Είναι γενικά αποδεκτό, ότι υπάρχει ένας καταμερισμός εργασίας και ευθύνης ανάμεσα στους επιστήμονες και τους πολιτικούς : Οι επιστήμονες αναλύουν και βγάζουν συμπεράσματα, ενώ οι πολιτικοί προτείνουν λύσεις και ενεργούν. Οι επιστήμονες και οι αναλυτές συνήθως δεν είναι ικανοποιημένοι με τον τρόπο που δρουν οι πολιτικοί, αλλά και οι πολιτικοί δεν είναι ικανοποιημένοι με την ανάλυση που προσφέρεται για την πολιτική (και την κομματική) κρίση.
Υποκύπτω, λοιπόν, στον πειρασμό να μιλήσω περισσότερο ως αναλυτής και λιγότερο ως πολιτικός, προσπαθώντας να διαμορφώσω ένα πλαίσιο για την προσέγγιση του θέματος.
Είναι αυτονόητο ότι ιδανική δημοκρατία είναι η άμεση δημοκρατία. Η δημοκρατία της Πόλης – Κράτους, όπου οι θεσμοί και η εξουσία έχουν ως μέτρο τον άνθρωπο, και η συμμετοχή του ελεύθερου πολίτη στα κοινά είναι άμεση. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, η συγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας είναι τέτοια, που η δημοκρατία λειτουργεί στα πλαίσια τεράστιων ανθρώπινων συνόλων, τόσο σε επίπεδο Εθνών όσο και σε επίπεδο υπερεθνικών Οργανισμών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οργάνωσης, είναι αδύνατο να έχουμε άμεση δημοκρατία. Έχουμε αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπου ο πολίτης συμμετέχει στα κοινά και στη λήψη αποφάσεων δια μέσου αντιπροσώπων. Αυτός ο σύνδεσμος ανάμεσα στο άτομο, τον ελεύθερο πολίτη, και στους δημοκρατικούς θεσμούς, επιτυγχάνεται με τη λειτουργία των κομμάτων. Συνεπώς, τα πολιτικά κόμματα είναι θεσμοί αναγκαίοι για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Όταν, επομένως, αναφερόμαστε στην κρίση των κομμάτων εννοούμε ταυτόχρονα ότι υπάρχει κρίση στη λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, διότι η κρίση των κομμάτων δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς. Πολλές φορές η ανάλυση που διεξάγεται δημόσια, αφήνει να εννοηθεί ότι τα κόμματα αφορούν μόνο τους πολιτικούς και όχι τους πολίτες. Αυτό δεν είναι αλήθεια, διότι τα κόμματα αφορούν άμεσα τον πολίτη. Η όποια δυσλειτουργία των Κομμάτων ακυρώνει τη δυνατότητα του πολίτη να συμμετέχει στις δημοκρατικές διαδικασίες. Γι” αυτό, η κρίση στη λειτουργία των κομμάτων είναι ένα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να αναλύσουμε με προσοχή.
Η αρμοδιότητα των κομμάτων μέσα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα μπορεί να ορισθεί ως εξής:
Πρώτον, ομαδοποιούν, με έγκυρο τρόπο, τα αιτήματα των κοινωνικών και των οικονομικών ομάδων. Εκφράζει κοινωνικά τα οράματά τους και τα προωθεί.
Δεύτερον, προωθούν συγκεκριμένες προτάσεις στα κέντρα σχεδιασμού και λήψης πολιτικών αποφάσεων .
Τρίτον, επιλέγουν την πολιτική ηγεσία της χώρας, (τόσο Κυβέρνηση όσο και Αντιπολίτευση).
Αυτές είναι οι βασικές λειτουργίες των κομμάτων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της κρίσης των κομμάτων. Θα πρέπει, κατ” αρχήν, να διευκρινίσουμε για ποια κρίση μιλάμε. Επιχειρώντας να ταξινομήσουμε τα αίτια της κρίσης, συνειδητοποιούμε ότι συχνά, συγχέουμε πέντε διαφορετικές μορφές κρίσης. Κάθε μια διαφορετική μορφή κρίσης χρειάζεται και διαφορετική αντιμετώπιση.
