Το θέμα με το οποίο έχετε ασχοληθεί, με έχει απασχολήσει, πάρα πολύ, παλιότερα στην επαγγελματική μου ζωή, ως οικονομολόγου. Δεν πρόκειται να μιλήσω από την οπτική γωνιά του οικονομολόγου ή του επιστήμονα αλλά θέλω να προσεγγίσω πολιτικά, αυτό το ζήτημα, και να το δούμε από την πρακτική πολιτική οπτική γωνιά του πολιτικού, το πως βλέπει και το πως εισπράττει τη σημερινή κρίση. Πράγματι μιλάμε, για κρίση και διαχέεται στην ατμόσφαιρα ένα κλίμα πανικού, ότι κινδυνεύει η Δημοκρατία. Εναλλάσσεται, αυτό το κλίμα, με ένα κλίμα ανακούφισης ότι μπορεί να κινδυνεύει η Δημοκρατία αλλά η τελική κρίση και πτώση της Δημοκρατίας ευτυχώς δεν έχει φτάσει ακόμα. Μου θυμίζει την ιστορία ενός ηλικιωμένου που είχε περάσει τα 90 του χρόνια αλλά ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος γεμάτος κέφι, τόσο πολύ κέφι που ενοχλούσε την νεολαία. Τον ρώτησαν μια μέρα: πως γίνεται να έχεις περάσει τα 90 δεν βλέπεις καλά, ακούς με δυσκολία, σε έχουν τσακίσει οι ρευματισμοί, έχεις και τα 90 σου χρόνια. Με όλα αυτά τι σε κάνει να είσαι εύχαρις και με κέφι;
Και ο 90χρονος απάντησε: ξέρεις είμαι κεφάτος γιατί κάθε μέρα σκέπτομαι την εναλλακτική.
Πιστεύω ότι εάν δεν πάρουμε το θέμα της Δημοκρατίας έτσι, ότι καλή είναι η σημερινή Δημοκρατία ας σκεφτούμε την εναλλακτική, τότε θα πρέπει να δούμε το θέμα της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Να δούμε ποια είναι τα αίτια της κρίσης και προς ποία κατεύθυνση πρέπει να στραφούμε για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών; Αρχίζω με δύο βασικές διαπιστώσεις, αξιωματικές, όπως έχει το δικαίωμα ένας πολιτικός που έχει επιστημονική ασυλία και να είναι και λίγο δογματικός. Αυτές οι διαπιστώσεις καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα της σημερινής μου σκέψης.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η Αστική Δημοκρατία που ζούμε σήμερα δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνη όταν συμβαίνουν μόνον οι προϋποθέσεις άσκησης ατομικών δικαιωμάτων. Η λειτουργία της Δημοκρατίας χρειάζεται, και επιβάλλει ταυτόχρονα την λειτουργία και την ικανοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Όταν δεν υπάρχουν μηχανισμοί στις λειτουργίες της παραγωγής, υψηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και πλήρους απασχόλησης, όταν η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου είναι άνιση, όταν δεν υπάρχει ανοικτή πρόσβαση, του κάθε πολίτη σε ίσες ευκαιρίες, σε κοινωνικές υπηρεσίες όπως είναι η υγεία, ανοικτή και ελεύθερη πρόσβαση στη μόρφωση, τότε η Δημοκρατία δεν είναι βιώσιμη και δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αυτό έχει γίνει κατανοητό εδώ και πολλά χρόνια.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η εμπειρία της ανθρωπότητας, δεν είναι εμπειρία Δημοκρατίας. Οι περίοδοι της Δημοκρατίας στην πανανθρώπινη ιστορία ήταν μικρές μακροχρόνιες παρενθέσεις, σε μία πορεία βάναυσης, βαρβαρότητας, δικτατορίας και καταπίεσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πέρασε, η ανθρωπότητα, από την εμπειρία της Αστικής Δημοκρατίας, της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικάνικης επανάστασης, στην εμπειρία της μεταπολεμικής Δημοκρατίας, και του Κράτους πρόνοιας. Αν προσέξουμε, αυτές τις εμπειρίες στην ιστορία της ανθρωπότητας θα δούμε ότι η Δημοκρατία ήταν η εξαίρεση -μάλλον-παρά ο κανόνας. Η Δημοκρατία δεν ήταν ποτέ ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ίσχυσε για σύντομες περιόδους σε μερικά μόνο γεωγραφικά διαμερίσματα της υφηλίου και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Δεν μπορούμε να πάρουμε τη λειτουργία της Δημοκρατίας, σαν κάτι σταθερό και δεδομένο, σαν κάτι, όπως λέμε, κεκτημένο δικαίωμα του πολίτη. Η Δημοκρατία, είναι κάτι που δημιουργείται όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Θα ήταν τραγικό σφάλμα για την ανθρωπότητα σήμερα αν αφεθεί στη ψευδαίσθηση θα μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία διατηρώντας, μόνον τη δια του νόμου, τις ατομικές ελευθερίες του λόγου, της ψήφου κ.