Στην πρωινή συνεδρίαση, ακούσαμε από νομικούς κύρους πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Χωρίς καμία αμφιβολία, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών και δικαστικών αρχών για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Είναι επίσης σημαντικό, ιδίως σ΄ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, οι μηχανισμοί της πολιτείας να λειτουργούν άψογα, ώστε οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί και οι πολιτικοί να τιμωρούνται. Παρά τις πολύ σημαντικές προτάσεις που ακούσαμε, διατηρώ μια μικρή επιφύλαξη. Μήπως ορίζουμε τη διαφθορά με τόσο στενή έννοια που τελικά βλέπουμε τα δέντρα και χάνουμε το δάσος;
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι εισηγητές μας απέφυγαν να μας δώσουν έναν ακριβή ορισμό της διαφθοράς. Από τις εισηγήσεις τους όμως, συμπεραίνω ότι η διαφθορά ορίζεται ως κατάχρηση του δημοσίου αξιώματος προς ιδιωτικό όφελος. Η έννοια αυτή ταυτίζει ουσιαστικά τη διαφθορά με το οικονομικό έγκλημα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτή είναι μια στενή ερμηνεία.
Βέβαια, η ερμηνεία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι οι παράμετροι της διαφθοράς είναι σαφείς και συνεπώς η καταπολέμησή της μπορεί να υπαχθεί χωρίς αβεβαιότητες και ασάφειες στη δικαιοδοσία των ελεγκτικών και δικαστικών αρχών.
Αλλά ερωτώ: όταν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παρανομούν, δωροδοκούν, παραβιάζουν τους κανόνες του ανταγωνισμού, καταφεύγουν σε ολιγοπωλιακές πρακτικές ή σε αδιαφανείς συμφωνίες για τη διαμόρφωση τεχνικά υψηλών τιμών, αυτά δεν συνιστούν διαφθορά; Μια διαφθορά με σοβαρότατες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και στο κλίμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που είναι απαραίτητο για μια βιώσιμη κοινωνική οργάνωση και ομαλή λειτουργία της οικονομίας;
Όταν ελεγκτικοί και δικαστικοί θεσμοί ενεργούν κάτω από την επήρεια πολιτικών και εξωθεσμικών παραγόντων, ή ακόμα κάτω από την πίεση ΜΜΕ και της κοινής γνώμης, κυρίως σε περιπτώσεις ασυνήθους πολιτικής συγκυρίας, αυτά δεν συνιστούν διαφθορά;
Όταν αιρετοί άρχοντες ενεργούν μέσα στα όρια της νομιμότητας αλλά κατά τρόπο εμφανή και προκλητικό, παραβλέπουν το δημόσιο συμφέρον και εξυπηρετούν ιδιοτελείς ή κομματικούς σκοπούς ή ακόμα συμφέροντα οικονομικών παραγόντων, αυτά δεν συνιστούν διαφθορά; Ότι είναι νόμιμο δεν είναι και αναγκαία ηθικό.
Όταν ο πυρήνας της παραβατικότητας βρίσκεται σε πολυεθνικές εταιρείες που δρουν έξω από τα όρια της επικράτειας (Goldman Sacks, Siemens κλπ), ενώ στην Ελλάδα εντοπίζονται μόνο τα απόνερα των παραβατικών πράξεων, αυτά δεν συνιστούν διαφθορά που επηρεάζει τη χώρα μας;
Θα μπορούσα βέβαια να ήμουν πιο συγκεκριμένος και να σας αναφέρω περιπτώσεις από την επαγγελματική και πολιτική μου σταδιοδρομία, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα που οι διοργανωτές μου έχουν αναθέσει. Ανέφερα επιλεκτικά αυτές τις περιπτώσεις για τρεις μόνο λόγους:
Πρώτον: για να προτείνω στο Ίδρυμα να οργανώσει στο μέλλον και δύο άλλες ημερίδες, μια για τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα και μια άλλη για τη διεθνή διαφθορά και την επίδρασή της στην Ελλάδα.
