Κύριε πρύτανη, Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να συγχαρώ τους συντελεστές της σημερινής εκδήλωσης, το Ίδρυμα Τρίτση και τους συγγραφείς και επιμελητές αυτού του βιβλίου. Είναι ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο που πετυχαίνει ταυτόχρονα δύο σκοπούς: από τη μια μεριά μας φωτίζει μια λιγότερο γνωστή πτυχή του πολιτικού Τρίτση, τη δράση του στο Υπουργείο Παιδείας και, από την άλλη μεριά, καταγράφει την ιστορία στο πολυτάραχο χώρο της Παιδείας στην περίοδο 1986 – 1988. Γι΄ αυτό είναι ένα βιβλίο που θα διαβασθεί με πολύ ενδιαφέρον από τους θαυμαστές του Αντώνη Τρίτση – πολύ περισσότερους σήμερα απ΄ ότι δέκα χρόνια πριν – θα διαβασθεί με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από αυτούς που ασχολούνται με τα θέματα παιδείας ως ένα σοβαρό ντοκουμέντο εκείνης της περιόδου. Θα πρέπει επίσης να διαβασθεί και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από πολιτικούς και πολιτικούς επιστήμονες, γιατί από αυτό το βιβλίο, από την ιστορία του Αντώνη Τρίτση στο Υπουργείο Παιδείας βγαίνουν σημαντικά και, ίσως οδυνηρά, συμπεράσματα για τις δυσκολίες μεταρρυθμίσεων στον τόπο μας και για τις αιτίες για τις οποίες οι μεταρρυθμίσεις, μέσα στην πορεία του χρόνου, τελικά ακυρώνονται.
Για εμένα είναι ιδιαίτερη η χαρά και η συγκίνηση που μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα να μιλήσω μαζί σας για τον Αντώνη Τρίτση, όχι μόνο γιατί ο Αντώνης ήταν συμπατριώτης και φίλος μου αλλά και γιατί, έτσι το έφερε η τύχη, και είχαμε, κατά ένα τρόπο, βίους παράλληλους. Αγωνισθήκαμε στις ίδιες γραμμές, με τον ίδιο πολιτικό προσανατολισμό, ανήκαμε και οι δύο σε αυτό που σήμερα λέγεται πατριωτικό, σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ ή Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Ο Αντώνης Τρίτσης έμεινε πιστός στις αρχές αυτές ως το τέλος και, νομίζω, και οι οπαδοί του σήμερα παραμένουν και αυτοί πιστοί στις ίδιες αρχές.
Τον Αντώνη δεν τον γνώρισα στην παιδική του ηλικία. Ο Αντώνης τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Κεφαλονιά ενώ εγώ έφυγα μικρός από την Κεφαλονιά και τέλειωσα το Γυμνάσιο στην Αθήνα, στο Βαρβάκειο. Συναντηθήκαμε πολύ αργότερα στη Νέα Υόρκη. Ήταν η περίοδος της Χούντας, εργαζόμουν στα Ηνωμένα Έθνη και το γραφείο μου είχε γίνει γραφείο πολλών περαστικών που ταξίδευαν στην Αμερική από την Ελλάδα και τανάπαλιν. Τότε είχα στενή συνεργασία με τον Ανδρέα Παπανδρέου στα πλαίσια του ΠΑΚ και, μια μέρα πήρα ένα τηλεφώνημα από το Τορόντο από τον Ανδρέα Παπανδρέου που μου είπε ότι θα έρθει ένας φίλος αγωνιστής να σε δει, ο «Γιάννος». Δεν θεώρησε αναγκαίο να μου πει περισσότερα.
