Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Θέλω πρώτα απ” όλα να συγχαρώ την «Πνύκα» για τον προγραμματισμό αυτής της εκδήλωσης, καθώς η επιλογή του θέματος δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη.
Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, το θέμα της συζήτησης είναι η απρόοπτη κίνηση των 8, με σοβαρές συνέπειες στη συνοχή της ΕΕ και στην προοπτική της Ευρώπης. Εγώ θεωρώ ότι το ρήγμα αυτό είναι τόσο σημαντικό, ώστε προτείνω, αντί να συγκεντρωθώ στο θέμα που εξ αρχής είχα στο νου μου, δηλαδή στο θέμα της οικονομικής ύφεσης και της κοινής οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ, να διευρύνουμε το φάσμα των θεμάτων και να θέσουμε πάλι σε συζήτηση μια σειρά από ερωτήματα τα οποία υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι πολλοί τα θεωρούσαν ήδη λυμένα.
Πριν μπω στην συζήτηση αυτών των θεμάτων, θα ήθελα να κάνω μία διευκρίνιση για να αποφύγω τυχόν παρεξηγήσεις. Ήμουν και παραμένω υποστηρικτής κάθε προσπάθειας για μια θετική ευρωπαϊκή προοπτική. Πιστεύω ότι η ΕΕ, μέσα από μία καλή συνεργασία των κρατών – μελών, μπορεί να δώσει μία απάντηση στις οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις των καιρών, να συμβάλει στην πολιτιστική αναβάθμιση της υφηλίου και να αποτελέσει μία δύναμη ειρήνης στον κόσμο. Αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίζει να ασκούμε κριτική σε ενέργειες ή σε παραλείψεις που οδηγούν την ΕΕ, κατά τη γνώμη μου, σε λανθασμένη κατεύθυνση.
Θα ήθελα λοιπόν, ορισμένα σημεία που τώρα θα αναπτύξω να τα δείτε κάτω από αυτό το φως. Ας αρχίσω με ορισμένα σχόλια για την ελληνική προεδρία. Νομίζω ότι είναι σφάλμα να υπερτονιστεί η πολιτική σημασία μιας προεδρίας. Η εναλλασσόμενη προεδρία στην ΕΕ δεν ασκεί ουσιαστικά κυβέρνηση. Το κράτος προεδρεύει, συντονίζει τις δραστηριότητες, διαμορφώνει την agenda, παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο, αλλά το τι θα γίνει σε ένα συγκεκριμένο εξάμηνο εξαρτάται από την πολιτική συγκυρία και από το κατά πόσον έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να αντιμετωπισθούν ορισμένα προβλήματα.
Έτσι, είτε το θέλουμε είτε όχι, στην ελληνική προεδρία θα κυριαρχήσει το θέμα του Ιράκ, και τα άλλα θέματα στα οποία υπήρξε κάποια προετοιμασία, κατ” ανάγκην θα μπουν σε δεύτερη μοίρα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει αυτά τα θέματα να προωθηθούν, αλλά πρέπει να πούμε ότι η ελληνική προεδρία θα χαρακτηρισθεί πάνω απ” όλα από τις εξελίξεις στον επικείμενο πλέον πόλεμο στο Ιράκ. Από όλα τα θέματα τα οποία έχουν συμπεριληφθεί στην agenda, θα πρέπει να γίνει μία επιλογή και να συγκεντρωθούμε σε ένα τουλάχιστον θέμα, από το οποίο θα περιμένουμε να δούμε συγκεκριμένα αποτελέσματα και το οποίο θα δώσει ένα στίγμα, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην ελληνική προεδρία.
