Νομίζω πως έφτασε η στιγμή ν΄ αρχίσουμε να μιλάμε για πρακτικά θέματα. Αυτό μου θυμίζει μια ιστορία που συνέβη εδώ και λίγα χρόνια στην Αφρική, όταν πήγα με μια ομάδα εμπειρογνωμόνων σε μια χώρα για να βοηθήσουμε την κυβέρνηση για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Κάναμε καλή δουλειά νομίζω, κουραστήκαμε κάπως και σκεφτήκαμε στο τέλος να κάνουμε μια εκδρομή στην ενδοχώρα μ΄ ένα αυτοκίνητο δυτικής τεχνολογίας. Το αυτοκίνητο μας χάλασε μέσα στην έρημο και τότε σκεφτήκαμε να καλέσουμε έναν τεχνικό που ήταν μαζί μας και που είχε αναλάβει την υπόθεση της ίδρυσης μιας βιομηχανίας αυτοκινήτων. Τον φωνάξαμε εκείνη τη νύχτα, μήπως μπορούσε να φτιάξει το αυτοκίνητο. Διαμαρτυρήθηκε γι΄ αυτό και μας είπε: «Αποκλείεται, δεν ξέρω τίποτα από μηχανές, είμαι θεωρητικός αυτοκινήτων και δεν μπορώ ούτε καν ν΄ ανοίξω το καπώ.»
Σας προσκαλώ λοιπόν σήμερα να αφήσουμε τις γενικές θεωρίες και να κοιτάξουμε μερικά πρακτικά ζητήματα. Το θέμα που θέλω να συζητήσω μαζί σας είναι πώς θα μπορέσουμε να περάσουμε στο σοσιαλισμό μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και τι προβλήματα είναι πιθανό να ανακύψουν βραχυχρόνια, δηλαδή στις πρώτες 90 μέρες, στους πρώτους 6 μήνες, στα πρώτα 2 χρόνια.
Η δική μου τουλάχιστον εμπειρία είναι ότι τα πράγματα πάνε στραβά στους πρώτους μήνες και αυτό είναι το θέμα που πρέπει να προσέξουμε. Βέβαια ο καθένας μιλάει γι΄ αυτό το θέμα από τις δικές του εμπειρίες και νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω τη θέση μου από την αρχή, γιατί αυτό που μεταφέρω εδώ είναι κυρίως εμπειρίες από άλλες χώρες.
Ότι έχω να πω βγαίνει από συζητήσεις, διαπραγματεύσεις στους διεθνείς οργανισμούς πάνω στα θέματα ανάπτυξης του τρίτου κόσμου και από προσωπικές εμπειρίες σε χώρες του τρίτου κόσμου όπου από καιρό σε καιρό χρησιμοποιήθηκα σαν οικονομικός σύμβουλος. Εμπειρίες που πηγαίνουν μακριά πίσω, στην υπόθεση του Κονγκό (του σημερινού Ζαίρ), της Χιλής του Αλλιέντε και πιο πρόσφατα της Τζαμάικα, της Τανζανίας κι ακόμη πιο πρόσφατα της Νικαράγουα, όπου είμαι οικονομικός σύμβουλος του Επαναστατικού Συμβουλίου για το διακανονισμό του εξωτερικού χρέους που άφησε ο Σομόζα.
Έχω λοιπόν μια άποψη γι΄ αυτά τα πράγματα, μια άποψη χρωματισμένη από την εμπειρία του τρίτου κόσμου. Αυτή η εμπειρία μπορεί να είναι και μπορεί να μην είναι απόλυτα χρήσιμη για την Ελλάδα. Αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα.
