Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Υπάρχει ηλεκτρισμός σε αυτή την αίθουσα, στην Ελλάδα, στην Κύπρο. Υπάρχει δυνατή η αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες εξελίξεις, σε κρίσιμες στιγμές για την Κύπρο, για το μέλλον του ελληνισμού. Είναι πράγματι μία κρίσιμη καμπή για το κυπριακό, ίσως η πιο κρίσιμη μετά το 1974. Και το χαρακτηριστικό αυτής της κρίσιμης στιγμής είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, είναι στα δικά μας τα χέρια να διαμορφώσουμε τις πολιτικές εξελίξεις, να πετύχουμε την ένταξη και να δημιουργήσουμε μία βάση για μια θετική προοπτική, για μια βιώσιμη και δίκαιη λύση του κυπριακού μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακριβώς γι” αυτό, αυτή η κρίσιμη στιγμή είναι στιγμή ευθύνης για όλους μας. Κανείς μας, μα κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει την ευθύνη με γενικότητες και υπεκφυγές. Πρέπει ο καθένας από μας να σταθεί απέναντι στην ευθύνη του και στην ιστορία και να πάρει θέση στα κρίσιμα προβλήματα.
Εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος και θα μιλήσω μόνον για τον εαυτό μου. Δεν νομίζω ότι είναι η στιγμή να μιλήσουμε με όρους κομματικούς ή ακόμη και με όρους πολιτικούς. Σήμερα θα πρέπει να μιλήσουμε με αίσθημα ευθύνης για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και το πώς θα αδράξουμε τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται.
Γι” αυτό δεν είναι η στιγμή να πάμε πίσω στο παρελθόν. Μία μόνο αναφορά θα κάνω: Στη δική μου τουλάχιστον τη γενιά, στα φοιτητικά μας χρόνια, η πολιτική ζωή του τόπου συνδέθηκε με το κυπριακό. Θυμάμαι, χρόνια πίσω, όταν το θέμα της αυτοδιάθεσης των λαών, η υπόθεση της ένωσης της Κύπρου ήταν ένα αυτονόητο δικαίωμα του κυπριακού λαού.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και κατεβήκαμε πολλά σκαλιά. Σήμερα, δεν νομίζω ότι κανείς είναι περήφανος που υφιστάμεθα μία πίεση αισθητή για να υποχωρήσουμε σε μία λύση που ουσιαστικά νομιμοποιεί τον Αττίλα του ’74.
Οι αντίπαλοί μας – και οι αντίπαλοι είναι πολλοί και ορατοί σε όλους – που δεν θέλουν την ένταξη της Κύπρου ή την αποτελεσματική λειτουργία της, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ποντάρουν σε ένα πράγμα που δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο για εμάς και τα αδέλφια μας στην Κύπρο: Στο γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο παρακμής, στο ότι είμαστε, αν όχι δειλοί, τουλάχιστον υποχωρητικοί και θα ενδώσουμε τελικά στις πιέσεις και στο ότι έχουν αμβλυνθεί οι εθνικές μας ευαισθησίες, που τις έχουμε ανταλλάξει πλέον με έναν ιδιόμορφο, κατά φαντασίαν, παγκοσμιοποιημένο εξευρωπαϊσμό.
Πιστεύω και ελπίζω αυτή η ανάγνωση της συμπεριφοράς μας να είναι λανθασμένη και να οφείλεται σε ορισμένα επιφανειακά και αντιφατικά της στοιχεία. Πιστεύω ότι δεν είναι αυτή η ψυχή του Έλληνα και ότι οι αντίπαλοί μας θα κάνουν μεγάλο λάθος.
Αλλά, κι εδώ ακόμη, μέσα στην αίθουσα, πολλοί από εσάς μου είπατε ότι οι πιέσεις θα είναι τέτοιες που θα είναι υπερβολικά δύσκολο, εμείς, αυτή τη στιγμή, να αντισταθούμε, τη στιγμή που ο Έλληνας έχει ιδιωτεύσει, έχει ιδιωτικοποιήσει την πολιτική του ζωή και ασχολείται με το καθημερινό, το δικό του, το οικονομικό πρόβλημα.
