Καλημέρα σας. Όπως ξέρετε, το ΙΝΕΡΠΟΣΤ διοργανώνει κατά καιρούς μικρές ομάδες συζητήσεων για να κάνει παρεμβάσεις, σε κρίσιμες στιγμές πάνω σε κρίσιμα θέματα. Έτσι, είχαμε αρχίσει από το 1992, όταν μιλήσαμε τότε για την πολιτιστική ταυτότητα του Έλληνα, για την εθνική στρατηγική, για το ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια, για τη Διαφάνεια αργότερα, την Αυτοδιοίκηση και άλλα.
Σήμερα, θέλουμε να μιλήσουμε για ένα βασικό θέμα: για τις αξίες στον τόπο μας και τη σχέση του αξιακού μας συστήματος με την οικονομική πολιτική που ούτως ή άλλως ακολουθούμε σήμερα. Δεν θέλουμε να μιλήσουμε για την κρίση, για ένα καθαρά οικονομικό φαινόμενο, θέλουμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο και να το δούμε ως ένα προϊόν παραγόντων που ανάγονται όχι μόνο στον οικονομικό πολιτισμό αλλά σε δυνάμεις που έχουν σχέση με την κοινωνιολογία, με το κανονιστικό πλαίσιο, κ.α.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μιας πιο ολόπλευρης, πολυδιάστατης προσέγγισης στο ζήτημα που θέλουμε να βάλουμε κάποια θέματα. Και από τη δική μου την πλευρά, ως οικονομολόγος, θέλω να θέσω ερωτήματα στους άλλους που θα μιλήσουν για το θέμα, να απαντήσουν από τη δική τους τη μεριά και τις εμπειρίες, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της διοίκησης των επιχειρήσεων, σε ερωτήματα που είναι νομίζω βασικά.
Θέλω, πριν αρχίσω, να ανοίξω μια παρένθεση για την οικονομική επιστήμη. Αν πάτε πολλές δεκαετίες πίσω, οι λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες ήταν ένα ενιαίο πεδίο, οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και νομική. Και σ΄ αυτόν τον τόπο η νομική σχολή ήταν μια σχολή για τα οικονομικά τα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες. Η συσσώρευση της γνώσης, η μεγάλη πρόοδος που έγινε στις επιστήμες, μας οδήγησε σε μια εξειδίκευση, έσπασε το ενιαίο των κοινωνικών επιστημών, η οικονομία αποσπάσθηκε ως επιστήμη και αναπτύχθηκε μόνη της, αποκομμένη από τις άλλες επιστήμες, με βάση μια υπόθεση ότι υπάρχει homo economicus, υπάρχει ο άνθρωπος ο ορθολογιστής που λειτουργεί αυτόνομα μέσα στην κοινωνία, δεν επηρεάζεται από άλλους και πάντα προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την ωφέλειά του, το κέρδος του, καταβάλλοντας όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια και μικρότερο κόστος. Αυτό το πρόβλημα είναι η βάση της οικονομικής επιστήμης πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν πολλά και αφηρημένα μοντέλα τα οποία όμως έχουν προσκρούσει σε δύο δυσκολίες. Η πρώτη είναι ότι η πρόοδος στις άλλες επιστήμες, στην ψυχολογία, στις νευρο-επιστήμες, στην ιατρική, έδειξαν ότι οι αποφάσεις του ανθρώπου δεν είναι πάντα ορθολογικές, ότι ο άνθρωπος παίρνει αποφάσεις μέσα από πολύπλοκες διεργασίες στο συνειδητό και υποσυνείδητό του, από δυνάμεις που δεν είναι μόνο ορθολογικές, από ιστορικές καταβολές, ψυχολογικά τραύματα και πολλά άλλα πράγματα έτσι που οι αποφάσεις των ανθρώπων ή των συνόλων των ανθρώπων και κοινωνιών δεν είναι πάντα ορθολογικές. Έτσι, για το λόγο αυτό, η επιστήμη έχει πέσει έξω και χρειάζεται αναθεώρηση. Χρειάζεται να ξανασυναντήσει δηλαδή και άλλες επιστήμες που εξηγούν τις διεργασίες του ανθρώπινου εγκεφάλου και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα τελευταία χρόνια η οικονομική επιστήμη έπεσε έξω γιατί δεν μπόρεσε να εξηγήσει ούτε να προβλέψει τις διεθνείς κρίσεις τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Για όλους αυτούς τους λόγους, ξαναγυρίζουμε πίσω στα παλιά, και αρχίζουμε να προσπαθούμε να εξηγήσουμε οικονομικά φαινόμενα, όχι σε ένα στενό οικονομικό πλαίσιο αλλά σε μια ευρύτερη θεώρηση των πραγμάτων, μαζί με τους κοινωνιολόγους, τους ψυχολόγους, τους νομικούς κλπ. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που θέλω να παρουσιάσω κάποια θέματα που αφορούν την οικονομική κρίση και να θέσω κάποια ερωτήματα που αφορούν άλλες επιστήμες.
