Θέλω πρώτα από όλα να ευχαριστήσω τους οργανωτές της ημερίδας σας σήμερα για την πρόσκλησή τους να είμαι κι εγώ παρόν σε αυτή τη συνάντηση, αλλά και να τους συγχαρώ για την επιλογή των θεμάτων και για τη χρονική στιγμή αυτής της ημερίδας.
Γιατί πράγματι η σημερινή συζήτηση έρχεται λίγες ημέρες μετά το ταξίδι του IΊρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, τη στιγμή που γίνονται διαπραγματεύσεις μεταξύ του Τούρκου Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και της αμερικανικής Κυβέρνησης και την ιστορική στιγμή της συνάντησης Κληρίδη -Ντενκτάς υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στην Κύπρο.
Χωρίς καμία αμφιβολία αυτή η χρονιά θα είναι η χρονιά των εξωτερικών θεμάτων. Αυτά θα πάρουν προτεραιότητα και δεν προβλέπω μόνο εξελίξεις που θα αφορούν και την εξωτερική μας πολιτική. Σε τελευταία ανάλυση αυτά που θα δούμε τους επόμενους μήνες, αυτό το χρόνο και σίγουρα και τον επόμενο χρόνο, θα αφορούν την ίδια την εθνική μας ανεξαρτησία.
Γι” αυτό πρέπει ως ενεργοί πολίτες να ασχοληθούμε με θέματα που τα τελευταία χρόνια έχουν πάρει δεύτερη ή τρίτη προτεραιότητα, να, επαγρυπνούμε και να συσπειρώσουμε τον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.
Αλλά για να το κάνουμε αυτό, θα πρέπει και εμείς οι ίδιοι να έχουμε μια καλύτερη κατανόηση των θεμάτων.
Υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα: Κυπριακό, Αιγαίο, Ευρωστρατός είναι μερικά από τα ανοιχτά θέματα. Θα ήθελα να κάνω μερικά σχόλια για κάθε ένα από αυτά, αρχίζοντας όμως από τούτο εδώ: βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους αυτά τα θέματα.
Εμείς όμως, από άποψη καθαρά διπλωματική, θα πρέπει να επιμείνουμε ότι τα θέματα αυτά είναι χωριστά, έχουν διαφορετική ιστορική αφετηρία, έχουν διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο επίλυσής τους και δεν πρέπει να συνδέονται. Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα ότι αυτά τα θέματα μπορούν κάποια στιγμή να αποτελέσουν ένα πακέτο διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Αυτά τα θέματα έχουν τη δική τους αναφορά και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τη φύση τους χωριστά και μέσα στους θεσμούς που προορίζονται για την επίλυση αυτών των θεμάτων.
Το Κυπριακό είναι, παραμένει και πρέπει να επιμείνουμε ένα διεθνές ζήτημα που αφορά τη διεθνή Κοινότητα και πρόκειται περί παράνομης στρατιωτικής κατοχής, ενός μέρους της Κύπρου που είναι ανεξάρτητο, ενιαίο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Το θέμα αυτό πρέπει να λυθεί μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου.
Το θέμα του Αιγαίου είναι θέμα που τίθεται μόνο από την τουρκική πλευρά. Για μας δεν υπάρχουν ζητήματα προς συζήτηση ή διάλογο ή διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Οι διεθνείς Συμβάσεις έχουν σαφώς τοποθετηθεί σε αυτό το ζήτημα και το μόνο που μένει να λυθεί, είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Όσον αφορά τον ευρωστρατό. Αυτό δεν είναι ελληνοτουρκικό θέμα, είναι θέμα καθαρά ευρωπαϊκό, αφορά αποκλειστικά τα κράτη -μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μια προσπάθεια στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της πολιτικής ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λίγα σχόλια για κάθε ένα από αυτά. Πρώτα από όλα για το Κυπριακό.