Σε αυτούς εγώ απαντώ με το εξής ερώτημα: Εμείς, πότε ενημερώσαμε τον έλληνα πολίτη; Πότε επιτέλους, σε αυτόν τον τόπο έγινε ένας ανοιχτός πολιτικός διάλογος για τα εθνικά μας θέματα, για τις εναλλακτικές που υπήρχαν και που όσο περνά ο χρόνος μειώνονται; Η διπλωματία εξελίχθηκε ερήμην του λαού. Αλλά μια δημοκρατία που λειτουργεί είναι δημοκρατία συμμετοχική και μία εθνική πολιτική δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε μία ενημέρωση και σε μία παιδεία των πολιτών και του λαού. Και εγώ πιστεύω – και δεν είμαι ουτοπικός – ότι, με ενημέρωση, ο έλληνας πολίτης θα σταθεί απέναντι στις υποχρεώσεις του και τις ευθύνες του και θα στηρίξει μία εθνική στρατηγική για την οποία όλοι θα είμαστε περήφανοι.
Σήμερα, αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα δύο προκλήσεις: Την ένταξη και τη λεγόμενη «πολιτική διευθέτηση» του κυπριακού. Έτσι ονομάζουν διεθνώς το ζήτημα της παράνομης εισβολής και κατοχής ενός τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα.
Όσον αφορά στην ένταξη, το θέμα είναι πολύ καθαρό και νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε πολύ σταθερά και να επιμείνουμε ότι η Κύπρος, η οποία έχει αντιμετωπίσει επιτυχέστατα όλα τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, πρέπει να ενταχθεί μαζί με τις άλλες χώρες και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να προχωρήσει η διεύρυνση της Ευρώπης, αν στη διεύρυνση αυτή δεν είναι μέσα και η Κύπρος.
Βεβαίως, στη Σύνοδο Κορυφής, κατά την αξιολόγηση, θα γίνει και μία συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις και για τον διάλογο. Αλλά εκεί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η ελληνική πλευρά έδειξε κάθε διάθεση διαλόγου και συζήτησης. Η αδιαλλαξία ήταν από την άλλη μεριά. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν συγκλίνουσες απόψεις για την επίλυση του κυπριακού δεν είναι ευθύνη της ελληνικής πλευράς.
Θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν αφεθεί εκεί. Αλλά έχουμε τώρα την προγραμματισμένη εμπλοκή της πρότασης του ΓΓ του ΟΗΕ. Εγώ δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο ΓΓ του ΟΗΕ προτίθεται εντός των ημερών να καταθέσει την πρότασή του. Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, είναι μία πρόταση Αγγλοαμερικανικής έμπνευσης. Θα ήταν καλύτερα, αν είχαμε εμποδίσει αυτή την εξέλιξη – και είχαμε εδώ και πολλούς μήνες, πολλοί από εμάς, μιλήσει γι” αυτό το ενδεχόμενο – όταν είχαμε ευκαιρίες να σταματήσει ο διάλογος με ευθύνη του Ντενκτάς, όταν υπήρχε χρόνος να απεγκλωβιστούμε από αυτές τις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες.
Εν πάση περιπτώσει, φθάσαμε εδώ. Και πρέπει να το πάρουμε ως δεδομένο, ότι θα υπάρξει πρόταση του ΓΓ του ΟΗΕ. Έχουμε σχεδόν επίσημες διαρροές για το τι είναι περίπου αυτό το σχέδιο. Διαβάζοντάς το σε πιάνει ανατριχίλα. Αλλά, εγώ δεν θα ασχοληθώ ούτε με τις διαρροές ούτε με αυτό το σχέδιο. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε μία άλλη τακτική, εν αναμονή της πρότασης του ΓΓ του ΟΗΕ.
Θα πρέπει εμείς να εξειδικεύσουμε τη γενική θέση που παίρνει και η Κύπρος και η Ελλάδα, ότι η λύση θα πρέπει να κινείται λύση στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Αυτό λέει πολλά και σχεδόν τίποτα. Δεν δεσμεύει κανέναν. Θα πρέπει να είμαστε πιο εξειδικευμένοι.