Έστειλα τη γραμματέα μου να τον υποδεχθεί στην είσοδο αλλά είχε κάποια δυσκολία να τον περάσει από την ασφάλεια του ΟΗΕ γιατί ήταν ντυμένος κάπως «επαναστατικά», επαναστατικά για εκείνη την εποχή. Το γραφείο μου ήταν στον 37ο όροφο, με πολύ ωραία θέα του Μανχάτταν. Είδα έναν νέο που «φουριόζος» μπήκε μέσα. Μου έδωσε ελάχιστη σημασία και, με δύο φωτογραφικές μηχανές που είχε, μια κρεμασμένη στο λαιμό και μια στα χέρια, άρχισε μανιωδώς να φωτογραφίζει το Μανχάτταν, ήταν και ωραία ώρα, ηλιοβασίλεμα. Αφού χόρτασε να φωτογραφίζει το Μανχάτταν, τότε γύρισε προς εμένα και μου είπε «είμαι ο Γιάννος». Καθίσαμε, είπαμε τα σχετικά και αυτή η τυπική συνάντηση για τα θέματα της εποχής, δεν κράτησε μισή ώρα όπως είχα υπολογίσει. Τελειώσαμε την κουβέντα μας στις 04:00 το πρωί.
Από τότε άρχισε μια πολύ στενή φιλία με τον Αντώνη Τρίτση. Παρακολούθησα τα βήματά του στο ΥΧΩΠ, ξέρω πολύ καλά και από μέσα την ιστορία του στο ΥΧΩΠ, αλλά ξέρω λιγότερα για την περίοδο που ο Αντώνης ήταν στο Υπουργείο Παιδείας. Όταν ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας, το 1986, εγώ είχα διαφωνήσει με το κόμμα μου για την εισοδηματική πολιτική που ακολούθησε τότε ο Σημίτης και, μαζί με πολλούς άλλους συνδικαλιστές – πολλούς από το χώρο των Πατρών – βρεθήκαμε εκτός και, έτσι, σ΄αυτή τη διετία είχαμε μια έμμεση όχι άμεση επαφή.
Το Υπουργείο Παιδείας έχει μια περίεργη ιστορία που πρέπει να σας την πω. Όποιος πάει στο Υπουργείο Παιδείας πρέπει να πάρει μια απόφαση. Ή θα «κάτσει καλά» και θα είναι πολύ δημοφιλής, θα βγαίνει πολύ υψηλά στις βουλευτικές εκλογές και θα έχει άνεση ή θα κοιτάξει να αλλάξει τα πράγματα, οπότε θα έχει προβλήματα. Αυτό το ξέρουν οι πολιτικοί, το ήξεραν και οι πολιτικές ηγεσίες. Κάτι που ίσως δεν ξέρετε και το λέω δημοσίως για πρώτη φορά: Το 1985, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας είχα μια αντιπαράθεση με οικονομικούς παράγοντες και είχα και στείλει στον εισαγγελέα ως κατηγορούμενη για κακούργημα την ΑΓΕΤ Ηρακλής του Τσάτσου. Τότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου μου πρότεινε να φύγω από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και να πάω στο Υπουργείο Παιδείας. Ήξερε την αδυναμία μου για την Παιδεία γιατί, τόσο ο Αντώνης Τρίτσης όσο και εγώ, είχαμε μια βαθιά πίστη ότι για να αλλάξει ο τόπος αυτός πρέπει να αλλάξει μέσα από την παιδεία. Εγώ το σκέφθηκα ένα ολόκληρο βράδυ αλλά τελικά δεν δέχθηκα το Υπουργείο Παιδείας επειδή ήξερα ότι, μετά την αναστάτωση που είχε φέρει η εμμονή μου για κάθαρση στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το Υπουργείο Παιδείας θα ήταν ένα βαρύ φορτίο. Δεν έπεσα σε εκείνη την παγίδα.