Εγώ ανησυχώ ιδιαίτερα. Ανησυχώ γιατί έχουμε μπει σε μια δύσκολη και ολισθηρή διαδικασία. Θα προτιμούσα να μην είχαμε υποκύψει στις πιέσεις για την έναρξη αυτού του ιδιόμορφου διαλόγου και την αντικατάσταση των εκ του σύνεγγυς συζητήσεων. Εν πάση περιπτώσει έγινε αυτό, ο διάλογος αυτός αρχίζει σήμερα, εμείς πρέπει να επιμείνουμε ότι είναι διάλογος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Δημιουργείται όμως σιγά -σιγά ένα κλίμα. Ένα κλίμα που το παρακολουθώ διαβάζοντας τον ξένο Τύπο που περνάει όμως και στην Ελλάδα, περνάει στον Τύπο, ένα κλίμα που λησμονεί το παρελθόν και μιλά σαν ένα θέμα που αφορά δύο πολιτικές κοινότητες, πολιτικά ισοδύναμες, οι οποίες έχουν έριδες μεταξύ τους και που με διάλογο θα πρέπει να λυθούν.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να λυθεί και το θέμα της κυριαρχίας, το θέμα της συγκρότησης ενός κράτους.
Αυτή η διολίσθηση -που την έχουμε αφήσει να περάσει-δημιουργεί ένα κλίμα. Μιλώντας σε καλόπιστους ξένους σήμερα, λίγοι θα ενθυμηθούν ότι το Κυπριακό έχει μια συγκεκριμένη ιστορική αφετηρία, την παράνομη στρατιωτική κατοχή ενός μεγάλου μέρους της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα.
Δημιουργώντας αυτό το κλίμα και καλλιεργώντας αυτό το κλίμα επικοινωνιακά, χωρίς αντίδραση σημαντική από τον ελληνικό Τύπο, θα φτάσουμε σιγά -σιγά σ” ένα κλίμα πιέσεων και αποδοχής μιας «διαφορετικής λύσης» του Κυπριακού, όπου θα πιεστούμε να δεχτούμε συγκρότηση μιας χαλαρής κρατικής οντότητας προς τα έξω. Με δύο, ουσιαστικά κυριαρχίες στο εσωτερικό της χώρας.
Με πίεση αν και όταν η Κύπρος γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μην λειτουργήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Με εναλλαγή της Προεδρίας ανάμεσα σε Έλληνα και σε Τούρκο στην Κύπρο και
Σαν κερασάκι ίσως μια «παραχώρηση» κάποιου εδάφους στην ελληνική Κοινότητα και με πάντοτε πολύ δυνατή στρατιωτική παρουσία και βάσεις στο νησί.
Αυτό δεν είναι ένα σενάριο φαντασίας. Αυτά, έχουν δρομολογηθεί. Αυτά, έχουν δημοσιευτεί και οι προσπάθειες είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Ακούω σήμερα συζητήσεις που σου λένε ότι «αφού η διεθνής Κοινότητα πιέζει, αφού οι ΗΠΑ θέλουν μια λύση προς αυτή την κατεύθυνση, τι άλλο μπορεί να κάνουμε;» και εν πάση περιπτώσει μια λύση αυτού του τύπου θα μας επέτρεπε να μπούμε τότε χωρίς αντιρρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μετά βλέπουμε τι θα γίνει.
Εδώ πρέπει να απαντήσουμε σε αυτά τα θέματα και να απαντήσουμε δυνατά και σκληρά. Πρώτα από όλα μια τέτοια εν δυνάμει λύση του Κυπριακού, δεν εγγυάται καθόλου ότι η Κύπρος θα μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα θα εμπλέξει το θέμα το Κυπριακό, για να μην μπει ποτέ η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν δυνάμεις έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν θέλουν την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όταν μιλάμε για συμφωνία ή λύση αυτού του τύπου, αυτό δεν θα έρθει αμέσως. Θα έρθει με μια ενδιάμεση συμφωνία πλαισίου κάπως αόριστη και για τα άλλα θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις. Έτσι, αυτή η κακή λύση δεν εγγυάται εν πάση περιπτώσει την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά άλλωστε και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτοσκοπός. Γίνεται, για να υποβοηθηθεί η βιωσιμότητα, η φυσιογνωμία του ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους της.