Θα πρέπει να πούμε, με λόγια απλά, στον έλληνα πολίτη, στους Κύπριους, στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και στις ξένες δυνάμεις ποια είναι τα βασικά στοιχεία μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης που πρέπει οπωσδήποτε να εμπεριέχονται σε μία πρόταση για τη λύση. Στοιχεία που, αν δεν συμπεριλαμβάνονται, η λύση δεν μπορεί να είναι αποδεκτή. Εγώ νομίζω ότι αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένα και από την κυβέρνηση στη Λευκωσία και από την Αθήνα. Σαν συμβολή σε αυτή τη συζήτηση απόψε, επιτρέψατέ μου να αναφέρω τέσσερις βασικές αρχές και τρία βασικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίζει μία λύση, για να είναι λύση βιώσιμη και αποδεκτή.
Πρώτον: Μία κυριαρχία – Μία ιθαγένεια
Το πρόβλημα του κυπριακού, όπως έχει αντιμετωπισθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, δεν είναι να διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να δημιουργηθεί ένα άλλο κράτος, από άλλες πολιτικές οντότητες! Δεν αλλάζει – επαναλαμβάνω: δεν αλλάζει – δεν μπορεί να αλλάξει η διεθνής φυσιογνωμία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ζητούμενο ήταν και είναι η διευθέτηση της οργάνωσης των κοινοτήτων μέσα στην κυπριακή δημοκρατία, οι οποίες θα έπαιρναν δυνατά, σημαντικά στοιχεία αυτοδιοίκησης, για να αντιμετωπίσουν τα θέματα της διοίκησης των κοινοτήτων μέσα σε ένα ενιαίο, κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία. Όσο για τη διοίκηση, το κράτος δεν αλλάζει, υπάρχει δυνατή κεντρική κυβέρνηση, μία κυβέρνηση, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια. Όλα τα άλλα σχήματα, τα οποία από το παράθυρο προσπαθούν να εισαγάγουν το θεσμό δύο κυριαρχιών, πολλών ιθαγενειών, ουσιαστικά μία συνομοσπονδία είναι πράγματα αντίθετα στη φύση του προβλήματος, στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι και βιώσιμα.
Πουθενά πια δεν υπάρχουν συνομοσπονδίες. Η συνομοσπονδία δεν είναι ένα βιώσιμο σύστημα διακυβέρνησης κοινοτήτων. Δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ούτε μέσα στην Κύπρο, αλλά ούτε και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι λοιπόν μόνο κάτι που είναι αντίθετο στα δίκαια των κυπρίων, είναι κάτι που δεν μπορεί να λειτουργήσει. Και γι” αυτό είναι απορριπτέο. Μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, λοιπόν.
Και δεν μπορούμε να δεχθούμε, έμμεσα, τη συνομοσπονδία, από την πίσω πόρτα, μέσα από πολλές νομικές διατυπώσεις και λεπτομέρειες. Ελέγχθη και το επαναλαμβάνω και εγώ: Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στις 157 σελίδες του σχεδίου που θα υποβληθεί μπορεί να μην υπάρχει η λέξη «συνομοσπονδία», αλλά σε κάθε παράγραφό του, σε κάθε σελίδα, το πνεύμα θα είναι η «συνύπαρξη» δύο πολιτικών οντοτήτων, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, και καμία διάθεση να συναντηθούν αναμεταξύ τους και να συζήσουν.
Δεύτερον, η Δημοκρατική Αρχή.