Ένα χρόνο μετά, το Φεβρουάριο του 1986 ο Αντώνης Τρίτσης δέχεται να γίνει Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Γιατί; Ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν. Μετά τη θητεία του στο ΥΧΩΠ, ο Αντώνης ήταν πολύ δημοφιλής. Ο ρομαντικός αγωνιστής γύριζε όλη την Ελλάδα, εμψύχωνε τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ με τον ριζοσπαστικό του λόγο σε μια περίοδο που το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση είχε αρχίσει να κάνει στροφή, μακριά από το Συμβόλαιο με το Λαό και το σύνθημα της Αλλαγής. Ο Τρίτσης ήταν δημοφιλέστατος, σε όλες τις οργανώσεις και, σας υπενθυμίζω, στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ήρθε τρίτος σε σταυρούς. Ήταν λοιπόν όχι απλώς ένας δημοφιλής πολιτικός στο ΠΑΣΟΚ αλλά ένα ανερχόμενο ηγετικό στέλεχος. Θα ήταν λοιπόν εύλογο να περιμένει κανείς την τοποθέτηση του Αντώνη Τρίτση εκείνη την εποχή σε ηγετική θέση στο Κόμμα, να αναλάμβανε τον ιδεολογικό οργανωτικό τομέα. Όσο η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη – δεν θα το συζητήσω αυτό τώρα – να κάνει ορισμένους πολιτικούς συμβιβασμούς στη δεύτερή της τετραετία, άλλο τόσο θα ήταν αναγκαίο το κόμμα, το ΠΑΣΟΚ να μείνει κοντά στην λαϊκή του βάση, στις ριζοσπαστικές ιδέες, και χρειαζόταν ανθρώπους σαν τον Αντώνη Τρίτση να εμψυχώνει τον κόσμο και να τον κρατήσει στις πάγιες θέσεις μας. Εάν το κόμμα κρατούσε αυτή τη γραμμή νομίζω ότι θα βοηθούσε την κυβέρνηση και η εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική και στο κόμμα και στην κυβέρνηση. Όμως η απόφαση δεν ήταν να πάει ο Αντώνης στο κόμμα αλλά να επιστρέψει στην Κυβέρνηση.
Ήταν γνωστό ότι, όπου και να πήγαινε ο Αντώνης, θα τάραζε τα νερά. Ήταν επίσης γνωστό ότι είχε συγκεκριμένες απόψεις για την παιδεία, απόψεις που ερχόντουσαν σε αντιπαράθεση με οργανωμένα συμφέροντα και κεκτημένα στο χώρο αυτό.
Γιατί του δόθηκε αυτό το Υπουργείο; Ο Αντώνης είχε εχθρούς μέσα στο κόμμα. Η γραφειοκρατία της Χαριλάου Τρικούπη και μέλη της Κυβέρνησης τα οποία ονομάζει στο γράμμα της παραίτησής του δεν ήθελαν αυτή τη συνεχή άνοδο του Αντώνη Τρίτση. Το Υπουργείο Παιδείας ήταν το Υπουργείο που θα ενέπλεκε τον Αντώνη στην Κυβέρνηση, ως συνυπεύθυνο της κυβερνητικής πολιτικής, άρα με λιγότερο ελεύθερο λόγο και θα τον ενέπλεκε σε ένα υπουργείο όπου σαφώς θα είχε προβλήματα. Άρα από την ώρα της ανάληψης των καθηκόντων του, ήταν σαφές ότι η ημερομηνία της παραίτησής του ήταν ζήτημα χρόνου. Αυτοί που μεθόδευσαν τη φθορά του Αντώνη εμφανίσθηκαν και αργότερα και επηρρέασαν την πολιτική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αλλά, οφείλω να σας πω και το ξέρω από πρώτο χέρι, ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου που αγαπούσε τον Αντώνη και ήταν αμέτοχος της πλεκτάνης που είχε στηθεί.
