Πρώτα απ΄ όλα θα ήθελα να συγχαρώ το συγγραφέα και φίλο Γιάννη Τσεκούρα για την πρωτοβουλία του να βγάλει σε βιβλίο τις σκέψεις του, σκέψεις που έχει εκφράσει κατά καιρούς. Θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου. Σε μια εποχή που ο πολιτικός λόγος απουσιάζει, έχουμε επιτέλους ένα βιβλίο που παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη άλλη πολιτική πρόταση. Και πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο μπορεί να είναι βάση συζήτησης που κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξει στον τόπο μας.
Ο Γιάννης Τσεκούρας αυτοχαρακτηρίζεται ως ρομαντικός και απευθύνεται σε άλλους «ρομαντικούς». Δεν θα συμφωνήσω ότι ο Γιάννης είναι ρομαντικός με την έννοια «ουτοπικός». Ο Γιάννης είναι οραματιστής που αγωνίζεται για τις ιδέες του αλλά είναι και άνθρωπος της πράξης, πράξης που προσδιορίζεται από ένα σταθερό σύστημα αξιών. Και πιστεύω ότι δεν απευθύνεται σε άλλους ρομαντικούς «του καναπέ», απευθύνεται στον πολίτη που ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση του τόπου και αναζητεί έναν πολιτικό διάλογο.
Το βιβλίο αυτό μπορεί να μην προσελκύσει την προσοχή της τηλεόρασης, δεν θα βγει στα πρωϊνάδικα και δεν θα γίνουν και αποκλειστικές συνεντεύξεις το βράδυ για την πρόταση του Γιάννη Τσεκούρα – για τον έντυπο τύπο θα είμαι πιο επιφυλακτικός μια και έχουμε και επιφανείς δημοσιογράφους στο πάνελ, δεν θέλω να πω πράγματα που δεν είναι ιδιαίτερα ευγενικά – αλλά νομίζω ότι είναι πολλοί, πάρα πολλοί, οι πολίτες σ΄ αυτόν τον τόπο που αναζητούν σοβαρό πολιτικό λόγο και θέλουν να συζητήσουν σοβαρά τα πολιτικά ζητήματα του τόπου και, ελπίζω, αυτό το βιβλίο να είναι ένα από τα εργαλεία που χρειάζεται η κοινή γνώμη για να αναπτυχθεί η πολιτική συζήτηση στον τόπο.
Ο Γιάννης Τσεκούρας γράφει αυτό το βιβλίο με κάποια μελαγχολία γιατί αυτές τις σκέψεις, τις περισσότερες, τις έχει εκφέρει και στο κοινοβούλιο ως βουλευτής. Απόψεις που δεν βρήκαν αντίκτυπο ούτε στο κόμμα του ούτε και στο κοινοβούλιο. Γιατί; Γιατί σοβαρές πολιτικές προτάσεις δεν γίνονται αντικείμενο σοβαρής συζήτησης στον τόπο μας; Ο συγγραφέας δεν απαντάει σ΄ αυτό το ερώτημα. Το αφήνει να το απαντήσουμε εμείς και ίσως στο τέλος της παρέμβασής μου πω δύο τρία πράγματα σχετικά.
Ας προχωρήσω όμως τώρα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Είναι δύσκολο να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο όταν συμφωνεί σχεδόν με όλα όσα γράφονται σε αυτό. Θα ήταν ανιαρό για εμένα να πάρω κεφάλαιο – κεφάλαιο και να πω και αυτό είναι σωστό, και αυτό σημαντικό. Γι΄ αυτό απλά σας συστείνω να διαβάσετε αυτό το βιβλίο γιατί είναι ένα καλό βιβλίο προβληματισμού. Είναι γραμμένο όχι από τον μαχητή – πολιτικό Γιάννη Τσεκούρα, είναι γραμμένο από τον επιστήμονα Γιάννη Τσεκούρα. Είναι πολύ λιτός ο λόγος του, χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά προχωρημένο ορθολογισμό και, εάν έχει ένα ελάττωμα αυτό το βιβλίο είναι η υπερβολική σεμνότητά του. Και, για να ανοίξω κάπως τη συζήτηση, ας πάρω και κάποιες κριτικές αποστάσεις από το βιβλίο για να πω μερικά σχόλια. Πρώτα απ΄ όλα για τον τίτλο. Ο τίτλος κατά τη γνώμη μου αδικεί το περιεχόμενο του βιβλίου που είναι πολύ σημαντικότερο από αυτόν «Ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας στα πλαίσια της παγκοσμιοποιήσης».
«Εκσυγχρονισμός»: μερικοί από εμάς έχουμε και «αλλεργία» στον όρο του εκσυγχρονισμού στο βαθμό που ο εκσυγχρονισμός έχει χρησιμοποιηθεί στον ιδεολογικό χώρο ως το άλλοθι του συμβιβασμού του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού στα κελεύσματα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκσυγχρονισμός σημαίνει ότι υπάρχει ένα ιδεατό σύστημα που λειτουργεί και που υπάρχει και ένα υποκείμενο που είναι μακριά από αυτό το ιδεατό σύστημα και είναι καθυστερημένο. Ο εκσυγχρονισμός είναι η προσπάθεια μετάβασης από ένα στάδιο καθυστέρησης στο ανώτερο επίπεδο του εκσυγχρονισμού. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα της Ελλάδας. Το πρόβλημα της Ελλάδας έχει άλλες διαστάσεις με τις οποίες ασχολείται το βιβλίο. Ούτε επίσης το πρόβλημα της Ελλάδας είναι να συμμορφωθούμε παθητικά στα πλαίσια της παγκοσμιοποιήσης.