Το άλλο επιχείρημα το οποίο αναφέρεται συχνά, είναι ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, τι άλλο να κάνουμε. Δεν μπορούμε. Είμαστε αναγκασμένοι να υποχωρήσουμε». Αυτή η ιδιόμορφη τοποθέτηση, ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε εξωτερική πολιτική και ότι πιεζόμεθα, ουσιαστικά σημαίνει ότι παραδεχόμαστε ότι η εξωτερική μας πολιτική είναι όμηρος εξωτερικών πιέσεων. Φυσικά δεν μπορούμε να δεχτούμε μια τέτοια λύση.
Ποια είναι η εναλλακτική; Τι πρέπει εμείς να προτείνουμε και πως νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή την εναλλακτική;
Πρώτα από όλα δεν πρέπει να εμπλακούμε σε συζητήσεις ή αναγνωρίσεις γύρω από τα θέματα τα οποία Προανέφερα. Αυτά θα πρέπει να απορριφθούν ασυζητητί, κατά ένα τέτοιο τρόπο που να αποθαρρυνθεί ο Ντε Σότο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να τα συμπεριλάβει ως ιδέες, ως το πακέτο που θα παρουσιάσει.
Εμείς πρέπει να επιμείνουμε στα εξής απλά σημεία:
1. Με βάση τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν μπορεί να υπάρξει λύση του Κυπριακού, χωρίς την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής.
2. Δεν μπορεί να υπάρξει λύση αν δεν υπάρχει πρόβλεψη για την αποχώρηση των εποίκων , που με βίαια πράξη άλλαξε τη σύνθεση του πληθυσμού ενός ανεξάρτητου κράτους.
3. Θα επιμείνουμε ότι το ενιαίο κράτος της Κύπρου δεν επιδέχεται δύο κυριαρχίες. Μία είναι η κυριαρχία και προς το εξωτερικό και στο εσωτερικό της χώρας. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ του δικοινοτικού (δύο Κοινότητες που στεγάζονται κάτω από μία κυριαρχία) και πολιτικών Κοινοτήτων που έχουν και δική τους κυριαρχία. Και να επιμείνουμε. σε αυτό.
4. Να επιμείνουμε ότι στην Κύπρο πρέπει να λειτουργήσουν τα ατομικά δικαιώματα και το ευρωπαϊκό κεκτημένο που αφορά και την ελευθερία μετακίνηση των πολιτών μέσα στην Κύπρο, της εγκατάστασης και της πρόσβασης στην περιουσία τους.
Αυτά θα πρέπει να τα καλλιεργήσουμε ως προτάσεις που πηγάζουν από αποφάσεις του ΟΗΕ, από προηγούμενες δεσμεύσεις της διεθνούς Κοινότητας. Θα πρέπει να νομιμοποιήσουμε τη στάση μας αυτή. Οι προτάσεις αυτές δεν πρέπει να ξενίζουν προς τα έξω ότι είναι μαξιμαλιστικές. Αντίθετα είναι οι ελάχιστες προτάσεις που μπορούμε να κάνουμε μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της διεθνούς Κοινότητας.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να το κάνουμε αυτό. Γιατί αν δεν υπάρξει συμφωνία-και δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι πάνω σε αυτή τη βάση που σας προτείνω δεν θα υπάρξει συμφωνία- το βάρος θα πρέπει να πέσει στην Τουρκία. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να υπάρξει ενθάρρυνση από τη μεριά της Ελλάδας προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ότι η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό μιας σθεναρής στάσης πάνω σε αυτό το θέμα.
Πάνω από όλα θα πρέπει από την κυπριακή μεριά να μπει ένα χρονοδιάγραμμα. Οι συζητήσεις αυτές δεν μπορούν να διαρκέσουν επί πολύ.
Θα πρέπει να πούμε ότι το αργότερο, θα υπάρξει συμφωνία πάνω στη βάση που σας ανάφερα, ας πούμε τον Ιούνιο ή Ιούλιο, ή αν δεν υπάρξει συμφωνία δεν θα λήξουν οι συζητήσεις.
Μετά, μπορούμε να προχωρήσουμε στις διαδικασίες, ή παράλληλα να προχωρήσουμε στις διαδικασίες για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει από τώρα-όχι αργότερα-να δηλώσει επισήμως η Ελλάδα, ότι δεν θα δεχτεί διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν η Κύπρος δεν συμπεριληφθεί στην πρώτη ομάδα των χωρών που θα ενταχθούν.
