Θέλω να ευχαριστήσω θερμότατα τον πρόεδρο της Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, κ. Βαγγέλη Σπαθή, για την ευγενή του πρόσκληση να είμαι ομιλητής στη σημερινή πανηγυρική εκδήλωση για την Επέτειο της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Ομολογώ ότι αποδέχθηκα αυτή την τιμητική πρόσκληση με κάποιο δισταγμό γιατί, όπως ξέρετε, δεν ανήκω στην κατηγορία των ταλαντούχων ραψωδών των Εθνικών Επετείων. Δέχθηκα την πρόσκληση γιατί εκτιμώ ότι το ακροατήριο σήμερα δεν επιθυμεί να ακούει κενούς διθυράμβους για τους προγόνους μας. Εκτιμώ ότι το κοινό συμφωνεί μαζί μου ότι επετειακές εκδηλώσεις σαν και αυτή έχουν νόημα όταν μας βοηθούν να αναβαθμίσουμε την ιστορική μας μνήμη και να αντλήσουμε από αυτήν τα σωστά συμπεράσματα και να τα χρησιμοποιήσουμε ως οδηγό στη δική μας ζωή.
Έτσι πιστεύω ότι θα ήθελαν και οι ριζοσπάστες να τιμήσουμε την Επέτειο. Χωρίς διθυράμβους, χωρίς επαίνους γι΄ αυτούς – που άλλωστε δεν άκουσαν όσο ζούσαν – να δούμε μέσα από τη δική τους εμπειρία, τους δικούς τους αγώνες και τα δικά τους λάθη τη σημερινή μας ζωή και τα προγράμματά μας για το μέλλον. Θα ήθελα λοιπόν σήμερα να αποκλίνω από τα καθιερωμένα και αντί να έρθω εδώ να υμνήσω τους προγόνους μας, να αφήσω τους προγόνους μας να μιλήσουν αυτοί σε εμάς. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να μαντέψουμε τι θα μας έλεγαν σήμερα οι ριζοσπάστες, αν θα μπορούσαν να μας δουν, αν θα μπορούσαν να μας ακούσουν.
Σίγουρα θα εκδήλωναν τη μεγάλη τους ικανοποίηση γιατί σήμερα στην Ελλάδα η δημοκρατία, οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν εμπεδωθεί. Σίγουρα, θα σημείωναν με μεγάλη ικανοποίηση ότι η Ελλάδα σήμερα που συγκαταλέγεται στην ομάδα των ανεπτυγμένων χωρών, ισότιμο πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας, πράγματα που φαινόντουσαν ακατόρθωτα 140 χρόνια πριν. Θα ήταν επίσης ιδιαίτερα υπερήφανοι για εμάς, για τη συμβολή μας στους αγώνες για τη Δημοκρατία, για την Πατρίδα, στη μεγάλη μας συμβολή στις επιστήμες και στην οικονομική ανάπτυξη.
Θα έβλεπαν όμως με θλίψη τη δολοφονία του Επτανησιακού Πολιτισμού. Ο Επτανησιακός Πολιτισμός μπόλιασε την πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας αλλά στην πορεία αποδυναμώθηκε και έχει γίνει σήμερα, ουσιαστικά, μουσειακός. Θα έβλεπαν επίσης με θλίψη ότι το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι στα χέρια των τραπεζιτών και των λογιστών και ότι η εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται με ένα εμπορικό παζάρι. Γι΄ αυτούς όμως το όραμα της Ευρώπης ήταν ένα όραμα πολιτιστικό, ήταν μια πρόταση κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας Κοινότητας των Εθνών που, σε συνεργασία ανάμεσά τους, θα μπορούσε να προωθήσει τις βασικές αρχές της γαλλικής επανάστασης, της Ελευθερίας, της Αλληλεγγύης και της Ισότητας. Θα έβλεπαν επίσης με ανησυχία τις εξελίξεις στα Βαλκάνια γιατί γι΄ αυτούς το όραμα του Ρήγα Φερραίου ήταν έντονο στη συνείδησή τους και έβλεπαν ολόκληρη την Ελλάδα μέσα σε μια πολυ-πολιτισμική ομοσπονδιακή ενότητα των Βαλκανίων. Σήμερα, θα παρατηρούσαν με βαθύτατη θλίψη τις βάρβαρες επεμβάσεις δυνάμεων έξω από τη Βαλκανική που προκαλούν διαμελισμό των Εθνών και εθνοκαθάρσεις.
