Στις 16 Ιουνίου, η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης θα συναντηθεί στο Άμστερνταμ για να συζητήσει την πορεία της Διακυβερνητικής και το μέλλον της Ευρώπης. Η συνάντηση αυτή γίνεται κάτω από νέες συνθήκες. Η πρόσφατη νίκη των σοσιαλιστών στη Γαλλία, και σε μικρότερο βαθμό, του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία έχει αλλάξει, ξαφνικά, το πολιτικό σκηνικό. Οι πρώτες αντιδράσεις σίγουρα είχαν μια δόση υπερβολής, αλλά τώρα ήλθε η ώρα για μια πιο υπεύθυνη και νηφάλια εκτίμηση των νέων δεδομένων. Είναι σαφές ότι η πολιτική ισορροπία στην Ευρώπη έχει αλλάξει όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να αναμένουμε στο άμεσο μέλλον την ανατροπή του ιδεολογικού υπόβαθρου του πολιτικού συμβιβασμού του χειμώνα του 1991 και την αντικατάστασή του από ένα «αριστερό» Μάαστριχ. Αυτό που μπορούμε βάσιμα να αναμένουμε είναι η έναρξη μιας πολιτικής διαδικασίας αναθεώρησης της Συνθήκης προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης ελαστικότητας ως προς την ερμηνεία των κριτηρίων σύγκλισης και ως προς το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους, καθώς και εμπλουτισμού της με πολιτικές διεύρυνσης της απασχόλησης και ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ακόμα πιο σημαντική, όμως, είναι η συμβολή της σοσιαλιστικής νίκης στην αλλαγή του πολιτικού κλίματος. Οι γαλλικές εκλογές ξανάφεραν στο προσκήνιο μια διαφορετική πολιτική άποψη και κατεδάφισαν το ιδεολόγημα του μονόδρομου. Η πρόταση για μια εναλλακτική πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, έστω και ως προοπτική, παίρνει τώρα συγκεκριμένη πολιτική έκφραση και νομιμοποίηση και δημιουργεί μια άλλη δυναμική.
Η αλλαγή του πολιτικού κλίματος έχει ιδιαίτερες συνέπειες για την Ελλάδα όπου ένας ιδιόμορφος ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός είχε αναγορεύσει την αφοσίωση στις αρχές του Μάαστριχ σε «πιστοποιητικό ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης». Η κατάρρευση του ιδεολογήματος του μονόδρομου επαναφέρει τον πολιτικό λόγο στο προσκήνιο.
Σήμερα, μπορούμε και οφείλουμε να επανεξετάσουμε τις πολιτικές επιλογές που διανοίγονται για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κάτω από το πρίσμα των εθνικών μας ιδιαιτεροτήτων.
Άμεσα, και σε συμμαχία με άλλες προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, επιβάλλεται να προωθήσουμε:
α) την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας με χαλάρωση των ασφυκτικών περιορισμών που αυτό θέτει στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής από τα κράτη μέλη,
β) τη συμπλήρωση του Συμφώνου Σταθερότητας με ένα Σύμφωνο Κοινωνικής Συνοχής και Ανάπτυξης, που θα δίνει έμφαση σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της ανεργίας, την ενίσχυση της Κοινωνικής πολιτικής καθώς και τη θέσπιση κριτηρίων πραγματικής σύγκλισης.
γ ) τη μετάθεση του χρονοδιαγράμματος έναρξης της ΟΝΕ και υιοθέτησης του Ευρώ για μια, τουλάχιστον, διετία.
δ) την έγκαιρη οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών Προοπτικών της Κοινότητας και των παραμέτρων του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που θα ισχύσει μετά το 1999 και
ε) την αναθεώρησn της Συνθήκης του Μάαστριχ στη Διακυβερνητική με υιοθέτηση της Χάρτας βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Μεσοπρόθεσμα, η Συνθήκη του Μάαστριχ θα πρέπει να υποκατασταθεί από μια νέα Συνθήκη που θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης της Ευρώπης μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της απασχόλησης.