λ.π. Αν δεν συντρέξουν οι κοινωνικές προϋποθέσεις της ικανοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη η Δημοκρατία κινδυνεύει. Το λεω, απευθυνόμενος σ” αυτούς που έχουν ζήσει την εμπειρία της μεταπολεμικής περιόδου, όπου λίγο η πολύ , είχαμε πάρει σα δεδομένο, μέσα από την τραγική εμπειρία του 2ου Παγκόσμιου Πόλεμου, λίγο από την υπεροψία της Κενσιανής θεωρίας ότι είχαμε λύσει τα πάντα, της Αστικής Δημοκρατίας , της λειτουργίας της Δημοκρατίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων της πλήρους απασχόλησης, της αυτόματης προόδου σε όλες τις κοινωνίες.
Πράγματι αυτή ήτανε η εμπειρία στον Δυτικό κόσμο στη μεταπολεμική περίοδο. Αυτό, όμως που δεν συνειδητοποιήσαμε εγκαίρως και αρχίζουμε τώρα να το συνειδητοποιούμε, μερικοί από εμάς το είχαν συνειδητοποιήσει την δεκαετία του 70, ήταν ότι η λειτουργία της Δημοκρατίας με ταυτόχρονη την έντονη παρουσία και λειτουργία του κράτους πρόνοιας, αυτός οφειλόταν σε μια ανεπανάληπτη σύγκλιση παραγόντων που συνέπεσαν να εμφανιστούν, και που δεν πρόκειται να υπάρξουν ξανά, με την ίδια ένταση, και την ίδια ταυτόχρονη εμφάνιση. Ήταν τυχαίο αυτό το γεγονός; ή ήταν μια ιστορική συγκυρία; ή υπήρχε μια ιστορική αναγκαιότητα; Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα. Ξέρουμε ότι οι παράγοντες πάνω στους οποίους βασίστηκε και στηρίχτηκε η μεταπολεμική Δημοκρατία, τον απόηχο της οποίας ζούμε και σήμερα , δεν πρόκειται να επανέλθουν. Τους παράγοντες, μπορούμε να τους αναφέρουμε και να πούμε πολλά αλλά εγώ θα αρκεστώ σε πέντε βασικά φαινόμενα πάνω στα οποία κτίσθηκε η σημερινή Δημοκρατία, της μεταπολεμικής περιόδου.
Πρώτος και βασικός παράγοντας ήταν ο ψυχρός πόλεμος. Οι Δημοκρατίες του Δυτικού τύπου στηρίχτηκαν πάνω στο φόβο της επέκτασης του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Δυτική Ευρώπη. Ήταν ο φόβος που έκανε το κεφάλαιο στη Δυτική Ευρώπη στην Αμερική και στη Ιαπωνία, να είναι διαλλακτικό και να προχωρήσει σ” ένα ιστορικό συμβιβασμό με το χώρο της εργασίας για θέματα που αφορούσαν την παραγωγή και τη διανομή του εισοδήματος. Είναι παράδοξο και ίσως τραγικό, ότι έτσι όπως στην Αθηναϊκή Δημοκρατία η ελευθερία των Αθηναίων στηρίχτηκε στη δουλεία των άλλων η Δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, η ευημερία και το κράτος πρόνοιας στο Δυτικό κόσμο στηρίχτηκε στην καταπίεση του ανθρώπου, και στον υπαρκτό σοσιαλισμό στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ότι μετά τον πόλεμο υπήρχε μία γιγαντιαία τεράστια ανισότητα στα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας ανάμεσα στις Η.Π.Α., που βγήκε από τον πόλεμο οικονομικά παντοδύναμη (υψηλή τεχνολογία, δυνατή βιομηχανική βάση οργανωμένη βιομηχανική ζωή) και από τη άλλη πλευρά τη κατεστραμμένη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία. Αυτή η μεγάλη ανισότητα μέσα στον όμιλο των Δημοκρατιών της Δύσης δημιούργησε αυτόματα τις προϋποθέσεις για μεγάλη ανάπτυξη αφού υπήρχε, μέσα στο ίδιο το σύστημα, η δυνατότητα και η ανάγκη ταχύτατης ανοικοδόμησης και ανάπτυξης στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία.
