Αγαπητοί συνάδελφοι, συχνά η πολιτεία ζητά θυσίες από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, προκειμένου να προωθηθεί το γενικό δημόσιο συμφέρον και να διαμορφωθεί στο μέλλον μία ευνοϊκότερη κατάσταση που θα ωφελήσει όλους και φυσικά, πάνω απ” όλα, αυτούς από τους οποίους θα ζητήσει θυσίες.
Θυσίες τώρα, προοπτικές για σημαντικά οφέλη στο μέλλον. Η ισχύς αυτού του διπόλου αποτελεί τη λυδία λίθο της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος γιατί, όταν γίνονται θυσίες, αλλά οι προσδοκίες διαψεύδονται αργότερα, δημιουργούνται σοβαρότατα προβλήματα αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Και όταν αυτό γίνεται κατ” εξακολούθηση, τότε δημιουργείται σοβαρότατο πρόβλημα στο εκλογικό σώμα, το οποίο δεν είναι διατεθειμένο να δεχθεί οποιαδήποτε θυσία, εάν δεν υπάρχουν ανταλλάγματα «εδώ και τώρα».
Αυτό δημιουργεί ένα σοβαρότατο πρόβλημα ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας και πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπ” όψιν. Και είναι απ” αυτήν την οπτική γωνία που θέλω να κάνω μερικά σχόλια για την εισοδηματική πολιτική που εισάγεται με το παρόν νομοσχέδιο. Θυσίες υπάρχουν αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, έστω και στο μέλλον, δεν προσδιορίζεται σε κανένα άρθρο του νομοσχεδίου. Σίγουρες θυσίες, αβέβαιο και απροσδιόριστο αποτέλεσμα. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4%, ενώ οι αμοιβές από μισθωτή εργασία, κατά δικούς μου υπολογισμούς, θα αυξηθούν μόνον κατά 2,6%.
Αλλά, ακόμη και αν δεχθώ την κυβερνητική εκτίμηση ότι οι αμοιβές θα αυξηθούν κατά 3,5%, το γεγονός παραμένει ότι η αύξηση υστερεί της αυξήσεως του Α.Ε.Π. Δηλαδή, η συμμετοχή της μισθωτής εργασίας στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος υστερεί. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, έχουμε μια συνέχιση της δυσμενούς κατανομής του εθνικού εισοδήματος, εις βάρος των μισθωτών και των εργαζομένων. Η ανισότητα αυτή επαυξάνεται και από το γεγονός ότι στο ελληνικό νοικοκυριό προστίθενται τώρα νέα βάρη. Η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση του χώρου της παιδείας και της υγείας έχει μεταφέρει σοβαρότατα βάρη στο ελληνικό νοικοκυριό. Και νομίζω ότι ένας δείκτης κόστους ζωής, αν δεν πάρουμε το συνολικό γενικό δείκτη της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά το δείκτη των νοικοκυριών των μισθωτών και κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων, νομίζω ότι αυτό το 2,6% που είπα, είναι υπερβολικό. Υπάρχει, λοιπόν, πρόβλημα. Αυτό είναι το περιεχόμενο της θυσίας. Όσον αφορά, όμως, το θετικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το νομοσχέδιο δεν λέει τίποτα. Είναι αόριστο. Θυσίες για ποιο λόγο; Για ποιο αποτέλεσμα, με ποια προοπτική; Αν και δεν υπάρχει τίποτα σχετικό σ” αυτό το νομοσχέδιο, μπορούμε από διάφορες εκθέσεις και από διάφορες τοποθετήσεις να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται.
Θα αναφερθώ συγκεκριμένα στην πρόσφατη έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος που την παρουσίασε και στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων την περασμένη εβδομάδα. Εκεί ο κύριος Διοικητής είναι σαφής. Υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα παραγωγικό κενό. Δηλαδή, ότι η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες αυξάνεται με έναν ταχύτατο ρυθμό, ταχύτερο από τη δυνατότητα της οικονομίας, από την πλευρά της προσφοράς, να ανταποκριθεί. Αυτή, λοιπόν, η υπερβάλλουσα ζήτηση δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις, δημιουργεί πληθωρισμό και η καταπολέμηση του πληθωρισμού απαιτεί τη συγκράτηση της ζήτησης, τη μείωση της ζήτησης και του τζίρου. Και, επικουρικά, ο κύριος Διοικητής μας λέει ότι, ακριβώς επειδή το κόστος εργασίας, ανά μονάδα προϊόντος, είναι σχετικά υψηλό, πρέπει να μειωθεί και το κόστος της εργασίας, για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Και ερωτώ: Βάσει ποιας εμπειρικής μελέτης λέμε αυτά τα πράγματα; Από πού προκύπτει αυτό; Δεν σας κάνει εντύπωση ότι από τόσους Οργανισμούς και εμπειρογνώμονες δεν έχουμε καμία έκθεση που να μας λέει ποια είναι τα πραγματικά αίτια του πληθωρισμού στον τόπο μας; Δεν θα έπρεπε σήμερα να είχαμε, έστω και ex post, μια ανάλυση των αιτίων του πληθωρισμού; Σε τι ποσοστό οφείλεται ο πληθωρισμός σε υπερβάλλουσα ζήτηση; Σε τι ποσοστό οφείλεται ο πληθωρισμός σε υψηλό κόστος εργασίας; Σε τι ποσοστό οφείλεται ο πληθωρισμός σε πλημμελή λειτουργία της αγοράς και στην έντονη παρουσία ολιγοπωλιακών καταστάσεων; Τέλος, σε τι ποσοστό οφείλεται ο πληθωρισμός στην ατελή, άκαμπτη διάρθρωση της παραγωγής και της προσφοράς;
Νομίζω ότι από διάφορες επιμέρους μελέτες, αλλά και από παρατήρηση του φαινομένου του πληθωρισμού, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ελάχιστα συντελεί στον πληθωρισμό η υπερβάλλουσα ζήτηση και το κόστος εργασίας. Ο κύριος λόγος του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι διαρθρωτικός και οφείλεται στις ατέλειες της αγοράς, στον ολιγοπωλιακό ανταγωνισμό και στην ανορθολογική διάρθρωση της παραγωγής.