Γιατί δέχθηκε ο Αντώνης Τρίτσης να γίνει Υπουργός Παιδείας; Αν και δεν συζήτησα ποτέ μαζί του αυτό το θέμα, νομίζω ότι δέχθηκε για δύο λόγους. Πρώτα απ΄ όλα γιατί ο Αντώνης ήταν ρομαντικός και πίστευε ότι ένας αγωνιστής αναλαμβάνει ένα δύσκολο έργο και προσπαθεί να το βγάλει πέρα. Δεύτερον πίστευε ότι στις αλλαγές που είχε υπόψη του να φέρει στο χώρο της παιδείας θα είχε τη στήριξη του Κόμματός του. Είχε τη στήριξη του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν είχε όμως τη στήριξη του κόμματος. Η υπονέμευση του Αντώνη Τρίτση δεν έγινε τόσο από τους πολιτικούς μας αντιπάλους, έγινε από μέσα, το λέει άλλωστε στα γράμματα της παραίτησής του. Έπεσε λοιπόν έξω. Έπεσε έξω γιατί είχε αδυναμία στο χώρο της παιδείας και ήθελε να δοκιμάσει να αλλάξει την Παιδεία. Το θεωρούσε σημαντικότατο.
Ο Αντώνης Τρίτσης, όταν πήγε στο Υπουργείο Παιδείας είχε ήδη μια ολοκληρωμένη άποψη για την Παιδεία, μπορεί να μην είχε συγκεκριμένη άποψη για λεπτομέρειες και εξειδικεύσεις στις αλλαγές που χρειάζονταν αλλά είχε μια κοσμοθεωρία, όπως πάντοτε είχε μια ολοκληρωμένη άποψη για τον κόσμο και την πολιτική.
Αυτό που χαρακτήριζε τον Αντώνη Τρίτση ήταν η βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και η πίστη του στην Ορθοδοξία, στη δύναμη της ελληνοκεντρικής παιδείας. Γι΄ αυτό πίστευε στις δυνατότητες του πολιτικού και της πολιτικής να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Πολλά στοιχεία της δικής του θεώρησης των πραγμάτων είχαν παρερμηνευθεί τότε όπως και σήμερα. Πρώτα απ΄ όλα το ελληνοκεντρικό στοιχείο πάνω στο οποίο επέμενε. Ο διεθνιστής Αντώνης Τρίτσης, ο άνθρωπος που πίστευε στο όραμα της Ειρήνης και της συνεργασίας των λαών, ήταν ο άνθρωπος που πίστευε στους ανοιχτούς ορίζοντες, ήταν εναντίον της απομόνωσης, δεν ήταν εθνικιστής με την έννοια του σωβινιστή. Πίστευε όμως ότι μέσα στην παγκόσμια οικογένεια, για να επιζήσεις και να προσφέρεις, πρέπει να έχεις συνείδηση της ιστορίας σου, εθνική ταυτότητα και εθνική συνείδηση. Γιατί είναι με τον εθνικό σου πολιτισμό που προσφέρεις τη δική σου ευαισθησία στο παγκόσμιο γίγεσθαι και, έτσι, μπολιάζεις το παγκόσμιο σύστημα. Και, φυσικά, πίστευε ότι η Ορθοδοξία ήταν ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, κομμάτι της εθνικής μας ιστορίας, και εμείς οι σύγχρονοι που είμαστε κληρονόμοι μιας μεγάλης πολιτιστικής παράδοσης, πρώτοι εμείς και πριν από τους άλλους, πρέπει να γνωρίζουμε τον πολιτισμό και την ιστορία μας.
Βασικό εργαλείο της αυτοσυνείδησής μας είναι η γλώσσα. Η γλώσσα δεν είναι κάτι μηχανικό απλά για να επικοινωνούμε μεταξύ μας, είναι προϊόν μιας διεργασίας μέσα από τους αιώνες. Και η γλώσσα που μιλάμε σήμερα, η δημοτική γλώσσα, είναι εξέλιξη μέσα στους αιώνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Δεν νοείται λοιπόν μορφωμένος Έλλην, με συνείδηση της ιστορικής του παράδοσης που να μην γνωρίζει διαχρονικά την εξέλιξη της γλώσσας του. Ο Αντώνης Τρίτσης δεν ήταν αρχαιολάτρης, ήταν μάλιστα δημοτικιστής αλλά έλεγε ότι για να ξέρεις που βρίσκεσαι σήμερα, για να έχεις συνείδηση του εαυτού σου σήμερα πρέπει να ξέρεις καλά την ιστορία σου και να ξέρεις καλά τη γλώσσα σου.