Για λόγους όχι γενναιοδωρίας αλλά για λόγους στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής η Αμερική ήταν διατεθειμένη μεταπολεμικά να αφήσει και τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία να αναπτυχθούν κάνοντας διάκριση εναντίον του Δολαρίου. Ήταν η περίοδος του ντόλλαρς ΚΑΣΙΤΙ και η ίδια η Αμερική είχε αφήσει και τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία να αναπτυχθεί εμπορικά με εμπορικές και νομισματικές διακρίσεις εναντίον του κυρίαρχου νομίσματος του Δολαρίου. Ας μη ξεχνούμε ότι τα έξοδα της αμυντικής πολιτικής της Δύσης χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ.
Ο τρίτος παράγοντας είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία είχαν άφθονη φτηνή και οργανωμένη εργασία .Οι χώρες αυτές δεν ήταν χώρες του τρίτου κόσμου αλλά χώρες που είχαν γνωρίσει τη βιομηχανική ανάπτυξη. Οι κοινωνίες τους ήταν οργανωμένες , είχαν , αυτό που εμείς οι οικονομολόγοι, λέμε ελαστικότητα στην προσφορά της ανάπτυξης δηλαδή ήξεραν, να αναπτυχθούν όταν υπήρχε η ευκαιρία. Η φτηνή και οργανωμένη βιομηχανική εργασία που είχαν, ήταν μια δυνατή βάση για να προχωρήσει η ανάπτυξη, δεδομένης της ευκαιρίας από τη δεύτερη προϋπόθεση. Όταν η εργασία, ή η προσφορά δεν ήταν αρκετή δημιούργησε τη μαζική μετανάστευση από το Νότο της Ευρώπης, δηλαδή (από την Ιταλία, από την Ισπανία, από την Ελλάδα), προς στον βιομηχανικό Βορρά για να καλυφθεί η ανάγκη της εργασίας, διατηρώντας το επίπεδο της αμοιβής της εργασίας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Αυτοί οι τρεις παράγοντες μαζί δίνουν μία μοναδική ευκαιρία για ταχύτατη αύξηση του εισοδήματος αλλά αυτό δεν ήταν ανάπτυξη, ήταν αύξηση του εισοδήματος και μπορούσε να γίνει όχι μέσα από αναπτυξιακές παρεμβάσεις του κράτους αλλά από μία νεολογισμένη μακροοικονομική πολιτική Κεσσιανού τύπου.
Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν ήταν όμως αρκετοί. Έπρεπε να εξασφαλιστούν ταυτόχρονα και άλλες προϋποθέσεις π.χ. τη σταθερότητα τιμών. Η σταθερότητα όμως των τιμών ήλθε από δύο άλλους τυχαίους παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν ότι μεταπολεμικά, οι τιμές των πρώτων υλών, ενέργειας και μετάλλων ήταν πολύ χαμηλές και ερχόντουσαν από τον τρίτο κόσμο. Έτσι που η ανάπτυξη μπορούσε να βασιστεί και σε φτηνή αξία και σε φτηνές τιμές πρώτων υλών. Υπήρχε και ένας άλλος παράγοντας, ότι μετά τον πόλεμο και για πολλά χρόνια δύο δεκαετίες, είχαμε μία υπερπροσφορά προϊόντων τροφίμων στις ΗΠΑ. Είναι γνωστά τα Αγροτικά προγράμματα στην Αμερική για να συγκρατήσουν την αγροτική παραγωγή. Τα αποθέματα ήταν τεράστια και οι τιμές των τροφίμων ήταν τόσο χαμηλές που συγκράτησαν τις παγκόσμιες τιμές πολύ χαμηλά. Είχαμε αυτούς τους πέντε παράγοντες ταυτόχρονα να λειτουργούν και να μας δίνουν δυνατότητες ανάπτυξης, σχεδόν αυτόματες, χωρίς επώδυνες διαρθρωτικές αλλαγές που συνοδεύουν την ανάπτυξη.
