«Απορώ γιατί αυτοί που συμφώνησαν τον Φεβρουάριο στη Νέα Υόρκη στη συγκεκριμένη διαδικασία καθώς και στην αναγόρευση του Κόφι Ανάν σε «επιδιαιτητή» – ενώ ήταν γνωστές οι εξαρτήσεις και οι αναφορές του – περίμεναν διαφορετική έκβαση στη Λουκέρνη. Η Λουκέρνη ήταν το αναπόφευκτο διπλωματικό αποτέλεσμα της συμφωνίας της Νέας Υόρκης.
Παρά τις προκλητικές και απαράδεκτες πιέσεις, τόσο ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και η Ελληνική Κυβέρνηση, χειρίστηκαν το θέμα με δεξιοτεχνία και υπευθυνότητα.
Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, μία μόνο διέξοδος υπάρχει: να απορρίψει ο Κυπριακός λαός το Σχέδιο Κόφι Ανάν. Πιστεύω ότι οι Ελληνοκύπριοι, και ελπίζω και οι Τουρκοκύπριοι, θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα απορρίψουν ένα Σχέδιο που μόνο δεινά προοιωνίζει και για τις δύο Κοινότητες.
Το δίλημμα που υστερόβουλα έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ «ή λύση τώρα ή λύση ποτέ» αποσκοπεί στην απόκρυψη της πραγματικότητας. Το πραγματικό δίλημμα είναι «ή νομιμοποίηση του Αττίλα τώρα ή αναζήτηση λύσης σε εύθετο χρόνο, με γνήσιο δημοκρατικό και Ευρωπαϊκό πνεύμα, που θα επεκτείνει το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στα κατεχόμενα σήμερα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους – μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε.»
Δεν παραγνωρίζω βέβαια ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν είναι πιθανόν να ακολουθηθεί από σειρά προκλήσεων. Μπορούμε όμως να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Έχουμε άλλωστε πολλά διπλωματικά ατού στα χέρια μας από τώρα μέχρι το Δεκέμβριο για να δημιουργήσουμε ένα ευνοϊκό για τις θέσεις μας κλίμα. Αρκεί να εργαστούμε συντονισμένα και με αυτοπεποίθηση. Αντίθετα, ένα ταπεινωτικό «ναι» στο Σχέδιο Ανάν θα παγιώσει την εντύπωση στη διεθνή κοινότητα ότι ο Ελληνισμός εύκολα εκβιάζεται και πάντοτε υποχωρεί. Και φοβάμαι ότι, η εκτίμηση αυτή μπορεί να είναι καταλυτική στην επόμενη φάση όπου σίγουρα θα ασκηθούν πιέσεις για νέες υποχωρήσεις του Ελληνισμού στο Αιγαίο και στις λεγόμενες «Ελληνο-Τουρκικές» διαφορές.
Τέλος, κατανοώ την αμηχανία μερίδας του πολιτικού κόσμου και των media που είχαν επενδύσει στο Σχέδιο Ανάν και σε μια πολιτική προσέγγισης που, τελικά, δεν απέδωσε. Πιστεύω ότι τώρα είναι η στιγμή που οφείλουν ν΄ αποδεχθούν ότι διολίσθηση από τις πάγιες θέσεις μας, υποχωρήσεις απέναντι σε άμεσες ή έμμεσες πιέσεις και συστηματική καλλιέργεια κλίματος κατευνασμού, δεν μπορούν ν΄ αποτελούν συστατικά μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής. Ας αναλογιστούν πώς φθάσαμε στη Λουκέρνη.»