Ο κατάλογος θα ήταν μεγάλος και θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά άλλα παραδείγματα αλλά πιστεύω ότι το ζύγιασμα των θετικών και των αρνητικών φαινομένων, έτσι όπως θα τα έβλεπαν οι ριζοσπάστες, θα έδιναν μια σαφή υπεροχή στα θετικά και, οι ριζοσπάστες θα ήταν ικανοποιημένοι από την πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία 140 χρόνια στην Ελλάδα και τα Ιόνια νησιά.
Αλλά, σαν γνήσιοι ριζοσπάστες και Κεφαλλονίτες, θα επεσήμαιναν και ορισμένα πράγματα σ΄ εμάς. Θα μας τραβούσαν το αυτί γιατί ορισμένα πράγματα θα έπρεπε να τα είχαμε προσέξει. Αν τα είχαμε προσέξει θα είχαμε αποφύγει να επαναλάβουμε λάθη, λάθη που είχαν γίνει 150 χρόνια πριν. Σίγουρα, θα είχαν πολλά να μας επισημάνουν, αλλά επειδή τους δίνουμε μόνο 20΄ να μας μιλήσουν, θα τους περιορίσουμε σε τρία ζωτικά ζητήματα για τη δική τους αλλά και τη δική μας εποχή.
Πρώτον: Προσοχή στην ανάγνωση της ιστορίας. Η ιστορία δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι ένας ωραιοποιημένος μύθος. Η ιστορία πρέπει να ενσωματώνει την πραγματικότητα, όχι μόνο τις ηρωικές πράξεις, όχι μόνο τις θυσίες, αλλά και τις προδοσίες, τα πισωγυρίσματα, τους συμβιβασμούς, τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις μικρότητες, τη χειραγώγηση των λαών και, πάνω απ΄ όλα, τους ύπουλους χειρισμούς του διεθνούς παράγοντα. Μια παραποιημένη ιστορία είναι η χειρότερη παγίδα για τη χειραγώγηση της νεότερης γενιάς γιατί φυλακίζει την ελεύθερη σκέψη.
Είμαι σίγουρος ότι οι ριζοσπάστες δεν θα ήθελαν να ακούσουν σε πανηγυρικούς για την Επέτειο ότι η Ένωση το 1864 ήταν άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα των δικών τους αγώνων και των εξεγέρσεων του Επτανησιώτικου λαού. Δεν θα ήθελαν να το ακούσουν γιατί αυτή δεν είναι η ιστορική αλήθεια. Βέβαια, η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα ήταν απαίτηση του λαού. Ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον των Εγγλέζων. Έδωσε μάχες πολλές, κυρίως στην Κεφαλονιά, όπου οι Άγγλοι έπνιξαν την εξέγερση στη Σκάλα στο αίμα.
Παρά τους αγώνες του Επτανησιώτικου λαού, παρά τις πολιτικές προσπάθειες και την πολιτική καθοδήγηση των ριζοσπαστών, η κίνηση της Ένωση βρήκε αντίθετη τη Μεγάλη Βρετανία γιατί η Ένωση δεν βόλευε τα στρατηγικά της σχέδια. Τα Επτάνησα αποτελούσαν τότε ζωτικό χώρο για τη στρατιωτική και πολιτική επικυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή.
Στις 26 Νοεμβρίου του 1850, η κινητοποίηση είχε φθάσει στην κορύφωσή της. Ήταν μια αξέχαστη στιγμή στους αγώνες του Επτανησιώτικου λαού όταν ο ριζοσπάστης βουλευτής Ιωάννης Δετοράτος – Τυπάλδος, σε μια ενθουσιώδη Βουλή, προτείνει το Ψήφισμα για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Το Ψήφισμα έλεγε: «Επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα» εδώ τελειώνει και η ανάγνωση του ψηφίσματος ενώπιον της Βουλής γιατί σε αυτό το σημείο διακόπτονται οι εργασίες της και η Βουλή κλείνει. Το Ψήφισμα όμως ολόκληρο κυκλοφορεί σε όλα τα νησιά και κάθε επτανησιώτης κρατούσε το κείμενο αυτό στο σπίτι του. Και το Ψήφισμα συνεχίζει και «διακυρήττει ότι η ομόθυμος, στερεά και ανετάτρεπτος θέληση του επτανησιακού λαού είναι η ανάκτηση της ανεξαρτησίας του και η ένωσις αυτού με το λοιπό έθνος του, την απελευθερωμένη Ελλάδα». Ας θυμηθούμε ποιοι υπέγραψαν αυτό το Ψήφισμα: Γεράσιμος Λιβαδάς, Ναδάλης Δομενεγίνης, Γεώργιος Τυπάλδος, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Ηλίας Ζερβός – Ιακωβάτος, Ιωσήφ Μομφεράτος, Τηλέμαχος Παϊζης, Ιωάννης Τυπάλδος, Άγγελος Σιγούρος – Δεσύλλας, Στ. Πυλαρινός, Χριστόδουλος Τοφάνης.
