Ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς απέναντι στη λαϊκή ετυμηγορία των Γάλλων και των Ολλανδών για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, δεν χωρεί αμφιβολία πως τα δημοψηφίσματα αυτά έχουν δημιουργήσει μια νέα πολιτική κατάσταση.
Από εδώ και πέρα οι βασικές θεσμικές αλλαγές δεν μπορούν να διεκπεραιώνονται από τις πολιτικές ελίτ και την ευρωπαϊκή τεχνοκρατία. Η υπόθεση έχει περάσει στα χέρια των λαών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.Κυρίαρχο ρόλο στις πρόσφατες εξελίξεις έπαιξε η απουσία ενός νέου ευρωπαϊκού οράματος. Οι πολιτικές ηγεσίες απέτυχαν να εμπνεύσουν τους Ευρωπαίους πολίτες. Απέτυχαν να εξηγήσουν πώς η Ευρώπη θα ανταποκριθεί στην πρόκληση της νέας παγκοσμιοποίησης.
Οι φιλελεύθεροι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και η καθιέρωση της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων διαμορφώνουν το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Το δίλημμα για την Ευρώπη είναι αν θα προσαρμοστεί παθητικά στα νέα παγκόσμια δεδομένα ή αν θα απαντήσει στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης με τρόπο που η συμμετοχή της σ” αυτήν θα προστατεύει, ταυτόχρονα, την πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία της.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν αποδέχεται ούτε την κατάλυση των αξιών που διαμορφώνουν τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» ούτε την ολοκληρωτική επικράτηση του «αμερικανο-αγγλικού νεο-φιλελευθερισμού».
Με λίγα λόγια, οι λαοί ζητούν μια Ευρώπη που θα είναι σε θέση να εγγυηθεί:
ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο,
τη συνοχή των κοινωνιών,
το κοινωνικό δικαίωμα της πρόσβασης στην εργασία κάθε Ευρωπαίου πολίτη και
τη διατήρηση των πολιτιστικών και αξιακών στοιχείων της Ευρώπης στις μεγάλες ανακατατάξεις που επέρχονται στην οργάνωση της παραγωγής, στον ρόλο της εργασίας και στη σύνθεση των κοινωνιών.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η επίτευξη των όρων απαιτεί τροποποίηση των κανόνων της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση: «να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης». Είναι κάτι παραπάνω από πρόκληση. Είναι το «raison d” etre» της ύπαρξής της.
Οι πολιτικές ηγεσίες δεν τόλμησαν να ανοίξουν αυτό το θέμα. Το έφεραν, όμως, στο προσκήνιο οι πρόσφατες εξελίξεις. Δεν είναι βέβαιο αν, πότε και πώς θα οδηγηθούμε, στο απώτερο μέλλον, σε μια Συντακτική Συνέλευση για ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι το ζήτημα έχει τεθεί και είναι ευθύνη όλων μας να ωθήσουμε τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ζωή, όμως, προχωράει και δεν μπορεί να περιμένει την επίτευξη μακροχρόνιων στόχων. Πρέπει να δούμε πώς η λειτουργία της Ε.Ε. μπορεί να βελτιωθεί κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
Πιστεύω ότι ο χώρος, που είναι ιδιαίτερα «προβληματικός», είναι εκείνος που αφορά την οικονομική αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της ευρωζώνης. Ο χώρος αυτός μπορεί να βελτιωθεί με μια νέα τροποποιητική Συνθήκη, ανάλογη με εκείνη της Νίκαιας.
Σήμερα, στην ευρωζώνη, ζούμε μια παράξενη εμπειρία: χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, χαμηλό επιτόκιο, υψηλό επίπεδο ρευστότητας και υψηλή ανεργία. Αν η ευρωζώνη είχε ολοκληρωμένο οικονομικό και νομισματικό σύστημα, θα είχε δώσει εύκολα λύση στο πρόβλημα, όπως ακριβώς έπραξαν οι ΗΠΑ όταν αντιμετώπισαν παρόμοιες συνθήκες το 2001. Θα είχε, δηλαδή, προχωρήσει στην υποτίμηση του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων και θα είχε μειώσει το επιτόκιο.
