Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση 1996 – 2000 αφορούσε και επηρέαζε το σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης, με βασικό στόχο να διαμορφωθεί ένα σύγχρονο και ποιοτικά αναβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα, διευρυμένων εκπαιδευτικών επιλογών για όλους τους πολίτες, ικανό να αποτελέσει το θεμέλιο για την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας και την ανάπτυξη της χώρας. Το σύγχρονο ελληνικό δημόσιο σχολείο έπρεπε να μετατραπεί σε χώρο πολύπλευρης γνώσης, ανάπτυξης της κριτικής σκέψης, καλλιέργειας των δεξιοτήτων και της δημιουργικής πρωτοβουλίας που απαλλάσσει τα παιδιά από τη στείρα αποστήθιση και την παθητική παρακολούθηση. Οι μαθητές και οι μαθήτριες έπρεπε να μάθουν να ενεργοποιούν τις δικές τους εσωτερικές, δημιουργικές δυνάμεις για την επίλυση προβλημάτων, να διατυπώνουν ξεκάθαρα τις απόψεις τους με συγκροτημένη επιχειρηματολογία, να μπορούν να συνεργάζονται αποτελεσματικά και να έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες για πρόσβαση και αποτελεσματική χρήση των νέων μέσων πληροφόρησης. Σε μια τέτοια προσπάθεια δεν μπορούσε παρά να είναι κεντρικής σημασίας η σχέση του παιδιού – και όχι μόνο – με το βιβλίο. Στη χώρα μας ο μέσος πολίτης δεν έχει καλή σχέση με το βιβλίο. Η παιδεία μας είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν έτσι, που ουσιαστικά έδιωχνε τον πολίτη από το βιβλίο. Η σχέση του παιδιού με το βιβλίο ήταν μία στείρα εμπειρία. Ήταν μια εμπειρία κατά την οποία η γνώση μεταφερόταν από το δάσκαλο και το βιβλίο στη μνήμη του παιδιού, το οποίο αποστήθιζε το βιβλίο, το ένα βιβλίο. Και η σχέση του με το βιβλίο – ή αργότερα στο πανεπιστήμιο με το σύγγραμμα, το ένα σύγγραμμα – τελείωνε με την απόκτηση του πτυχίου. Από εκεί και πέρα, ελάχιστα διάβαζε στον ελεύθερό του χρόνο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντιμετώπισε το βιβλίο διαφορετικά, αναβαθμίζοντας το ρόλο του και αλλάζοντας ριζικά τη σχέση του πολίτη με το βιβλίο από παθητική, κατά την οποία η γνώση μεταφέρεται και αποστηθίζεται από το μαθητή, σε μέθοδο μάθησης και ανάπτυξης της κριτικής και αναλυτικής σκέψης του παιδιού, έτσι που το ίδιο το παιδί να μπορεί να συγκεντρώνει πληροφορίες, να αναλύει, να κρίνει και να αποφασίζει. Για να γίνει αυτό, χρειαζόταν αφ΄ ενός ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα σπουδών μέσα στην τάξη, όπου η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον καθηγητή, το βιβλίο και το μαθητή, στο χώρο της γνώσης, θα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που αντιμετωπίσαμε εμείς στο σχολείο αλλά και οι απαραίτητες υποδομές για να έρθει το παιδί σ΄ επαφή με το βιβλίο. Στο πλαίσιο αυτό, προχωρήσαμε σε δύο καινοτομίες: το λεγόμενο «Πολλαπλό Βιβλίο» και τις Σχολικές Βιβλιοθήκες. Πολλαπλό Βιβλίο: Εισήχθη ο θεσμός του εναλλακτικού, του λεγόμενου «Πολλαπλού» Βιβλίου, όπου ο καθηγητής έχει πλέον επιλογή ανάμεσα σε 3 διαφορετικά βιβλία για κάθε μάθημα. Έτσι λοιπόν, στη σχολική βιβλιοθήκη, για το ίδιο μάθημα, της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, των αρχαίων ελληνικών, υπάρχουν τρία διαφορετικά βιβλία τα οποία επεξεργάζονται την ύλη εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου. Από αυτά μόνο ένα κρίνεται από το Σύλλογο των Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας ως το καταλληλότερο για να χρησιμοποιηθεί κάθε χρονιά αλλά, παράλληλα, ο καθηγητής και οι μαθητές έχουν πρόσβαση και στα άλλα βιβλία, για να συγκρίνουν και να δουν μία διαφορετική, ίσως, προσέγγιση της ίδιας θεματικής. Μέχρι το 2000, είχαν ολοκληρωθεί 194 «πακέτα» πολλαπλών βιβλίων. Δηλαδή, για κάθε ένα θέμα, υπήρχε ένα πακέτο με το