Στο Συμβούλιο του Άμστερνταμ το 1997 η Γερμανία και η Γαλλία τελικά πέτυχαν την υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που, μεταξύ άλλων, προέβλεπε αυστηρές κυρώσεις και ποινές για τις χώρες, στις οποίες το δημόσιο έλλειμμα υπερέβαινε το 3% του ΑΕΠ. Την περασμένη εβδομάδα, οι ίδιες χώρες έπεισαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι αυτές οι διατάξεις του Συμφώνου έπρεπε να παραμείνουν ανενεργές ,ώστε να ενισχυθεί η ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας!
Η εντυπωσιακή αυτή ανατροπή άνοιξε ένα ζωηρό διάλογο όσον αφορά την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη, σε περίοδο ύφεσης. Χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία ενός διαλόγου σε οικονομική βάση, πιστεύω ότι πρέπει να αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, που σαφώς ανάγονται σε πολιτικούς παράγοντες και στην πλημμελή διαμόρφωση των Ευρωπαϊκών θεσμών. Με άλλα λόγια η κρίση δεν είναι οικονομική, είναι κρίση θεσμών.
Οι πρόσφατες εξελίξεις επαναφέρουν στο προσκήνιο τους προβληματισμούς που είχαν διατυπωθεί κατά τη συζήτηση της κύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Τότε, το 1992, πολλοί είχαμε υποστηρίξει ότι η σταθερότητα και η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής οικονομίας απαιτούν έναν ευέλικτο μηχανισμό συντονισμού μεταξύ της Νομισματικής Αρχής, που είναι υπεύθυνη κυρίως για τη σταθερότητα των τιμών, και της Δημοσιονομικής Αρχής, που είναι υπεύθυνη κυρίως για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, αντιθέτως, προχωρήσαμε στην κοινή νομισματική πολιτική, αφήνοντας την ευθύνη της δημοσιονομικής πολιτικής στα κράτη μέλη. Η θεσμική διάσταση ανάμεσα στην αντιπληθωριστική πολιτική από τη μια μεριά και την πολιτική απασχόλησης και ανάπτυξης από την άλλη, ήταν η βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της ΟΝΕ.
Μιλώντας στην Βουλή εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, στις 21 Ιουλίου του 1992, είχα τονίσει τους κινδύνους μιάς μονομερούς προσήλωσης στις νομισματικές προκαταλήψεις της Φρανκφούρτης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η Ευρώπη θα αισθανθεί βαρύ το χέρι του Γερμανού Τραπεζίτη«.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας έγινε τελικά αποδεκτό, γιατί προβλήθηκε ως προϋπόθεση προκειμένου να δεχθεί η Γερμανία να υιοθετήσει το Ευρώ. Πράγματι, η Γερμανία, φοβούμενη ότι το Ευρώ θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα ασθενές νόμισμα σε σύγκριση με το μάρκο, αν η δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων, επέμεινε να θεσπιστούν άκαμπτοι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας
Τότε, πολλοί Ευρωπαίοι οικονομολόγοι και πολιτικοί είχαν χαρακτηρίσει το Σύμφωνο Σταθερότητας ως την «αχίλλειο πτέρνα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης» για δύο ξεχωριστούς λόγους:
α) γιατί στην περίπτωση παρατεταμένης ύφεσης μιας οικονομίας, η υστέρηση των εσόδων και η αύξηση των κοινωνικών παροχών θα διεύρυναν αυτόματα το έλλειμμα, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να περιορίσει τις δαπάνες της για να μην υπερβεί το στόχο του 3%. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την παράταση της ύφεσης, αντί την ανάκαμψη της οικονομίας, και
β) γιατί με την υιοθέτηση του Συμφώνου, ακυρωνόταν στην πράξη η δυνατότητα άσκησης επιλεκτικής δημοσιονομικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. (Οι Κυβερνήσεις δεν έχουν την ευθύνη μόνον να στηρίζουν αντιπληθωριστικά μέτρα, έχουν ευθύνη να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος για εξασφάλιση εργασίας και υψηλού επιπέδου οικονομική δραστηριότητα.)