Αν είναι έτσι – και έτσι είναι – τα πράγματα, τότε ακολουθούμε μια λανθασμένη αντιπληθωριστική πολιτική που όχι μόνο είναι άδικη, αλλά είναι και ατελέσφορη. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι σε χώρες όπου ο πληθωρισμός είναι διαρθρωτικό φαινόμενο, αντιπληθωριστική πολιτική με μείωση της ζήτησης οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Η αγορά ανταποκρίνεται στη μείωση του τζίρου όχι με μείωση των τιμών, αλλά με αύξηση των τιμών.
Έτσι λοιπόν, μια πολιτική αυτού του είδους της λιτότητας, οδηγεί σε στασιμοπληθωρισμό. Πληθωρισμό έχουμε τώρα. Η αλήθεια είναι όμως, θα μου πείτε, πως δεν έχουμε στασιμότητα, έχουμε μια αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Αυτό είναι σωστό. Γιατί όμως έχουμε αύξηση; Έχουμε αύξηση γιατί γενικά η μακροοικονομική πολιτική της Κυβέρνησης είναι αντιφατική. Από τη μια μεριά έχουμε μια περιοριστική εισοδηματική πολιτική, από την άλλη μεριά έχουμε μια απλόχερη πιστωτική πολιτική, μεγάλη ρευστότητα των τραπεζών, που τροφοδοτεί τον ιδιωτικό δανεισμό. Τα νοικοκυριά, για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους που δεν καλύπτονται από το εισόδημά τους, προσφεύγουν στον ιδιωτικό δανεισμό.
Κοιτάξτε τώρα το παράδοξο: Ναι, μειώνεται, λέτε, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, αλλά τι κάνετε; Μεταφέρετε το έλλειμμα του δημόσιου τομέα σε έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα. Αποτέλεσμα μηδέν. Κοινωνικές ανισότητες σημαντικές. Πού θα πάει αυτό το πράγμα; Εάν η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος οφείλεται τώρα στην ιδιωτική κατανάλωση, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί με συνέχιση του δανεισμού των ιδιωτών. Κάποια στιγμή λοιπόν, πέρα από τον πληθωρισμό, θα έχουμε και τη στασιμότητα. Δεν πρέπει λοιπόν, τώρα να επαναξιολογήσουμε την οικονομική μας πολιτική; Και αν είναι έτσι, εάν δηλαδή το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό, τότε το πρόβλημα θα πρέπει να το δούμε αλλιώς. Θα πρέπει να αρχίσουμε από την καρδιά του προβλήματος.
Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνουμε τώρα, επειδή ζητάτε και εναλλακτικές πολιτικές σε αυτό που κάνετε; Θα έπρεπε να αρχίσουμε ακριβώς από ένα πρόγραμμα μεσοπρόθεσμο, τετραετές ή πενταετές, όπου θα βάλουμε συγκεκριμένους στόχους, ποσοτικούς στόχους, όπως αύξηση της παραγωγικότητας, εντοπίζοντας τους κλάδους ακριβώς στους οποίους θα επιδιώξουμε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και θα προσδιορίσουμε και το ρόλο όλων που εμπλέκονται στην παραγωγή: των εργαζομένων, των επιχειρήσεων, των αγροτών και του κράτους, σε ένα δεσμευτικό πρόγραμμα για να πετύχουν κάποιοι συγκεκριμένοι στόχοι. Και, μέσα σε αυτό το πλαίσιο της επιδίωξης συγκεκριμένων παραγωγικών και αναπτυξιακών στόχων, μπορούμε να δούμε και την εισοδηματική πολιτική, να δούμε σε εκείνα τα πλαίσια τα όρια τα οποία θα δημιουργούνται για την αύξηση του εργατικού εισοδήματος. Αυτό όμως απαιτεί ανατροπή της υπάρχουσας λογικής, απαιτεί πάνω απ” όλα την εγκατάλειψη ενός αποτυχημένου υποδείγματος, του μοντέλου της «Συναίνεσης Ουάσιγκτον» που, από πολλά χρόνια ακολουθείται σε πολλές χώρες και έχουμε και τον απόηχό του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουμε το Σύμφωνο της Σταθερότητας. Υπάρχουν όμως περισσότερες φωνές τώρα από πριν, ότι αυτό το μοντέλο έχει πλέον αποδειχθεί ακατάλληλο για να αντιμετωπίσει προβλήματα στασιμοπληθωρισμού. Νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να εξετάσουμε μια εναλλακτική πρόταση, στοιχεία της οποίας ήδη σας έδωσα και είμαι φυσικά στη διάθεση του σώματος, αν θέλει να κάνει και να ανοίξει έναν τέτοιο διάλογο, για να δούμε ότι με μια διαφορετική πορεία θα μπορέσουμε να δώσουμε μια αναπτυξιακή διέξοδο με κοινωνική δικαιοσύνη. Ευχαριστώ πολύ.