Εγώ είχα προτείνει και εξακολουθώ να προτείνω να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής. Είναι ένα θέμα που μπορούμε να το προωθήσουμε, πάνω στο οποίο μπορούν να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα και να συμφωνήσουμε σε ορισμένες πολιτικές. Πρώτα απ” όλα, θα μπορέσουμε να θέσουμε το πλαίσιο μιας συζήτησης που πρέπει να ανοίξει, για μία ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική στην ΕΕ. Γίνονται τώρα εκτιμήσεις ότι, σε 20 με 30 χρόνια, η σύνθεση των πληθυσμών θα αλλάξει σημαντικά στην Ευρώπη. Πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το κύμα των οικονομικών κυρίως μεταναστών, πώς οι μετανάστες αυτοί θα ενσωματωθούν στην ΕΕ, τι σημαίνει ενσωμάτωση και πώς θα αντιμετωπισθούν τα μεταβατικά προβλήματα;
Πέρα όμως από αυτό, νομίζω ότι, κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας, μπορεί να προωθηθεί και το θέμα άμεσων μέτρων για τη φύλαξη των συνόρων της ΕΕ, και του καταμερισμού του κόστους της φύλαξης αυτής. Και εκεί, νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Θα μου πείτε ίσως ότι αυτό δεν είναι ένα θέμα υψηλής προτεραιότητας, το επιλέγω όμως ως ένα θέμα που είναι στα μέτρα της ελληνικής προεδρίας, στο οποίο μπορούμε να έχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Αν ήταν να επιλέγαμε θέματα έξω από την πολιτική συγκυρία, σχετικά με το τι θα μπορούσε να κάνει η ελληνική προεδρία, φυσικά θα πρότεινα άλλα δύο. Δεν τα προτείνω όμως. Το ένα αφορά στην οικονομική ύφεση και την ανάγκη μιας κοινής οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης και το δεύτερο αφορά στοξεκαθάρισμα της έννοιας της ΚΕΠΑ και της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Αυτά είναι τα δύο μεγάλα εκκρεμή ζητήματα που, δυστυχώς, κατά τη δική μου εκτίμηση, οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει για να συζητηθούν και να αποφασιστούν.
Για την οικονομική πολιτική, θέλω να πω μόνο μερικά λόγια. Προχωρήσαμε στη νομισματική ένωση. Πολλοί από εμάς είχαν πει ότι, προχωρώντας μόνο στην νομισματική ένωση, χωρίς να προωθηθεί και η οικονομική ένωση, θα έχουμε προβλήματα στο μέλλον. Και τα προβλήματα αυτά, πράγματι, τώρα ανακύπτουν. Έχει χαθεί η ευχέρεια άσκησης νομισματικής πολιτικής από τα κράτη – μέλη, αλλά έχει ουσιαστικά ακυρωθεί και η δημοσιονομική πολιτική, λόγω των συνθηκών που έχουν επιβληθεί από το σύμφωνο σταθερότητας. Έτσι, βρισκόμαστε στην παράδοξη θέση να μην έχουμε τα μέσα να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή οικονομική ύφεση, η οποία εκτιμώ ότι θα έχει και βάθος και διάρκεια. Κανονικά, εφόσον έχουμε προχωρήσει στην νομισματική ένωση, θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει και στην οικονομική ένωση, δηλαδή θα έπρεπε να είχαμε ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική με πόρους, έτσι που η δημοσιονομική πολιτική κυρίως να ασκείτο από την ΕΕ, μέσω της οποίας θα είχαμε τη δυνατότητα να εκπληρώσουμε το καθήκον μας απέναντι σε μια αναδιανεμητική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο με κοινωνική πολιτική και μία αναπτυξιακή πολιτική.
Είχαμε – παλαιότερα θυμάμαι – εκτιμήσει ότι, για να μπορέσουμε να ασκήσουμε μία δημοσιονομική πολιτική, ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη οικονομική και νομισματική πολιτική στην ΕΕ, θα έπρεπε οι κοινοτικοί πόροι να είναι περίπου στο 7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ΕΕ, σε σύγκριση με το 1,14% που είναι σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι τα φορολογικά έσοδα θα πρέπει να αυξηθούν, αλλά θα σήμαινε, σε ένα βαθμό, και εκχώρηση εθνικών πόρων στην ΕΕ, για άσκηση κοινής δημοσιονομικής πολιτικής. Εγώ πιστεύω ότι, με το πέρασμα του χρόνου, ισχυροποιείται το ευρώ έναντι του δολλαρίου, και δημιουργούνται προβλήματα εξαγωγών στην Ευρώπη, επομένως θα τεθεί το θέμα της κοινής οικονομικής πολιτικής. Αν και δεν αποτελεί θέμα που μπορεί να τεθεί από την ελληνική προεδρία σε αυτό το εξάμηνο, αποτελεί πάντως ένα θέμα που πρέπει να προβληματίσει τους πολίτες της Ευρώπης και θα πρέπει να προετοιμάσουμε το έδαφος για μία νέα πλατφόρμα οικονομικής πολιτικής. Αν δεν γίνει αυτό, προβλέπω ότι θα υπάρξουν προβλήματα συνοχής στην Ευρώπη και στο ίδιο το ευρώ.