Η ανταρσία των ριζοσπαστών δεν έμεινε αναπάντητη από τη μεριά της Μεγάλης Βρετανίας. Ακολούθησαν διωγμοί, συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες και κλείσιμο των εφημερίδων. Οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές, οι δύο μεγάλοι ριζοσπάστες εξορίζονται, ο Ηλίας Ζερβός στα Αντικύθηρα και ο Ιωσήφ Μομφεράτος, στην άλλη άκρη, βόρια από την Κέρκυρα στην Ερικούσα. Η οργάνωση των ριζοσπαστών, κυρίως στην Κεφαλονιά, ουσιαστικά διαλύεται. Οι ριζοσπάστες αποδιοργανώνονται. Μέσα σε αυτό το μεγάλο κενό, ο ριζοσπαστισμός, σιγά σιγά, μεταλλάσσεται και περνάει στα χέρια των λεγόμενων «νέων ριζοσπαστών» με επικεφαλής τον Ζακυνθινό γιατρό Κωνσταντίνο Λομβάρδο. Στα χέρια του ο ριζοσπαστισμός χάνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα και γι΄ αυτό το σημαντικό θέμα θα σας μιλήσω σε λίγο. Αλλά ας επανέλθουμε στους αγώνες για την Ένωση.
Το 1850, όπως είπαμε, κάθε ιδέα για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1863 όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Έχουν αλλάξει οι ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Είναι η εποχή που μεθοδεύεται η έξωση του Βασιλέα Όθωνα και η Μεγάλη Βρετανία βρίσκει την ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή και ουσιαστικά την επικυριαρχία της σε ολόκληρη την Ελλάδα. Βρίσκεται ο νέος πρίγκιπας από την Δανία, ο Ουίλλιαμ Χριστιανός, Γεώργιος επί το Ελληνικότερο, να αντικαταστήσει τον Όθωνα και να εγκαθιδρύσει μια νέα δυναστεία βασιλέων στην Ελλάδα, μια δυναστεία η οποία θα λειτουργούσε σαφώς κάτω από την καθοδήγηση της Βρετανικής αυλής. Κερδίζοντας έτσι λοιπόν ολόκληρη την Ελλάδα, η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε κανένα λόγο να κρατήσει χωριστά τα Ιόνια, γι΄ αυτό το 1863, η ίδια η Μεγάλη Βρετανία προώθησε την υπόθεση της Ένωσης. Σίγουρα, η κίνηση αυτή, εκπλήρωνε το όραμα του επτανησιώτικου λαού αλλά είναι σαφές ότι η Ένωση αυτή δεν έγινε και δεν ήταν αποτέλεσμα των εξεγέρσεων του επτανησιώτικου λαού, ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής των συνθηκών και των ισορροπιών στην περιοχή, ήταν αποτέλεσμα του νέου στρατηγικού σχεδιασμού της Μ. Βρετανίας. Αυτά άλλωστε καταγράφονται σαφέστατα στις συζητήσεις που έγιναν στο Λονδίνο για την υπογραφή της Συνθήκης της 17 (29) Μαρτίου 1864.
Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε διαμαρτυρηθεί εντονότατα για τους ταπεινωτικούς όρους που εμπεριείχε το κείμενο της Συνθήκης, περικοπές του οποίου σας διαβάζω: «Η Α.Μ. Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, επιθυμούσα να πραγματοποιήση την ευχήν ήν η Βουλή της Ηνωμένης Πολιτείας των Ιονίων Νήσων εξέφρασεν υπέρ της μετά της Ελλάδος Ενώσεως των Ιονίων Νήσων, συνήνεσε να παραιτήση την προστασίαν των νήσων αυτών. Επομένως, οι τρεις Αυλές αναγνωρίζουσι την Ένωσιν ταύτην και διακηρύττουσι ότι η Ελλάς, συμπεριλαμβανομένων και των Ιονίων νήσων, αποτελέσει εν Κράτος Μοναρχικόν, Ανεξάρτητον και Συνταγματικόν, υπό την κυριαρχίαν της Α.Μ. του Βασιλέως Γεωργίου και υπό την εγγύησιν των τριών Αυλών». Και, στο άρθρο 2 της Συνθήκης «Αι νήσοι της Κερκύρας και των Παξών, θέλουσιν απολάβη των πλεονεκτημάτων διηνεκούς ουδετερότητας. Ο βασιλεύς των Ελλήνων υποχρεούται να τηρήσει την ουδετερότητα ταύτη.»