Νομίζω ότι αυτό μπορούμε να το κάνουμε, μπορούμε να σταθούμε. Αρκεί να υπάρχει έντονο το αίσθημα εδώ στην Ελλάδα, ότι θα στηρίξουμε αυτές τις θέσεις.
Μας λένε οι ρεαλιστές και οι δύσπιστοι ότι «αυτές είναι ίσως δύσκολες θέσεις, πως θα βάλουμε βέτο και εν πάση περιπτώσει δεν βλέπετε ότι η Τουρκία απειλεί, δεν βλέπετε ότι αν είμαστε και δύστροποι κάποιες άλλες δυνάμεις μπορούν να δημιουργήσουν σκηνές αποσταθεροποίησης στο εσωτερικό της χώρας» για να το πω ήπια.
Εμείς απλά θα πρέπει να αντιτάξουμε ότι έχουμε τα διπλωματικά όπλα, έχουμε και τη γνώση να χειριστούμε αυτά τα λεπτά θέματα και να δημιουργήσουμε ένα κλίμα διαφορετικό. Άλλωστε τυχόν παρεμβάσεις αυτού του είδους θα είναι παρεμβάσεις που αντίκειται, είναι αντίθετες όχι σε μια στάση ελληνική, αλλά σε μια στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πιστεύω ότι έχει φτάσει η στιγμή να ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας τι εννοούμε και τι επιδιώκουμε. Εδώ υπάρχει μια διγλωσσία. Λέμε ότι μένουμε σταθεροί σε πάγιες θέσεις, στην πραγματικότητα όμως συνομιλούμε σε διαφορετικό πλαίσιο, αφήνουμε τα πράγματα να διολισθαίνουν και φτάνουμε τελικά σε ένα αδιέξοδο.
Θα πρέπει τώρα να τραβήξουμε τη γραμμή, να πούμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες υποχωρήσεις. Αυτά είναι τα ελάχιστα και αυτά θα κάνουμε και να πείσουμε τη διεθνή Κοινότητα ότι το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Αυτά για το Κυπριακό. Τώρα έχουμε το άλλο θέμα, λίγα λόγια γιατί δεν θέλω να μιλήσω επί μακρόν για το Αιγαίο.
Είπα πριν ότι το μόνο θέμα που υπάρχει και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό, είναι το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας. Γνωρίζω ότι από χρόνια τώρα έχουμε διολισθήσει σε ορισμένα θέματα. Η Μαδρίτη ήταν μια υποχώρηση στις εθνικές μας θέσεις.
Θυμάμαι ότι και ο Σάκης Πεπονής είχε μιλήσει γι” αυτό κι εγώ είχα διαφοροποιηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά αφήσαμε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχουν ίσως και κάποια άλλα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συζητηθούν ή να επιλυθούν ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Η Τουρκία από χρόνια προσπαθεί να δημιουργήσει μια πραγματικότητα γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και νομίζω ότι έχει προχωρήσει τις θέσεις της τα τελευταία χρόνια. Δεν χρειάζεται τώρα ιστορικά να αναφέρω όλα. Τελευταίο παράδειγμα η απόφαση της Αμερικής με κάλυψη του Υπουργείου Εξωτερικών της Αμερικής, να κυκλοφορήσουν χάρτες της Αμερικής, που είναι όμως και ΝΑΤΟϊκοί χάρτες, χωρίς την εμφάνιση των ορίων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην περιοχή του Αιγαίου.
Εκεί νομίζω ότι πρέπει να είμαστε σταθεροί, να πάμε πίσω στη βασική μας θέση, παραγνωρίζοντας ίσως πράγματα τα οποία έχουν λεχθεί τα τελευταία χρόνια και να πούμε ότι δεν υπάρχει θέμα Αιγαίου, δεν υπάρχει χώρος για διάλογο πολιτικό ανάμεσα στη Ελλάδα και στην Τουρκία για το θέμα του Αιγαίου, οι διεθνείς Συνθήκες έχουν ξεκαθαρίσει αυτά τα ζητήματα.
Υπάρχει μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Προσοχή, αλίμονο εάν συνδεθεί το θέμα αυτό του Αιγαίου ως πακέτο με ζητήματα Κύπρου και του Ευρωστρατού. Αυτά είναι χωριστά θέματα.