βιβλίο του μαθητή, το βιβλίο του καθηγητή και το βιβλίο των ασκήσεων. Αυτά τα βιβλία γράφτηκαν με οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αναπτύσσοντας μια συγκεκριμένη ύλη, από ιδιώτες ή από εκδοτικούς οργανισμούς ή ακόμα και από επιστημονικούς οργανισμούς, όπως ο Σύλλογος των Μαθηματικών, των Φυσικών κλπ. Αυτό ήταν ένα σημαντικό άνοιγμα. Τα βιβλία αυτά φυσικά τα έκρινε μία επιτροπή και επέλεγε μεταξύ των διαγωνιζομένων τα καλύτερα τρία βιβλία. Είχαμε μάλιστα πρόθεση να επεκτείνουμε αυτόν το θεσμό και να «ανοίξουμε» τη διαδικασία και σε εκδότες βιβλίων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συγγράφουν – βάσει οδηγιών και του προγράμματος σπουδών – βιβλία τα οποία θα μπορούσαν να κριθούν και, εν πάση περιπτώσει, να βρίσκονται στις σχολικές βιβλιοθήκες. Δυστυχώς, ο θεσμός του «Πολλαπλού Βιβλίου» καταργήθηκε το 2001. Σχολικές Βιβλιοθήκες: Πριν το 1999, οργανωμένες σχολικές βιβλιοθήκες υπήρχαν ουσιαστικά μόνο σε συγκεκριμένες μονάδες της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Αντίθετα, στη δημόσια και ειδικότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ελάχιστες ήταν οι σχολικές βιβλιοθήκες και αυτές λειτουργούσαν με το μεράκι των διευθυντών και τη στήριξη των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων. Στόχος μας ήταν να εξασφαλίσουμε στους μαθητές της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης σύγχρονες, οργανωμένες βιβλιοθήκες, τους κατάλληλους δηλαδή χώρους μάθησης, πληροφόρησης και εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες και να προσφέρουμε στους εκπαιδευτικούς ένα ακόμα μέσο σχεδιασμού νέων μεθοδολογιών στις διαδικασίες μάθησης και το πλέον απαραίτητο εργαλείο στην εκπαιδευτική πράξη, αναβαθμίζοντας έτσι συνολικά το εκπαιδευτικό περιβάλλον της σχολικής μονάδας. Με άλλα λόγια, οι σχολικές βιβλιοθήκες δεν ήταν κάτι ξεκομμένο αλλά ήταν οργανικό κομμάτι του προγράμματος του προγράμματος σπουδών. Έτσι, εκπονήθηκε και υλοποιήθηκε η ενέργεια »Σχολικές Βιβλιοθήκες» η οποία εντάχθηκε και στο Α” Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για την Εκπαίδευση και Αρχική Κατάρτιση (ΕΠΕΑΕΚ) και αφορούσε στη δημιουργία 500 σχολικών βιβλιοθηκών σε σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γεωγραφικά κατανεμημένες στην πρώτη φάση στους νομούς Αττικής, Έβρου, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων και Κυκλάδων και, στη δεύτερη, σε όλους τους νομούς της χώρας. Για την ενέργεια αυτή διατέθηκαν 28,5 δις δρχ. περίπου. Στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Β΄ ΕΠΕΑΕΚ), ο αρχικός σχεδιασμός, προέβλεπε τη δημιουργία 1050 πρόσθετων σχολικών βιβλιοθηκών. Παράλληλα, εντάξαμε στο ΕΠΕΑΕΚ 19 Δημόσιες Κινητές Βιβλιοθήκες (διατέθηκαν 2,5 δις δρχ.) καθώς επίσης τις Πανεπιστημιακές Βιβλιοθήκες και την Εθνική Βιβλιοθήκη, επιχειρώντας τη χάραξη μιας νέας ενιαίας πολιτικής για την αξιοποίηση, διαχείριση και προβολή των ελληνικών αλλά και των διεθνών πηγών πληροφόρησης, προς όφελος των μαθητών-σπουδαστών και των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Η αποτελεσματική λειτουργία των Σχολικών Βιβλιοθηκών προϋπέθετε βέβαια και άλλες ενέργειες, οι οποίες με τη σειρά τους προγραμματίσθηκαν και υλοποιήθηκαν: Ειδικότερα: Εξασφάλιση και κατάλληλη διαμόρφωση των αναγκαίων χώρων βάσει συγκεκριμένων τεχνικών προδιαγραφών, για τη λειτουργική και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των χρηστών (αναγνωστήριο, φιλοξενία τάξης, ατομική και ομαδική εργασία, προβολές, μουσική ακρόαση, ατομική – ομαδική χρήση λογισμικού κλπ) Προσδιορισμός και προμήθεια της βασικής συλλογής του έντυπου και ηλεκτρονικού υλικού (βιβλία, περιοδικά, multimedia, οπτικοακουστικό υλικό