Οι συνθήκες αυτές μας έδωσαν μια τρομερή ανάπτυξη για πλήρη απασχόληση στις Δυτικές Δημοκρατίες και ήταν εύκολο, σ” αυτά τα άνετα περιθώρια, να γίνει και η κοινωνική συνένωση για την παραγωγή και την πλήρη απασχόληση και για τη διανομή του εθνικού εισοδήματος και του εθνικού πλούτου. Σε αυτό το άνετο πλαίσιο κτίστηκε και θεμελιώθηκε το κράτος πρόνοιας. Αυτά τέλειωσαν και ξανατελειώνουνε , αν και μερικοί από εμάς το καταλάβανε στις 15 Αυγούστου του 1976, όταν ο πρόεδρος Νίξον διαχώρισε το δολάριο από τον χρυσό. Ήλθε μια πολύ πιο έντονη μορφή κρίσης, το 74, όταν οι τιμές της ενέργειας του πετρελαίου αυξήθηκαν 4 .φορές μέσα σε μια μέρα και περάσανε την κρίση της πρώτης και της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης, τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν , η ανάπτυξη του τρίτου κόσμου αύξησε τη ζήτηση για πρώτες ύλες και για τρόφιμα.
Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας άρχισαν να γίνονται σοβαροί ανταγωνιστές της Αμερικής, ενώ η Αμερική άρχισε να εισάγει ψάρια από την Ευρώπη και την Ιαπωνία, τα ΤΟΥΟΤΑ μπήκανε στη καρδιά του ΝΤΙΤΡΟΙΤ και άρχισε να αλλάζει ο κόσμος από μονοπολιτικό σύστημα του δυτικού κόσμου σε πολυπολιτικό σύστημα.
Οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες κτίστηκε η Δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας, εξαντλήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 90 και χάσαμε μία ολόκληρη δεκαετία, τη δεκαετία του 80 αναζητώντας τρόπους να μπαλώσουμε, τα πράγματα να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις, να ξαναφτιάξουμε την υποδομή μιας Δημοκρατίας με κράτος πρόνοιας όταν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπήρχαν.
Το τελικό κτύπημα έγινε με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού οπότε το κεφάλαιο έγινε πολύ πιο σκληρό στις σχέσεις του απέναντι στην εργασία. Ο οικονομικός χώρος πέρασε περισσότερο στις πολυεθνικές, αφήνοντας πολύ λίγα περιθώρια για τις Εθνικές Κυβερνήσεις, να προγραμματίσουν την παραγωγή και τη διανομή του εισοδήματος. Ζούμε τώρα σε μια νέα εποχή και θα ήταν τραγικό λάθος να κοιτάμε προς τα πίσω νοσταλγικά. Ήταν περίπου, σύμπτωση, που είχαμε αυτή την ευτυχή συγκυρία, εκείνες τις δεκαετίες, τη συνύπαρξη Δημοκρατίας και του Κράτος Πρόνοιας. Τι κάνουμε από δω και πέρα; και ποια είναι η κρίση, και πως θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα;
Ποια είναι η κρίση; Την κρίση μπορούμε με πολλά ονόματα. Εγώ, ως πολιτικός, θα αναφερθώ σε τρία σημεία: Πρώτον αδυναμία του συστήματος , του εθνικού και του παγκόσμιου, να οργανώσει τους συντελεστές της παραγωγής, δεύτερον να έχουν οικονομική δραστηριότητα πλήρους απασχόλησης και τρίτον ταυτόχρονα αδυναμία του συστήματος να μοιράσει το εθνικό η το παγκόσμιο εισόδημα κατά ένα τρόπο δίκαιο και ανεκτό για την λειτουργία της Δημοκρατίας.