Για το θέμα της γλώσσας θέλω να αναφερθώ σε ορισμένα αποσπάσματα που τα θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά. Λέει – και είναι σημαντικό – ο Τρίτσης ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 αν και ο ίδιος, για αισθητικούς περισσότερο λόγους, όπως και εγώ, κράτησε το πολυτονικό. Το 1976 ορθώς επανήλθε η απόφαση του 1963-64 για τη γλώσσα. Από εκεί και πέρα όμως έγινε σύγχυση μεταξύ δύο πραγμάτων. Το ένα είναι η δυνατότητα επικοινωνίας με την αρχαία ελληνική σκέψη, άρα θέλει κανείς κάποια κείμενα αρχαίας ελληνικής στην καθομιλουμένη για να μπορεί ο μαθητής να επικοινωνεί με τον συγκλονιστικό πλούτο της ελληνικής σκέψης πράγμα που δεν είχαμε πετύχει με τον αναχρονισμό που μάστιζε την παιδεία μας. Ορθώς, κατ΄ επέκταση, έπρεπε να διδάσκεται και η αρχαία ελληνική σκέψη στην καθομιλουμένη για να μπορεί να την παρακολουθεί και να την γνωρίσει ο μαθητής. Αυτό όμως δεν έπρεπε να σημαίνει ότι από τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας έπρεπε να εξαφανισθεί η δόκιμη γνώση των μεταβολών της στην πορεία του χρόνου. Η δημοτική εμπεριέχει την αρχαία ελληνική και αυτή είναι η δυναμική της. Αλλά, ο μαθητής πρέπει να την βρει συνειδητά, δόκιμα μέσα από την σπουδή της αρχαίας ελληνικής. Γι΄ αυτό ήθελε να ανοίξει πάλι το θέμα της διδασκαλίας και της αρχαίας ελληνικής. Ο Αντώνης Τρίτσης χτυπήθηκε πολύ γι΄ αυτό και είχε ιδιαίτερα προβλήματα με την ΟΛΜΕ η οποία έκανε μεγάλο λάθος όταν χαρακτήρισε την πρόταση αυτή του Τρίτση ως «μεγαλοϊδεατισμό».
Ο Τρίτσης, επίσης, με την ελληνοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων θεωρούσε την ελληνική παιδεία απαραίτητη προϋπόθεση για την άμυνα της πατρίδας. Θωράκιση του Έθνους δεν γίνεται μόνο με όπλα, χωρίς εθνική συνείδηση. Και την εθνική συνείδηση την εμποτίζει η παιδεία και η παιδεία χρειάζεται μια ζωντανή γλώσσα που έχει όμως συνείδηση της διαχρονικότητάς της.
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό αλλα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ο Αντώνης ενδιαφέρθηκε για την ελληνική γλώσσα και έξω από τον ελληνικό χώρο. Γι΄ αυτό ανέπτυξε το ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα Ελλάδας – Κύπρου το οποίο συνάντησα χρόνια αργότερα όταν εγώ ως Υπουργός Άμυνας εφάρμοσα το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας – Κύπρου. Και πιστεύω ότι ήταν προσωπικό του επίτευγμα, δική του συμβολή όταν ανατράπηκε η απόφαση του Πανεπιστήμιο Κύπρου να διδάσκει στα αγγλικά και όχι στα ελληνικά. Το γεγονός ότι υπάρχει Πανεπιστήμιο που διδάσκει στην ελληνική γλώσσα στην Κύπρο είναι σοβαρότατη συμβολή στη διατήρηση του εθνικού φρονήματος των Ελληνοκυπρίων. Αυτό το οφείλουμε στον Αντώνη Τρίτση και, πιστεύω, ότι και οι Κύπριοι του το αναγνωρίζουν.