Και τα δύο αυτά επιχειρήματα αποδείχθηκαν βάσιμα:
Η παρατεταμένη στασιμότητα στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια διεύρυνε το δημόσιο έλλειμμα και αύξησε την ανεργία, με αποτέλεσμα την πιεστική ανάγκη για εγκατάλειψη των ασφυκτικών περιορισμών που έθετε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Η πρόσφατη θεσμική κρίση, μας επαναφέρει στον προβληματισμό του 1992. Τότε, δεν ήταν σε όλους σαφής, σήμερα όμως, λίγοι θα αμφισβητήσουν ότι το κυρίαρχο ζήτημα είναι πολιτικό και αφορά στην λειτουργία βασικών δημοκρατικών θεσμών στην Ενωμένη Ευρώπη.
Τα συμπεράσματα που συνάγονται από την δεκάχρονη πορεία της ΟΝΕ, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Πρώτον, η διχοτόμηση της οικονομικής πολιτικής – νομισματική πολιτική σε Ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της ΕΚΤ, και δημοσιονομική πολιτική σε επίπεδο κρατών-μελών – είναι, επιεικώς, ανόητη και επικίνδυνη για την οικονομική σταθερότητα και, σε τελευταία ανάλυση, για την προοπτική του Ευρώ.
Δεύτερον, υποταγή της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών στην υπηρεσία της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, με άτεγκτους οικονομικούς κανόνες πειθαρχίας, παραγνωρίζει την πραγματική οικονομική και πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη. Η δογματική τήρηση των κανόνων μπορεί να οδηγήσει τις μεν χώρες, χωρίς μεγάλο πολιτικό βάρος, σε διαιώνιση της οικονομικής ύφεσης ή στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων, τις δε «μεγάλες» χώρες σε ανοικτή ρήξη με τους θεσμούς.
Τρίτον, μια αποτελεσματική μακροοικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα μόνο πόδι. Απαιτεί ισότιμη και πολιτική αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν στο ύψος των δημόσιων δαπανών, των επενδύσεων και των φορολογικών εσόδων. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η ολοκλήρωση της οικονομικής ένωσης με τη δημιουργία του άλλου σκέλους της μακροοικονομικής πολιτικής, δηλαδή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Είναι καιρός να πάρουμε αποστάσεις από δογματικούς και άκαμπτους κανόνες, να εμπιστευθούμε την πολιτική διαδικασία και να ισχυροποιήσουμε τους συλλογικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς λήψης αποφάσεων για μια σταθερή και αναπτυξιακή πορεία της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.
Τα «μπαλώματα» που προτείνονται για προσωρινή χαλάρωση των κανόνων, απλούστατα παραπέμπουν στην επόμενη κρίση. Σε όσους πιστεύουν στο όραμα της Ευρώπης, δεν μπορεί παρά να προξενεί θλίψη το γεγονός ότι, στις χώρες του Ρηγκανισμού και του Θατσερισμού, οι δογματισμοί έχουν παραμερισθεί και το μείγμα μιας ρεαλιστικής νομισματικής-δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία έχει οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό, ενώ η Ευρωζώνη εμμένει σε δογματισμούς.
Η συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να συμπεριλάβει ένα κεφάλαιο για τη θεσμική μεταρρύθμιση μιας ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε. Εστω και αργά, ο διάλογος αυτός πρέπει να ανοίξει.
Στο νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα προτείνεται η θέσπιση ενός Υπουργού Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα.
Πιστεύω ότι υπάρχουν ισχυρότερα επιχειρήματα για τη θέσπιση θέσης Υπουργού Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα στηρίζεται σε μια αναβαθμισμένη Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, αποτελούμενης από εθνικούς εκπροσώπους (ΕCΟFIN), με σκοπό τον ευέλικτο συντονισμό της μακροοικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τέλος, μια παρατήρηση για την Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος και η δημοσιονομική μας κατάσταση επιβάλλει την άσκηση πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας – χωρίς, όμως, δογματισμούς και αριθμολαγνεία. Έτσι, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης π.χ. του 2,5% του ΑΕΠ δεν υποδηλώνει, κατ΄ ανάγκην, καλύτερη οικονομική επίδοση από ένα έλλειμμα π.χ. του 1,5% του ΑΕΠ. Η αξιολόγηση θα εξαρτηθεί από την ποιότητα των δαπανών και εσόδων σε κάθε περίπτωση, καθώς και από το αποτέλεσμά τους στην ανάπτυξη της οικονομίας.