Ωστόσο, στην Ε.Ε. δεν έχουμε το θεσμικό πλαίσιο για μια τέτοια αντιμετώπιση. Ο μόνος ανεξάρτητος ευρωπαϊκός θεσμός είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει ως αποκλειστικό ρόλο τη νομισματική σταθερότητα. Ομως, οι στόχοι για τη νομισματική σταθερότητα και κυρίως για τον ρυθμό πληθωρισμού δεν πρέπει να καθορίζονται χωρίς να συνυπολογίζονται και παράγοντες που αφορούν, κυρίως, τη δημοσιονομική πολιτική και συγκεκριμένα τον οικονομικό κύκλο και την απασχόληση. Δημοσιονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει. Η ευθύνη άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής έχει αποκεντρωθεί στις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες όμως είναι αναγκασμένες να λειτουργούν μέσα στο σχετικά άκαμπτο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Είναι ακριβώς αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα σε μια ισχυρή κεντρική νομισματική αρχή και σε μια αποκεντρωμένη και αποδυναμωμένη δημοσιονομική πολιτική που έχει δημιουργήσει ένα αναποτελεσματικό «μόρφωμα», το οποίο ευθύνεται, σε μεγάλο βαθμό, για τη σημερινή κατάσταση. Πρέπει, λοιπόν, να αντικατασταθεί αυτό το «μόρφωμα» από ένα ολοκληρωμένο Σύστημα Οικονομικής και Νομισματικής Διακυβέρνησης, όπως άλλωστε ήταν και ο αρχικός στόχος της ΟΝΕ.
Μια ικανοποιητική λύση θα ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου και ισότιμου πόλου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα είχε την ευθύνη του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών-μελών, την προώθηση της ανάπτυξης, τη διατήρηση υψηλού επιπέδου απασχόλησης και την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών στην ευρωζώνη.
Το δίπολο Νομισματική Αρχή (ΕΚΤ) και Δημοσιονομική Αρχή θα ολοκλήρωνε την ΟΝΕ και θα εξασφάλιζε μια κοινωνικά αποδεκτή ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα των τιμών και την ταχύρρυθμη ανάπτυξη.
Τον ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής δεν μπορεί να παίξει ένα διακρατικό όργανο, όπως το Ecofin ή η Επιτροπή Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Χρειάζεται ένας ευρωπαϊκός θεσμός, ανάλογος της ΕΚΤ. Εδώ και πολύ καιρό είχα προτείνει τη θεσμοθέτηση του «υπουργού Οικονομικών» της Ευρώπης. Ο υπουργός αυτός, στηριζόμενος από επιτροπή ανεξάρτητων συμβούλων και τεχνική γραμματεία, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Βεβαίως, τόσο η Δημοσιονομική Αρχή όσο και η ΕΚΤ θα πρέπει να λειτουργούν κάτω από την πολιτική εποπτεία των κυβερνήσεων της ευρωζώνης.
Πιστεύω ότι η ολοκλήρωση της ΟΝΕ είναι απαραίτητη για δύο λόγους:
Πρώτον, για να αποκτήσει η ευρωζώνη αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, τους οποίους τα κράτη των άλλων νομισμάτων έχουν ήδη καθιερώσει στο πλαίσιο της κυρίαρχης κρατικής ή ομοσπονδιακής οντότητάς τους. Για να μπορέσει, δηλαδή, να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά έναντι της ζώνης του δολαρίου, του γεν, του γουάν κ.ά.
Δεύτερον, να πείσει τον Ευρωπαίο πολίτη ότι η Ε.Ε. έχει ως πρώτη προτεραιότητα τη δική του ευημερία και όχι την εξυπηρέτηση στενών νομισματικών στόχων.