Στις δημοκρατίες, οι αποφάσεις παίρνονται με βάση την ισότητα των πολιτών και η πλειοψηφία αποφασίζει. Έτσι, η κεντρική κυβέρνηση ψηφίζεται από το λαό, υπάρχει κυβέρνηση και πρωθυπουργός που μπορεί και πρέπει να αποφασίσει, όπως υπάρχει και κοινοβούλιο, το οποίο νομοθετεί και αποφασίζει με βάση τη δημοκρατική αρχή. Επειδή στο κυπριακό θέμα έχουμε το θέμα των κοινοτήτων, μπορούμε να δεχθούμε και όρους ειδικών πλειοψηφιών, σε θέματα νόμων και αποφάσεων που αφορούν συγκεκριμένα στις κοινότητες. Αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε μπλοκάρισμα στη λήψη αποφάσεων, όπου θα υπάρχει ένας πρωθυπουργός, με έναν υποπρωθυπουργό δίπλα του ο οποίος θα ασκεί βέτο, όπου θα υπάρχει ένας υπουργός και ένας αναπληρωτής υπουργός από την άλλη κοινότητα, ένας γενικός διευθυντής από τη μία μεριά και ένας αναπληρωτής γενικός διευθυντής από την άλλη, ακόμη κι ένας πρέσβης και ένας αναπληρωτής πρέσβυς, με τον έναν να ακυρώνει τον άλλον. Αυτό είναι ένα τερατούργημα που θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση της Κύπρου και κατάρρευση του κράτους. Θα μπορέσουμε λοιπόν να λειτουργήσουμε με βάση τη Δημοκρατική Αρχή και να λάβουμε υπόψη μας ειδικές περιπτώσεις που αφορούν στις κοινότητες όπου οι πλειοψηφίες θα μπορούν να είναι ενισχυμένες. Όχι όμως όπως φαίνεται ότι θα προταθεί δύο κοινοβούλια, ή μάλλον τέσσερα κοινοβούλια, τρεις πρωθυπουργούς, τρεις σημαίες και ιθαγένειες.
Τρίτον: Εναλλαγή στην Προεδρία.
Με ενοχλεί ιδιαίτερα η ιδέα ότι κατ” ανάγκην, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έστω και είναι μόνον ένα σύμβολο και δεν έχει εξουσίες στα χέρια του, θα πρέπει να εναλλάσσεται ανάμεσα στις κοινότητες, κατά ένα σχετικά ρατσιστικό τρόπο. Γιατί;
Εδώ θα πρέπει να ισχύσει πάλι η δημοκρατική αρχή. Ο λαός της κυπριακής δημοκρατίας θα πρέπει να εκλέξει πάλι τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να ανήκει στη μία ή την άλλη κοινότητα. Και, αν θέλετε να διασφαλίσουμε και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες των κοινοτήτων, μπορούμε να πούμε ότι θα εκλέγεται με ειδικές πλειοψηφίες και από την μία κοινότητα και από την άλλη. Αλλά Πρόεδρος θα είναι αυτός που θα είναι αποδεκτός, ανεξάρτητα από το σε ποια κοινότητα ανήκει.
Τέταρτον και ίσως πιο σημαντικό: Το δικαίωμα της εγκατάστασης, μετακίνησης, της ελεύθερης κυκλοφορίας και της επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους. Δηλαδή αυτό που λέμε ατομικά δικαιώματα και ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Το όραμα της Ευρώπης ήταν να γκρεμίσουμε τα σύνορα και οι λαοί να συνεργαστούν αναμεταξύ τους. Γκρεμίσαμε το τείχος του Βερολίνου. Και στην Αφρική καταργήσαμε το Απαρτχάϊντ. Και ερχόμαστε τώρα, στην Κύπρο, να ακούσουμε προτάσεις με τις οποίες θα χτίσουμε τείχη ανάμεσα στις κοινότητες, με τις οποίες θα δημιουργήσουμε ένα καινούριο Απαρτχάϊντ στην Κύπρο.
Αυτό δεν αντιβαίνει μόνο στις αρχές της δικαιοσύνης και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δεν μπορεί να λειτουργήσει. Και δεν ξέρω πώς θα πούμε στον κάτοικο μιας πόλης ότι δεν μπορεί να μετακινηθεί, να εγκατασταθεί και να αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες σε μία άλλη, της ίδιας δημοκρατίας. Ενώ αυτό το δικαίωμα το έχει σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτές οι προτάσεις που κυκλοφορούν ότι, για δέκα τουλάχιστον χρόνια, δεν θα μπορεί να γίνεται μετακίνηση κατοίκων στην περιοχή και ότι, μετά δέκα χρόνια, θα μπορεί να γίνει μόνο σε ένα ποσοστό 10% είναι προσβολή της τουρκικής κοινότητας στις δημοκρατικές ευαισθησίες του ευρωπαίου πολίτη.