Να αρχίσω από το θέμα της οικονομικής κρίσης. Συνεχίζουμε να λέμε ότι λόγω της διεθνούς κρίσης, έχουμε και στην Ελλάδα κρίση. Λάθος. Σίγουρα η διεθνής κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία αλλά η κρίση που βιώνουμε στον τόπο μας είναι δημιούργημα ελληνικό, είναι κρίση made in Greece, κι αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν δεν υπήρχε διεθνής κρίση, αργά ή γρήγορα θα σκοντάφταμε και θα είχαμε πρόβλημα. Το πρόβλημα το ξέρουμε και εδώ και 30 χρόνια προσπαθούμε να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία και την κοινωνία μας, λέγοντας ότι αυτό το μεταπολεμικό μοντέλο στηρίζεται σε μια σαθρή βάση. Η σαθρή βάση είναι ότι η κατανάλωσή μας, το επίπεδο της διαβίωσής μας, είναι πολύ υψηλότερο από το επίπεδο της παραγωγής μας. Ότι έχουμε δηλαδή ένα σημαντικό παραγωγικό έλλειμμα. Και αυτή η διαφορά ανάμεσα στο επίπεδο της διαβίωσης, της κατανάλωσης και της παραγωγής μας, καλύπτονταν και καλύπτεται με εξωτερικό δανεισμό. Αυτό δεν μπορούσε να συνεχισθεί, κάποια στιγμή ο υπερδανεισμός θα ανάγκαζε να κάνουμε αλλαγές. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε μόνοι μας δεν το καταφέραμε. Κι έτσι, φτάσαμε στο σημείο της κρίσης, όπου οι όροι μας επιβάλλονται απ΄ έξω. Οι δανειστές που μας δανείζουν απ΄ το εξωτερικό έξω, δεν συνεχίζουν να μας δανείζουν με τους ίδιους όρους που μας δάνειζαν στο παρελθόν. Και για να μην μπω σε οικονομική ανάλυση, σκέφτηκα έναν απλό τρόπο για να σας παρουσιάσω το πρόβλημα για να μπούμε στο θέμα του αξιακού συστήματος.
[Διανέμεται η ακόλουθη σελίδα]
ΒΑΣΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
1. Βg + Bp = Bx
ΑΕΠ ΑΕΠ ΑΕΠ
όπου
Βg = Ισοζύγιο Εσόδων – Εξόδων του Δημοσίου Τομέα
Βp = Ισοζύγιο Εισοδήματος – Δαπανών Ιδιωτικού Τομέα
(Νοικοκυριά, Επιχειρήσεις, Τράπεζες κ.α.)