Δεύτερον: Για να επιστήσω την προσοχή σας στο ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη βελτίωση της λειτουργίας των ελεγκτικών και δικαστικών αρχών. Πρέπει να απλώσουμε το δίχτυ μας πολύ πιο πλατιά, αλλιώςματαιοπονούμε. Θα χρειασθεί να ρίξουμε στη μάχη κι άλλες δυνάμεις κι άλλους φορείς της πολιτείας και
Τρίτον: Για να σηματοδοτήσω ευθύς εξ αρχής, ότι στην ανάπτυξη του θέματός μου θα χρησιμοποιήσω μια ευρύτερη έννοια της διαφθοράς, ορίζοντάς την ως κατάχρηση της εξουσίας προς ίδιον ή κομματικό όφελος και υπονόμευση της πολιτικής διαδικασίας για ιδιοτελείς σκοπούς.
Διαφθορά και πολιτική εξουσία:
Τώρα, στο θέμα μου.
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η διαφθορά είναι εγγενής ασθένεια της πολιτικής εξουσίας. Ο ασκών εξουσία εκτίθεται συνεχώς στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει την εξουσία προς ίδιον όφελος. Και είναι πιθανόν να υποκύψει σ΄ αυτόν τον πειρασμό. Από την εγγενή αυτή ανθρώπινη αδυναμία, η πολιτεία προσπαθεί να προστατευθεί συγκροτώντας ελεγκτικούς και δικαστικούς μηχανισμούς. Οι μηχανισμοί αυτοί βέβαια δεν μπορούν να εξαλείψουν τη διαφθορά αλλά μπορούν, κάτω από προϋποθέσεις, να την περιορίσουν στο ελάχιστο.
Καταλυτικό ρόλο στην καταπολέμηση της διαφθοράς παίζει η ιδεολογία και το παρεπόμενο σύστημα αξιών που επικρατεί στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην άρχουσα τάξη. Αξίες όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, το αίσθημα καθήκοντος και αποστολής είναι τα ισχυρότερα συστατικά αυτοελέγχου και περιορισμού της διαφθοράς. Όταν ο καταναλωτισμός επικρατεί και οι πολίτες παύουν να είναι πολίτες και υποβαθμίζονται σε απλούς καταναλωτές, όταν το χρήμα είναι το ύψιστο αγαθό και αναγκαίο μέσο κοινωνικής αναγνώρισης και ανάδειξης, τότε οι εσωτερικές αντιστάσεις αποδυναμώνονται και ολόκληρο το σύστημα καθίσταται ευάλωτο.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διαφθορά και άσκηση εξουσίας συνυπάρχουν. Ακόμα και σε περιόδους που χαρακτηρίστηκαν χρυσές εποχές για τη δημοκρατία, η διαφθορά ξεπρόβαλε το ειδεχθές της πρόσωπο. Και δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς μια και η διαφθορά είναι, όπως είπαμε, εγγενής ανθρώπινη αδυναμία.
Με βάση αυτήν την παρατήρηση, προτείνω να δεχθούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η εξάλειψη της διαφθοράς αλλά η ελαχιστοποίησή της. Από αυτή την άποψη, οι χώρες κατατάσσονται όχι αν σ΄ αυτές παρατηρούνται συμπτώματα διαφθοράς ή όχι, αλλά μάλλον σε ποιο σημείο της κλίμακας της διαφθοράς βρίσκονται. Οι χώρες χαμηλής διαφθοράς, έχουν κοινά χαρακτηριστικά και αναφέρω μερικά:
α) Το επικρατούν σύστημα αξιών προσφέρει δυνατές εσωτερικές αντιστάσεις στους πολίτες οι οποίοι ούτε οι ίδιοι προβαίνουν ούτε ανέχονται από τρίτους παραβατικές συμπεριφορές.
β) Οι δομές του δημόσιου τομέα είναι στέρεες και υπόκεινται σε αποτελεσματικό έλεγχο.
γ) Όλες οι πράξεις της διοίκησης είναι διαφανείς.