Εγώ θα μείνω σε αυτές τις τέσσερις αρχές, απλές και ξεκάθαρες. Και θα προσθέσω και τρία σημαντικά θέματα.
Πρώτον: Έποικοι.
Υπάρχουν μερικοί εδώ και πολλά χρόνια. Εγκαταστάθηκαν, παντρεύτηκαν κλπ. Υπάρχουν άλλοι που ήρθαν τα τελευταία μόλις χρόνια. Θα νομιμοποιήσουμε όλους τους εποίκους; Δεν θα πρέπει να υπάρχει μία συμφωνία ποιοι και με ποια κριτήρια θα μπορέσουν να μείνουν σαν μια de jure αναγνώριση μιας de facto κατάστασης; Ποιος θα είναι αυτός ο διακανονισμός; Αυτός ο διακανονισμός θα πρέπει να εμπεριέχεται στην πρόταση λύσης.
Δεύτερον: Τα ξένα στρατεύματα.
Με τη λύση πρέπει να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής. Επί πλέον, ένα ανεξάρτητο κράτος δεν χρειάζεται ξένα στρατεύματα για την ασφάλειά του. Εάν χρειαστούν, αυτό είναι θέμα όχι του Συντάγματος, αλλά θέμα που μπορεί να αποφασιστεί από την κυβέρνηση και στο κάτω-κάτω μπορεί να συζητηθεί στο πλαίσιο της ΕΕ. Γιατί έτσι που πάμε, με τις προτάσεις που γίνονται, να φύγουν δηλαδή τα στρατεύματα κατοχής αλλά να έρθουν άλλες πολυεθνικές δυνάμεις, τελικά τι θα γίνει; Θα γίνει Παναμάς η Κύπρος; Και έτσι που το πάει ο κος Χανει, το μόνο ανεξάρτητο μέρος της Κύπρου θα είναι οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις. Ξέρετε ότι οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις δεν είναι εδάφους της ΕΕ. Έχει φροντίσει γι” αυτό η Μεγάλη Βρεττανία, πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει λοιπόν να λυθούν και αυτά τα θέματα.
Τέλος, ο γεωγραφικός διαχωρισμός των κοινοτήτων.
Δεν πρόκειται περί κυριαρχίας, πρόκειται για ένα γεωγραφικό διαχωρισμό των κοινοτήτων, ο οποίος θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.
Αυτές οι τέσσερις αρχές και αυτά τα τρία βασικά στοιχεία είναι, πιστεύω, συγκεκριμένα και νομίζω ότι είναι τα ελάχιστα τα οποία θα απαιτήσουμε να είναι σε μία πρόταση λύσης.
Αυτή είναι η πρότασή μου.
Εάν αυτά βγούνε σήμερα και αύριο προς τα έξω, νομίζω ότι ο ΓΓ θα το σκεφθεί πολύ σοβαρά, αν τελικά θα καταθέσει τη δική του πρόταση. Ας κάνουμε όμως την υπόθεση ότι θα την καταθέσει. Εμείς τουλάχιστον, η Κύπρος και η Ελλάδα, θα έχουμε τοποθετηθεί πριν την κατάθεση του εγγράφου του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών, ως προς τα ελάχιστα στοιχεία στα οποία εμείς επιμένουμε ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν.
