Με πολύ χαρά ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση να πω δυό λόγια για το βιβλίο του φίλου μου και συντρόφου Γιώργου Ραυτόπουλου. Ο όρος σύντροφος είναι σήμερα είδος εν ανεπαρκεία, αλλά κυριολεκτώ όταν αναφέρομαι στο Γιώργο Ραυτόπουλο γιατί με τον Γιώργο μας συνδέουν κοινοί αγώνες στο ΠΑΣΟΚ, για ένα κοινό όραμα. Δεν συμφωνούσαμε πάντα σε θέματα τακτικής αλλά, όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, μας ενώνει η κοινή πίστη στις αξίες και τις αρχές του Κινήματος, του πατριωτικού, σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, είμαστε της ίδιας άποψης, ότι :
Δεν καταθέτουμε τα όπλα,
Εδώ που φθάσαμε, σε φάση παρακμής σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο, η ευθύνη είναι δική μας, των δικών μας δυνάμεων και
Η σημερινή απογοητευτική κατάσταση είναι αντιστρέψιμη.
Τώρα, για το βιβλίο. Το διάβασα, είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται άνετα. Διαβάζοντάς το, μου γεννήθηκε το ερώτημα: Γιατί έγραψε ο Γιώργος αυτό το βιβλίο; Δεν μας το λέει αλλά το ίδιο το κείμενο προδίδει πιστεύω τους στόχους του. Πρώτα απ΄ όλα, δεν έχει κανένα στοιχείο που να το κατατάσσει στην κατηγορία των απομνημονευμάτων. Ο Γιώργος Ραυτόπουλος είναι ένας αγωνιστής, με νεανικό πνεύμα και ορμή, και θα περάσουν σίγουρα πολλά ακόμα χρόνια μέχρι να έρθει η στιγμή να γράψει τα απομνημονεύματά του.
Στο βιβλίο αυτό μιλάει ο αγωνιστής που θέλει να μεταφέρει σ΄ εμάς την ελπίδα. Και αυτός είναι, πιστεύω, ο κύριος στόχος του βιβλίου. Η ελπίδα ότι ο αγώνας για ένα καλύτερο μέλλον συνεχίζεται και ότι ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός. Είναι ένα παράξενο συμπέρασμα, γιατί για την ελπίδα μιλάει μόνο στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του. Τα άλλα κεφάλαια πραγματεύονται την κατάρρευση του σοσιαλιστικού οράματος και τη φρίκη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Τα κεφάλαια αυτά μας προκαλούν μελαγχολία και δεν οδηγούν αβίαστα σε αισιοδοξία. Η αισιοδοξία του βιβλίου, το μήνυμα της ελπίδας, πιστεύω ότι δεν πηγάζει από την εξιστόρηση της περιπέτειας των σοσιαλιστικών δυνάμεων της προηγούμενης δεκαετίας. Πηγάζει από την πίστη του στη δύναμη των λαών να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο για τον άνθρωπο.
Η ελπίδα είναι θέμα πίστης, δεν είναι προϊόν εγκεφαλικής διαδικασίας. Αυτό το μήνυμα είναι σημαντικό σ΄ αυτή την εποχή της πολιτικής παρακμής, της γενικευμένης απογοήτευσης και της αποδοχής ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τον προδιαγεγραμμένο ρου των πραγμάτων. Το μήνυμα του βιβλίου μας επαναφέρει στην πραγματικότητα και μας θυμίζει ότι οι μεγάλες ανατροπές έγιναν μέσα σε κρίσεις, με πρωτεργάτες αποφασισμένους και εμπνευσμένους αγωνιστές.
Τα της εξόδου από την κρίση και της νέας πορείας της ελπίδας δεν μας τα περιγράφει ο Γιώργος Ραυτόπουλος σ΄ αυτό το βιβλίο. Τα σκιαγραφεί μόνο, πολύ αδρά. Δεν πιστεύω ότι το κάνει αυτό γιατί τα κρατάει, επιφυλασσόμενος να μας τα πει σ΄ ένα άλλο βιβλίο του. Πιστεύω ότι το κάνει γιατί η χειρονομία αυτή, η έκδοση του βιβλίου, ελπίζω να μην πέφτω έξω, προμηνύει τη βούλησή του για συμμετοχή του σε πολιτική πρωτοβουλία, για πολιτική δράση, που πολλοί μέσα στην αίθουσα αυτή θερμά θα επικροτήσουν.
