Η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου, η οποία, εκτός απροόπτου, θα δώσει ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας, αποτελεί σημαντική καμπή στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι βέβαια ιστορική στιγμή για την Τουρκία, η οποία επισημοποιεί πανηγυρικά την επανεμφάνισή της στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή βρίσκει αντίθετη τη μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης. Η κυρίαρχη άποψη στην Ευρώπη είναι ότι η Τουρκία δεν μπορεί να ενσωματωθεί σε μία ομόσπονδη Ευρώπη και, εάν τελικά η ένταξη επιτευχθεί, αυτή θα αναφέρεται σε ένα μόρφωμα χαλαρής συνομοσπονδίας, ουσιαστικά πάνω στις αρχές της κοινής αγοράς. Μια τέτοια εξέλιξη που θα καθιστούσε την Ε.Ε. τον οικονομικό πυλώνα του Ευρωπαϊκού τομέα του ΝΑΤΟ, θα ικανοποιούσε τις ΗΠΑ και μερικές Ευρωπαϊκές χώρες, όχι όμως τις ηπειρωτικές και «παραδοσιακές» Ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο και ίσως Ισπανία) οι οποίες αποβλέπουν στην ολοκλήρωση της πολιτικής ενοποίησης (ομοσπονδιακής ένωσης) για την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών τους προκλήσεων. Ήδη στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία, γίνεται συζήτηση για την προοπτική ενός ομόσπονδου σκληρού πυρήνα των πέντε χωρών μέσα στα ευρύτερα πλαίσια μιας χαλαρής Ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας.
Μία τέτοια εξέλιξη θα είναι άκρως δυσμενής για την Ελλάδα. Θα ήταν πράγματι έσχατη ειρωνεία εάν η ένταξη της Τουρκίας σ΄ ένα Ευρωπαϊκό μόρφωμα, οδηγήσει την Ελλάδα έξω από τον ομοσπονδιακό πυρήνα της Ευρώπης.
Τονίζω αυτό το ενδεχόμενο, όχι γιατί το θεωρώ αναπόφευκτο αλλά για να επισημάνω το χαρακτήρα των πρωτοβουλιών της Ελλάδας πριν και μετά την 17η Δεκεμβρίου. Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στους όρους κάτω από τους οποίους θα συμφωνηθεί η έναρξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Ανάμεσα σ΄ αυτούς τους όρους δεν μπορεί παρά να συμπεριληφθούν: α) η δέσμευση της Τουρκίας να προχωρήσει στην εξομάλυνση των σχέσεών της με κράτη – μέλη σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, και στην εκπλήρωση κριτηρίων, προϋποθέσεων και αρχών της Ε.Ε. και β) η θέσπιση αποτελεσματικού ελέγχου για τη συμμόρφωση σ΄ αυτούς τους όρους.
Η θέση αυτή δεν είναι και δεν πρέπει να εμφανίζεται ως απαίτηση, ως έκφραση εθνικού συμφέροντος ενός κράτους – μέλους μόνο. Οφείλει να είναι η θέση όλων των μελών, για την προστασία της αξιοπιστίας και του θεσμού της Ε.Ε. Θα ήταν κακός οιωνός αν, πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, εμφανισθούν κράτη – μέλη να υποχωρούν σε θέματα αρχών και θεσμών.
Η ίδια ανυποχώρητη θέση πρέπει να στηριχθεί από όλα τα κράτη – μέλη όσον αφορά στην αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την υποψήφια χώρα. Η Ε.Ε. δεν υποδιαιρείται, αποτελεί μια αδιαίρετη ενότητα από 25 χώρες. Άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία ισοδυναμεί με άρνησή της να αναγνωρίσει αυτή την ίδια την Ε.Ε. Είναι δυνατόν η Ε.Ε. να αποδεχθεί τέτοιο ευτελιστικό παραλογισμό;
Γνωρίζω το κλίμα που επικρατεί στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κατανοώ τις δυσκολίες. Πιστεύω όμως ότι τώρα, όχι αργότερα, με αυτοπεποίθηση και χωρίς φοβία, πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να πείσουμε τους εταίρους μας να συσπειρωθούν γύρω από θέσεις αναγκαίες για την προστασία των θεσμών και της Ευρωπαϊκής προοπτικής.