δ) Οι πράξεις ή παραλείψεις της πολιτικής εξουσίας υπόκεινται σε αποτελεσματικό έλεγχο και πολιτικό καταλογισμό από το Κοινοβούλιο.
Σε χώρες υψηλής διαφθοράς, το φαινόμενο έχει αγκαλιάσει όλες τις δομές της διακυβέρνησης, σε βαθμό που η διαφθορά να θεωρείται ο κανόνας. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, η διαφθορά καθίσταται πρόβλημα συστημικό. Μερικά κοινά χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας:
α) Το πολιτικό σύστημα έχει χάσει την ανεξαρτησία του και την αξιοπιστία του. Λειτουργεί αδιαφανώς μέσα σε λαβυρίνθους διαπλοκής με εξωθεσμικούς παράγοντες και οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα. Αποκομμένο από τη λαϊκή βάση, διαμορφώνει ένα κλειστό κύκλωμα εξουσίας.
β) Το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί ανεξέλεγκτα ή και σε αδιαφανή επικοινωνία με όργανα της πολιτικής εξουσίας.
γ) Τα ΜΜΕ ελέγχονται από το κλειστό κύκλωμα εξουσίας.
δ) Οι πολίτες αισθάνονται ότι οι παραβάτες δεν τιμωρούνται ενώ το κόστος της κακής διαχείρισης καλούνται να το επωμισθούν αυτοί. Ως αποτέλεσμα, πολλοί εξ αυτών πιστεύουν ότι η δική τους παραβατικότητα δικαιολογείται ως αμυντική στάση απέναντι στην παντελή απουσία κράτους δικαίου. Τελικά, το να είσαι «ολίγον» διεφθαρμένος δεν θεωρείται παραβατική συμπεριφορά.
Διαχρονικά, όλες οι χώρες κινήθηκαν ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο ακραίες συνθήκες. Το ερώτημα τώρα που τίθεται: η Ελλάδα σήμερα σε ποιο σημείο του εκκρεμούς βρίσκεται; Είναι οι πολιτικοί (ή η πολιτική) διεφθαρμένοι; (η);
Η ετυμηγορία της κοινής γνώμης είναι γνωστή σε όλους μας. Είμαστε χώρα υψηλής διαφθοράς, και το πολιτικό μας σύστημα είναι διεφθαρμένο. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Δεν υπάρχουν στοιχεία υπερβολής σ΄ αυτήν την ετυμηγορία; Πιστεύω πως ναι. Οι πολιτικοί δεν είναι όλοι ίδιοι και η επικρατούσα εντύπωση αδικεί τους πολλούς. Αλλά η μάχη των εντυπώσεων έχει χαθεί. Για τους πολιτικούς που θέλουν να εξαιρέσουν τους εαυτούς τους απ΄ αυτήν την κατακραυγή, δεν περνάει ούτε το απόφθεγμα του Henry Kissinger ότι «οι διεφθαρμένοι πολιτικοί είναι δυσφήμιση για το υπόλοιπο 10%». Οφείλουμε να δεχθούμε ότι πολιτική σημασία δεν έχει ποια είναι η πραγματικότητα αλλά ποια θεωρείται ότι είναι η πραγματικότητα.
Σε πολλές χώρες, και όχι τυχαία σε χώρες που η οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας έχουν φέρει σε απόγνωση τους λαούς, η αξιοπιστία των κυβερνήσεων βρίσκεται στο ναδίρ. Στην Ιρλανδία π.χ. μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 90% του Ιρλανδικού λαού δεν έχει εμπιστοσύνη στους πολιτικούς. Δεν έχω στοιχεία αλλά εκτιμώ ότι και για την Ελλάδα τα στοιχεία δεν θα είναι διαφορετικά. Οι πρόσφατες εκλογές στην Ιταλία έδειξαν πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες. Η έλλειψη αξιοπιστίας δημιουργεί συνθήκες αμφισβήτησης της νομιμοποίησης της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και εκτρέφει τη διαφθορά.