Και θα έρθει η πρόταση. Το τι θα περιλαμβάνει ας το σκεφθεί ο καθένας. Εγώ θα πάρω την εκδοχή ότι στην πρόταση αυτή καμία ή πολλές από τις αρχές που σας ανέφερα δεν συμπεριλαμβάνονται ή αντίθετα υπάρχουν σκέψεις ή αρχές που συγκρούονται με τις θεμελιώδεις αρχές που σας προανέφερα. Εμείς τι θα κάνουμε;
Πρώτα απ” όλα, υπάρχει ένα διαδικαστικό θέμα. Εάν την επόμενη εβδομάδα ο ΓΓ του ΟΗΕ καταθέσει αυτή την πρόταση, ποιοι θα είναι οι αποδέκτες; Υπάρχει κυβέρνηση στην Κύπρο, υπάρχει κυβέρνηση στην Αθήνα, αλλά ο κος Ντενκτάς είναι ασθενής, δεν υπάρχει αντικαταστάτης του, και δεν υπάρχει κυβέρνηση στην Τουρκία. Η κυβέρνηση στην Τουρκία θα συγκροτηθεί το νωρίτερο 3-4 Δεκεμβρίου. Και όπως ξέρουμε, δεν είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης της Τουρκίας να πάρει θέση στο κυπριακό. Άρα, η κυβέρνηση της Τουρκίας θα πρέπει να συγκαλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας, μετά τη συγκρότησή της. Και αυτό θα γίνει το νωρίτερο μετά από 2-3 μέρες, δηλαδή 6 ή 7 Δεκεμβρίου. Το Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας λοιπόν θα λάβει στα χέρια του την πρόταση του Γενικού Γραμματέα και θα έχει 3 μέρες το πολύ για να απαντήσει, ώστε να έχουμε μία συμφωνία – υποτίθεται – ή μία απόρριψη στις 12 του μηνός. Προφανώς είναι αδύνατον να γίνουν συζητήσεις και συγκλίσεις απόψεων πριν από τις 12 Δεκεμβρίου.
Το πρόβλημα που δημιουργούν οι προθεσμίες πρέπει να το δούμε τώρα, όχι στις 12 Δεκεμβρίου. Πρέπει να πούμε τώρα ότι ο χρόνος που κατατίθεται αυτή η πρόταση, εν πάση περιπτώσει, αποκλείει τη δυνατότητα συζήτησης πριν από τις 12 Δεκεμβρίου. Δεν πρέπει όμως να μείνουμε εδώ. Και προσέξτε πού είναι η παγίδα. Θα πουν πως μπορεί να μην έχετε τη δυνατότητα να συζητήσετε την πρόταση, θα συνεχιστεί όμως ο διάλογος. Και αυτό το χαρτί θα κυκλοφορήσει στη Σύνοδο Κορυφής, όπου θα γίνει μία αξιολόγηση των πολιτικών εξελίξεων και η Προεδρία, στα συμπεράσματά της, θα αναφερθεί κάπου και στην πρόταση του ΓΓ του ΟΗΕ. Εάν η πρόταση συζητηθεί ή δεν απορριφθεί εγκαίρως, τότε είναι πολύ πιθανόν – εγώ λέω ότι είναι βέβαιο – ότι στα συμπεράσματα της Προεδρίας θα βρείτε μία παράγραφο η οποία θα λέει π.χ. ότι «η Σύνοδος Κορυφής έλαβε υπόψη τη θαυμάσια πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ και συνιστά στα ενδιαφερόμενα μέρη να συνεχίσουν το διάλογο μέσα στο πλαίσιο των υποδείξεων του ΓΓ, έτσι ώστε να υπάρξει συμφωνία για τη λύση του κυπριακού πριν από την κύρωση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ». Δηλαδή, η λύση επιβάλλεται και γίνεται και προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ!
Δεν θα παίξουμε τώρα με τις λέξεις. Έχουμε καλούς διπλωμάτες που μπορούν να παίξουν καλά το διπλωματικό παιχνίδι. Εγώ όμως το σκέφτηκα πολύ αυτό το θέμα και με βασάνισε πάρα πολύ. Και έχω καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Ξέρω ότι μερικούς από εσάς θα σας τρομάξει. Πρέπει από τώρα, και η Κύπρος και η Ελλάδα, να πούμε ότι ένα σχέδιο αυτής φύσης, που δεν εμπεριέχει τις θεμελιώδεις αρχές που σας ανέφερα θα απορριφθεί. Και από την Κύπρο και από την Ελλάδα.