Τα κεφάλαια που αφηγούνται τις περιπέτειες των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών συστημάτων παρέχουν έναν πλούτο επεξεργασμένων πληροφοριών και αποτελούν πρώτης τάξεως κείμενα αναφοράς στην πολυτάραχη μεταπολιτευτική περίοδο. Δεν είναι όμως τα κεφάλαια αυτά απλώς αφηγηματικά. Εγείρουν ερωτήματα στα οποία ο αναγνώστης καλείται να δώσει τη δική του απάντηση. Η θέση του συγγραφέα παρουσιάζεται με λεπτότητα και έμμεσα.
Είναι ιστορικό γεγονός ότι τα τρία μεγάλα πειράματα του 20ου αιώνα απέτυχαν. Κατέρρευσε ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός, που θα προτιμούσα να τον χαρακτηρίζαμε κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό. Κατέρρευσε και το αντι-ιμπεριαλιστικό μέτωπο των αδέσμευτων χωρών. Κατέρρευσε και η σοσιαλδημοκρατία στις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες.
Οι αιτίες της κατάρρευσης της κάθε μιας από αυτές τις κατηγορίες διαφέρουν αλλά, σε τελευταία ανάλυση, πιστεύω ότι τα κοινά χαρακτηριστικά είναι τα εξής: Κλειστό κύκλωμα εξουσίας – παρέας απομονωμένης από το λαό, δημοκρατικό έλλειμμα, οικονομική αναποτελεσματικότητα, διαφθορά και διαπλοκή. Αυτά χαρακτηρίζουν και τις τρεις κατηγορίες και αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν.
Τον Γιώργο Ραυτόπουλο τον απασχολεί περισσότερο η περίπτωση, ή η περιπέτεια όπως λέει, των σοσιαλιστικών – σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Αληθεύει βέβαια ότι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού μετά το ’89 ήταν ένα σοβαρό χτύπημα στη δυναμική των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη. Δεν είναι όμως ορθό να πούμε ότι αυτή ήταν η αιτία της κατάρρευσης. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν σε κρίση και η σημαντική μετάλλαξή τους είχε αρχίσει πριν το ΄89. Με την άνοδο της Θάτσερ και του Ρήγκαν, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο κέρδισε ιδεολογικά και πολιτικά και αντιμετωπίστηκε παθητικά από τα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα. Εγώ θυμάμαι το ECOFIN το 1983, όταν έγινε η μεγάλη αντιπαράθεση με τον υπουργό οικονομικών της Γαλλίας Ντελόρ και τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας για την υποτίμηση του γαλλικού φράγκου. Η Συνεδρία αυτή του ECOFIN σηματοδότησε την αρχή της στροφής του Μιτεράν και του σοσιαλιστικού κόμματος προς τα δεξιά. Η μια υποχώρηση φέρνει την άλλη υποχώρηση και οδηγεί στον παροπλισμό.
Ακολουθήσαμε κι εμείς στην Ελλάδα αυτή την πορεία λίγο αργότερα, μετά από δύο χρόνια. Γιατί έγιναν αυτά; Ο Ραυτόπουλος μας λέει στη σελίδα 37: «Οι στόχοι και η στρατηγική του πολυεθνικού κεφαλαίου υιοθετήθηκαν από τη μεταμφιεσμένη ευρωπαϊκή αριστερά, έγιναν δικοί της στόχοι και δική της στρατηγική. Η διαχείριση, η επιχείρηση, το χρήμα και το κέρδος μεταβλήθηκαν στις νέες θεότητες των αριστερών ιπποτών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.» και συνεχίζει «Ευρωπαίοι υπουργοί, Άγγλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Έλληνες προβάλλουν ήδη το «όραμα» μιας Ευρώπης, αποστασιοποιημένης από ένα «κοινωνικό κράτος παλαιού τύπου». Αλλά αυτή η στροφή δεν είναι Αριστερά, δεν είναι σοσιαλισμός.
Γιατί έγινε αυτός ο συμβιβασμός; Ο Γιώργος Ραυτόπουλος, στο θέμα αυτό, είναι κατηγορηματικός, λέει ότι το όραμα της Ευρώπης του ουμανισμού και της αλληλεγγύης ακυρώθηκε με δική τους ευθύνη, δηλαδή των ηγεσιών των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων και οι συνέπειες από αυτή την εθελουσία μετάλλαξη ήταν και σοβαρές και οδυνηρές.