Μια τέτοια εναλλακτική πορεία θα απαιτήσει μια ενεργό ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική με αύξηση του Κοινοτικού προϋπολογισμού, βελτίωση των υποδομών, στήριξη της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας και θέσπιση ενός αυτόματου αναδιανεμητικού μηχανισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα απαιτήσει, ακόμη, μια προ-αναπτυξιακή νομισματική πολιτική που θα εγγυάται ικανή ρευστότητα και θα εξασφαλίζει χαμηλά πραγματικά επιτόκια, καθώς και την κατάλληλη πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ του Ευρώ, του δολαρίου και του γιέν .Θα απαιτήσει, τέλος, μια ενεργό πολιτική απασχόλησης.
Σε αντίθεση με τις δυνατότητες που ανοίγονται τώρα για την πολιτική μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι βαθμοί ελευθερίας σε εθνικό επίπεδο εξακολουθούν να είναι, εκ των πραγμάτων, περιορισμένοι. Θεωρητικά, οι εναλλακτικές που προσφέρονται είναι τρεις:
Η πρώτη εναλλακτική είναι να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Σουηδίας και άλλων χωρών και να μη συμμετάσχουμε στη Νομισματική Ένωση. Με αυστηρά οικονομικά κριτήρια η εναλλακτική αυτή πιστεύω ότι θα ήταν η προσφορότερη αν ήταν αποτέλεσμα εθνικής επιλογής και όχι αδυναμίας προσέγγισης των στόχων. Εν πάση περιπτώσει, η εναλλακτική αυτή δεν είναι ανοικτή, γιατί υπάρχει ήδη εθνική δέσμευση. Άλλωστε, αλλαγή πορείας τώρα θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα διεθνούς αξιοπιστίας και αμφισβήτησης της ικανότητάς μας ν” ανταποκριθούμε στην ευρωπαϊκή πρόκληση.
Η δεύτερη εναλλακτική είναι να καθυστερήσουμε την ένταξή μας. Η επιλογή αυτή θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα, καθώς θα ενέτεινε τις αποσταθεροποιητικές και κερδοσκοπικές πιέσεις στη δραχμή. Γι” αυτό δεν πρέπει να καθυστερήσουμε την ένταξή μας.
Η τρίτη εναλλακτική είναι να εισέλθουμε στην ΟΝΕ μαζί με όλα τα άλλα κράτη μέλη. Αυτή την εναλλακτική πρέπει να υιοθετήσουμε και γι” αυτό μια αναβολή της υλοποίησης του ευρωπαϊκού χρονοδιαγράμματος διευκολύνει σημαντικά το έργο μας.
Αλλά, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, η επίτευξη των όρων του Μάαστριχ δεν εξασφαλίζει, από μόνη της, τη βιωσιμότητα της οικονομίας μέσα στη Νομισματική Ένωση.
Τυχόν ένταξή μας, με όρους ονομαστικής σύγκλισης μόνον, χωρίς να έχει διασφαλιστεί η παραγωγική μας βιωσιμότητα και η κοινωνική συνοχή θα δημιουργήσει εφιαλτικές συνθήκες για μας μέσα στη Νομισματική Ένωση. Σ” αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμότερο ακόμα και να υποστούμε το κόστος της επιλογής της μη ένταξης. Γι” αυτό, πρωταρχικό μας μέλημα και προϋπόθεση της ένταξής μας πρέπει να είναι η ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικής μας βάσης με βελτίωση της παραγωγικότητας και εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Η υπόθεση της ανάπτυξης, που είναι βαθύτατα μια πολιτική διαδικασία, αφορά εμάς τους ίδιους. Είναι, αποκλειστικά, δική μας ευθύνη. Και ας κατανοήσουμε ότι, στο τέλος αυτής της δεκαετίας, θα κριθούμε από το αναπτυξιακό αποτέλεσμα της εθνικής πολιτικής μας.