Ο Αντώνης είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της ποιότητας των σπουδών. Οφείλουμε επίσης στον Αντώνη Τρίτση τα μουσικά και τα αθλητικά σχολεία που αναπτύχθηκαν επί της θητείας του και πιστεύω ότι σ΄ ένα από τα σχολεία αυτά, η πολιτεία οφείλει να δώσει το όνομα «Αντώνης Τρίτσης». Ήταν τόσο επίμονος στο θέμα της ποιότητας που, πολλές φορές αναγκάσθηκε να επιμείνει σε έναν περιορισμένο αριθμό εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και μια άλλη παρεξήγηση. Ο Αντώνης δεν ήταν υπέρ της διατήρησης της πυραμίδας ότι λίγοι πρέπει να σπουδάζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Αντώνης, ευθύς εξ΄ αρχής, ήταν υπέρ της ανοικτής παιδείας και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά επέμενε – και σωστά – ότι για να γίνει το άνοιγμα αυτό θα έπρεπε να προηγηθεί η αναγκαία υποδομή για να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και εδώ θέλω να αναφερθώ σε μια πρότασή του, πρόταση που έκανε μετά την παραίτησή του από Υπουργός Παιδείας, που είναι σχετική με τη συζήτηση που γίνεται σήμερα για την Παιδεία. Ο Αντώνης Τρίτσης είχε προτείνει την ανάπτυξη των περιφερειακών πανεπιστημίων όπου οι φοιτητές θα μπορούσαν να μπαίνουν χωρίς εξετάσεις μετά το Λύκειο και να φοιτούν σε γενικής παιδείας προγράμματα πανεπιστημιακού επιπέδου για δύο χρόνια. Και μετά από δύο χρόνια – αυτό που ονομάζεται junior college στην Αμερική – να μπορούσαν κάτω από προϋποθέσεις να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα Κεντρικά Πανεπιστήμια. Νομίζω ότι αυτή είναι μια πρόταση που δείχνει ότι ο Αντώνης ήταν υπερ της ανοικτής παιδείας και επέμενε ότι στα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν σε πανεπιστημιακό επίπεδο θα πρέπει να τους δοθεί αυτή η δυνατότητα.
Για να γίνουν όλα αυτά όμως χρειαζόταν κατά τον Τρίτση μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ποιες ήταν οι προϋποθέσεις; Ο Αντώνης Τρίτσης είπε ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση χρειάζεται μια εθνική συμφωνία για την παιδεία, και το είπε αυτό αμέσως μόλις ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας. Λέει συγκεκριμένα «Η συνειδητή απόφαση των κομμάτων, η αλλαγή της στάσης της κοινωνίας απέναντι στην Παιδεία και μια συνειδητή συλλογική προσπάθεια για την καλλιέργεια ενός δημιουργικού πνεύματος μέσα σ΄ ολόκληρο το χώρο της Παιδείας» είναι προϋπόθεση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Γι΄ αυτό, αμέσως, προχώρησε σε μια πρόσκληση των κομμάτων για διάλογο για τα θέματα της Παιδείας. Η πρόσκληση αυτή εστάλη, μετά από 8 μήνες αφότου ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας, στις 2 Δεκεμβρίου 1986 προς όλα τα κόμματα όπου κατέθεσε επτά βασικές αρχές που έπρεπε να συζητηθούν. Είναι ενδιαφέρον ότι σ΄ αυτές τις επτά αρχές περιλαμβάνεται και το θέμα της αποκομματικοποίησης του χώρου της παιδείας. Οι απαντήσεις τότε από τη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ, έδειχναν ότι οι πολιτικές συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει στην Ελλάδα για έναν ειλικρινή διάλογο ανάμεσα στα κόμματα για κοινή συνισταμένη στο χώρο της παιδείας. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να προχωρήσει και σε διάλογο με την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ και εκεί βρήκε μεγάλες αντιστάσεις, κυρίως στο θέμα της γλώσσας.