Όσον αφορά στο θέμα της κοινής εξωτερικής πολιτικής, τα σημάδια της κρίσης είναι φανερά. Δεν θα έπρεπε όμως να μας εκπλήσσει η χθεσινή κίνηση των 8. Είχαμε σημάδια διάρρηξης της συνοχής της ΕΕ, σε αυτόν τον τομέα, και πριν.
Σας υπενθυμίζω ότι δεν είναι πολλές εβδομάδες πριν που ακυρώθηκε η προοπτική ευρωπαϊκού στρατού και δημιουργήθηκαν δυνάμεις ταχείας επέμβασης στο πλαίσιο της ΕΕ που είναι όμως ουσιαστικά και θα έλεγα και τυπικά εξαρτημένες από την υποδομή και τις αποφάσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ήταν ένα σαφέστατο μήνυμα ότι, στην πλειοψηφία τους, οι χώρες της ΕΕ, σε θέματα ασφαλείας και σε τελευταία ανάλυση και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν ήταν έτοιμες να προχωρήσουν στην αυτονομία τους και εξακολουθούν να δείχνουν μία προτίμηση στη νατοϊκή ομπρέλα.
Η κίνηση των 8 είναι μέσα στο ίδιο πλαίσιο. Οι τρεις υποψήφιες χώρες, οι νέες χώρες, δηλαδή η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία, που ακολούθησαν τις άλλες 5 χώρες μέλη της ΕΕ, αντιμετώπισαν το δίλημμα και έδωσαν μία καθαρή απάντηση. Γνωρίζουν βέβαια ότι η διεύρυνση της ΕΕ, που έγινε με σημαντικό πολιτικό κόστος για τα κράτη – μέλη της ΕΕ, και κυρίως για τη Γερμανία, ήταν προς όφελός τους. Σε θέματα ασφάλειας όμως, η ατλαντική, νατοϊκή προσέγγισή τους δεν σηκώνει αμφισβήτηση.
Σημαντική ήταν επίσης η κίνηση των 8 από μία άλλη σκοπιά. Παρακάμπτοντας τους θεσμούς της ΕΕ, δηλαδή το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, έδειξαν μία ουσιαστική περιφρόνηση στους ίδιους τους θεσμούς πάνω στους οποίους χτίζουμε την ΕΕ. Ήταν βέβαια και μία σημαντική απόπειρα απέναντι στην ελληνική προεδρία και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ειδοποιήθηκε γι” αυτή την πρωτοβουλία εκ των υστέρων.
Εγώ πιστεύω ότι το χάσμα στην ΕΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικό και δεν μπορούμε να το καλύψουμε με άλλο τρόπο, παρά να το αντιμετωπίσουμε με τον μόνο τρόπο που πρέπει να αντιμετωπισθεί, δηλαδή δημοκρατικά, καλώντας εκτάκτως μία συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών, ώστε να επαναβεβαιωθεί η απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών που ελήφθη εδώ και 2 μέρες και να δοθεί και η ευκαιρία στις 5 χώρες που υπέγραψαν αυτό το υπόμνημα να εξηγήσουν την εξωθεσμική πρωτοβουλία τους. Η Ελλάδα, ως κυβέρνηση, δεν μπορεί να είναι ανάμεσα στις δύο απόψεις. Θα πρέπει να πάρει θέση. Και νομίζω η θέση της Ελλάδας θα πρέπει σαφώς να είναι με τις χώρες της ΕΕ που είναι εναντίον της προσέγγισης του θέματος του Ιράκ με πόλεμο. Και θα πρέπει να σταθεί μαζί με τις άλλες χώρες, που είναι και η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών εναντίον του πολέμου. Νομίζω ότι, αν δεν πάρουμε την πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν πάρουμε θέση, ανεξάρτητα από το κόστος αυτής της θέσης, θα υποτιμηθεί περαιτέρω το γόητρο της ελληνικής προεδρίας.
