ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Αρσένης.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, το θέμα του εξωτερικού περιβάλλοντος είναι κύριο θέμα, γι” αυτό θα ξεκινήσω με αυτό το θέμα.
Είναι γνωστό ότι η διεθνής οικονομία είχε αρχίσει μια καθοδική πορεία πριν από το Σεπτέμβρη και οι εκτιμήσεις ήταν ότι αυτή η ύφεση θα διαρκούσε περίπου 3 ή 4 εξάμηνα και θα ήταν ελεγχόμενη και, με ένα κατάλληλο μείγμα πολιτικών νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, θα είχαμε μετά από 3 ή 4 εξάμηνα την αναμενόμενη ανάκαμψη. Μία, λοιπόν πολιτική χαμηλών επιτοκίων και μιας χαλαρής Κενσιανής πολιτικής στα δημοσιονομικά, ήταν τα στοιχεία με τα οποία η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε αυτή την οικονομική κρίση.
Οι τελευταίες, όμως, εκτιμήσεις είναι ότι αυτή η κρίση είναι βαθύτερη, θα διαρκέσει περισσότερο και, καθημερινά, βλέπουμε τα κράτη να αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους σχετικά με το επίπεδο της δραστηριότητάς τους.
Χθες, η Γαλλία αναθεώρησε το πρόγραμμά της και στην Αμερική γίνονται νέες προς τα κάτω αναθεωρήσεις. Αυτό, όμως, που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι άλλαξε μετά την 11η Σεπτεμβρίου η φύση της οικονομικής κρίσης. Ενώ η ύφεση είχε αρχίσει ως ύφεση κλασσικής μορφής, όπου η διαχείριση από τη μεριά της ζήτησης θα αρκούσε για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα, τώρα έχουμε μια κρίση η οποία αφορά το κόστος της παραγωγής. Τα αποτελέσματα της τρομοκρατικής δραστηριότητας έχουν ανεβάσει τρομακτικά το κόστος της παραγωγής.
Υπολογίζεται στις Η.Π.Α. ότι το κόστος της παραγωγής για θέματα πρόληψης ή αντιμετώπισης τρομοκρατικών θεμάτων στο χώρο της παραγωγής είναι 10%. Αυτή η αύξηση του κόστους παραγωγής οδηγεί σε αύξηση των τιμών και σε μείωση της παραγωγικότητας. Αύξηση των τιμών και μείωση της παραγωγικότητας μας οδηγεί σε στάσιμο πληθωρισμό.
Από μια άποψη η τρομοκρατία, ως οικονομικό φαινόμενο είναι ανάλογο με μια φορολογία πάνω στην παραγωγή, με διαφορά όμως ότι τα φορολογικά έσοδα δεν μεταφέρονται μέσα στην ίδια την οικονομία, είναι μια αφαίμαξη, μια αύξηση του κόστους από την οικονομία, η οποία δεν αντισταθμίζεται με άλλα μέτρα. Ποια είναι, όμως, η σημασία αυτού του φαινομένου; Ότι στο Σύμφωνο Σταθερότητας η αντιμετώπιση των οικονομικών διακυμάνσεων γίνεται μόνο μέσα από νομισματική και δημοσιονομική πολιτική με την επιμονή σε πλεονάσματα. Και για να αντιμετωπισθεί αυτού του είδους η κρίση του στασιμοπληθωρισμού, θα χρειασθεί διαφορετική παρέμβαση του κράτους για να βγει από την κρίση. Ήδη στις Η.Π.Α. η αντιμετώπιση του θέματος δεν γίνεται μόνο με νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα, γίνεται με κατευθείαν παρέμβαση στην παραγωγή. Οι προβληματικές επιχειρήσεις στις Η.Π.Α. επιχορηγούνται κατευθείαν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε το θέμα το οικονομικό μέσα σε ένα καινούργιο, διαφορετικό πλαίσιο, όπου και η οικονομική ύφεση βαθαίνει, αλλά και η φύση της οικονομικής ύφεσης είναι διαφορετική. Βλέποντας έτσι τα πράγματα, εγώ πιστεύω ότι θα πρέπει να δεχθούμε το εξής: Οι προβλέψεις, που σωστά έκανε το Υπουργείο Οικονομικών, για 4,6% ή 4% αύξηση του ΑΕΠ, πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, πρέπει να αναθεωρηθούν. Οι αναθεωρήσεις αυτές δεν είναι υπαιτιότητα της Κυβέρνησης ή της ελληνικής οικονομίας, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας αλλαγής της παγκόσμιας συγκυρίας. Οπωσδήποτε το 4,6% είναι πια εκτός πραγματικότητας. Καλό θα ήταν το 4% για το ΑΕΠ να ήταν επιτεύξιμο αλλά θεωρώ υπερβολικά αισιόδοξο. Αν τα πράγματα πάνε καλύτερα στη διαδρομή του 2002, θα είναι τόσο καλύτερο για τον προϋπολογισμό γιατί θα έχουμε πλεονάσματα, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί και θα έχουμε μια ευχέρεια να κινηθούμε με διαφορετικά κυβερνητικά μέτρα μέσα στο 2002.