Εδώ βλέπετε ότι η Συνθήκη υπογράφεται όχι κατόπιν πιέσεων και εξεγέρσεων του επτανησιώτικου λαού αλλά γιατί «συναινεί» η Μεγάλη Βρετανία στην «ευχήν» της Βουλής των Ιονίων νήσων. Και η ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα επιτελείται έτσι ώστε να υπάρξει εν κράτος υπό την κυριαρχία του βασιλέως Γεωργίου αλλά και την εγγύηση των τριών Αυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ένα μέρος του Ελληνικού κράτους, δεν έχει τα ίδια δικαιώματα γιατί σε αυτό επιβάλλεται η «ουδετερότητα».
Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι ένας ιερός θεσμός, μια ιερή ιδέα όπως η Ένωση, αν αποξενωθεί από το πατριωτικό και κοινωνικό της νόημα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραπλανητικά από τον διεθνή παράγοντα για να καλύψει τις πραγματικές του προθέσεις και τις δικές του στρατηγικές επιδιώξεις.
Αυτό με φέρνει στο δεύτερο θέμα: Πατριωτισμός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός. Αυτές οι έννοιες, αλληλένδετες όπως τις είδαν οι ριζοσπάστες, έπαιξαν βασικό ρόλο στην πορεία των Επτανήσων και της Ένωσής τους με την Ελλάδα αλλά είναι έννοιες σημαντικές και σήμερα, στην Κύπρο, όπου προ εβδομάδων ο ηρωικός Κυπριακός λαός είπε Όχι στο Σχέδιο Ανάν αλλά και στην Ελλάδα που συζητείται πολύ, η σχέση του πατριωτικού με την κοινωνική πολιτική. Οι έννοιες αυτές έχουν και ιδιαίτερη σημασία στη μεγάλη συζήτηση που γίνεται και στο δικό μου το κόμμα, ανάμεσα στο «παλαιό» και στο «νέο» ΠΑΣΟΚ. Ας δούμε λοιπόν πως έβλεπαν τα θέματα αυτά οι ριζοσπάστες.
Οι ριζοσπάστες ήταν βαθύτατα επηρεασμένοι από τα δημοκρατικά ιδεώδη της γαλλικής επανάστασης, είχαν ιδιαίτερα επηρεασθεί από τις εξεγέρσεις του 1848 στην Ευρώπη και την Κομμούνα των Παρισίων. Πίστευαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος και στην εξασφάλιση κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Πίστευαν ότι δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής απελευθέρωσης των πολιτών, ένα πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας έξω από μια ανεξάρτητη πατρίδα, γι΄ αυτό η κοινωνική πρόοδος και ο πατριωτισμός πήγαιναν χέρι – χέρι. Γι΄ αυτό οι ριζοσπάστες είδαν ευθύς εξ΄ αρχής, τη σύμφυση των εννοιών του πατριωτισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Γι΄ αυτό και το κίνημά τους ήταν ταυτόχρονα πατριωτικό και κοινωνικό. Όπως, χρόνια πολλά αργότερα, ήταν και το Κίνημα που ξεκίνησε στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ.