Γιατί έγινε αυτή η εθελουσία μετάλλαξη, αυτός ο συμβιβασμός; Σ΄ αυτό το σημείο το βιβλίο μας αφήνει να αναρωτηθούμε εμείς οι ίδιοι. Πιστεύω ότι οι εναλλακτικές που παρουσιαζόντουσαν τότε, στις αρχές της δεκατίας του ΄80, στις ευρωπαϊκές χώρες ήταν δύο. Η μία ήταν να κρατήσουν μια σταθερή αντίσταση στην ιδεολογική και πολιτική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και στις αρχές της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της αμερικανοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας και η άλλη ήταν να κάνουν έναν ιστορικό συμβιβασμό.
Η επιλογή ήταν προς τη δεύτερη κατεύθυνση. Γιατί; Εγώ πιστεύω ότι η επιλογή αυτή έγινε γιατί η υποκειμενική εκτίμηση που έγινε από τις περισσότερες πολιτικές ηγεσίες ήταν ότι εμμονή στις αξίες και τις ιδέες του ουμανισμού και του σοσιαλισμού θα οδηγούσαν τα κόμματα αυτά εκτός εξουσίας. Άρα, έγινε ουσιαστικά η συναλλαγή ανάμεσα στις ιδέες και στη διατήρηση της εξουσίας. Αλλά η διατήρηση της εξουσίας χωρίς αυτή να είναι ένα εργαλείο μετασχηματισμού της ίδιας της οικονομίας και της κοινωνίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εξουσία διαχείρισης, που αργά ή γρήγορα καταλήγει στην κλειστή παρέα, στην αποξένωση από τα οράματα των λαών, οδηγεί στην οικονομική αναποτελεσματικότητα, στην έλλειψη δημοκρατίας, στη διαπλοκή και στα σκάνδαλα.
Θα ήταν ίσως ιστορικά καλύτερα εάν τα κόμματα εκείνη την εποχή έμεναν σταθερά στις ιδέες τους, δίνοντας τη μάχη ακόμα και εκτός εξουσίας ως αντιπολίτευση; Το βιβλίο δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα την δώσετε εσείς.
Τι έκαναν; Εδώ υπάρχει κάτι ενδιαφέρον που και σήμερα παρατηρείται. Η εισαγωγή, ή μάλλον η διείσδυση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης μέσα στον προοδευτικό σοσιαλιστικό χώρο έγινε με ένα ιδιαίτερα ευφυές τέχνασμα της ταύτισης του οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ανοικτή Αγορά. Και νομίζω ότι ήταν προφητικά τα λόγια του Ροκάρ. Θα σας διαβάσω μερικά κομμάτια από αυτά που έλεγε το 1975, άλλαξε μετά και αυτός ως πρωθυπουργός συμβιβαζόμενος με τη νεωτεριστική πορεία των κομμάτων προς το νεοφιλελευθερισμό. Έλεγε όμως τότε: «Το ευρωπαϊκό κίνημα, καλείται κάτω από αυτές τις συνθήκες να κάνει ένα διεθνή αγώνα για να φθάσει στην απελευθέρωση των εργαζομένων και κατά της κυρίαρχης ιδεολογίας και κατά της πιο μυστικοποιημένης μορφής της: την ιδέα δηλαδή της «Ευρώπης» ταυτισμένης με την Κοινή Αγορά
Μπροστά στο ξεθώριασμα των διαδοχικών της μύθων, η κυρίαρχη τάξη πρώτα βρήκε και μετά λανσάρισε μια νέα ιδέα όπως λανσάρεται στην αγορά ένα αγαθό: την Ευρώπη.» Ήταν τότε που η πυγμή των προοδευτικών δυνάμεων να προωθήσει μια άλλη ιδέα της Ευρώπης, μιας ενωμένης ευρώπης πάνω σε άλλες αξίες και πάνω σε άλλους θεσμούς που η αγορά θα ήταν ένα κομμάτι που θα βρισκόταν κάτω από τις κατευθύνσεις της πολιτικής δημοκρατίας. Από τη στιγμή που αποδέχεσαι τους βασικούς κανόνες της ανοικτής αγοράς, ο δρόμος προς την οπισθοχώρηση έχει ανοίξει.
Και τα συνδικάτα; Ο Γιώργος Ραυτόπουλος ως παλαιός αγωνιστής και συνδικαλιστής είναι ιδιαίτερα αυστηρός στη στάση των συνδικάτων. Τα συνδικάτα, ως παραρτήματα ουσιαστικά της εξουσίας των κομμάτων στην εξουσία, παραδόθηκαν και αυτά αμαχητί. Υπήρξαν μάχες της μειοψηφίας μέσα στα συνδικάτα αλλά γενικά η πορεία ήταν και αυτή μια πορεία συμβιβασμού.