Η πρώτη μορφή κρίσης είναι η κρίση ενός συγκεκριμένου κόμματος. Αυτό είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στη διαδικασία της δημοκρατίας. Ένα κόμμα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που μπορεί, λόγω εσωτερικών δυσλειτουργιών, να μετατραπεί σε ένα γραφειοκρατικό οργανισμό. Να αποξενωθεί από την κοινωνική του βάση, να ακυρώσει τα πολιτικά του αιτήματα και οράματα και να απομακρυνθεί από το πολιτικό γίγνεσθαι. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην ιστορία της δημοκρατίας, όπου μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί αντιμετώπισαν αυτήν την συγκεκριμένη κρίση δομής ενός κόμματος. Επειδή στη Δημοκρατία, όπως και στην αγορά, υπάρχει ανταγωνισμός, αυτή η κομματική κρίση μπορεί να αντιμετωπισθεί με δύο τρόπους. “Η το κόμμα θα ανασυγκροτηθεί, θα εκσυγχρονισθεί, θα ξαναβρεί την επαφή του με την κοινωνία και θα ανανεώσει την πολιτική του πλατφόρμα ή θα περιθωριοποιηθεί, γιατί έχει ξεπεραστεί από τα πολιτικά γεγονότα και από την κοινωνία. Έτσι, αυτή η μορφή κρίσης δεν χρειάζεται να σχολιασθεί ιδιαίτερα, παρόλο που κανένα από τα σύγχρονα κόμματα δεν είναι ελεύθερο από προβλήματα αυτής της φύσης.
Η δεύτερη μορφή κρίσης είναι η κρίση των κομμάτων. Εμφανίζεται όταν ταυτόχρονα σχεδόν όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου αντιμετωπίζει κρίση. Αυτή η ταυτόχρονη κρίση σε όλα τα κόμματα μπορεί να αναζητηθεί στις ιστορικές ρίζες των κομμάτων. Τα κόμματα σχηματίστηκαν σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο παρελθόν, με βάση κυρίαρχα κοινωνικά αιτήματα. Είχαμε περιπτώσεις, μετά τον πόλεμο, όπου τα κόμματα σχηματίστηκαν γύρω από τα θέματα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της κοινωνικής πρόνοιας, της πλήρους απασχόλησης, της ευθύνης της πολιτείας να προστατεύσει τα θύματα του ανταγωνισμού της αγοράς, και θέματα που αφορούσαν στα εθνικά ζητήματα. Στην πορεία του χρόνου, αυτά τα θέματα έπαψαν να έχουν την προτεραιότητα που είχαν στο παρελθόν, είτε γιατί λύθηκαν από την ίδια την Δημοκρατία είτε γιατί έπαψαν να έχουν την πολιτική επικαιρότητα που είχαν πριν από είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια. Ας πάρουμε για παράδειγμα στην Ελλάδα, το ζήτημα της εθνικής συμφιλίωσης. Ήταν ένα θέμα βαθύτατα πολιτικό, που χώρισε την κοινωνία μας και τον πολιτικό κόσμο. Είναι ένα θέμα, όμως, που λύθηκε στην δεκαετία του ογδόντα και έχει πάψει πια να είναι πολιτικό ζήτημα.
Όταν, επομένως, τα κόμματα αντιμετωπίζουν οράματα που, για διαφόρους λόγους, έχουν πάψει πια να συγκινούν το εκλογικό σώμα, χρειάζονται εκσυγχρονισμό της ίδιας της πολιτικής τους πλατφόρμας. Αυτό δεν είναι θέμα εφευρετικότητας. Δεν εξαρτάται από το αν κάποιος θα γράψει μια νέα πλατφόρμα. Πρόκειται για ένα θέμα βαθύτατα πολιτικό, καθώς η παλιά πλατφόρμα είχε δημιουργήσει κοινωνικές συμμαχίες γύρω από συγκεκριμένα θέματα. Μια νέα, πολιτική πλατφόρμα θα σηματοδοτήσει την αλλαγή του συνδυασμού των κοινωνικών συμμαχιών, άρα και την αλλαγή της κοινωνικής έκφρασης ενός συγκεκριμένου κόμματος. Στο σημείο αυτό, υπάρχει ο βαθύτατος δισταγμός μέσα στα κόμματα : να κάνουν το βήμα, τη ρήξη με το παρελθόν, και να αποδεχτούν μία πλατφόρμα που σημαίνει ότι θα χάσουν τη στήριξη κάποιων κοινωνικών δυνάμεων που, για ιστορικούς λόγους, ήταν μαζί τους, αλλά θα κερδίσουν κάποιες άλλες, οι οποίες αναδύονται στα πλαίσια της νέας εποχής; Αυτή η κομματική κρίση, που είναι κρίση πολιτικής ταυτότητας, είναι φαινόμενο της εποχής. Ζούμε το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου. Έχουμε εξαντλήσει την ατζέντα των θεμάτων εκείνης της εποχής και η ανάγκη ανανέωσης της πολιτικής μας πλατφόρμας, σε όλο το πολιτικό φάσμα, δημιουργεί προβλήματα πολιτικής ταυτότητας και αντιστοίχησης ανάμεσα στα κόμματα και τις κοινωνικές δυνάμεις.