Μετά την εξορία των βασικών ηγετών του ριζοσπαστισμού, του Ηλία Ζερβού και του Ιωσήφ Μομφεράτου, αποδυναμώθηκε, απονευρώθηκε η πολιτική πρόταση των ριζοσπαστών. Όπως σας είπα, ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος, απομακρύνθηκε από το δημοκρατικό αίτημα. Η άποψη του Λομβάρδου ήταν ότι ο ριζοσπαστισμός είχε μόνο εθνικό περιεχόμενο και δεν έπρεπε να ταυτίζεται με τον «κοινωνισμό» ή τον «κομμουνισμό». Ήταν δε ιδιαίτερα ειρωνικός, στην αλληλογραφία του με τους Κεφαλονίτες ριζοσπάστες πάνω σε αυτό το θέμα. Γι΄ αυτόν ένα μόνο θέμα υπήρχε: Ένωση και μόνο Ένωση. Η διαμάχη ανάμεσα στους παλαιούς ριζοσπάστες και στο νέο ριζοσπαστισμό πέρασε από διάφορες φάσεις. Αλλά η διάσπασή του έγινε ανοικτή το 1862, όταν πια η ίδια η Μεγάλη Βρετανία υποκινούσε την υπόθεση της Ένωσης. Θυμίζω ότι οι παλαιοί ριζοσπάστες ήταν εναντίον των μεθοδεύσεων κατά του Όθωνα και έβλεπαν πίσω από την εγκαθίδρυση μιας νέας βασιλείας στην Ελλάδα καθαρά το χέρι της Μεγάλης Βρετανίας και την πρόθεσή της να ελέγξει την πορεία του νέου ελληνικού Κράτους. Οι παλαιοί ριζοσπάστες δεν έβλεπαν την Ένωση σαν μια κίνηση αποκομμένη από το κοινωνικό της περιεχόμενο. Ήταν εναντίον της βασιλείας και επιθυμούσαν μια ουσιαστική απελευθέρωση της Επτανήσου, μια δημοκρατική μεταμόσχευση στην Ελλάδα, όπου θα μπορούσε σε μια νέα ανεξάρτητη πατρίδα να προωθηθεί το κοινωνικό πρόγραμμα με βάση τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης. Κάτω από τους όρους που προγραμματιζόταν η Ένωση, η υπόθεση είχε χάσει για τους Κεφαλονίτες ριζοσπάστες κάθε θέλγητρο και, φυσικά, οι άκαμπτοι και ακραιφνείς ιδεολόγοι δεν μπορούσαν να προδώσουν την πολιτική τους πίστη και να συμμετέχουν σε ενέργειες οι οποίες σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούσαν άλλες σκοπιμότητες. Ήταν γι΄ αυτό όταν το 1862 ο Ηλίας Ζερβός, ως Πρόεδρος τότε της Βουλής, ανεβαίνει στο βήμα και εισηγείται μπροστά στο κατάπληκτο ακροατήριο την «αναστολή» του εθνικού ζητήματος και την ψήφιση διαφόρων βελτιώσεων με τις οποίες θα ανακουφιζόταν ο επτανησιακός λαός. Με την άποψη αυτή συντάχθηκε και ο Μομφεράτος, με πύρινα άρθρα που έγραψε εναντίον του βασιλικού θεσμού στον «Αληθή Ριζοσπάστη». Την ίδια στάση κράτησαν και άλλα στελέχη των «παλαιών» ριζοσπαστών της Κεφαλονιάς. Είναι χαρακτηριστικό της άποψης που επικρατούσε τότε στους «παλαιούς» ριζοσπάστες το παρακάτω απόσπασμα από ένα φυλλάδιο του Παναγιώτη Πανά με τον τίτλο «Βιογραφία Ιωσήφ Μομφεράτου» που δημοσιεύθηκε το 1888. Να πως εξηγεί ο Πανάς τη σκέψη που οδήγησε τους δύο μεγάλους αγωνιστές τον Ζερβό και τον Μομφεράτο στην πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής τους : «εν τούτοις, η αγγλική κυβέρνησις, το μεν όπως εξέλθη της δυσκόλου εν Επτανήσω θέσεώς της, το δε όπως εδραιώση την εν Ελλάδι επιρροή της, ήτις τότε ήτο στο κατακόρυφον αυτής σημείο, απεφάσισε να παραχωρήση τας υπ΄ αυτής δικαιώματι του ισχυρού κατεχωμένας νήσους, αλλ΄ υπό τον όρον της εκλογής αρεστού αυτή ηγεμόνος και αποχής από πάσας προς απελευθέρωσιν των δούλων ημών αδελφών ενεργείας. Έμπορος δεν ηδύνατο να λησμονήσει την πολιτική του συμφέροντος. Παρεχώρη την Επτάνησον όπως κατακτήση ηθικώς την Ελλάδα. Επίστευε ίσως ότι ούτως πράττουσα θα κατόρθου να μεταφέρει τον Αρμοστήν της από Κερκύρας εις Αθήνας, θέτουσα επικεφαλής αυτού βασιλικό στέμμα.»
Οι γνήσιοι ριζοσπάστες πίστευαν ότι πατριωτικοί στόχοι, στερούμενοι κοινωνικού περιεχομένου θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης των στρατηγικών επιλογών του διεθνούς παράγοντα και, αντίστροφα, ότι καμία ουσιαστική κοινωνική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει θετική έκβαση έξω από το πλαίσιο μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής πατρίδας. Την πικρή αυτή εμπειρία τους είμαι βέβαιος ότι θα ήθελαν να μεταφέρουν σ΄ εμάς σήμερα, στις μεγάλες συζητήσεις που γίνονται και στην Κύπρο και στην Ελλάδα για τη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής στρατηγικής για τον Ελληνισμό.