Λίγες κουβέντες για τον Ευρωστρατό. Πρώτα από όλα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο του Ευρωστρατού. Μιλάμε τώρα για τη δημιουργία μιας δύναμης ταχείας επέμβασης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι όμως το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία του Ευρωστρατού.
Η δημιουργία του Ευρωστρατού είναι μια φάση της ολοκλήρωσης της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Η άμυνα της Ευρώπης είναι ένα απαραίτητο στοιχείο του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά για την άμυνα της Ευρώπης, μόνο τα κράτη -μέλη της Ευρώπης μπορεί να έχουν λόγο και να αποφασίσουν.
Δεν ξέρω πως μπαίνει το θέμα, συμφωνίες έξω από το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το λεγόμενο Σύμφωνο της Κωνσταντινουπόλεως να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί, η Ελλάδα πρέπει να είναι σαφής.
Η ευρωπαϊκή άμυνα θα έχει σημασία και έννοια και περιεχόμενο μόνο, όταν είναι μια άμυνα η οποία αποφασίζεται από τα κράτη -μέλη. Θα πρέπει η Ελλάδα να ζητήσει και συμμάχους μέσα στα κράτη -μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι θέμα της εκπλήρωσης του οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πληροφορούμαι ότι υπήρχαν ελπίδες ότι η Γαλλία είχε την ίδια άποψη με την Ελλάδα. Κάποια περίεργα πράγματα συνέβησαν στη διαδρομή, αλλά νομίζω ότι δεν θα είμαστε μόνοι, σε μια δεύτερη φάση, που πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή την έννοια και ότι το Σύμφωνο της Κωνσταντινούπολης θα πρέπει εξ ολοκλήρου να απορριφθεί.
Υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να το διευκρινίσω: που μπαίνει το ζήτημα. Το ζήτημα μπαίνει ότι για τη χρησιμοποίηση του Ευρωστρατού, θα χρησιμοποιηθεί και κάποια υποδομή, μια ομάδα σχεδιασμού και θα χρησιμοποιηθούν οι υλικές υποδομές του ΝΑΤΟ από καιρού εις καιρό.
Στο βαθμό που θα χρησιμοποιηθούν οι υποδομές μιας άλλης στρατιωτικής συμμαχίας βεβαίως μετά την απόφαση της Ευρώπης για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, αυτό το θέμα μπορεί να συζητηθεί χωριστά με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του ΝΑTΟ.
Αυτό όμως είναι άλλο πράγμα, από το να εμπλακούν στη λήψη και στη διαδικασία λήψης απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες χώρες, όπως η Τουρκία για θέματα που αφορούν αποκλειστικά τον Ευρωστρατό.
Εκεί θα πρέπει να είμαστε αυστηροί και σταθεροί. Καταλήγοντας λεω και μετράω ότι τουλάχιστον δύο βέτο είναι στον ορίζοντα. Για να αντισταθεί η Ελλάδα σε αυτές τις αιτιάσεις αυτό που χρειάζεται πάνω από όλα είναι μια ενημέρωση και εγρήγορση του ελληνισμού και αυτό δεν έχει γίνει.
Νομίζω ότι πέφτει μια μεγάλη ευθύνη μας να ενημερώσουμε τον κόσμο περί τίνος πρόκειται, να τον πείσουμε ότι υπάρχει εναλλακτική στην πολιτική του κατευνασμού, που μας πιέζουν απ έξω να αποδεχτούμε και ότι υπάρχει λύση, υπάρχει τρόπος για την προώθηση των εθνικών μας αιτημάτων και των δικαίων μας.
Για να γίνει αυτό, νομίζω ότι θα πρέπει να διευρύνουμε το διάλογο και τη συζήτηση και εδώ στην Ελλάδα και στην Κύπρο και επιμένω και επανέρχομαι σε μια προηγούμενή μου πρόταση: να γίνει μία κοινή μεγάλη, μαζική ημερίδα με συμμετοχή προσωπικοτήτων και από την Κύπρο και από την Ελλάδα, για να μπει επιτέλους και να ξεκαθαριστεί η πάγια ελληνική θέση πάνω σε αυτά τα θέματα.