Bx = Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών
(Εξαγωγές – Εισαγωγές, Χ – Μ)
2. (-12) + (1) = -11 Σημερινή κατάσταση
3. (-12) + (12) = 0 Υπόθεση εσωτερικού χρέους
4. (0) + (-11) = -11 Υπόθεση πλήρους μετατόπισης βάρους στον
ιδιωτικό τομέα
5. (-3) + (-4) = -7 Αισιόδοξη πρόβλεψη με ανάπτυξη
Ν.Β. Βx = X – M – Ανταγωνιστικότητα
ΑΕΠ – Ανάπτυξη
Το χαρτί αυτό θέλω να το δούμε και να το σκεφθούμε, γιατί δυστυχώς συνήθως τα προβλήματα δεν προβάλλονται έτσι ούτε στον τύπο, ούτε στις συζητήσεις ούτε στα μεγάλα και πολυέξοδα συνέδρια που διοργανώνονται για την κρίση. Ξεκινάμε με μια ταυτότητα που όλοι καταλαβαίνουμε και λέμε ότι το ισοζύγιο, η διαφορά δηλαδή ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα του δημόσιου τομέα συν το ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή το εισόδημα μείον την κατανάλωση, πρέπει να ισούται με τον δανεισμό που κάνουμε.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Το ισοζύγιο του δημόσιου τομέα ήταν πάντα αρνητικό, σήμερα είναι 12,7%. Στο σημείωμα που σας μοίρασα αναγράφεται 12% γιατί υπολογίζονται και κάποιες επενδύσεις. Ο δημόσιος τομέας λοιπόν δαπανά περισσότερα από τα έσοδά του. Τι γίνεται στον ιδιωτικό τομέα; Ο ιδιωτικός τομέας που έχει μια ετερογένεια – έχει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες – σε μερικά υποσυστήματα είναι ελλειμματικός, σε άλλα πλεονασματικός, στο σύνολό του είναι ίσα βάρκα ίσα πανιά, έχει ένα μικρό πλεόνασμα της τάξης του 1%. Πώς καλύπτεται το έλλειμμα αυτό λοιπόν του 12%; Καλύπτεται πολύ λίγο από καθαρό εσωτερικό δανεισμό, από μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο και κυρίως, σχεδόν ολοκληρωτικά, από εξωτερικό δανεισμό. Άρα το κλειδί της κρίσης δεν είναι το 12% αλλά το 11% που βλέπουμε από την άλλη μεριά της ταυτότητας.
Ας κάνουμε μια υπόθεση, ότι υπάρχει μια χώρα όπου το έλλειμμα του δημόσιου τομέα είναι 12% του ΑΕΠ αλλά ο εξωτερικός δανεισμός είναι 0. Αυτό το έλλειμμα, αυτό το 12%, τότε θα το βλέπαμε αναγκαστικά ως πλεόνασμα στον ιδιωτικό τομέα. Εάν ήταν έτσι, τότε, το χρέος, το δημόσιο έλλειμμα, δεν θα μας πείραζε γιατί θα ήταν θέμα μεταφοράς πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα. Θα ήταν ένα εσωτερικό πρόβλημα δανεισμού, όχι κρίση όπως την αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κρίση έχουμε γιατί αυτό το 12% του ελλείμματος του δημόσιου τομέα έχει μια ανταπόκριση στο 11% του δανεισμού από το εξωτερικό. Και γιατί έχουμε 11% εξωτερικό δανεισμό; Γιατί οι εξαγωγές μας είναι πολύ λιγότερες από τις εισαγωγές μας. Αυτό είναι το έλλειμμά μας, το παραγωγικό μας έλλειμμα. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα της κρίσης. Η κρίση λοιπόν δεν είναι δημοσιονομική αυτή καθεαυτή, είναι κρίση ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, ένα έλλειμμα που θα έπρεπε να το είχαμε καλύψει χρόνια πριν με μεταρρυθμίσεις και αύξηση της παραγωγικότητας. Τη μεταρρύθμιση που μόνοι μας δεν μπορέσαμε να κάνουμε μας την επιβάλουν τώρα από το εξωτερικό γιατί δεν συνεχίζουν μας δανείζουν πλέον με τους όρους που μας δάνειζαν στο παρελθόν. Αυτή είναι η κατάσταση και αυτήν πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Τώρα τι κάνουμε; Αυτό που μας επιβάλλεται να κάνουμε είναι να μειώσουμε το έλλειμμα του δημόσιου τομέα και αυτό θα εξισορροπηθεί από τους δύο άλλους όρους. Ή θα μειώσουμε το έλλειμμα ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών ή θα μεταφέρουμε το βάρος από το δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό τομέα. Το τι θα γίνει θα εξαρτηθεί από την πολιτική που θα επιλέξουμε από εδώ και πέρα και πώς θα γίνει η προσαρμογή. Μια αλλαγή στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών θα πάρει χρόνο, θα έρθει με την ανάπτυξη. Άρα, είτε το θέλουμε είτε όχι, ένα κομμάτι της προσαρμογής, δηλαδή της μείωσης του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, θα περάσει στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Μακροπρόθεσμα, η μείωση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, θα στηριχθεί από τη βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, δηλαδή από τη μείωση του εξωτερικού δανεισμού. Πόσο γρήγορα θα περάσουμε σ΄ αυτό το στάδιο θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος.