Σήμερα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να έχουμε σχεδόν αυτόματα μέσα από τη λειτουργία της αγοράς μόνον πλήρη απασχόληση και δίκαιη κατανομή του εισοδήματος. Αυτό είναι το πρώτο σημείο της μεγάλης κρίσης. Το δεύτερο, είναι, η αποξένωση του πολίτη, που θέλει να ζήσει μέσα σε μία κοινωνία πολιτών και ζει μέσα σε μία κοινωνία που έχει ισοπεδωθεί από την τυποποιημένη ομοιόμορφη πληροφόρηση των Μ.Μ.Ε.. Αισθάνεται περισσότερο αμνός μέσα σ” ένα κοπάδι και όχι ανεξάρτητος, με ανεξάρτητη σκέψη και ανεξάρτητη δράση. Δεν αισθάνεται ο σημερινός πολίτης ελεύθερος, όχι, με την έννοια ότι καταπιέζονται τα πολιτικά του δικαιώματα -αυτά νομικά και δικαστικά είναι κατοχυρωμένα -, αλλά δεν αισθάνεται ελεύθερος ότι μπορεί να ασκήσει ελεύθερα τη σκέψη του. Υπάρχει μία περίεργη καταπίεση, που την αισθάνονται κυρίως οι πολιτικοί, γιατί είναι πιο εκτεθειμένοι. Τα πράγματα είναι προδιαγραμμένα από δυνάμεις και συστήματα που δεν είναι ούτε δημοκρατικά ούτε διαφανή και γίνεται πολύς λόγος για διαπλεκόμενα συμφέροντα κ.λ.π., που συνηθίζουμε να μην τα κατονομάζουμε που όλοι ξέρουμε, όπως ξέρουμε ότι ο πολίτης κάπου δεν αισθάνεται ελεύθερος σήμερα.
Το τρίτο σημείο είναι ότι έχουμε κρίση της αποτελεσματικότητος των αντιπροσωπευτικών οργάνων της Δημοκρατίας. Ο πολίτης είχε συνηθίσει να απευθύνεται στο κόμμα του, στη κυβέρνηση του, στη Τοπική Αυτοδιοίκηση; στους αιρετούς του άρχοντες , οι οποίοι είχαν την ευθύνη, την αρμοδιότητα και τη δύναμη στο παρελθόν να λύνουν τα προβλήματα του. Σήμερα τα αντιπροσωπευτικά όργανα της Δημοκρατίας είναι αδύνατον να του λύσουν το πρόβλημα της παραγωγής της απασχόλησης της κοινωνικής πολιτικής και της ελευθερίας της σκέψης με τη βαθύτερη έννοια.
Ο κόσμος δεν έχει απομακρυνθεί από τα κόμματα και από την πολιτική αλλά απλούστατα, τα παραδοσιακά όργανα της Δημοκρατίας σήμερα είναι αδύναμα να λύσουν τα βασικά προβλήματα του πολίτη. Ποια είναι τα βασικά προβλήματα του πολίτη; Θέλει να έχει μία δουλειά που να τον εκφράζει , δεν μπορούμε να του το λύσουμε, θέλει να έχει μια εξασφάλιση στα κοινωνικά του δικαιώματα και μια υψηλής ποιότητας υγεία και Παιδεία και μια διανομή του εισοδήματος και του πλούτου που δεν προσβάλει κανέναν και είναι κοινωνικά δίκαιη.