Η τρίτη μορφή κρίσης είναι η ιδεολογική κρίση. Τα κόμματα αντιμετωπίζουν κρίση, όχι γιατί η πλατφόρμα τους είναι ξεπερασμένη, αλλά γιατί τα θέματα που αντιμετώπισαν ή που νόμισαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν στο παρελθόν, δεν μπορούν πια να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά μέσα στο πλαίσιο της Πολιτικής Δημοκρατίας. Αυτή η αδυναμία των σύγχρονων κομμάτων να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κοινωνίας, δημιουργεί ένα κλίμα δυσαρέσκειας και απογοήτευσης στο κοινωνικό σύνολο, αποστασιοποιώντας την κοινωνία από τα κόμματα.
Στο παρελθόν ήταν αυτονόητο, τουλάχιστον για τα προοδευτικό κόμματα, ότι είναι ευθύνη της πολιτείας, αλλά και του κόμματος, ως κόμματος εξουσίας, να φροντίσει για την πλήρη απασχόληση των εργαζομένων, για το κράτος πρόνοιας, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για μια δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου και του εθνικού εισοδήματος, και να υπερασπιστεί με αποτελεσματικότητα συγκεκριμένα εθνικά ζητήματα. Σήμερα, ένα κόμμα που δρα σε εθνικά πλαίσια δεν μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση αυτών των στόχων από μόνο του. Δύο σημαντικές εξελίξεις έχουν μειώσει, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα των κομμάτων να δράσουν σε αυτό το επίπεδο. Η πρώτη αφορά το γεγονός, ότι πολλά θέματα, για τα οποία μέχρι τώρα αποφασίζαμε και προγραμματίζαμε σε εθνικό επίπεδο, ανήκουν πλέον στην αρμοδιότητα υπερεθνικών οργανισμών.
Είναι γνωστό, ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της μακροοικονομικής μας πολιτικής δεν προσδιορίζεται πλέον από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και την Ελληνική Βουλή, αλλά από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλα τα μέλη της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα αιτήματα που είχε ο πολίτης στο παρελθόν και που αφορούσαν την άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής είναι αιτήματα που το κόμμα είναι αναγκασμένο να τα μεταφέρει σε ένα υπερεθνικό επίπεδο. Να συμμαχήσει με άλλες κομματικές δυνάμεις, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να ζητήσει την ικανοποίησή τους.