Το δεύτερο που θέλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή είναι ότι δεν μιλάω για ιδεολογικά θέματα, ότι τα παίρνω σαν δεδομένα. Μιλάω για στρατηγική. Κι εκεί συνήθως γίνεται ένα λάθος. Για ν΄ αποδείξουμε τη σοσιαλιστική μας ιδιότητα, ιδίως όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση, ακολουθούμε μια στρατηγική αλύγιστη, για να μην κατηγορηθούμε ότι είμαστε αστοί. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε από την αρχή: είναι δυνατόν, βραχυχρόνια, να πρέπει να ακολουθήσουμε μια γραμμή που δεν είναι καθαρά σοσιαλιστική, αν θέλουμε να περάσει ο σοσιαλισμός μακροχρόνια.
Δεν έχω φτιαγμένη διάλεξη να σας δώσω. Ήρθα εδώ για να μιλήσουμε πάνω σ΄ αυτό το θέμα. Έχω κάνει όμως ορισμένες σκέψεις και προτείνω να τις παρουσιάσω ως εξής. Πρώτα απ΄ όλα και κάπως ανορθόδοξα, θα΄ θελα ν΄ αρχίσω με τα βασικά συμπεράσματα που εγώ, τουλάχιστον προσωπικά, έχω αποκομίσει από τη δική μου πείρα στον τρίτο κόσμο γύρω από τις προσπάθειες μετάβασης στο σοσιαλισμό. Είναι ένα μοντέλο που πρέπει να αποφύγουμε γιατί καταλήγει αναγκαστικά σε αποτυχία. Αυτό το μοντέλο είναι γενικό, αλλά δεν ανταποκρίνεται ειδικά σε καμία χώρα. Και τέλος, θα΄ θελα να προσφέρω μερικές προσωπικές σκέψεις επάνω στα ειδικά προβλήματα και τη στρατηγική που θα μπορούσε πιθανόν ν΄ ακολουθήσει η Ελλάδα μια πολιτική μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Το πρώτο μου συμπέρασμα είναι πως τα πειράματα που έχουν γίνει μεταπολεμικά στον τρίτο κόσμο, με δημοκρατική μετάβαση προς το σοσιαλισμό έχουν αποτύχει.
Το δεύτερο συμπέρασμα, που ελπίζω ότι ανακουφίζει κάπως τον αντίκτυπο του πρώτου, είναι πως οι αποτυχίες πάντα οφείλονται σε απρόοπτα γεγονότα, οι ενδεχόμενες συνέπειες των οποίων δεν είχαν διερευνηθεί σωστά εκ των προτέρων. Γενικά, οι καταστάσεις είχαν εξελιχθεί πάρα πολύ κοντά στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας κι ένα απρόοπτο γεγονός – είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό – ανέτρεψε την κατάσταση. Ένα θέμα που θα συζητήσουμε αργότερα είναι ότι το περιθώριο που πρέπει να αφήσουμε πρέπει να είναι πιο μεγάλο. Ότι πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι πολύ πιο μέσα από τη διαχωριστική γραμμή και συνετά αφήνοντας αρκετά περιθώρια για το απρόοπτο.
Το τρίτο και νομίζω πιο βασικό που έχω να πω είναι ότι όλος ο οικονομικός εξωτερικός μηχανισμός είναι εναντίον μιας εσωτερικής προσπάθειας για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτό αφορά τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, τις πολυεθνικές εμπορικές τράπεζες, την πολιτική των μη σοσιαλιστικών χωρών. Η προσπάθεια μετάβασης στο σοσιαλισμό βασίζεται σε εσωτερικές δυνάμεις που, αργά ή γρήγορα, θα έρθουν σε αντιδικία με τις εξωτερικές δυνάμεις, που πρέπει να προβλεφθούν σαν πραγματικότητα και να μην ελπίζουμε σε αποτελεσματική προσφορά από το εξωτερικό.