Το πρόβλημα φυσικά θα παραμείνει. Το θέμα που τίθεται τώρα είναι το αν οι ευρωπαϊκές χώρες είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε θεσμούς πολιτικής ένωσης, πέρα από την οικονομική ένωση. Δυστυχώς, η συμπεριφορά των βασικών χωρών της ΕΕ δείχνει ότι η δική τους εξωτερική πολιτική είναι ο «μπούσουλας» και δεν βλέπουν ακόμη πώς μέσα από μία συλλογική δουλειά, μέσα από μία κοινή εξωτερική πολιτική ασφάλειας, θα καλύψουν καλύτερα τις δικές τους εθνικές προτεραιότητες.
Ακόμα και σήμερα, που βλέπουμε τη γαλλογερμανική στάση, νομίζω ότι πρέπει να εξετάσουμε τα πράγματα λίγο βαθύτερα και να δούμε τι σημαίνει αυτή.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, η Γερμανία είναι αντίθετη στην προοπτική του πολέμου, διότι η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στηρίζει την κυβέρνηση είναι αντίθετη στον πόλεμο. Είναι δηλαδή το εκλογικό σώμα, η δυναμική παρουσία των Πρασίνων που εμποδίζει αυτή τη στιγμή τη Γερμανία να πάρει μία άλλη θέση και να πλησιάσει την πολιτική της Αμερικής.
Εάν εξετάσουμε την περίπτωση της Γαλλίας, που δεν είναι σαφές ότι θα συνεχίσει να τηρεί μία αρνητική θέση απέναντι στην Αμερικανική πολιτική στο θέμα του Ιράκ, θα δούμε ότι έχει να κάνει με τα δικά της συμφέροντα εταιρειών πετρελαίου στην περιοχή. Εάν στο παρασκήνιο μπορεί να γίνει ένας αμερικανογαλλικός διακανονισμός για μία διαφορετική μοιρασιά ανάμεσα στις εταιρείες πετρελαίου στη Μ. Ανατολή και στο Ιράκ, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Γαλλία θα κρατήσει τη στάση της μέχρι τέλους. Άλλωστε, οι προετοιμασίες που γίνονται στις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις δείχνουν ότι και η Γαλλία μπορεί να ακολουθήσει το άρμα της Αμερικής.
Το λέω αυτό γιατί θα πρέπει να γίνουν πολλά άλλα πράγματα, για να φθάσουμε στο σημείο να υπάρχει η πεποίθηση και η αξιοπιστία ότι μία κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική μας καλύπτει όλους. Τα κράτη – μέλη δεν έχουν πεισθεί, οι πολίτες των κρατών μελών δεν έχουν πεισθεί ότι μία τέτοια κοινή εξωτερική πολιτική θα εξυπηρετήσει τα πιο στενά, δικά τους συμφέροντα ή ότι μπορεί να διαμορφωθεί μία τέτοια εξωτερική πολιτική, όταν αυτή η πολιτική βρίσκεται σε σύγκρουση είτε με τα οικονομικά είτε με τα στρατιωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Το κλίμα αυτό περιγράφεται ανάγλυφα μέσα από αυτά που θα σας πω: Οι αμερικανοί, οι οποίοι δεν φημίζονται για τη διπλωματικότητά τους, αλλά λένε τα πράγματα με το όνομά τους, χαρακτηρίζουν την Ευρώπη με έναν τρόπο που η Ευρώπη θα έπρεπε να έχει αντιδράσει. Διαβάζω από τις προχθεσινές δηλώσεις του Υπουργού Στρατιωτικών και Άμυνας της Αμερικής, ο οποίος μιλά με αυτούς τους όρους για την Ευρώπη:
«Εσείς μιλάτε για την Ευρώπη. Δεν είναι όμως αυτή η Ευρώπη που έχω υπόψη μου. Αυτό το οποίο εσείς έχετε υπόψη σας, δηλαδή οι χώρες που είναι αντίθετες στον πόλεμο, είναι η παλιά Ευρώπη. Εσείς σκέφτεστε ως Ευρώπη τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εγώ δεν το σκέφτομαι έτσι. Αυτή είναι η παλιά Ευρώπη. Εάν δείτε ολόκληρη την Ευρώπη σήμερα, θα δείτε ότι το κέντρο της βαρύτητας έχει μετατοπισθεί προς Ανατολάς. Η Γερμανία είναι πρόβλημα. Και η Γαλλία είναι πρόβλημα. Αν όμως δείτε το μεγάλο αριθμό άλλων χωρών στην Ευρώπη, τη νέα Ευρώπη, τότε θα αντιληφθείτε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά».