Αυτά σήμερα και να θέλει μια αστική Δημοκρατία σε εθνικό επίπεδο να τα λύσει δε τα μπορεί όλα και έχουμε κρίση της Δημοκρατίας υπό αυτή την έννοια. Και αυτό γιατί πολλές αρμοδιότητες που είχε παλαιότερα μία Κυβέρνηση έχουν φύγει από τα εθνικά σύνορα. Δεν μπορεί ν” ασκήσει μια Κυβέρνηση σήμερα ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και δεν μπορείς ν” ασκήσεις ανεξάρτητη πολιτική απέναντι στη κίνηση του κεφαλαίου και δεν μπορείς να έχεις μια ανεξάρτητη πολιτική συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είσαι αναγκασμένος να ζήσεις μέσα σ” ένα παγκόσμιο σύστημα που οι οικονομίες έχουν ενσωματωθεί και τα όργανα, τα οποία τώρα είναι υπεύθυνα για να λύσουν το θέμα της παραγωγής και της διανομής του εισοδήματος δεν είναι τα παραδοσιακά αναγνωρισμένα δημοκρατικά όργανα, το Κοινοβούλιο, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Κυβέρνηση. Οι αρμοδιότητες έχουν πάει στις πολυεθνικές, οι οποίες οργανώνουν την παραγωγή και τη διανομή του εθνικού εισοδήματος και πλούτου σε υπερεθνικά όργανα όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία σχεδιάζει την Ευρωπαϊκή οικονομία, το Ευρωπαϊκό νόμισμα, τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Υπάρχει εδώ ένα τεράστιο Δημοκρατικό έλλειμμα γιατί έχει ελάχιστη δημοκρατική εκπροσώπηση. Δεν αισθάνεται ο Ευρωπαίος πολίτης ότι υπάρχει μία αντιστοιχία ανάμεσα στις δικές του προτεραιότητες και τις προτεραιότητες όπως τις καταρτίζουν στο Μάαστριχ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, δεν υπάρχει ο δημοκρατικός έλεγχος. Ο έλεγχος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι υποτυπώδης.
Έχει γίνει έτσι μία μεταφορά δυνατοτήτων, μία μεταφορά αρμοδιοτήτων από το εθνικό πλαίσιο σε υπερεθνικό πλαίσιο αλλά με ένα τρόπο που είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτικό ελάχιστα δημοκρατικό και θα έλεγα και ελάχιστα αποτελεσματικό.
Είμαι σίγουρος ότι αν είχαμε δημοψήφισμα και ρωτούσαν τους πολίτες της Ευρώπης, ποιες είναι οι προτεραιότητες δεν θα μας έδιναν την ίδια απάντηση που μας δίνει η Γερμανική Μπουντεμπανκ. Δεν θα μας έλεγαν ότι θέλουμε να μειώσουμε ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό από 2% σε 0% αλλά ότι θέλουν μεγαλύτερο προϋπολογισμό της Ευρώπης για κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική, για πλήρη απασχόληση και για πολλά άλλα.
Γι αυτό ο πολίτης αισθάνεται αποξενωμένος και γι αυτό βρίσκεται σήμερα σε μεγάλη αμηχανία.
Εμείς δεν πρέπει να σταματήσουμε εδώ αλλά πρέπει να προχωρήσουμε πάρα πέρα και να δώσουμε τη λύση. Η λύση, νομίζω, ότι προδιαγράφεται και από αυτά που είπα, ότι δεν μπορούν τα βασικά ζητήματα πια να λυθούν μέσα σε στενά εθνικά όρια. Εφ” όσον το θέμα είναι παγκόσμιο θα πρέπει να κινηθούμε παγκόσμια και τα ζητήματα θα πρέπει να τα δούμε στο σύνολό τους. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε παγκόσμια. Μια αρχή και μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι να σκεφτόμαστε σαν ένα ευρωπαϊκό σύνολο. Αυτά που δεν μπορεί να λύσει μία χώρα μόνη της ( η Ελλάδα , η Ιταλία, η Γαλλία), μπορούν να λυθούν, αν είναι όλες οι χώρες μαζί μπορούν να τα λύσουν μέσα από ένα δυνατό, νομικό , κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ. Τότε θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στα προβλήματα που δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε πριν.
Μια Ευρώπη προοδευτική των λαών μπορεί να δώσει απάντηση στο θέμα της παραγωγής και της απασχόλησης , να αποκαταστήσει τη λειτουργία της Δημοκρατίας και μπορεί να αποκαταστήσει και να καλύψει το δημοκρατικό έλλειμμα που μας χαρακτηρίζει σήμερα.
Πως θα γίνει αυτό; Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει μέσα από τους μηχανισμούς και τους οικονομικούς μηχανισμούς που έχουν στηθεί σήμερα στην Ευρώπη.
Είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος με την κατεύθυνση του χρόνου. Δεν είναι προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης των αναγκών της Δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη.