Ιδιαίτερα το διεθνές οικονομικό σύστημα, βασίζεται σε ένα φιλελεύθερο σύστημα εμπορίου γύρω από τη συμφωνία του GATT, στην αρχή της μετατρεψιμότητας των νομισμάτων και στις φιλελεύθερες αρχές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό, ευθύς εξ αρχής, δημιουργεί την αντιδικία μεταξύ σοσιαλιστικών αρχών και σοσιαλιστικής πολιτικής στο εσωτερικό και της ανειλημμένης διεθνούς υποχρέωσης της χώρας να ακολουθήσει, είτε το θέλει είτε όχι, εφόσον ανήκει στο δυτικό κόσμο, μια φιλελεύθερη πολιτική, σχετικά με το εξωτερικό της εμπόριο και τη νομισματική της πολιτική. Αυτό θα ο συζητήσουμε κάπως πιο εκτενώς αργότερα.
Το τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι ο εξωτερικός οικονομικός παράγοντας έρχεται σε άμεση επαφή με τους εσωτερικούς οικονομικούς παράγοντες και δημιουργεί καταστάσεις αντιφατικές σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Πράγματι, όχι μόνον ο ιδιωτικός τομέας, αλλά συνήθως η διοίκηση του κράτους, ο υπουργός οικονομικών, οι διοικητές τραπεζών, που αποτελούν τη δεξιά παράταξη του λεγόμενου προοδευτικού κινήματος, έρχονται σε άμεση επαφή και συμφωνία με τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, μέσα στο περιθώριο των λεγομένων stand by agreements, πράγμα που συνεπάγεται τη βασική υπονόμευση της οικονομικής πολιτικής, αργά ή γρήγορα.
Το πέμπτο συμπέρασμα είναι ότι για λόγους εσωτερικής ανάγκης, αργά ή γρήγορα, οι κυβερνήσεις ζητούν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Χρηματοδότηση που παρέχεται με όρους ότι θα γίνει μια «προσαρμογή», μια σταθεροποίηση της οικονομίας, που είναι βασικά αντισοσιαλιστική.
Το έκτο, και τελευταίο συμπέρασμα που θέλω να συμμεριστώ μαζί σας, είναι ότι το οικονομικό πρόγραμμα της μεταβατικής περιόδου πρέπει να έχει χαραχθεί και συμφωνηθεί με τις πλατειές λαϊκές μάζες πριν από την άνοδο στην εξουσία. Αυτό που γίνεται συνήθως σε αυτές τις χώρες είναι ότι το επείγον πρόγραμμα, το emergency program, συζητιέται με αμφιταλαντεύσεις αφού παρθεί η εξουσία και σε συνεργασία με τους εξωτερικούς οικονομικούς παράγοντες. Αυτό είναι μια συνταγή για καταστροφή.
Αυτά είναι τα συμπεράσματα, τα μηνύματα που θα ήθελα να συζητήσουμε. Πού στηρίζονται αυτά; Είναι μια μεγάλη υπόθεση και θα πάρει πολύ καιρό να σας κάνω έστω και μια σύντομη ανασκόπηση όλων των εξελίξεων στον τρίτο κόσμο στη μεταπολεμική περίοδο. Γι΄ αυτό, όπως είπα στην αρχή, θα μου επιτρέψετε να σας δώσω ένα μοντέλο, ένα σχέδιο που λίγο ή πολύ απορρέει από τις εμπειρίες των χωρών της Λατινικής Αμερικής κυρίως και νομίζω ότι έχει μερικά στοιχεία που έχουν κάποια σχέση με την ελληνική πραγματικότητα.