κλπ), καθώς και των επιμέρους συλλογών. Το 1997, με Υπουργική Απόφαση, ορίστηκε 7μελής Ομάδα Εργασίας Εμπειρογνωμόνων, υπό τον Καθηγητή Αθανάσιο Παλιούρα, καθώς και 46 Θεματικοί Υπεύθυνοι (ανά γνωστικό αντικείμενο) για την επιλογή του υλικού της συλλογής των Σχολικών Βιβλιοθηκών. Η Ομάδα Εργασίας έθεσε τις προδιαγραφές σύνθεσης της βασικής συλλογής και των συλλογών κατά τύπο σχολείου, καθώς επίσης και τα κριτήρια επιλογής των βιβλίων και του έντυπου υλικού και εισηγήθηκε αρχικά κατάλογο με 5.100 περίπου τίτλους. Σε δεύτερη φάση, συγκροτήθηκε μια Επιτροπή στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, η οποία συμπλήρωσε τη συλλογή με 250 περίπου τίτλους και, στη συνέχεια, με τη συνδρομή και τη συνεργασία των εκδοτικών οίκων, προστέθηκαν άλλοι 650 περίπου τίτλοι έτσι που η συνολική συλλογή για κάθε Σχολική Βιβλιοθήκη ανήλθε σε 6.000 περίπου τίτλους. Εγκατάσταση του αναγκαίου εξοπλισμού λειτουργίας των Σχολικών Βιβλιοθηκών (Η/Υ, επίπλωση, FAX, φωτοτυπικό, HiFi, κλπ) και ανάπτυξη των μέσων, εντύπων και ηλεκτρονικών, για την εξοικείωση των χρηστών με την τεχνολογία της πληροφόρησης. Επεξεργασία του υλικού και διάθεσή του (δανεισμός), σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα καταλογογράφησης, ταξινόμησης και ταξιθέτησης. Στελέχωση των Σχολικών Βιβλιοθηκών με κατάλληλο προσωπικό. Για την πιλοτική φάση προσλήφθηκαν βιβλιοθηκονόμοι, ενώ για τις υπόλοιπες βιβλιοθήκες έγινε επιλογή, βάσει κριτηρίων, 350 καθηγητών με πλήρες ωράριο. Για την επιμόρφωση του προσωπικού και των ευρύτερα εμπλεκόμενων στο θεσμό (εκπαιδευτικοί, μαθητές, σχολικοί σύμβουλοι, στελέχη διοίκησης της εκπαίδευσης, Δ/ντές Σχολείων), εκπονήθηκαν από Επιστημονική Ομάδα Επιμορφωτικά Προγράμματα, εκ των οποίων άλλα παρακολούθησαν οι υπεύθυνοι των Σχολικών Βιβλιοθηκών και άλλα οι εμπλεκόμενοι στο θεσμό.Η επιτυχής και γρήγορη υλοποίηση της Ενέργειας »Σχολικές Βιβλιοθήκες» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο διοικητικό μοντέλο που ακολουθήθηκε. Συγκεκριμένα, ως βασικοί φορείς υλοποίησης επιλέχθηκαν μεγάλοι, δημόσιοι εκπαιδευτικοί «οργανισμοί» με εξειδίκευση και εμπειρία στον τομέα αυτό που συνεργάσθηκαν αποτελεσματικά με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας (Δι.Κ.Π.Σ., Δ.Σ.Δ.Ε., ΜΟΔ, Σύμβουλος Διαχείρισης) και τους εκδότες. Είναι γνωστό ότι υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις στην υλοποίηση του προγράμματος και οφείλω να πω ότι οι δυσκολίες πολλαπλασιάσθηκαν από το γεγονός ότι στην διαμάχη ενεπλάκησαν και δημοσιογραφικοί Οργανισμοί. Μέχρι το 2000 κατορθώσαμε να δημιουργήσουμε 500 Σχολικές Βιβλιοθήκες, σκορπισμένες σε όλη την Ελλάδα. Η υποδοχή των Σχολικών Βιβλιοθηκών από την εκπαιδευτική κοινότητα και από τα παιδιά ήταν ενθουσιώδης. Η σχολική βιβλιοθήκη – και αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του θεσμού – χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο ως λειτουργικό μέρος του ίδιου του μαθήματος, αλλά και ως δανειστική βιβλιοθήκη, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά πλησίασαν με πρωτοβουλία τους το «βιβλίο» και άρχισαν να αναπτύσσουν μία άλλη σχέση μαζί του. Ήμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε και στο επόμενο στάδιο και είχαμε προγραμματίσει άλλες 500 Σχολικές Βιβλιοθήκες και 300 εξειδικευμένες βιβλιοθήκες για τα ΤΕΕ. Δυστυχώς, ο προγραμματισμός αυτός ανεστάλη μετά τις εκλογές του 2000. Το ζητούμενο για τον τόπο μας εξακολουθεί να είναι ένα ποιοτικά αναβαθμισμένο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και δεν μπορώ να φανταστώ πώς αυτό θα επιτευχθεί χωρίς την αναβίωση του θεσμού των Σχολικών Βιβλιοθηκών. Γεράσιμος Δ. Αρσένης Βουλευτής – πρώην Υπουργός Παιδείας |