Έχω υπολογίσει ότι αν πάμε από το 4% στο 3,5%, βασικά η μείωση των εσόδων θα είναι της τάξεως του 1 δισεκατομμυρίου 780 εκατομμυρίων περίπου ευρώ, δηλαδή, το πλεόνασμα το οποίο προβλέπεται περίπου θα εκμηδενιστεί. Εδώ, φυσικά, θα υπάρχει ένας ενδοιασμός από τη πλευρά της Κυβέρνησης, να παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό με μηδενικό πλεόνασμα. Αυτή τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι σε μια περίοδο παγκόσμιας ύφεσης, η εμμονή κυβερνήσεων στη δημιουργία πλεονασμάτων εντείνει την ύφεση και εντείνει τον πληθωρισμό. Ένας προϋπολογισμός, λοιπόν, ο οποίος είναι ρεαλιστικός και παρουσιάζει χαμηλό ή έστω και μηδενικό πλεόνασμα, θα είναι ένας προϋπολογισμός που θα είναι πιο ρεαλιστικός και θα βοηθήσει περισσότερο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας αναφέρθηκαν στο θέμα του πλεονάσματος και του δημόσιου χρέους. Το δημόσιο χρέος αυτό καθεαυτό δεν είναι κακό. Παρουσιάζει ένα φαινόμενο, τι έχει δανειστεί το κράτος για να κάνει μια αναπτυξιακή πολιτική. Το θέμα, όμως, είναι πως χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα χρήματα για να γίνει η ανάπτυξη. Ανάπτυξη δεν γίνεται μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και από τον δημόσιο τομέα. Όταν, λοιπόν, έχεις ένα περίσσευμα στον προϋπολογισμό, δεν είναι αναγκαίο να το χρησιμοποιήσεις αυτό για να μειώνεις το δημόσιο χρέος, εξαρτάται τι άλλες εναλλακτικές λύσεις έχεις. Μειώνοντας το χρέος, μειώνεις το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους, το επιτόκιο το οποίο είναι χαμηλό. Εάν η απόδοση αυτή είναι του 4% ή του 5% μπορεί κανείς να σκεφθεί τοποθετήσεις αυτών των πλεονασμάτων σε άλλες δραστηριότητες, κοινωνικής ή αναπτυξιακής φύσης, που η κοινωνική απόδοση είναι πολύ πάνω από 4%.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα είναι καλύτερα να πάμε σε μια συντηρητική εκτίμηση της αύξησης του ΑΕΠ και, σε αυτό το πλαίσιο, να δεχθούμε ότι και το πλεόνασμα το οποίο προβλέπεται θα είναι πολύ μικρότερο, από αυτό το οποίο είχαμε υπολογίσει εμείς στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο σταθερότητας. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα κονδύλια, για το θέμα των εσόδων δεν έχω να κάνω σχόλιο, νομίζω όμως ότι οι στόχοι είναι αρκετά φιλόδοξοι, αλλά επιτεύξιμοι. Αποδέχομαι τις προβλέψεις για τη σχέση εσόδων ΑΕΠ, δηλαδή, τη φορολογική ελαστικότητα των εσόδων, αλλά για τις δαπάνες θα ήθελα να πω το εξής: Οι δαπάνες των Υπουργείων κινούνται περίπου στο 6% -7% και, αν αυτές είναι αυξημένες θα πρέπει να γίνει σοβαρή εξέταση των κονδυλίων, Υπουργείο κατά Υπουργείο, κονδύλιο κατά κονδύλιο. Το γεγονός ότι έχουμε μια αύξηση δαπανών στο Υπουργείο Παιδείας της τάξεως του 8,5%, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δαπάνες αυτές εκφράζουν κοινωνική πολιτική. Σε ένα μεγάλο βαθμό οι δαπάνες αυτές είναι σπατάλη, η οποία είναι νομοθετημένη μέσα σε διάφορες διαδικασίες κ.λ.π..