Αυτό που συμβαίνει χρονικά είναι το εξής. Πριν από την άνοδο στην εξουσία ενός προοδευτικού σοσιαλιστικού κινήματος, έχουμε μια περίοδο αρκετά αυξημένης προόδου, μια αύξηση του εθνικού εισοδήματος της τάξης 6-10%. Η αύξηση αυτή δεν συνοδεύεται με δομικές αλλαγές εσωτερικά. Βασίζεται σε ορισμένους οικονομικούς τομείς, στην ανάπτυξη κυρίως μιας μεσαίας τάξης κι επιφέρει μια κατανάλωση στην οικονομία, αναγκάζοντάς την να δανεισθεί από το εξωτερικό. Ο δανεισμός αυξάνεται κάθε χρόνο και λίγο ή πολύ, ένα χρόνο πριν από την αλλαγή της εξουσίας, έχουμε την εξής κατάσταση: μια μείωση της αύξησης του εθνικού εισοδήματος γύρω από 1-4%, έναν πληθωρισμό αρκετά δυνατό που διαφέρει σε κάθε χώρα αλλά οπωσδήποτε είναι πάνω από 25%. Η πληρωμή του εξωτερικού χρέους είναι γύρω στα 20-25% των εξαγωγών, δηλαδή το ? των εξαγωγών πηγαίνει για να πληρωθούν τα παλιά εξωτερικά χρέη. Ένα άνοιγμα στο ισοζύγιο πληρωμών, τρεχουσών συναλλαγών γύρω στα 20-30% των εισαγωγών, δηλαδή πρέπει να κάνουμε εισαγωγή κεφαλαίου για να καλύψουμε γύρω στο 25% των εισαγωγών.
Από την άλλη μεριά, στο εσωτερικό της χώρας, ο πληθωρισμός έχει πλήξει κυρίως τις εργαζόμενες τάξεις, ακόμη και τη μεσαία τάξη. Η διανομή του εισοδήματος έχει γίνει ακόμα περισσότερο άνιση. Αυτή είναι η κατάσταση όταν παίρνει την εξουσία ένα προοδευτικό κίνημα.
Ένα βασικό λάθος που έχει γίνει κατ΄ αρχήν, κι εκεί έχει μια ιστορική ευθύνη και η αντιπολίτευση, είναι ότι δεν έχει γίνει σαφές στον κόσμο ότι η εξουσία αλλάζει χέρια τη στιγμή που η χώρα είναι χρεοκοπημένη. Από την άλλη μεριά, έχουν δοθεί υποσχέσεις στον κόσμο για μια δίκαιη αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος.
Το θέμα είναι πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Κι όπως είπα από την αρχή, επιμένω σ΄ αυτό. Θέλω να μιλήσω πρακτικά γι΄ αυτό το θέμα κι όχι θεωρητικά. Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας γίνεται μια τεράστια καμπάνια στον τύπο, στο εσωτερικό και εξωτερικό, ότι το εθνικό νόμισμα κινδυνεύει. Απότομα, οι διεθνείς τράπεζες «αντιλαμβάνονται» ότι η χώρα δεν είναι, όπως λένε, αξιόπιστη. Γίνεται μια τρομερή πίεση. Αυτή είναι μια κριτική στιγμή για την κυβέρνηση.
Οι περισσότερες έχουν διαλέξει τον εξής δρόμο. Στέλνουν αποστολές στο εξωτερικό για να δώσουν πιστοποιητικά καλής διαγωγής, ότι δεν είναι σωστό αυτό που λέγεται, ότι το εθνικό νόμισμα είναι σταθερό, ότι οι διεθνείς υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν, ότι η συμπεριφορά της κυβέρνησης στον εξωτερικό οικονομικό παράγοντα θα είναι απόλυτα σωστή, κλπ.
Και μπαίνουμε στη συζήτηση που είναι η εξής: Πώς θα περάσουμε σ΄ ένα πρόγραμμα εσωτερικής ανάπτυξης, ενώ την ίδια στιγμή, το 25% των εξαγωγών θα πηγαίνουν για την πληρωμή του εξωτερικού χρέους, ενώ την ίδια στιγμή θα χρειαζόμαστε και νέο κεφάλαιο, γύρω στα 20-25% των εισαγωγών;
Δεν θα υπάρξει έλλειψη εμπειρογνωμόνων που θα μας πουν τι πρέπει να γίνει. Πρώτη υπόδειξη: να αυξήσουμε τις εξαγωγές με υποτίμηση του νομίσματος και με κίνητρα στους εξαγωγείς. Η πείρα έχει αποδείξει ότι βραχυχρόνια τουλάχιστον, αυτά τα μέτρα δεν αποδίδουν. Τουναντίον, αυτά τα μέτρα δημιουργούν νέες πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Εν τούτοις, οι διεθνείς οργανισμοί που θα παίξουν ρόλο σ΄ αυτές τις συζητήσεις, θα υποδείξουν αμέσως τέτοιου είδους μέτρα.