«Παγκοσμιοποίηση»: η παγκοσμιοποιήση έχει και αυτή χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικό όπλο που δηλώνει αυτή την παρούσα φάση της εξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το χαρακτηριστικό της εποχής μας σήμερα δεν είναι ο διεθνισμός, το ελεύθερο εμπόριο, οι ανοικτοί ορίζοντες, αυτά τα στοιχεία υπήρχαν και παλαιότερα, από τον 19ο αιώνα. Το χαρακτηριστικό της σύγχρονης φάσης του καπιταλισμού είναι η κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς σε όλες τις εκφάνσεις της οργάνωσης της κοινωνίας, από τον πολιτισμό μέχρι το πολιτικό σύστημα. Αυτό το οποίο προχωράει ως ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς η αυτονόμηση της οικονομικής ζωής από το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια, η διεκδίκηση από τη λογική και τους κανόνες της αγοράς χώρων που παραδοσιακά ανήκουν στην πολιτική δημοκρατία και στους πολιτισμούς των λαών. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούμε να δεχθούμε την παγκοσμιοποίηση σαν ένα σύστημα στα πλαίσια του οποίου θα οργανώσουμε την πολιτική πράξη. Πρέπει να δούμε την παγκοσμιοποίηση σαν μια φάση της εξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού που έχει μέσα της τις αναπόφευκτες αντιφάσεις και βρίσκεται μόνιμα σε αντιπαράθεση με το αίτημα της πολιτικής δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας, του σεβασμού των πολιτισμών των λαών. Έτσι, κάθε πολιτική πρόταση για ένα Κράτος, και για την Ελλάδα, θα βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με την παγκόσμια ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση περνάει τώρα την κρίση της, οι αντιφάσεις της γίνονται ολοένα και εμφανέστερες και, φυσικά, θα φύγουμε από αυτή την φάση και θα προχωρήσουμε στην επόμενη, τις διαστάσεις της οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη.
Θα έλεγα λοιπόν ότι το βιβλίο αυτό δεν μιλάει γι΄ αυτή την παγκοσμιοποίηση ούτε γι΄ αυτόν τον εκσυγχρονισμό. Η ουσία, έτσι όπως εγώ κατάλαβα την πολιτική πρόταση του Γιάννη Τσεκούρα, είναι το ζήτημα της ανάπτυξης και διακυβέρνησης της Ελλάδας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Και εκεί ο συγγραφέας κάνει δύο βασικές προτάσεις. Η μία πρόταση είναι ότι η αλλαγή του παγκόσμιου συστήματος έτσι όπως είναι σήμερα, θα απαιτήσει τη συγκρότηση μεγάλων δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε για την αλλαγή της, την ανατροπή ή τη μεταρρύθμισή της. Αυτός ο παγκόσμιος αγώνας που θα γίνει σε ένα επίπεδο πάνω από τα κράτη – Έθνη, οι προοδευτικές δυνάμεις μιας χώρας πρέπει να συμμετέχουν. Όσον αφορά την πολιτική πρόταση για τη συγκεκριμένη χώρα, αυτή θα πρέπει να κινηθεί στα πλαίσια της υπάρχουσας παγκόσμιας κατάστασης. Και εκεί συμφωνώ. Είναι μια ρεαλιστική, πρακτική πρόταση ότι η προοδευτική πολιτική πρόταση πρέπει να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί και διαμορφώνεται.
Το δεύτερο μήνυμα του βιβλίου είναι ότι, παρά το γεγονός ότι επικρατεί ένα συντηρητικό νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό καθεστώς σε παγκόσμιο επίπεδο που θα ισχύσει για αρκετά ακόμη χρόνια, και παρά το γεγονός ότι γίνονται αγώνες για την ανατροπή, αυτό το καθεστώς αφήνει σημαντικά περιθώρια προοδευτικών αλλαγών μέσα στη χώρα μας, αλλαγών που δεν έχουν γίνει και μπορούν να γίνουν. Και αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα.
Πιστεύω ότι οι προτάσεις που κάνει είναι προτάσεις που μπορούν να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν κάτω από αυτό το παγκόσμιο καθεστώς και αφορούν στην υγεία, τις επενδύσεις στη γνώση, στην έρευνα, στην τεχνολογία, στα ΜΜΕ, σε όλους τους χώρους που αναλύει με μεγάλη προσοχή.
Εάν αυτά μπορούν να γίνουν, γιατί δεν έχουν γίνει; Πού βρίσκεται το πρόβλημα; Γιατί δεν έχουμε προχωρήσει σε ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της υγείας, στο χώρο της παιδείας, στο χώρο της αυτοδιοίκησης; Αυτό είναι ζήτημα που δεν το αναλύει ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο. Και διαισθάνομαι ότι το αφήνει ανοικτό γιατί ετοιμάζει ένα δεύτερο βιβλίο, και το δεύτερο βιβλίο – που αν δεν το έχει ετοιμάσει πρέπει να το κάνει και να το παρουσιάσει – είναι ποιος θα είναι ο πολιτικός φορέας που θα μπορέσει αξιόπιστα να εφαρμόσει αυτές τις αλλαγές που, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι εφικτές και ποιες είναι οι συμμαχίες που πρέπει να συγκροτηθούν για να στηρίξουν αυτόν τον πολιτικό φορέα για να εκπληρώσει αυτή την αποστολή.