Και αυτό να μην το πούμε την τελευταία στιγμή. Να το πούμε τώρα. Εγώ θα ήθελα, ο κος Γλαύκος Κληρίδης, που έχει αγωνιστεί χρόνια για τη λύση του κυπριακού, να πει τώρα ότι «τα ελάχιστα στοιχεία είναι αυτά. Εάν η λύση δεν εμπεριέχει αυτά τα στοιχεία, απορρίπτω το κείμενο». Κι εγώ περιμένω από τον Πρωθυπουργό της χώρας, από τον κο. Σημίτη, ο οποίος σωστά δηλώνει χθες ότι δεν θα δεχθούμε μια κακή λύση του κυπριακού χάριν της ένταξης και τον καλώ να κάνει ένα ακόμη βήμα. Να πει τώρα, στις συζητήσεις που έχει στην Ευρώπη και στους αρχηγούς των κρατών-μελών ότι, εάν ο ΓΓ του ΟΗΕ παραβλέψει τις αποφάσεις του ΟΗΕ και μας «σερβίρει» ένα κατασκεύασμα του τύπου που αναφέρεται στις «διαρροές», εμείς είμαστε αναγκασμένοι, χάριν της Ελλάδος, αλλά και χάριν της ΕΕ, να απορρίψουμε αυτό το σχέδιο. Με αυτή τη στάση στη Σύνοδο Κορυφής μπορούμε να επιμείνουμε να έχουμε μία παράγραφο η οποία θα αναφέρει απλά και μόνον ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στο θέμα της πολιτικής διευθέτησης και θα καλέσει τις δύο κοινότητες να συζητήσουν περαιτέρω για την επίλυση του θέματος με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεν θα υπάρξει δηλαδή καμία δέσμευση ότι ο διάλογος αυτός θα διεξαχθεί στο πλαίσιο της πρότασης του ΓΓ του ΟΗΕ.
Αυτές είναι δύσκολες αποφάσεις. Αλλά, θα πρέπει οι πολιτικές μας ηγεσίες και στη Λευκωσία και στην Αθήνα να ξέρουν – και θα πρέπει να τους το μηνύσουμε – ότι σε αυτή τη στάση τους θα έχουν τη στήριξη ολόκληρου του ελληνισμού. Και πιστεύω ότι, με μία σθεναρή στάση και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, θα μπορέσουμε να έχουμε και την ένταξη και να δώσουμε και μία καλή προοπτική στο μέλλον για μία πολιτική επίλυση του κυπριακού στο πλαίσιο της ΕΕ.
Αν δεν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, αν αρχίσουμε πάλι να υποχωρούμε και να λέμε «ου μεν, αλλά», «δεν μας αρέσει το σχέδιο, αλλά να το δούμε και να το συζητήσουμε», θα έχουμε πέσει στην παγίδα. Και φοβάμαι ότι, αν μπει υπογραφή σε ένα τέτοιο κείμενο, θα έχουμε υπογράψει το τέλος του ελληνισμού στην Κύπρο.
Αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
Μπορούμε και έχουμε την ευκαιρία σήμερα να αντιστρέψουμε τον ρου των πραγμάτων και να φθάσουμε σε μία λύση. Αλλά χρειάζεται θάρρος. Και χρειάζεται και κάποιο ρίσκο. Στο κάτω-κάτω, οι πολιτικές ηγεσίες γι” αυτό είναι. Είναι για να δείχνουν το δρόμο, όσο δύσκολο κι αν είναι, να παίρνουν ρίσκα. Ρίσκα ο ελληνικός λαός είναι έτοιμος να πάρει, γιατί θέλει επιτέλους να δοθεί μία δίκαιη και βιώσιμη λύση στο κυπριακό.
Και νομίζω ότι, αν γίνει αυτό συνείδηση του ελληνικού λαού, θα έχουμε λύση. Και θέλω να συγχαρώ τους διοργανωτές της σημερινής συνάντησης, καθώς είναι η πρώτη μεγάλη συνάντηση που γίνεται με συμμετοχή Κυπρίων και Ελλήνων που ανοίγει τον φάκελλο της Κύπρου. Εάν αυτή η κίνηση περάσει προς τα έξω, εάν τα ΜΜΕ παύσουν να μας λένε ότι το κυπριακό δεν πουλάει και δεν το συζητάμε, τότε ο έλληνας πολίτης θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται, θα δώσει τη στήριξή του και θα έχουμε θετική έκβαση των πραγμάτων.