Δεύτερη γνώμη είναι να κόψουμε τις εισαγωγές. Ποιες όμως; Εδώ είναι το πρόβλημα. Μια αναδιοργάνωση της οικονομίας χρειάζεται εισαγωγές. Χρειαζόμαστε επίσης εισαγωγές ειδών ανάγκης. Αυτά δεν μπορούν να κοπούν, από οποιαδήποτε κυβέρνηση, ιδίως από μια κυβέρνηση σοσιαλιστική. Μπορούμε να κόψουμε είδη καταναλωτικά πολυτελείας; Η απάντηση, παράδοξα, είναι όχι. Γιατί; Γιατί τα καταναλωτικά είδη πολυτελείας τα θεωρούν, τόσο η αστική τάξη, όσο και δυνατοί παράγοντες που βρίσκονται γύρω στο προοδευτικό κίνημα, αν και στην περιφέρειά του, σαν είδη ανάγκης. Και συμβαίνει το εξής: ακριβώς επειδή η εξωτερική θέση του προοδευτικού κινήματος είναι σχετικά αδύνατη ή επισφαλής, γίνεται μια πολιτική συνδιαλλαγής με τη συντηρητική μεσαία τάξη. Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να κοπούν αυτές οι εισαγωγές. Αλλά και αν κοπούν, μπορεί να κατεβάσουν το άνοιγμα του εξωτερικού εμπορίου ισοζυγίου σε ένα μικρό ποσοστό. Δεν λύνεται το πρόβλημα και δημιουργούνται δύσκολες πολιτικές καταστάσεις στο εσωτερικό. Αυτή είναι η δεύτερη γνώμη.
Η τρίτη γνώμη είναι ότι θα χρειαστεί ένας νέος διακανονισμός του εξωτερικού χρέους, δηλαδή να ζητήσουμε από τους πιστωτές μας μια αναπροσαρμογή του τοκοχρεολυσίου, ούτως ώστε να εξοφληθεί το χρέος αργότερα, όταν η συγκυρία θα είναι ευνοϊκότερη. Και μια τελευταία συμβουλή είναι να ζητήσουμε βοήθεια και χρηματοδότηση από φιλικές κυβερνήσεις ή από διεθνείς οργανισμούς.
Συνήθως – και σας αναφέρω ένα «μοντέλο καταστροφής», όχι ένα μοντέλο που πρέπει να ακολουθήσουμε – οι κυβερνήσεις κάνουν λίγα απ΄ όλα. Σιγά – σιγά δέχονται μια πολιτική εξαγωγής, υποτίμησης του νομίσματος και κινήτρων εξαγωγών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια άνιση διανομή του εισοδήματος χωρίς να επιτευχθούν αμέσως οι επιδιωκόμενοι στόχοι.
Δεύτερο, γίνεται μια καμπάνια λιτότητας που πλήττει όχι μόνο είδη πολυτελείας αλλά και είδη ανάγκης. Αυτό λέγεται «stabilization program» και «παρουσιάζεται» στον κόσμο ως εξής: ότι πρέπει να δέσουμε όλοι τις ζώνες μας τα πρώτα 2-3 χρόνια και μετά τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Αλλά κι αυτό δεν αρκεί.