Κι εδώ μπαίνουμε τώρα στο πρόβλημα. Οι απαιτήσεις της προσαρμογής, να κατεβάσουμε δηλαδή το δημόσιο έλλειμμα από 12% σε 3%, σημαίνει ότι θα έχουμε μεγάλη επίπτωση στο εισόδημα του Έλληνα και μεγάλη αλλαγή στη διάρθρωση της παραγωγής. Η οικονομική πολιτική της ταχείας προσαρμογής στο δημόσιο τομέα θα τη φέρει αντιμέτωπη με το αξιακό μας σύστημα. Πώς θα αντιδράσει ο έλληνας, η ελληνική κοινωνία σε αυτή την προσαρμογή που δεν είναι πια κυκλική αλλά αλλάζει το οικονομικό καθεστώς που ξέρουμε και δημιουργεί μια νέα κατάσταση; Και θέλω να το δούμε αυτό από την επίδραση που θα έχει η προσαρμογή αυτή στον έλληνα ως καταναλωτή, ως εργαζόμενο και δημιουργό, ως πολίτη.
Πρώτα απ΄ όλα στον έλληνα ως καταναλωτή: Η κατανάλωση θα πρέπει να προσαρμοσθεί προς τα κάτω περίπου κατά 15%. Μια μείωση 15% της κατανάλωσης του νοικοκυριού είναι μια συνταρακτική αλλαγή που θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στο μοντέλο της διαβίωσης του έλληνα αλλά θα δημιουργήσει και μεγάλα προβλήματα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, ανάμεσα στον εργαζόμενο και την εργαζόμενη, ανάμεσα στους εργαζόμενους γονείς και τα παιδιά τους.
Η μεγάλη επίδραση της μείωσης της κατανάλωσης, για να το πούμε αλλιώς της μεταφοράς του βάρους από το δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό τομέα, θα είναι μέσα στον πυρήνα της οικογένειας. Γιατί ο έλληνας καταναλωτής δεν θα έχει μόνο να αντιμετωπίσει τη μείωση του εισοδήματός του αλλά επειδή το σύστημα της συνταξιοδότησής του στο μέλλον δεν θα του αρκεί, θα πρέπει και να αποταμιεύει για τα γεράματά του για να συμπληρώσει τη σύνταξή του. Ξέρει επίσης ότι ένα μέρος από τις δαπάνες της υγείας και της παιδείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, θα μεταφερθεί από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και ξέρει επίσης ότι πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες του για την ασφάλειά του. Όλα αυτά δημιουργούν σημαντικούς περιορισμούς δαπανών μέσα στην οικογένεια και θα αλλάξει ο τρόπος ζωής της. Να δούμε πώς θα αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση η οικογένεια.
Σε αυτά πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η μείωση της κατανάλωσης θα φέρει και μια σημαντική αύξηση της ανεργίας, ιδίως στους νέους, και αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις. Θα δημιουργήσει μια αβεβαιότητα και για την απασχόληση αυτών που ήδη απασχολούνται. Πολλά ερωτηματικά δημιουργούνται για το πώς θα αντιμετωπίσει ο έλληνας αυτή την αλλαγή. Από τη μια μεριά υπάρχει ένα αίσθημα ενοχής, εγώ το ακούω από πολλούς που λένε το «είχαμε παρακάνει, είναι καιρός να μαζευτούμε», ακούω όμως και το άλλο ότι «αυτή η κατάσταση δεν οφείλεται σ΄ εμένα αλλά στον άλλον που έκλεβε και θα πρέπει να τιμωρηθεί ο κλέφτης, ο άλλος, όχι εγώ». Αυτό δημιουργεί διαιρετικά αισθήματα και ο ένας θα στραφεί εναντίον του άλλου. Εάν λοιπόν θα έχουμε μια κοινωνία που θα συσπειρωθεί για να αντιμετωπίσει ενωτικά το βάρος της κατάστασης γιατί βλέπει ότι πρέπει να αλλάξει και αποδέχεται τη δική του ευθήνη ή θα είναι μια κοινωνία διχασμένη, ανθρώπων οργισμένων, θυμωμένων που αισθάνονται ότι έχουν εξαπατηθεί μένει να το δούμε. Πάνω εκεί θα παίξουν πολλά πράγματα που έχουν σχέση με το αξιακό μας σύστημα, πως αντιμετωπίζουμε την αβεβαιότητα, τα αισθήματα ενοχής, θυμού, αγωνίας; Είναι ερωτήματα που ήθελα να βάλω στους ειδικούς συνομιλητές μας για απάντηση. Περνάω τώρα στο άλλο θέμα.