Βέβαια, αναξιοπιστία δεν ισούται με διαφθορά, τουλάχιστον στη στενή / νομική έννοια. Η στενή όμως ερμηνεία παραγνωρίζει ότι το κοινό απαιτεί οι αιρετοί άρχοντες να χαρακτηρίζονται από ευρύτερη ηθική συγκρότηση και κοινωνική ευαισθησία. Όταν η κοινή γνώμη αναφέρεται στη διαφθορά δεν περιλαμβάνει μόνο το οικονομικό έγκλημα. Αναφέρεται κυρίως στην υπονόμευση της πολιτικής διαδικασίας που πλήττει το δημόσιο συμφέρον και τις συνθήκες διαβίωσης του λαού. Παράδειγμα: οι νομότυποι αλλά στημένοι διαγωνισμοί. Όταν η πολιτική εξουσία θεωρείται ύποπτη για αυτού του είδους τη διαφθορά, υπονομεύεται η νομιμοποίηση αυτού καθ΄ αυτού του ίδιου του κράτους από τους πολίτες. Ως συνέπεια, αυτών των εξελίξεων, αναπτύχθηκε πρόσφατα η έννοια της «ηθικής διαφθοράς».
Βέβαια, η νομική αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη νομιμότητα των πράξεων, όχι στην ηθικότητά τους. Η μετεξέλιξη όμως της έννοιας της διαφθοράς σε ζητήματα ηθικής τάξεως απαιτεί την ενεργοποίηση θεσμών του ίδιου του πολιτικού συστήματος, μια και οι ελεγκτικές και δικαστικές αρχές δεν δύνανται χειρισθούν τέτοια ζητήματα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί η πολιτική εξουσία να σηκώσει αυτό το βάρος; Δηλαδή, μπορεί η πολιτική εξουσία να επιτύχει την αυτοκάθαρσή της; Πιστεύω ότι μπορεί, αρκεί να το θέλει και να συνειδητοποιήσει ότι μάχη εναντίον της διαφθοράς σημαίνει μάχη για την ανεξαρτησία της, για την αυτονομία της, για την απεξάρτησή της από κάθε μορφή μη δημοκρατικά νομιμοποιημένων και αδιαφανώς λειτουργούντων μηχανισμών, από διαπλεκόμενα συμφέροντα που ασκούν αθέμιτη επιρροή στη χάραξη της πολιτικής σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Με άλλα λόγια, η εστία του κακού της πολιτικής διαφθοράς είναι η διαπλοκή, η αδιαφανής λειτουργία ενός κλειστού κυκλώματος εξουσίας, όπου αποφάσεις μείζονος πολιτικής σημασίας εκτελούνται χωρίς διαφάνεια και μακριά από το δημόσιο έλεγχο. Όχι τυχαία, είναι το ίδιο κλειστό κύκλωμα (από κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, ΜΜΕ και χρηματοδοτικούς οργανισμούς) που έχει την κύρια ευθύνη για τη ματαίωση μιας βιώσιμης ανάπτυξης στον τόπο μας.
Ο απεγκλωβισμός της πολιτικής εξουσίας από τον εναγκαλισμό της διαπλοκής δεν μπορεί να επιτευχθεί με ευχολόγιο και καλές προθέσεις. Πράγματι, το εγχείρημα είναι δυσχερέστατο αφού η πάταξη της διαφθοράς μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο οριακό σημείο που να διακυβεύεται το ίδιο το καθεστώς. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων όπου η καταπολέμηση της διαφθοράς πλησίαζε τον σκληρό πυρήνα και αιφνιδίως το όλο ζήτημα περιορίστηκε μόνο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της διαφθοράς. Οι ιστορικές εμπειρίες, αλλά και οι προσωπικές μου, με πείθουν ότι δεν υπάρχει έδαφος για ρηξικέλευθες αλλαγές απ΄ έξω ή από πάνω. Θεωρώ ότι ο προσφορότερος τρόπος είναι να δοθεί η δυνατότητα στο ίδιο το πολιτικό σύστημα να επιδιώξει την αυτοκάθαρσή του και να εξασφαλίσει το ίδιο τη δική του θεσμική θωράκιση.