Και προχωρούμε λίγο και στο τρίτο. Ζητάμε από τους πιστωτές μια προθεσμία, μια αναβολή των πληρωμών του εξωτερικού χρέους και στέλνουμε αποστολές στο εξωτερικό ζητώντας νέα βοήθεια. Ας παρακολουθήσουμε πώς γίνεται. Το πρώτο πράγμα είναι ένα τηλεφώνημα στο Παρίσι. Αυτά δεν έχουν γραφτεί ακόμη σε βιβλία αλλά έτσι γίνεται. Υπάρχει ένα τηλέφωνο στο υπουργείο οικονομικών στο Παρίσι, στη Rue de Rivoli, όπου ο υπουργός οικονομικών της ενδιαφερόμενης χώρας τηλεφωνάει και λέει ότι η χώρα του έχει δυσκολίες και δεν μπορεί να πληρώσει το χρέος. «Μήπως θα μπορούσα να έρθω σε επαφή με τις άλλες χώρες – πιστωτές;» Και «μήπως θα μπορούσε να γίνει μια μυστική συνεδρίαση στο Παρίσι;» μεταξύ των πιστωτών από τη μια μεριά και της χώρας από την άλλη. Κι αυτό γίνεται. Γίνεται στην Avenue des Clebergues 17, σ΄ ένα κτίριο που ήταν παλιό ξενοδοχείο, ήταν η έδρα της Γκεστάπο και είναι εκεί που ο Δρ. Κίσσινγκερ έκανε τη συμφωνία για το Βιετνάμ. Σήμερα γίνονται συμφωνίες και διακανονισμοί εξωτερικών χρεών. Είναι μυστική η συνεδρίαση. Συμμετέχουν μόνον οι αντιπρόσωποι των χωρών που έχουν δώσει δάνεια στη χώρα, η χώρα και ο αντιπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εδώ κι ενάμιση χρόνο, μετά από πέντε χρόνια αγώνα, έγινε δεκτό, σ΄ αυτή τη μυστική συνεδρίαση η οποία λέγεται Club de Paris, να παίρνει μέρος κι ο αντιπρόσωπος της UNCTAD με την υποχρέωση να κάνει μια εισήγηση για τα πραγματικά προβλήματα της χώρας και, αν χρειάζεται, να δημοσιεύει και το τι έχει συζητηθεί εκεί μέσα. Νομίζω ότι η παρουσία της UNCTAD σε αυτό το θέμα (της Division for Money, Finance and Development) έχει παίξει κάποιο ρόλο. Είναι κάπως πιο ελαστική η εφαρμογή των συμφωνιών τον τελευταίο καιρό. Δεν έχει λύσει όμως το θέμα.
Γιατί η χώρα δίνει μια γενική περιγραφή της κατάστασης και, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το πρόβλημα, τελικά η συμφωνία είναι η εξής: ότι θα γίνει μια αναδιοργάνωση του εξωτερικού χρέους, όπου η πληρωμή τον τρέχοντα χρόνο και τα επόμενα τρία χρόνια μπορεί να αναβληθεί, με τρία χρόνια περίοδο χάριτος, εφτά χρόνια προθεσμία πληρωμής και με νέο τόκο, που είναι οι τόκοι της κεφαλαιαγοράς libor συν 2 ή 3%, δηλαδή με έναν τόκο σήμερα γύρω στα 17%. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Τι κερδίζει η κυβέρνηση από αυτό; Κερδίζει μιαν ανάσα για 6-7 μήνες κι αντιμετωπίζει το πρόβλημα μεγαλύτερου εξωτερικού χρέους μετά από ενάμιση δύο χρόνια.
Αλλά και αυτό δεν γίνεται χωρίς όρους. Ποιος είναι ο όρος; Ότι η κυβέρνηση πρέπει να συνάψει με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ένα Stand – by – arrangement. Η συμφωνία είναι η εξής: ο υπουργός οικονομικών της χώρας στέλνει ένα μυστικό γράμμα στο ΔΝΤ, ένα γράμμα που συνήθως δεν έχει συνταχθεί στη χώρα αλλά στο εξωτερικό, το υπογράφει ο υπουργός εξωτερικών περί του τι θα κάνει η κυβέρνηση τα επόμενα δύο χρόνια. Στην Αγγλία που υπογράφηκε τέτοιο συμβόλαιο εδώ και δύο χρόνια, το Κοινοβούλιο αγνοούσε τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση απέναντι του ΔΝΤ. Εν πάση περιπτώσει, το ξέρουμε λίγο ή πολύ τι λέει το γράμμα:
υποτίμηση του νομίσματος
εξισορρόπηση του προϋπολογισμού
άνοιγμα στο εξωτερικό ιδιωτικό κεφάλαιο
αποκρατικοποίηση κρατικοποιημένων ξένων εταιριών.
