σωστή επίλυση του Κυπριακού, αλλά καταλύτης στη διαμόρφωση ενός γνήσιου οράματος για μια ενωμένη Ευρώπη, που όλοι θέλουμε να γίνει πραγματικότητα στα επόμενα, αν όχι χρόνια, τουλάχιστον στις επόμενες δεκαετίες.