Με την ομιλία του κ. Καραμανλή στη Δ.ΕΘ έκλεισε ο ετήσιος κύκλος της Θεσσαλονίκης και φοβάμαι ότι χάσαμε μια καλή ευκαιρία για ένα σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο για τα οικονομικά προβλήματα του τόπου.
Ο κ. Πρωθυπουργός, προβάλλοντας ως θετικά επιτεύγματα τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς αύξησης του εθνικού εισοδήματος, τις υψηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, και το δημοσιονομικό πλεόνασμα, εστίασε την προσοχή του στο θέμα της ασφάλειας. Και ορθώς, γιατί η Ελληνική οικογένεια αλλά και ο επιχειρηματικός κόσμος ζουν κάτω από ένα καθεστώς οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Η απάντηση της Κυβέρνησης ήταν η επέκταση των φοροαπαλλαγών ως βασικό μέτρο κοινωνικής πολιτικής και η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου, με ολοκλήρωση των μεγάλων έργων υποδομής, προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και της ασφαλιστικής και φορολογικής μεταρρύθμισης.
Δημοσιονομικό πλεόνασμα
Ο κ. Καραμανλής, κυρίως μέσω χρήσης συγκριτικών στοιχείων, αμφισβήτησε την καλή πορεία της οικονομίας αναδεικνύοντας ως κύρια προβλήματα τη διευρυνόμενη φτώχεια, την συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης, την χαμηλή ανταγωνιστικότητα και τη χρήση «δημιουργικής λογιστικής» για συγκάλυψη των δημοσιονομικών προβλημάτων. Η Ν.Δ προτείνει ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις, ενίσχυση του ανταγωνισμού και των υποδομών, βελτίωση της επιχειρηματικότητας μέσω ιδιωτικοποιήσεων, άρσης αντικινήτρων, απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος και αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης.
Πέρα από φραστικές αντιπαραθέσεις, η προσέγγιση και των δύο πλευρών υπήρξε συγκλίνουσα με μόνη διάφορά την εκτίμηση του δημοσιονομικού πλεονάσματος. Αλλά, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το μέγεθος του δημοσιονομικού πλεονάσματος θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη διεύρυνση των φοροαπαλλαγών καθώς αυτές αφαιρούν τη δυνατότητα χρηματοδότησης άλλων προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής, ιδιαίτερα της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας.
Το έλλειμμα παραγωγικότητας
Φοβάμαι ότι η συζήτηση βοήθησε να αποσιωπηθεί το κύριο πρόβλημα: το παραγωγικό έλλειμμα, ή καλύτερα το έλλειμμα παραγωγικότητας.
Η παραγωγικότητα της Ελληνικής οικονομίας κυμαίνεται περίπου στο 80% της ΕΕ. Με αυτό το έλλειμμα δεν μπορούμε να έχουμε Ευρωπαϊκά επίπεδα διαβίωσης και πραγματική σύγκλιση. Προσωρινά μπορούμε να το καλύψουμε με πόρους από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ή με επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Οι πόροι αυτοί όμως έχουν ημερομηνία λήξης. Αν δεν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σήμερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης μετά το 2005. Σημάδια κρίσης έχουν ήδη εμφανιστεί: Οι εξαγωγές μας προς την ΕΕ μειώνονται, οι εισαγωγές έχουν αυξηθεί ως ποσοστό της κατανάλωσης από 25% το 1985 στο 47% το 2001, ενώ η καθαρή ιδιωτική αποταμίευση έχει μειωθεί από ποσοστό 18% του ΑΕΠ στο 8%. Η διατήρηση της κατανάλωσής μας σε Ευρωπαϊκά επίπεδα στηρίζεται στον εγχώριο και εξωτερικό δανεισμό και στη συρρίκνωση των αποταμιεύσεών μας.
Διαφθορά-αναβάθμιση
Το κεντρικό επομένως ζήτημα το οποίο πρέπει να συζητηθεί είναι το πώς θα διατηρηθούν μακροπρόθεσμα οι σημερινοί ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας και πως θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της. Αυτό δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο των δημοκρατικών μας διαδικασιών με μείωση του εργατικού κόστους, και περαιτέρω αναδιανομή εισοδήματος από μισθούς σε κέρδη. Μπορεί να γίνει μόνο με δύο τρόπους:
περιορισμό των άλλων συντελεστών κόστους στην παραγωγή και
αύξηση της παραγωγικότητας
Το πρώτο σημαίνει, μείωση του κόστους των δημοσίων υπηρεσιών και τηλεπικοινωνιών και τον δραστικό περιορισμό του κόστους συναλλαγών που γίνεται δυσβάσταχτο όταν υπάρχει εκτεταμένη διαφθορά στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Το δεύτερο επιτυγχάνεται μέσα από την διαφοροποίηση και αναβάθμιση της ποιότητας στα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας, την υιοθέτηση καινοτομιών και νέων τεχνολογιών, την προώθηση αποτελεσματικών οργανωτικών και διοικητικών δομών, την ανάπτυξη δικτύων προμήθειας και διανομής και την θεσμοθέτηση και τον έλεγχο κανόνων υγιούς ανταγωνισμού (Αλήθεια γιατί η Επιτροπή Ανταγωνισμού παραμένει τόσο αδρανής;)
Αλλαγή κλίματος
Αυτά είναι τα θέματα που έπρεπε να μας απασχολήσουν. Θα ήταν μεγάλο κέρδος για τον τόπο αν ο διάλογος της Θεσσαλονίκης κατέληγε σε κοινή αναγνώριση ότι πρέπει να κερδίσουμε τη μάχη της παραγωγικότητας. Αυτό θα ήταν ένα στοίχημα αντάξιο των καιρών. Δυστυχώς, δεν το καταφέραμε αυτό. Ίσως γιατί ο στόχος δεν επιτυγχάνεται μόνον με εξαγγελία μέτρων. Προϋποθέτει, πάνω από όλα ριζική αλλαγή κλίματος, μια «συστημική αλλαγή» (regime switch) για να γίνει δυνατή η μετάβαση από μια Ελλάδα χαμηλών και αβέβαιων προσδοκιών όπου κυριαρχεί η απογοήτευση, η ανασφάλεια, ο ατομικισμός και η διαφθορά σε μια Ελλάδα με συμμετοχική δημοκρατία, ανοιχτούς ορίζοντες, θετικές προσδοκίες, κοινωνική δικαιοσύνη και σταθερούς κανόνες επιβράβευσης της δημιουργικής προσφοράς.
Ίσως ο πολιτικός κόσμος δεν αισθάνθηκε ότι η αξιοπιστία του είναι αρκετά ισχυρή για να ανοίξει ένα τέτοιο διάλογο με την κοινωνία. Αντίθετα, εγώ πιστεύω ότι θα κερδίσουμε την χαμένη αξιοπιστία μας αν τολμήσουμε να αντικρίσουμε την πρόκληση κατάματα και να διαμορφώσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις για μια νέα πορεία.
Αυτές τις εβδομάδες θα ασχοληθούμε όλοι με τις εκλογές στους δήμου και στις νομαρχίες. Ας δώσουμε, λοιπόν, ραντεβού για έναν τέτοιο διάλογο μετά τις εκλογές