Δεν υπάρχει έλλειψη εκπαιδευτικών, αλλά άνιση κατανομή των ειδικοτήτων, που δεν θα λυθούν με αύξηση των δαπανών αλλά με διαφορετική διαχείριση των πόρων. Πρέπει να λυθούν τα χέρια του Υπουργού, για να μπορέσει να κάνει τις τοποθετήσεις που είναι απαραίτητες. Προτείνω, λοιπόν, το θέμα των δαπανών να συζητηθεί από την Επιτροπή, παρουσία των αρμοδίων υπουργών, υπουργείο κατά υπουργείο, για να καταλήξουμε τελικά στο αν αυτές οι δαπάνες είναι πράγματι οι αναγκαίες και αναπτυξιακές.
Εκεί που έχω πρόβλημα είναι στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων. Εάν αφαιρέσουμε τα Ολυμπιακά Έργα, τότε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων δείχνει αρνητικό ρυθμό. Μειώνεται το επίπεδο του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων χωρίς τα Ολυμπιακά Έργα. Μειώνονται τα προγράμματα των δημοσίων επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και της υγείας. Δεν μπορούμε λοιπόν, να πούμε ότι θα έχουμε αναmυξιακό προϋπολογισμό, εάν δεν αλλάξει αυτή η κατάσταση. Θα πρέπει να αυξηθούν οι δαπάνες στους τομείς της παιδείας και της υγείας. Για παράδειγμα έχουμε πει ότι θα πρέπει να καταργηθεί η διπλοβάρδια στα σχολεία. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να χτιστούν σχολεlα, άρα να αυξηθούν οι δαπάνες για τη σχολική υποδομή. Το ίδιο ισχύει για τα Πανεπιστήμια.
Το ερώτημα είναι από πού θα βρούμε πόρους. Εδώ μπαίνει το θέμα του πλεονάσματος. Εάν έχουμε πλεόνασμα 1.800.000.000, γιατί να διατεθεί για εξαγορά δημόσιου χρέους και να μην διατεθεί ως εθνική συμβολή στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, ώστε να μπορέσουμε να αντλήσουμε και από το Γ΄Κ.Π.Σ. τα χρήματα που δικαιούμαστε;
Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει ανακατανομή των πόρων ανάμεσα στο πλεόνασμα που πρέπει να μεταφερθεί στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και να προβλέψουμε επιτάχυνση της υλοποίησης του Γ΄Κ.Π.Σ.. Αυτό θα μας δώσει πραγματικά αναπτυξιακό χαρακτήρα στον προϋπολογισμό.
Θα ήθελα να επιμείνω σε δύο σημεία. Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή οικονομική ύφεση, θα πρέπει να γίνουν προβλέψεις για το ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π. μεταξύ 3,5% – 4% .
Δεύτερον, να γίνει διαφοροποιημένη χρήση του πλεονάσματος προς την αναπτυξιακή κατεύθυνση και να αυξηθούν οι δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε βασικούς τομείς, όπως είναι παιδεία, υγεία κ.α.