Η δεύτερη εξέλιξη, που επιδρά ανασταλτικά στην πολιτική λειτουργία των κομμάτων, είναι ο βαθύς συντηρητισμός που έχει παρατηρηθεί στην παγκόσμια οικονομία. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει διευρύνει την κυριαρχία της αγοράς του χρήματος και έχει συρρικνώσει το χώρο μέσα στον οποίο μπορεί να λειτουργήσει η Πολιτική Δημοκρατία. Θέματα που στο παρελθόν, στη δεκαετία του ’50 ή του ’60, θεωρούνταν ότι έπρεπε να λυθούν μέσα από τις διαδικασίες της Πολιτικής Δημοκρατίας, σήμερα είναι σχεδόν αυτονόητο ότι πρέπει να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο των μηχανισμών της αγοράς, με όλα τα προβλήματα που αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Αυτή η αίσθηση της αδυναμίας των κομμάτων να λύσουν τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο, είναι η βαθύτερη αιτία της ιδεολογικής κρίσης, ιδίως στον προοδευτικό χώρο. Η απάντηση απέναντι σε αυτήν την κρίση δεν μπορεί παρά να είναι μία. Τα κόμματα, και ιδίως τα προοδευτικό κόμματα, πρέπει να ανακτήσουν το προβάδισμα και να ξαναφέρουν στη διαδικασία της Πολιτικής Δημοκρατίας την επίλυση θεμάτων, που το εκλογικό σώμα απαιτεί να αντιμετωπισθούν με πολιτικούς όρους και όχι με όρους οικονομικούς. Πρέπει να αποτελέσει ξανά αντικείμενο πολιτικού, δημοκρατικού διαλόγου το θέμα του κράτους πρόνοιας, της διανομής του εισοδήματος, της ποιότητας ζωής, της πλήρους απασχόλησης. Όταν αυτά γίνουν και πάλι το αντικείμενο πολιτικών συζητήσεων θα έρθει και η αναγέννηση των κομμάτων. Πολιτικές οργανώσεις και Κοινωνία θα έρθουν, τότε πιο κοντά, καθώς τα κόμματα θα αντιμετωπίζουν επιτυχώς τα κυρίαρχα κοινωνικά ζητήματα.
Θα πρέπει να βάλουμε ένα τέρμα στην «αποπολιτικοποίηση» των κομμάτων. Τα κόμματα πρέπει να πάρουν τα καυτά πολιτικά θέματα στα χέρια τους, για να αντιμετωπίσουν την ιδεολογική τους κρίση. Όπως ανέφερα και στην αρχή, αυτό σημαίνει μια διαφορετική διάρθρωση των κομμάτων. Εφόσον, πολλά ζητήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε υπερεθνικό επίπεδο, θα χρειαστούν πολιτικοί αγώνες οι οποίοι ξεπερνούν τα εθνικό μας όρια, προκειμένου τα θέματα της κοινωνικής πολιτικής, της αναπτυξιακής πολιτικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης να επιστρέψουν στην Πολιτική Δημοκρατία.
Η τέταρτη μορφή κρίσης είναι η κρίση επικοινωνίας. Τα κόμματα, στο παρελθόν, ήταν η εστία πληροφόρησης, διαλόγου και παραγωγής πολιτικής. Ο πολίτης πήγαινε στην τοπική οργάνωση για να πληροφορηθεί και να συζητήσει. Οι πολίτες παρακολουθούσαν το Κοινοβούλιο ως το όργανο που παρήγαγε πολιτική. Μέσα σ” αυτό τα πλαίσια, τα κόμματα έπαιζαν το ρόλο του αυθεντικού ερμηνευτή της κοινωνικής βάσης : μέσα από το διάλογο, δημιουργούσαν τη σύνθεση.
Σήμερα, τα σύγχρονα συστήματα επικοινωνιών έχουν αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα. Τα Μέσα Ενημέρωσης προσφέρουν τη δυνατότητα «real time» πληροφόρησης. Μπορεί κανείς να ανοίξει την τηλεόραση ή να ακούσει το ραδιόφωνο και, αμέσως, να έχει μια περισσότερο ή λιγότερο αυθεντική ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων. Στο χρόνο που μεσολαβεί μέχρι να πάει κανείς στην τοπική οργάνωση ή να παρακολουθήσει μια συζήτηση στη Βουλή για ένα σημαντικό θέμα, το θέμα αυτό έχει ήδη εξαντληθεί σε συζήτηση, πολλές φορές αμφιβόλου ποιότητας, στα Μ. Μ. Ε.