Πιστεύω ότι καταλυτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να παίξει η ουσιαστική αναβάθμιση του ελεγκτικού ρόλου της Βουλής. Η Βουλή όμως, δεν είναι παρά το άθροισμα των βουλευτών, ο ρόλος των οποίων έχει σοβαρά υποβαθμιστεί. Από τη μια μεριά, η πολιτική του επιβίωση απαιτεί μεγάλες δαπάνες που η κάλυψή τους μπορεί να οδηγήσει σε αθέμιτες συναλλαγές, συναλλαγές που είναι δυνατόν να επηρεάσουν αργότερα τη στάση του σε νομοθετικές ρυθμίσεις. Από την άλλη, ο σιδηρούς κλοιός της κομματικής πειθαρχίας του αφήνει τόσους βαθμούς ελευθερίας όσους έχει και ο στρατιώτης στο λόχο του. Είναι άλλο ο ευέλικτος σχηματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων που προβλέπει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής και τελείως άλλο πράγμα ο κομματικός μηχανισμός και το πειθαρχικό του σύστημα, όταν κομματικές πρακτικές, εν πολλοίς αναχρονιστικές, εισβάλλουν στη Βουλή και υποκαθιστούν την έννοια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Τότε, η Βουλή καθίσταται χώρος διαβούλευσης των κομμάτων, όχι των βουλευτών.
Η απελευθέρωση του βουλευτή από τα δεσμά του είναι sine qua non ενός σοβαρού σχεδίου καταπολέμησης της διαφθοράς. Αναφέρω ενδεικτικά τέσσερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτον: Ριζική αλλαγή των κανόνων χρηματοδότησης των κομμάτων και των πολιτικών. Πιστεύω ότι η συνήθως αδιαφανής χρηματοδότηση του πολιτικού συστήματος από επιχειρήσεις ή άτομα με υστερόβουλα κίνητρα, βρίσκεται στον πυρήνα της διαφθοράς της πολιτικής εξουσίας. Είναι η μαύρη σελίδα της δημοκρατίας μας. Έχω την άποψη ότι τα περισσότερα πολιτικά σκάνδαλα που είδαν το φως της δημοσιότητας ανάγονται σ΄ αυτήν τη μορφή αθέμιτης συναλλαγής μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του ιδιωτικού κεφαλαίου (ντόπιου και ξένου).
Ο Νόμος για τη χρηματοδότηση κομμάτων και πολιτικών πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρός και να επιφέρει σοβαρότατες κυρώσεις στους παραβάτες. Προσωπικά, θα πρότεινα να περιορισθεί η χρηματοδότηση στην κρατική επιχορήγηση και στις συνδρομές των μελών. Στο τέλος – τέλος, τα κόμματα είναι εθελούσιες συλλογικές οντότητες και ως τέτοιες πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες τους με ίδιους πόρους. Κάλυψη του ελλείμματος με «μαύρα» ή με αμφιβόλου νομιμότητας τραπεζικό δανεισμό ακυρώνει το raison d’ etre της συγκρότησης κόμματος. Άλλωστε υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μειωθούν οι λειτουργικές δαπάνες ενός κόμματος. Κι αυτό με φέρνει στο δεύτερο θέμα που θέλω να προτείνω:
Δεύτερον: Αλλαγή του εκλογικού νόμου. Όλοι γνωρίζουμε ότι στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες αν κάποιος δεν είναι ήδη προβεβλημένος εκλεκτός του κόμματος ή υπερβολικά πλούσιος δεν έχει καμία δυνατότητα ανάδειξης σε εκλογική αναμέτρηση. Το «κόστος εισόδου» είναι τόσο υψηλό που οι πολλοί αποκλείονται ενώ άλλοι καταφεύγουν στο πολιτικό χρήμα. Η κατάσταση αυτή αντίκειται στις αρχές της πολιτικής ισότητας και μετατρέπει τον εκλογικό αγώνα σε εκτροφείο διαφθοράς.