Ποιος ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ; Εδώ ο Γιώργος Ραυτόπουλος είναι ακόμα πιο αυστηρός. Θεωρεί τα ΜΜΕ φερέφωνα του συστήματος και, όπως μας λέει στη σελίδα 201 «ο στόχος είναι προφανής: η αποπολιτικοποίηση, η αδιαφορία, η ατομική και συλλογική αδράνεια, η παραίτηση, η απομόνωση του πολίτη στον προσωπικό, οικογενειακό και εργασιακό μικρόκοσμο και η εγκατάλειψη κάθε μορφής αντίδρασης, ο αποκλεισμός της διαμαρτυρίας, της καταγγελίας και της διεκδίκησης, τελικά η συνέχιση, δηλαδή ο θρίαμβος του συστήματος και η ανεμπόδιστη ανάπτυξη της στρατηγικής του βαρβαρότητας. Και εμείς που παρακολουθήσαμε την πορεία και τον ρόλο των ΜΜΕ ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε σε ένα μεγάλο βαθμό για τον αρνητικό ρόλο που έχουν παίξει τα ΜΜΕ στην καλλιέργεια μιας πολιτικής κουλτούρας απολίτικου.
Και η δεξιά τι κάνει; Η δεξιά έχει χάσει το ρόλο της. Η δεξιά έχει υποστεί μεγάλη ήττα από τη μεταλλαγμένη αριστερά και αναφέρεται στη σελίδα 51 σε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αναφορά του Ραμόνέ, διευθυντή της Monde Diplomatique που λέει ότι «ο συντηρητισμός επανέρχεται με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή πλέον είναι η κυρίαρχη Δεξιά. Αυτή λόγω θεωρητικής κενότητας και πολιτικού καιροσκοπισμού έχει αποδεχθεί την ιστορική αποστολή να ορθολογικοποιήσει τον νεοφιλελευθερισμό. Εκεί ακριβώς οφείλονται και τα στρατηγικά αδιέξοδα και η προγραμματική φτώχεια της ευρωπαϊκής δεξιάς.»
Αλλά αυτό θα ενδιέφερε πολύ λίγο τον κόσμο, για την ιστορία για τις διακυμάνσεις ανάμεσα στα δεξιά και τα αριστερά κόμματα αν αυτά δεν οδηγούσαν σε μια ανασύνταξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας σε συντηρητική κατεύθυνση. Και γράφει: «Την ίδια στιγμή που ο κοινωνικός ιστός χαλαρώνει επικίνδυνα που η κοινωνία πολυδιασπάται και οι θεσμοί αποδυναμώνονται, αναδεικνύονται σε κυρίαρχα ο ατομικός μικρόκοσμος, ο κόσμος του καθένα, ο κόσμος που αρχίζει και τελειώνει στα ασφυκτικά όρια του οικογενειακού, φιλικού και εργασιακού περίγυρου. Δείγματα που ενισχύουν την εκτίμηση και την ανησυχία ότι η Ευρωπαϊκή κοινωνία ανασυντάσσεται σε συντηρητική κατεύθυνση.
Μπορεί να ανατραπεί αυτή η πορεία; Η πίστη του Γιώργου Ραυτόπουλου, η πίστη νομίζω πολλών μέσα σ΄ αυτή την αίθουσα είναι ότι μπορεί. Από πού θ΄ αρχίσει; Τα εργαλεία δεν τα έχουμε σήμερα αλλά ο Γιώργος Ραυτόπουλος δείχνει προς την κινητοποίηση των πολιτών μέσα από μαζικά κοινωνικά κινήματα, βλέπει με μεγάλη αισιοδοξία την πρωτοβουλία στο Πόρτο Αλέγκρε, και βλέπει ότι, αργά ή γρήγορα, μέσα από τα αδιέξοδα η κοινωνία θα αντιδράσει. Και τα θέματα πάλι του ουμανισμού, της πραγματικής δημοκρατίας, της ελευθερίας του ατόμου, της ισότητας και της αναβαθμισμένης ποιοτικής ζωής, θα γίνουν θέματα πολιτικής προτεραιότητας γύρω από τα οποία οι λαοί θα ξεκινήσουν μια καινούργια πορεία ελπίδας προς το όραμα, που ποτέ δεν έχει σβύσει, ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνούν οι κοινωνίες.
Θέλω να συγχαρώ τον Γιώργο Ραυτόπουλο για τη συμβολή του και για το έργο του. Όπως είπα, δεν θέλω να μας υποσχεθεί ένα άλλο βιβλίο, θέλω να τον δω δραστήριο στο πολιτικό σκηνικό γιατί χρειαζόμαστε μαχητές και αγωνιστές σαν τον Γιώργο Ραυτόπουλο.