Το όραμα της Ευρώπης δεν θα βγει από το Μάαστριχ. Το όραμα της Ευρώπης θα βγει από την κινητοποίηση των λαών προς την κατεύθυνση μιας Δημοκρατίας με κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτό που φαίνεται είναι ότι δεν θα βγει τόσο έντονα από τα κόμματα, αλλά θα βγει από αυτόνομες κοινωνικές δυνάμεις, που θα παλέψουν για το περιβάλλον για τον κοινωνικό αποκλεισμό και για πολλά άλλα.
Ποια είναι η «συνταγή» που μπορώ σήμερα το βράδυ να δώσω;
Θα σας τη δώσω με την αλλαγή ενός παλιού σλόγκαν «ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα είναι ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε σαν μια μεγαλύτερη κοινωνία» δηλαδή μέσα από μεγαλύτερες ομάδες θα μπορέσουμε να λύσουμε τα προβλήματα μας, όμως δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις κεντρικές δυνάμεις, της Ενωμένη Ευρώπη ή ένα μεγάλο σύστημα να μας τα λύσει. Πρέπει εμείς, οι ίδιοι να ενεργήσουμε στον δικό μας τον τόπο και κάπου αυτές οι δραστηριότητες, που δεν είναι οργανωμένες από πάνω, αλλά είναι οργανωμένες μέσα στις τοπικές κοινωνίες θα φουντώσουν και θα συναντηθούν .Θα δώσουν τις νέες μεγάλες κοινωνικές συμμαχίες που θα ενώσουν τους λαούς γύρω από μια πρόταση που θα είναι βιώσιμη, μία πρόταση Δημοκρατίας με κοινωνική δικαιοσύνη και με συνεργασία ανάμεσα σε όλους.
Από που ν” αρχίσουμε; Θ αρχίσουμε χωρίς προγραμματισμό αλλά θα πρέπει να δράσουμε χωρίς να φοβόμαστε τις συνέπειες των ίδιων των πράξεων μας. Πρέπει σας το πω, ότι αυτό που φοβάμαι είναι ο φόβος που μας έχει κυριεύσει. Να μην φοβόμαστε να είμαστε εικονοκλάστες. Θα πρέπει κάπου να σπάσουμε παραδόσεις. Είναι χάρτινες οι αντιδράσεις μπροστά μας, φαντάζουν δυνατές και μεγάλες αλλά μπορούν να καταρρεύσουν αν εμείς θα αντισταθούμε σ” αυτές. Για να είμαστε πολλοί και όλοι μαζί θα πρέπει ν” αρχίσουμε από το Παιδί. Εγώ δίνω μεγάλη σημασία στην Παιδεία με την ευρύτερη έννοια. Εάν προχωρήσουμε στη μεταρρύθμιση στο χώρο της Παιδείας, για να αναπτύξουμε τον πολίτη που έχει τη δική του κριτική σκέψη και μπορεί να σταθεί στη δική του τη σκέψη, να πάρει τις δικές του αποφάσεις, νομίζω ότι οι λαοί θα προχωρήσουν μπροστά.
Την προοπτική της Νέας Δημοκρατίας, των νέων συνθηκών στον 21ο αιώνα δεν θα τις κτίσουμε ούτε πάνω στη φιλελεύθερη οικονομία ούτε πάνω στους νόμους του Μάστριχτ ούτε στις κεντρικές τράπεζες. Θα την κτίσουμε πάνω σε μια νεολαία που θα έχει περάσει από μία Παιδεία που ελευθερώνει το μυαλό και τους δίνει μία αυτοπεποίθηση να τολμήσουν να προχωρήσουν μπροστά να κτίσουν τη δική τους Δημοκρατία, πολλές δεκαετίες μετά, μετά από εμάς. Ο σοφός, δεν είναι ποτέ φτωχός. Ο σοφός θα βρει τη λύση του. Εγώ φοβάμαι τη κοινωνία που είναι ισοπεδωμένη και που δεν αντιδρά στην έντεχνη καταπίεση που της γίνεται και ζει με την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερη ενώ δεν τολμά να είναι.
Μία κοινωνία μορφωμένων ανθρώπων θα σπάσει τα δεσμά και θα βρει τη λύση και θα δώσει απάντηση στο θέμα της παραγωγής και της απασχόλησης, το πιστεύω.
Νομίζω ότι αυτό το χρωστάμε στη νέα γενιά και αυτό μπορούμε και πρέπει να κάνουμε σήμερα.