Πέρα από την προσαρμογή που θα γίνει κατ΄ ανάγκη στα επίπεδα της κατανάλωσής μας θα πρέπει να ανεβάσουμε και την παραγωγή μας για να βελτιώσουμε, μετά από 8 ή 10 χρόνια, και πάλι το βιοτικό μας επίπεδο. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε ανάπτυξη. Και ανάπτυξη σημαίνει να μειώσουμε το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών και να αυξηθεί το εισόδημά μας. Πώς θα γίνει αυτό; Αυτό θα εξαρτηθεί από τη στάση του έλληνα απέναντι στο θεσμό της εργασίας και της δημιουργικότητας. Ο έλληνας έχει ιδιόμορφες σχέσεις και με το θεσμό της εργασίας και με την έννοια της δημιουργικότητας. Ανάμεσα στην εργασία ως μόχθο και την έννοια της δημιουργικότητας υπάρχει μια αντίθεση. Η δημιουργικότητα απαιτεί ελευθερία, ελεύθερη σκέψη και δράση. Εργασία σημαίνει πειθαρχία και υποταγή σε κάποιους κανόνες λειτουργίας. Ζούμε σε αυτή την αντιφατικότητα ως άτομα αλλά στην Ελλάδα έχουμε και κάποιες ειδικότερες καταστάσεις που θέλω να τις επισημάνω.
Για το θέμα της εργασίας: Δεν πιστεύω ότι ο έλληνας είναι τεμπέλης, όπως λένε οι γερμανοί, γιατί το έχει αποδείξει ότι όταν βρίσκει ενδιαφέρον στη δουλειά του δουλεύει πολύ και το΄ χει αποδείξει και στην Ελλάδα καις το εξωτερικό, δουλεύοντας κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Το πρόβλημα με την εργασία του έλληνα στην Ελλάδα είναι ότι, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας, η εργασία δεν τον εκφράζει. Νιώθουμε ικανοί για όλα, ένας λαός 11 εκατομμυρίων που ευχαρίστως θα γίνονταν και τα 11 εκατ. Πρωθυπουργοί. Την εργασία του τη βλέπει σαν δουλειά – και δεν είναι περίεργο που τον όρο της εργασίας τον αποδίδουμε άλλοτε με τη δουλειά – δουλεία και άλλοτε με τον όρο εργασία. Αισθάνεται λοιπόν ότι η εργασία του είναι κατώτερη της αξιοσύνης του και την αντιμετωπίζει όχι σαν μια διαδικασία μέσα από την οποία ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα αλλά σαν κάτι που τον καταξιώνει ή απαξιώνει κοινωνικά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Θα σας πω μια εμπειρία από το υπουργείο Παιδείας. Δίπλα στην Τανάγρα όπου είναι η ΕΑΒ είχαμε κάνει μια τεχνική σχολή – ΤΕΕ – με ειδικότητα επιδιόρθωσης των Mirage. Απόφοιτος του εκεί ΤΕΕ θα έπαιρνε πρώτο μισθό 1.400 . Δεν υπήρχε όμως ζήτηση. Οι οικογένειες δεν έστελναν τα παιδιά τους εκεί γιατί η εργασία αυτή δεν προσέφερε κοινωνική καταξίωση. Όταν προσπαθούσαμε να πείσουμε κάποιους έλεγαν «όχι, το αγόρι μου είναι για το πανεπιστήμιο», το αγόρι ήταν μαθητής του 12 αλλά ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο, σε κάτι που τον καταξιώνει κοινωνικά αλλά όχι σε μια δουλειά με ενδιαφέρον και καλές απολαβές. Τη σχέση του έλληνα με την εργασία πρέπει να τη δούμε και να εμπλέξουμε τον έλληνα να δεσμευθεί μέσα σε μια δραστηριότητα εργασίας που μέσα από την επιτυχία του θα εξαρτηθούν πολλά και για την κοινωνική του καταξίωση.