Από την άλλη μεριά, στις πολύ μικρές εκλογικές περιφέρειες, όπως μερικές μονοεδρικές, είναι δυνατόν μια μικρή ομάδα ψηφοφόρων των 150 – 200 ατόμων να εκβιάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, παζαρεύοντας την ψήφο της με πολιτικά ανταλλάγματα. Η χρυσή τομή, πιστεύω ότι είναι να διαιρεθεί η Επικράτεια σε σχετικά μικρές εκλογικές περιφέρειες, κάπως μεγαλύτερες από τις μονοεδρικές του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Το σύστημα αυτό εισάγει στοιχεία πιο άμεσης δημοκρατίας, φέρνει το βουλευτή κοντά στο εκλογικό του σώμα και του προσφέρει ισχυρότερη πολιτική ταυτότητα. Εξίσου σημαντικό, το σύστημα μειώνει δραματικά τις εκλογικές δαπάνες, απομακρύνοντας έτσι την πιθανότητα εμπλοκής του πολιτικού χρήματος.
Τρίτον: ο βουλευτής αντιπροσωπεύει το εκλογικό του σώμα, από το οποίο, βέβαια, αξιολογείται καθημερινά. Η αξιολόγηση αυτή δεν πρέπει να περιμένει να εκφραστεί στις επόμενες εκλογές. Εάν στον ενδιάμεσο χρόνο, προκύψουν σοβαρά θέματα πολιτικής ευθύνης ή ηθικής τάξεως, θα πρέπει το εκλογικό σώμα, κάτω από αυστηρά καθορισμένες διαδικασίες και προϋποθέσεις, να ψηφίσει την ανάκλησή του. Ο θεσμός του ανακλητού εισάγει στοιχεία άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας που έχουμε τόσο ανάγκη.
Τέταρτον: Η Βουλή πρέπει να παύσει να είναι ο προθάλαμος για την υπουργοποίηση βουλευτών. Οι βουλευτές εκλέγονται για να επιτελέσουν το νομοθετικό και ελεγκτικό έργο που προβλέπει το Σύνταγμα και με αυτή την αποστολή πρέπει να ασχοληθούν αποκλειστικά. Έργο τους δεν είναι η συμμετοχή τους στην εκτελεστική εξουσία την οποία μάλιστα καλούνται να ελέγχουν. Γι΄ αυτό, πιστεύω, ότι πρέπει να καθιερωθεί το ασυμβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και εκείνης του Υπουργού. Το ασυμβίβαστο, μεταξύ άλλων, πιστεύω ότι θα αναβαθμίσει το ρόλο και το status του βουλευτή και θα κρατήσει τη Βουλή σε απόσταση ασφαλείας από Διοικητικές ή Κυβερνητικές πράξεις τις οποίες μπορεί να κληθεί να ελέγξει.
Πιστεύω ότι τα μέτρα που σκιαγράφησα θα συνδράμουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, θα αναβαθμίσουν το βουλευτή και θα τον απελευθερώσουν από τα δεσμά του. Ως συνέπεια, η Βουλή θα μπορέσει να επιτελέσει υπεύθυνα και αποτελεσματικά τον ελεγκτικό της ρόλο. Οι εξεταστικές επιτροπές θα μπορέσουν να μετεξελιχθούν σε ουσιαστικά κέντρα έρευνας και ελέγχου, περιπτώσεων όπου παρουσιάζεται υποψία κατάχρησης της εξουσίας ή «ηθικής διαφθοράς». Με βάση τα πορίσματα των Επιτροπών, η Βουλή θα είναι σε θέση να καταλογίσει πολιτικές ευθύνες όπου πρέπει. Επιμένω στη σημασία του καταλογισμού πολιτικών ευθυνών, γιατί η επίδρασή τους στην καταπολέμηση της διαφθοράς είναι σχεδόν ισοδύναμη με εκείνη των κυρώσεων των ποινικών δικαστηρίων.
Οι διαδικασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος αρχίζουν και είναι ευκαιρία να προτείνουμε αλλαγές που θα συμβάλλουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Οι προτάσεις που πολύ περιληπτικά σας εξέθεσα έγιναν σ΄ αυτό το πνεύμα.