Άρα, οι προϋποθέσεις που έβαλε ο Τρίτσης για μια εθνική συμφωνία για την Παιδεία, δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε διακομματική διάθεση για συμφωνία, δεν υπήρχε διάθεση μέσα στο συνδικαλισμό να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες αλλαγές. Προχωρούσε δηλαδή ο Τρίτσης μέσα σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο, επιμένοντας για τις αλλαγές.
Βέβαια, η μεγάλη περιπέτεια του Αντώνη στο Υπουργείο ήταν με την Εκκλησία. Αλλά αυτό το βιβλίο δεν ασχολείται με αυτό το θέμα και, γι΄ αυτό δεν θα αναφερθώ κι εγώ. Νομίζω ότι στο εκκλησιαστικό δόθηκε το πρώτο μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να αντιμετωπίσει συγκρούσεις. Ήταν ο Τρίτσης που έπρεπε να υποχωρήσει, όπως και υποχώρησε. Και αυτό όμως να μην συνέβαινε, ακόμα και αν υπήρχε μόνο ο τομέας της παιδείας εκεί, αργά ή γρήγορα, η κατάσταση θα έφθανε στο απροχώρητο. Η υπονόμευση έγινε με «οικονομικό αποκλεισμό». Δεν του δόθηκαν οι πόροι για να στηρίξει το πρόγραμμά του. Γι΄ αυτό το θέμα κατηγόρησε συγκεκριμένα τον τότε αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης. Υπήρχε αντίδραση από παντού.
Με αρνητικό τύπο, υπονόμευση από κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, αντιπαράθεση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, το αδιέξοδο ήταν σαφές. Έτσι, οδηγήθηκε ο Τρίτσης στην παραίτηση του την 4 Μαϊου 1988. Στην επιστολή της παραίτησής του ξεσκεπάζει την οργανωμένη αντίδραση των κατεστημένων συμφερόντων στο χώρο της Παιδείας. «Είναι σαφές», γράφει στην επιστολή της παραίτησής του, «ότι επιδιώκεται η άλωση από διαφόρους «μηχανισμούς» παρακομματικούς, του χώρου της Παιδείας, και εδώ σαφώς αποτελώ εμπόδιο, γιατί αρνούμαι να παίζω αυτό το παιχνίδι». Βλέπει ότι «επαναλαμβάνεται απλώς για τους ίδιους λόγους το προηγούμενο του ΥΧΩΠ! Γι΄ αυτό όπως δραματικά εξηγεί «Δεν έχει νόημα πλέον να διεξάγω ένα μοναχικό αγώνα με λίγους συνεργάτες από τη θέση του Υπουργού Παιδείας ενάντια στην ροή των πραγμάτων που ολόκληρο το υπόλοιπο σύστημά μας φαίνεται να συντηρεί».
Τι έφταιξε; Σίγουρα όχι οι ιδέες του Αντώνη. Απλά, ο Αντώνης δεν εκτίμησε σωστά τη βούληση του συστήματος να προχωρήσει στις αναγαίες ρήξεις. Μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να στεριώσουν πάνω σε σαθρό πολιτικό υπόβαθρο. Σας υπενθυμίζω ότι ένα χρόνο μετά, ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε και βαδίσαμε στη θλιβερή ιστορία του ΄89.
Διακινδυνεύω μια υπόθεση: Αν δινόταν ξανά η ευκαιρία στον Τρίτση, πάλι τα ίδια θα έκανε. Εδώ βρίσκεται το ωραίο και τραγικό στοιχείο ενός οραματικού αγωνιστή.!