Και μπαίνω τώρα στο τρίτο θέμα: Ιόνιοι νήσοι και Κύπρος. Παράλληλοι βίοι. Αυτό που θα έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους ριζοσπάστες σήμερα θα ήταν οι μεγάλες ομοιότητες που παρατηρούνται στο Κυπριακό με την πορεία των Επτανήσων. Και είναι βέβαιο ότι θα μας έλεγαν ότι αν είχαμε προσέξει τη δική τους την εμπειρία, τα δικά τους προβλήματα, τους δικούς τους αγώνες, αλλά – γιατί όχι – και τα δικά τους τα σφάλματα, θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει πολλά από τα προβλήματα και τα ολισθήματα στην εξέλιξη του Κυπριακού. Θα είχαν πολλά να μας πουν για το θέμα αυτό αλλά πέντε θα ήταν τα σημεία στα οποία θα ήθελαν, ίσως, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας:
1. Η παρουσία της Μεγάλης Βρετανίας. Όπως και στην περίπτωση των Επτανήσων, έτσι και στο Κυπριακό, η μεγάλη δύναμη στο παρασκήνιο είναι η Μεγάλη Βρετανία. Στην περίπτωση των Ιονίων νήσων, η παρουσία της Μεγάλης Βρετανίας ήταν προφανής και απροκάλυπτη. Στην περίπτωση της Κύπρου η παρουσία της είναι κάπως παρασκηνιακή αλλά, χωρίς καμία αμφιβολία, η Μεγάλη Βρετανία είναι εκείνη που κινεί τα σχοινιά του διεθνούς παράγοντα και έχει ουσιαστικά αναλάβει υπεργολαβία για λογαριασμό των ΗΠΑ στο σχεδιασμό για τη διαμόρφωση των θεμάτων στο Κυπριακό. Η Μεγάλη Βρετανία λοιπόν, ο απαραίτητος σύνοδός μας, ο «δυνάστης» μας, ή ο «εφιάλτης» μας. Διαλέξτε εσείς τον όρο.
2. Λαϊκή Κυριαρχία: Για τους Εγγλέζους, τόσο η Επτάνησος όσο και η Κύπρος είναι νησιά στρατηγικής σημασίας. Τους ενδιαφέρει η πολιτική και στρατιωτική παρουσία σε αυτά τα νησιά γιατί τα νησιά αυτά αποτελούν απαραίτητη υποδομή στον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Υπάρχει βέβαια και γηγενής πληθυσμός στα νησιά αυτά, και αυτός ο πληθυσμός αυτός είναι απλώς μπελάς. Καλύτερα να μην υπήρχε, εφ΄ όσον όμως υπάρχει είναι ανάγκη να χειραγωγηθεί. Γι΄ αυτό και στις δύο περιπτώσεις, και στα Ιόνια νησιά και στην Κύπρο, δεν δέχθηκαν ποτέ να αναζητηθεί λύση με βάση τη λαϊκή κυριαρχία. Το 1850 στα Ιόνια νησιά έγινε η μεγάλη κίνηση με την κατάθεση του ψηφίσματος στη Βουλή για την Ένωση των νησιών με την Ελλάδα. 100 χρόνια μετά στην Κύπρο έγινε ένα δημοψήφισμα όπου εκφράσθηκε πολιτικά ο Κυπριακός λαός και με συντριπτική πλειοψηφία, 92% νομίζω, τάχθηκε υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις η πολιτική βούληση των λαών αντιμετωπίσθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία με διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, απαγχωνισμούς. Με την εξορία των ριζοσπαστών στην περίπτωση των Ιονίων νήσων και την εξορία στις Σεϋχέλλες του Μακαρίου στην περίπτωση της Κύπρου.