Το 4ο κάποτε είναι υποχρεωτικό, κάποτε δεν είναι. Αλλά, στην περίπτωση του Περού, π.χ. ήταν.
Για να πάρουμε λοιπόν μια αναβολή στην εξόφληση του εξωτερικού χρέους και καινούργια δάνεια από την εξωτερική αγορά, πρέπει να υπογράψουμε αυτού του είδους το συμβόλαιο. Η δική μου γνώμη είναι, κι έχω δει περίπου 24 περιπτώσεις, ότι από τη στιγμή που έχει γραφτεί αυτό στο Stand-by-arrangement και η χώρα έχει περάσει από το Club de Paris, είναι ζήτημα χρόνου για την τελική φάση της αποτυχίας του πειράματος. Τι γίνεται συνήθως; Κυρίως, κάτω από καθεστώς δημοκρατικών διαδικασιών βέβαια, αποδεικνύεται, αργά ή γρήγορα, ότι ένα βασικό φιλελεύθερο πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας θα γινόταν καλύτερα από μια διοίκηση και μια κυβέρνηση της δεξιάς. Σε άλλες περιπτώσεις, η εξέλιξη είναι πιο ανώμαλη, αλλά, ούτως ή άλλως, μετά την υπογραφή αυτών των συμφωνιών νομίζω ότι η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη.
Τι γίνεται αν η κυβέρνηση δεν υπογράψει αυτό το Stand-by; Υπάρχει πιθανότητα κι υπάρχει ελπίδα. Η Τανζανία, η Τζαμάϊκα δεν έχουν υπογράψει τελευταία και το Περού κάπως πιο παλιά. Έχουν εσωτερικές δυσκολίες. Ποια είναι η απάντηση που δίνουμε σ΄ αυτό; Διακοπή των σχέσεων με τον εξωτερικό οικονομικό παράγονται και απόλυτη εξάρτηση από τις εσωτερικές οικονομικές δυνάμεις και πηγές για την κινητοποίηση ενός οικονομικού προγράμματος. Αυτό είναι το μοντέλο, αυτό βγαίνει από την εμπειρία και λυπάμαι που το μήνυμα που έχω είναι ένα μήνυμα δύσκολο. Δεν λέω ότι όλα θα είναι εύκολα, ότι μετά από 1-2 χρόνια δυσκολίες όλα θα πάνε καλά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν κανείς δεν προσέξει, όλα θα πάνε στραβά. Κυρίως στις πρώτες 90 ημέρες.
Θέλω να περάσω τώρα στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου και να διατυπώσω συνοπτικά μερικές προσωπικές σκέψεις για το τι πιθανώς θα πρέπει να γίνει. Πρώτα απ΄ όλα δεν πιστεύω ότι κανείς μπορεί να προδιαγράψει ακριβώς το τι πρέπει να γίνει, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί απρόοπτοι παράγοντες. Αλλά νομίζω ότι ξέρουμε τώρα το τι δεν πρέπει να γίνει κι αυτό ανέλυσα προηγούμενα. Το πρώτο σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι δεν πρέπει κανείς να βιαστεί να πάρει την εξουσία. Την εξουσία πρέπει να την πάρει όταν έχει αποκτήσει την πλατιά συμπαράσταση του λαού γύρω από ένα πρόγραμμα, που δεν είναι μόνο μακροχρόνιο. Είναι εύκολο κανείς να συμφωνήσει σε μακροχρόνιους στόχους που είναι «πάνω από τα σύννεφα» ή που αφορούν ίσως την άλλη γενιά. Αλλά νομίζω ότι ένα πρόγραμμα που είναι επίσης βραχυχρόνιο, η δημοσίευση ενός προγράμματος «εθνικής σωτηρίας» από τη χρεοκοπία της προηγούμενης κατάστασης, έχει τεράστια σημασία. Πρώτα απ΄ όλα γιατί ξέρει ο κόσμος ποιες θα είναι οι θυσίες που θα του ζητηθούν, αργά ή γρήγορα, για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δεύτερο, γιατί ο εξωτερικός παράγοντας θα ξέρει ευθύς εξαρχής τις θέσεις της νέας κατάστασης. Ούτε βοήθεια, ούτε γνώμη θα ζητηθεί από το εξωτερικό. Το εξωτερικό απλούστατα θα μάθει, είτε το θέλει είτε όχι, ότι αυτό είναι το πρόγραμμα.