Σε αυτή την πρόκληση, στο ότι δηλαδή υπάρχει η «παλιά Ευρώπη» της αρτηριοσκλήρυνσης και η «νέα Ευρώπη» που είναι πιο κοντά στο ΝΑΤΟ και στις αμερικανικές θέσεις, θα έπρεπε να είχε δοθεί απάντηση, αν υπήρχε μεγαλύτερος συντονισμός στην εξωτερική πολιτική της Ευρώπης. Νομίζω ότι η εξωτερική πολιτική της Ευρώπης έχει ακόμη μεγάλο δρόμο να διανύσει, μέχρις ότου φθάσει σε σημείο να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μία αξιόπιστη, κοινή εξωτερική ευρωπαϊκή πολιτική.
Αυτό πρέπει να αποτελέσει ένα μεγάλο μάθημα για εμάς, για την Ελλάδα. Εμείς φυσικά πιστεύουμε ότι, μέσα από μία κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, έχουμε πολλά να κερδίσουμε για τα εθνικά μας θέματα. Δεν πρέπει όμως να έχουμε ψευδαισθήσεις ότι αυτό έχει επιτευχθεί ή ότι θα επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό με φέρνει σε μία τελευταία παρατήρηση που θέλω να κάνω σχετικά με το κυπριακό.
Τον Απρίλιο, εδώ στην Αθήνα, θα γίνει η τελετή για την ευρωπαϊκή διεύρυνση και μέσα σε αυτές τις χώρες θα είναι και η Κύπρος. Ελπίζω ότι θα είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, ολόκληρη. Πολλοί από εμάς είχαμε επιμείνει στο παρελθόν ότι θα πρέπει να γίνει πρώτα η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς όρους και ότι η λεγόμενη πολιτική λύση του κυπριακού θα πρέπει να γίνει αργότερα, μετά την ένταξη, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, στο οποίο να επιδιωχθεί μία πραγματικά ευρωπαϊκή λύση, μια και η πρόταση Ανάν είναι πρόταση Αγγλοαμερικανικής έμπνευσης και έχει υπόψη της την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων σε εκείνη την περιοχή, καθώς και μία διαφορετική διαμόρφωση της ΕΕ.
Η κίνηση των 8 θα πρέπει να μας ξανακάνει προσεκτικούς και για τις προοπτικές επίλυσης του κυπριακού στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών που ουσιαστικά κυριαρχείται από την αμερικανική άποψη, αλλά και ως προς την πολυδιαφημιζόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση και την ευρωπαϊκή προοπτική και πορεία της Τουρκίας. Θα πρέπει δηλαδή να ξαναδούμε το θέμα της συγκρότησης της Ευρώπης, για ποια Ευρώπη μιλάμε. Ποια θα είναι η κρίσιμη μάζα των κρατών που θα μπορεί να δημιουργήσει όχι μόνο οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την ΕΕ, αλλά και προϋποθέσεις μίας κοινής εξωτερικής πολιτικής;
Με λίγα λόγια, η διεθνής κρίση έδειξε πόσο εύθραυστη είναι η πολιτική ενότητα της ΕΕ. Πρόκειται για θέματα που τα θεωρήσαμε κλειστά και τα οποία πρέπει να τα ξανανοίξουμε. Το όλο ζήτημα έγκειται στο λεγόμενο «Σύνταγμα της Ευρώπης», σε μία εργασία κρίσιμη, ακαδημαϊκής σημασίας, καθώς δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να μιλάμε για μία ομοσπονδιακή Ευρώπη. Θα πρέπει τώρα να δούμε το πώς τα κράτη – μέλη στο πλαίσιο της ΕΕ θα μπορούν να συνεργαστούν καλύτερα όχι μόνο για το καλό των κρατών – μελών, αλλά και για το καλό του συνόλου της ΕΕ.
Αυτές είναι μερικές από τις παρατηρήσεις που ήθελα να καταθέσω για την αποψινή συζήτηση. Ευχαριστώ.