3. Ύπατος κριτής η Μεγάλη Βρετανία. Ακριβώς επειδή η λαϊκή κυριαρχία δεν ήταν και δεν είναι θεσμός αποδεκτός στη μεγάλη αυτοκρατορία, οι «πολιτικές» λύσεις που προτάθηκαν είχαν ως υπέρτατο κριτή άτομο έξω από την δικαιοδοσία των λαών. Στην περίπτωση των Ιονίων νήσων, όπου με τη Συνθήκη της Βιέννης του 1815 δημιουργήθηκε «ελεύθερο και ανεξάρτητο Κράτος, τα Ενωμένα Κράτη των Ιονίων νήσων», τελικώς, αυτό το ελεύθερο κράτος ήταν κάτω από την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και τη διοίκηση της ασκούσε ο Λόρδος Ύπατος Αρμοστής! Στην πολιτική λύση που επιχειρήθηκε στην Κύπρο με το Σχέδιο Ανάν – και ας μην ξεχάσουμε ότι το Σχέδιο Ανάν είναι αγγλικής και αμερικανικής έμπνευσης – ο τελικός κριτής, ο ανώτατος κριτής, αυτός που θα είχε σε τελευταία ανάλυση τη δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία ήταν οι τρεις ξένοι δικαστές. Ένας αρμοστής Λόρδος στην περίπτωση των Ιονίων νήσων, τρεις ξένοι δικαστές στην περίπτωση της Κύπρου
4. Διχοτόμηση: Η διχοτόμηση δεν είναι ένα τέχνασμα που εφευρέθηκε στην υπόθεση της Κύπρου είναι μια σατανική ιδέα που πάει πολλά χρόνια πίσω. Ήδη, το 1851, ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ο Λόρδος Πάλμεστον, είχε εξετάσει την περίπτωση διχοτόμησης των Επτανήσων. Οι Εγγλέζοι είχαν κατανοήσει ότι ήταν δύσκολο να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Τα νησιά αυτά τους κόστιζαν πολύ. Από την άλλη μεριά, εκτιμούσαν ότι τα στρατηγικά τους σχέδια για την παρουσία τους στην περιοχή θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με την μετατροπή σε αποικία των νησιών της Κέρκυρας και των Παξών. Γι΄ αυτό και είχαν σχεδιάσει τη διχοτόμηση των Επτανήσων, την παραίτησή τους από τα νησιά Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ιθάκης, Ζακύνθού και Κηθύρων που θα μπορούσαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα, να γλιτώσουν δηλαδή από τους μπελάδες των κατοίκων αυτών των νησιών και να μετατρέψουν την Κέρκυρα και τους Παξούς σε αποικία. Προσπάθησαν μάλιστα να αιτιολογήσουν τη διχοτόμηση αυτή παρατηρώντας ότι «η Κέρκυρα διαφέρει ως προς τη φυλή, τα αισθήματα και τη γεωγραφική της σχέση με όλα τα άλλα νησιά». Το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε το 1851 αλλά ξαναζωντάνεψε το 1857 με μια επιστολή του τότε Αρμοστή τα Ιόνια νησιά. Η επιστολή αυτή διέρρευσε και δημιουργήθηκε σάλος στη Βουλή των Ιονίων νήσων. Εδώ πρέπει να πούμε ότι το οφείλουμε στη σθεναρή αντίσταση του Κωνσταντίνου Λομβάρδου στη Βουλή που απέτρεψε το σχέδιο εκείνο και μάλιστα έδωσε τη δυνατότητα στους βουλευτές να επαναλάβουν το Ψήφισμά τους για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Η διχοτόμηση λοιπόν που ουσιαστικά επιβλήθηκε στην Κύπρο, για να είμαι ακριβέστερος η τριχοτόμηση – κυρίαρχες βρετανικές βάσεις, ελεύθερη Κύπρος και στρατιωτικώς κατεχόμενα εδάφη στη Βόρειο Κύπρο – έχουν τις ρίζες τους σε μια βαθιά ριζωμένη παράδοση της Αγγλικής αυτοκρατορίας.
5. Αφοπλισμός: ένα ανεξάρτητο Κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να προνοήσει για τη δική του ασφάλεια και άμυνα. Εάν με διεθνείς συμβάσεις του αφαιρεθεί το δικαίωμα να εξοπλισθεί για την άμυνά του η ανεξαρτησία του είναι σαφώς άνευ περιεχομένου. Στο σχέδιο Κόφι Ανάν επιβάλλεται ουσιαστικά ο αφοπλισμός της Κύπρου ενώ επιτρέπεται να παραμένουν ξένα στρατεύματα στο νησί. Η Κύπρος όχι μόνο δεν έχει το δικαίωμα δικού της αμυντικού συστήματος αλλά δεν έχει καν το δικαίωμα συμμετοχής σε αμυντικές δραστηριότητες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εδώ όμως, ο αφοπλισμός δεν είναι καινούργια έννοια. Επιχειρήθηκε και επιβλήθηκε στην Κέρκυρα και στους Παξούς με τη Συνθήκη Προσχώρησης του 1864. Ήταν με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια που η τότε κυβέρνηση της Αθήνας δέχθηκε ότι ένα κομμάτι της δικής της επικράτειας, αποχωρίζεται από την κοινή αμυντική τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας και αυτό γιατί το επέβαλαν τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Σημειώνω ότι ήταν μεγάλες οι ταραχές που έγιναν στην Κέρκυρα για το σχέδιο καταστροφής του κάστρου, ένα έργο που τελικά δεν επιτράπηκε να ολοκληρωθεί.