Υπάρχει ένας κίνδυνος σ΄ αυτό αλλά νομίζω ότι είναι ένα καλό «ρίσκο» που πρέπει να δεχτούμε. Ο κίνδυνος είναι ότι ένα σωστό πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό, μπορεί να μην είναι και πολύ δημοφιλές αλλά αυτό είναι καλύτερα να το δημοσιοποιήσουμε από την αρχή. Καλύτερα να ξέρει ο κόσμος τι θα γίνει στην περίοδο της προσαρμογής. Εγώ νομίζω ότι ο κόσμος είναι διατεθειμένος – τουλάχιστον σε αυτές τις χώρες του κόσμου που γνωρίζω – να κάνει θυσίες όταν ξέρει ότι πρόκειται για ένα σκοπό που τον συμμερίζεται. Κι αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα.
Το δεύτερο σημείο – ή συμπέρασμα προσωπικό – είναι ότι ότι πρέπει να γίνει, θα γίνει στις πρώτες 60, το πολύ τις πρώτες 90 ημέρες, κάθε μέρα και κάτι καινούργιο γύρω και πάνω στο πρόγραμμα που έχει δηλωθεί πριν από τις εκλογές. Αυτό που περιμένει κι ο εξωτερικός οικονομικός παράγοντας είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις κι αμφιταλαντεύσεις. Όταν έχουν γίνει δηλώσεις που δεν υλοποιούνται, ο εξωτερικός παράγοντας θα αρχίσει να ενεργεί. Εάν όμως, όπως έγινε στη Τζαμάϊκα και την Τανζανία, η κυβέρνηση καθορίσει με αξιοπιστία ότι «αυτό θα γίνει», τότε ο εξωτερικός οικονομικός παράγοντας θα συζητήσει μ΄ αυτήν την κυβέρνηση. Γιατί τότε δεν πρόκειται τόσο για οικονομικό θέμα πρόκειται για πολιτικό. Και η γνώμη μου είναι ότι στη δεδομένη διεθνή πολιτική κατάσταση, οι μικρές χώρες που έχουν δυνατή εσωτερική βάση μπορούν να δημιουργήσουν πλαίσια εξωτερικών σχέσεων, που να τους επιτρέπουν να κινηθούν με μια σχετική άνεση, υπό τον όρο ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης και λιτότητας για τη μεταβατική περίοδο δεν βασίζεται σε εξωτερική βοήθεια ή σε ελπίδες βοήθειας από άλλες χώρες, οποιασδήποτε φύσεως. Η εξωτερική οικονομική πολιτική των χωρών και των ιδιωτικών τραπεζών είναι ένα παζάρι πολιτικό. Εάν έχω κάτι συγκεκριμένο να σας πω είναι ότι μια πολιτική που βασίζεται σε ελπίδες βοήθειας από φιλικές ή μη φιλικές πηγές είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Δεν έχω λύσει τα προβλήματα αλλά νομίζω ότι έχω θέσει μερικά θέματα έτοιμα για συζήτηση.