Η επέτειος των 10 χρόνων από το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε για τον άνθρωπο, τον οικονομολόγο και τον πολιτικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας πολιτικός με όραμα, δημοκρατικός, ανανεωτικός και, πάνω απ΄ όλα, με ευαισθησία για τον πολίτη. Ακριβώς γι΄ αυτό, νομίζω ότι είναι σημαντικότερο να σκύψουμε στην πολιτική του σκέψη και πρόταση και να δούμε το κατά πόσο αυτή είναι διαχρονική και επίκαιρη, κατά πόσο αγγίζει και απαντά στις αγωνίες και τα προβλήματα του έλληνα πολίτη σήμερα.
Ο Ανδρέας δεν φρόντισε να κατοχυρώσει το έργο του απέναντι στην Ιστορία και να προστατεύσει την υστεροφημία του. Ίσως γιατί πίστευε, όπως πολλοί μεγάλοι ηγέτες, ότι η ιστορία θα ήταν κι αυτή μαζί του και θα τον δικαίωνε. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, αυτή η εκδοχή δεν επαληθεύεται στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Τα περισσότερα έχουν γραφτεί κάτω από τους παραμορφωτικούς φακούς του αναθεωρητικού νεωτερισμού με έκδηλες σκοπιμότητες. Η κριτική που του ασκείται έχει δύο κεντρικούς άξονες:
Πρώτον, ότι δεν είχε σοβαρή ιδεολογική υποδομή. Υποστηρίζεται ότι επρόκειτο για μια πρόχειρη και καιροσκοπική συλλογή συνθημάτων αριστερίστικου και λαϊκίστικου τύπου με σκοπό την εκμετάλλευση του μετα-χουντικού κλίματος και
Δεύτερον, ότι βαθμιαία εγκατέλειψε την κεντρική του ιδεολογία μια και ο βασικός στόχος, η ανάληψη δηλαδή της εξουσίας, είχε επιτευχθεί. Επίσης, υποστηρίζεται ότι, ούτως ή άλλως, η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος δεν ήταν εφικτή.
Θέλω να κάνω μερικά σχόλια σχετικά με την πρώτη αιτίαση, αφήνοντας τη δεύτερη για μια άλλη ευκαιρία. Αντίθετα με όσα του καταμαρτυρούν οι επικριτές του, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μια ολοκληρωμένη άποψη για τις παγκόσμιες εξελίξεις μέσα στις οποίες κατόρθωσε να εντάξει με ενάργεια την πολιτική του πρόταση για την Ελλάδα. Η κοσμοθεωρία του ήταν προϊόν μακρόχρονης και επίπονης διεργασίας και εμπειριών ενός ακαδημαϊκού, πολιτικού και αγωνιστή. Από παλαιά του κείμενα, αλληλογραφία, ομιλίες αλλά και προσωπικές συζητήσεις μαζί του συνοψίζω κάπως σχηματικά τις βασικές του θέσεις σε τρία σημεία:
Η παγκόσμια οικονομία, με εξαίρεση το χώρο του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυριαρχείται από τις πολυεθνικές και από τη μεταξύ τους ολιγοπωλιακή σχέση. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνονται οι συνθήκες παραγωγής, πλούτου, συσσώρευσης κεφαλαίου καθώς και οι συνθήκες διανομής του διεθνούς πλούτου ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών είναι η συγκέντρωση του πλούτου στο Κέντρο (στον πλούσιο Βορρά) εις βάρος της Περιφέρειας.
Ο πολιτικός και στρατιωτικός εγγυητής αυτού του status quo είναι οι ΗΠΑ, είτε κατ΄ ευθείαν είτε μέσω του ΝΑΤΟ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αποτελεί μεγάλη οικονομική δύναμη, πολιτικά και στρατιωτικά είναι δορυφορική δύναμη του ατλαντισμού.
Στις σοσιαλιστικές χώρες, το συγκεντρωτικό, κρατικιστικό, ιεραρχικό σύστημα ακυρώνει τη δυναμική της αυτοδιαχείρισης και της συμμετοχής στην παραγωγή. Όμως ο χώρος του υπαρκτού σοσιαλισμού λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη που συγκρατεί το διεθνή καπιταλισμό από την ολοκλήρωση της καταπίεσής του.
Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μια παραχώρηση του κεφαλαίου προς την εργατική τάξη λόγω της πίεσης και της ύπαρξης του σοσιαλιστικού μπλοκ. Δεν έχει δική της αυτοδυναμία και η παρουσία της στην πολιτική σκηνή θα διαρκέσει όσο υπάρχει το διπολικό σύστημα. Οι εξαρτημένες, χώρες της περιφέρειας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να αποτινάξουν με πολιτικά μέσα την οικονομική εκμετάλλευση που επιβάλλει το διεθνές οικονομικό σύστημα και να αποκτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία.
Εθνική ανεξαρτησία σε μια βαθύτερη έννοια, σημαίνει κυριαρχία πάνω στους εθνικούς πόρους και στις αποφάσεις για την κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος. Έτσι, η ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην λαϊκή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, να πραγματοποιείται με αποκεντρωμένο δημοκρατικό προγραμματισμό και τη συμμετοχή κοινωνικών φορέων στα συμβούλια επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, π.χ. ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ. (κοινωνικοποίηση σε αντιδιαστολή με την κρατικοποίηση του δημόσιου τομέα)
Αυτού του είδους η προσέγγιση – αυτοδύναμη ανάπτυξη – εμπεριέχει την κοινωνική πολιτική ως λειτουργικό στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό, όπου η κοινωνική πολιτική ασκείται αποκλειστικά εκτός παραγωγικής διαδικασίας και εφόσον θα υπάρξει «αναπτυξιακό πλεόνασμα».
Η παραγωγή διενεργείται με τους κανόνες της αγοράς υπό συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, αλλά υπάρχουν δημόσια αγαθά, όπως υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες κλπ τα οποία είναι έξω από τη λογική της αγοράς, και ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής δημοκρατίας.
Η κατεύθυνση της παραγωγής διαμορφώνεται στο πλαίσιο του δημοκρατικού προγραμματισμού (τι οικονομία θέλουμε). Σε αντίθεση με τον νεοφιλελευθερισμό λέμε εμείς στην αγορά που θέλουμε να μας πάει.
Το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να είναι αποκεντρωμένο. Η κυβέρνηση λειτουργεί ως στρατηγικό επιτελείο και η άσκηση της διοίκησης πραγματοποιείται από αποκεντρωμένα όργανα στην αυτοδιοίκηση και με τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών.
Αφήνω τους αναγνώστες να κρίνουν οι ίδιοι αν οι θέσεις αυτές έχουν εσωτερική συνοχή, αν έξέφραζαν μια ιστορική πραγματικότητα και πολιτική δυναμική και αν απευθύνονται σε σημερινά προβλήματα.