Θα μπορούσαν σαφώς οι ριζοσπάστες να αναφέρουν και πολλές άλλες ομοιότητες στα τεχνάσματα και τις διπλωματικές κινήσεις της Μεγάλης Βρετανίας στις περιπτώσεις των Ιονίων νήσων και της Κύπρου αλλά νομίζω ότι αυτά τα πέντε σημεία αρκούν για να μας δείξουν ότι όταν εμείς οι ίδιοι δεν προσέχουμε και δεν μελετάμε τη δική μας ιστορία, η ιστορία επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται με αρνητικές συνέπειες για μας.
Ολοκληρώνοντας αυτές τις σκέψεις που πιστεύω ότι θα ήθελαν να περάσουν σ΄ εμάς οι ριζοσπάστες, θα ήθελα και εγώ να αποτανθώ σ΄ αυτούς και να τους πω ότι κατανοούμε τον πόνο τους και την απογοήτευσή τους. Έφυγαν από τη ζωή με την πεποίθηση ότι ο ριζοσπαστισμός ηττήθηκε στην Ελλάδα.
Στο νεκροταφείο στο Δράπανο, πάνω στον τάφο του Ηλία Ζερβού είναι τούτα εδώ τα λόγια γραμμένα «Μόχθους πολλούς και πλείστας θυσίας υποστάς, υπέρ πατρίδος συνενεγκών. Αντί των οποίων, μόνον τας αδικίας και τας πικρίας του κόσμου συλλέξας, κείμαι ενταύθα.» Ένας άλλος επιφανής του ριζοσπαστισμού, ο Ρόκκος Χοϊδάς, πεθαίνει μέσα στις φυλακές το 1890 για εξύβριση του βασιλέως. Παρά το γεγονός ότι ήταν ασθενής, δεν δέχθηκε να αποφυλακισθεί υπό τον όρο ότι θα ζητούσε συγνώμη. Το 1896, ο δημοσιογράφος, ποιητής και διεισδυτικός παρατηρητής, ο ριζοσπάστης Παναγιώτης Πανάς αυτοκτονεί στο Ξενοδοχείο των Ξένων στον Πειραιά, πένης, ασθενής και παραγκωνισμένος. Το 1907, το γνήσιο παιδί του ριζοσπαστισμού, ο Μαρίνος Αντύπας, δολοφονείται στο Κιλελέρ.
Σ΄ αυτούς, και σ΄ όλους τους ριζοσπάστες, θα ήθελα να πω ότι εμείς πιστεύουμε ότι ο ριζοσπαστισμός δεν ηττήθηκε. Μπορεί οι εξελίξεις να ήταν τέτοιες που οι στόχοι που οι ίδιοι είχαν βάλει να μην υλοποιήθηκαν, μπορεί η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα να υλοποιήθηκε από τον πολιτικό τους αντίπαλο για άλλους λόγους, όμως η ιδέα του ριζοσπαστισμού, πέρασε μέσα στο πετσί μας. Ακόμα και σήμερα, στις πολιτικές μας πράξεις κάποτε εδώ, κάποτε εκεί ξεπηδούν ιδέες, εξάρσεις που είναι απόηχοι του δικού τους ριζοσπαστισμού. Αλλά και εμείς, οι Κεφαλονίτες, πιστεύουμε ότι μέσα στο δικό μας το DNA έχει περάσει ο ριζοσπαστισμός. Ψάχνω να βρω έναν καλό ορισμό για τον ριζοσπαστισμό και, τούτη εδώ τη στιγμή, δεν βρίσκω καλύτερο από το ότι «Ριζοσπάστης = Κεφαλονίτης». Και σαν περήφανοι απόγονοι των ριζοσπαστών, αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτούς, θέλουμε να τους πούμε ότι έχουμε την ίδια αποφασιστικότητα που είχαν αυτοί, έχουμε την ίδια αγωνιστικότητα με τη δική τους και με τις ίδιες ριζοσπαστικές ιδέες είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε μπροστά για μια καλύτερη πατρίδα, για μια πατρίδα ελεύθερη με κοινωνική δικαιοσύνη, για την πρόοδο και την προκοπή της Επτανήσου.