Για τη δημιουργικότητα: αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι ο έλληνας έχει δημιουργικότητα. Έχει όμως ένα πρόβλημα, δεν μπορεί να μεταφράσει τη δημιουργικότητά του σε παραγωγικό έργο. Δεν μπορεί να συγκεντρώσει τις δικές του δημιουργικές δυνάμεις, μαζί με των άλλων, και να δημιουργήσει παραγωγικό έργο και γιατί υπάρχουν προβλήματα κανονιστικού πλαισίου που επιτείνουν το πρόβλημα αλλά και γιατί ο ίδιος δεν έχει την παιδεία, ίσως δεν έχει μέσα στο αξιακό σύστημα τη σημασία να συνεργάζεται με τους άλλους. Τα ερωτήματα λοιπόν που θέτω είναι πως, για να περάσουμε σε μια πορεία ανάπτυξης, θα αλλάξουμε τη στάση του έλληνα απέναντι στην έννοια της εργασίας και πώς θα αλλάξουμε τη στάση του έλληνα απέναντι στη δημιουργία και πως θα αλλάξουμε τις αξίες του για να συνεργαστεί, να ενώσει παραγωγικές δυνάμεις για να κάνει καινοτόμες παρεμβάσεις που χρειάζονται για την ανάπτυξη.
Προχωρώ στο τελευταίο θέμα του έλληνα ως πολίτη και των σχέσεών του με το κράτος. Εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Είναι μια σχέση αντιπαράθεσης. Δεν είναι μόνο η φοροδιαφυγή, είναι συνολικά το κράτος που βρίσκεται σε μια ανταγωνιστική θέση προς τον πολίτη. Αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Για να μπούμε σε πορεία ανάπτυξης, οι σχέσεις πολίτη – κράτους πρέπει να αλλάξουν. Και εδώ είναι θέμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που δεν έχει ο πολίτης απέναντι στο κράτος αλλά ούτε το κράτος έχει απέναντι στον πολίτη. Ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πολιτικό περιβάλλον, στο κανονιστικό πλαίσιο για να αποκατασταθούν οι σχέσεις πολίτη και κράτους;
Τελικά, για να προχωρήσουμε θα πρέπει να δεχθούμε ότι θα περάσουμε μια μακρά και δύσκολη περίοδο. Για να επανακτήσουμε το υψηλό βιοτικό μας επίπεδο θα πρέπει να προχωρήσουμε σε προγράμματα ανάπτυξης, και για να τα αντιμετωπίσουμε αυτά θα πρέπει να αλλάξουμε στάση και ως καταναλωτές, και ως δημιουργοί και ως πολίτες.
Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε τρία πράγματα:
1. Την εκπόνηση ενός κοινού οράματος για μια νέα Ελλάδα με προοπτική.
2. Αξιόπιστο εκφραστή αυτού του οράματος στην πολιτική και στην κοινωνία και
3. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, ανάμεσα στην πολιτεία, στον έλληνα πολίτη ως καταναλωτή, ως εργαζόμενο, ως πολίτη, για μια νέα αναπτυξιακή πορεία, πάνω σε νέα βάση που θα βασίζεται στην εργασία, τη δημιουργικότητα και την κοινή προσπάθεια, αλλά και τη δίκαιη κατανομή του προϊόντος αυτής της κοινής προσπάθειας.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, πέρα από την οικονομική ανάλυση, απαιτεί και μια ανάλυση και της ψυχολογίας του έλληνα ως ατόμου και ως μέλους μιας κοινωνίας. Τα ερωτήματα αυτά θα ήθελα να τα συζητήσουμε μαζί και νομίζω ότι οι συνάδελφοι που θα ακολουθήσουν, θα φωτίσουν τις ανεξερεύνητες πτυχές του προβλήματος.
Σας ευχαριστώ.