Χρειάζεται, επομένως, το Κόμμα να απαντήσει στην πρόκληση των καιρών, διαμορφώνοντας το ίδιο μία μέθοδο επικοινωνίας με τους πολίτες, ώστε να είναι ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό απέναντι στην παθητική ενημέρωση που παρέχεται σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα πρέπει να οργανωθεί πάνω σε μία τελείως διαφορετική βάση. Σήμερα, μπορεί κανείς να μπει σε ένα δίκτυο, όπως το Internet, και όχι μόνο να πληροφορηθεί, αλλά και να μεταφέρει ο ίδιος τη δική του άποψη σε έναν κομματικό οργανισμό ή σε μία οργάνωση. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η ηλεκτρονική πληροφορική μας ξαναφέρνει σταδιακά πιο κοντά στην άμεση Δημοκρατία. Μπορούμε να εξετάσουμε τώρα την εφαρμογή σχημάτων οργάνωσης, όπου το κόμμα θα παίζει ένα πολύ διαφορετικό ρόλο από εκείνον που έπαιζε στο παρελθόν. Αυτό είναι το ζητούμενο. Αν δεν απαντήσουμε σ” αυτήν την πρόκληση, στην κρίση επικοινωνίας, δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρίσης των κομμάτων και της κρίσης της λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Υπάρχει, τέλος, και μια άλλη μορφή κρίσης, η οποία εμφανίζεται στα κόμματα, αλλά δεν είναι πολιτικού ή κομματικού περιεχομένου. Είναι η κοινωνική κρίση. Τα κόμματα αποτελούν αναπόφευκτα έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Όταν η κοινωνία δεν είναι υγιής, όταν υπάρχει κρίση αξιών, όταν οι πολίτες δε συμμετέχουν, ή δεν ενδιαφέρονται να συμμετέχουν, όταν έχουν απομακρυνθεί από τα κοινά, τότε θα υπάρχει και κομματική κρίση. Τα αίτιά της, όμως, είvαι βαθύτερα, είναι κοινωνικά. Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα χρειαζόμαστε, θαρραλέες τομές στο σύστημα της παιδείας, και ιδιαίτερα στον τομέα που αφορά στη διαμόρφωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του ελεύθερου πολίτη.
Καταλήγουμε, επομένως, σε δύο βασικό συμπεράσματα : Πρώτον, το ζήτημα της κομματικής κρίσης αφορά όλους μας, όλα τα πολιτικά κόμματα, και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κάθε μορφή κρίσης, ανάλογα με την πηγή και τα αίτια της.
Με λίγα λόγια, χρειάζεται να εξετάσουμε ταυτόχρονα την ανάγκη του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού της εσωτερικής λειτουργίας των κομμάτων. Θα πρέπει να ικανοποιήσουμε την ανάγκη για μια νέα πολιτική πλατφόρμα, που να έχει σχέση με τα προβλήματα του κόσμου. Θα πρέπει να αναλάβουμε το ρίσκο ότι, φεύγοντας από τις παλιές πλατφόρμες προς τις νέες, θα γίνει μία ανακατάταξη των κοινωνικών συμμαχιών. Θα πρέπει να οπλιστούμε με θάρρος και να διεκδικήσουμε το αίτημα να ξαναγυρίσουν στην πολιτική αρένα θέματα, τα οποία αποπολιτικοποιήθηκαν στο παρελθόν , αλλά που είναι θέματα βαθύτατα πολιτικά. Πρέπει να επιδιώξουμε να λύσουμε μέσα από τις διαδικασίες της Πολιτικής Δημοκρατίας θέματα ποιότητας ζωής, κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αλλά πάνω από όλα θα πρέπει να αναζητήσουμε μια νέα συγκρότηση των κομμάτων που να είναι σύμφωνη με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής
μας, κυρίως στον τομέα της ενημέρωσης. Κόμματα που έχουν εκχωρήσει την ενημέρωση σε φορείς έξω από τον πολιτικό τους χώρο, είναι καταδικασμένα να παραμείνουν εξαρτημένα. Το κόμμα θα πρέπει να βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο μεταφοράς της άποψής του, στους πολίτες, καθώς και της άποψης των πολιτών σ” αυτό, μέσα από κομματικές διαδικασίες που δεν μπορεί να είναι οι απαρχαιωμένες διαδικασίες του παρελθόντος.
Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω μια αισιόδοξη άποψη. Η κρίση που αντιμετωπίζουμε οφείλεται στο γεγονός ότι βρισκόμαστε, παγκόσμια, σε μια μεταβατική περίοδο. Το παλιό τελειώνει, το καινούριο αρχίζει να γεννιέται. Γνωρίζουμε ορισμένες μόνο από τις παραμέτρους του νέου πολιτικού-κομματικού συστήματος, όχι όλες. Έχουμε, όμως, την πεποίθηση ότι, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, η ίδια η δημοκρατία θα δώσει λύση και απάντηση στα προβλήματα της.
Μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση.