Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όσοι παρακολουθούν τη συζήτησή μας σίγουρα θα απορούν πώς είναι δυνατόν όλοι μας να συμφωνούμε με ένα στόχο – την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ – και ταυτόχρονα να διαφωνούμε για την προσέγγιση προς την επίτευξη αυτού του στόχου.

Πιστεύω ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες ανάγεται στη σύγχυση που υπάρχει όσον αφορά στο περιεχόμενο της έννοιας «ανωτατοποίηση». Και θα ήθελα να ασχοληθώ ιδιαίτερα με αυτόν τον όρο, σε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Μία εκδοχή θα ήταν ότι η ανωτατοποίηση για την οποία μιλάμε σήμερα είναι μία πράξη διαπιστωτική, ότι στην πραγματικότητα και στην πράξη σήμερα τα ΤΕΙ έχουν κατακτήσει το επίπεδο της ανώτατης εκπαίδευσης και αυτό που χρειάζεται είναι απλούστατα ένας νόμος, μία ρύθμιση, που πιστοποιεί και νομικά μια de facto κατάσταση. Αν αυτή είναι η ερμηνεία, τότε αυτό που χρειάζεται να κάνει η Βουλή είναι απλώς να επανέλθει στο άρθρο 16 του Ν.2817/2000 και να αλλάξει τρεις λέξεις στην αρχή της παραγράφου. Και, αντί να λέει ότι «η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από … », να λέει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από … ». Δεν θα χρειαζόταν τίποτα άλλο. Γιατί, από τη στιγμή που ο νομοθέτης πιστοποιεί ότι τα ΤΕΙ ανήκουν de facto και de jure στην ανώτατη εκπαίδευση, όλα τα άλλα έπονται. Τα προγράμματα σπουδών εντάσσονται αυτόματα στη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, το εκπαιδευτικό προσωπικό γίνονται μέλη ΔΕΠ και, φυσικά, τα ΤΕΙ έχουν το δικαίωμα και για έρευνα και για αυτοδύναμη διδασκαλία, αλλά και για μεταπτυχιακές σπουδές. Αυτό θα χρειαζόταν αν ακολουθούσαμε αυτή την εκδοχή. Σας υπενθυμίζω ότι όταν έγινε συζήτηση, ακριβώς ένα χρόνο πριν, εδώ στη Βουλή, πολλοί συνάδελφοι μου ζήτησαν τότε να ανωτατοποιήσω τα ΤΕΙ και, αντί να τα αποκαλέσουμε ως εκπαιδευτικά ιδρύματα που ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μαζί με τα πανεπιστήμια, να πούμε ότι τα ΤΕΙ είναι ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δεν ακολουθήσαμε τότε αυτήν την πορεία και θα σας εξηγήσω μετά γιατί έγινε αυτό.

Η δεύτερη εκδοχή, η δεύτερη ερμηνεία του όρου ανωτατοποίηση είναι ότι αναγνωρίζούμε ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος στο χώρο των ΤΕΙ και ότι σαφώς τα ΤΕΙ δεν είναι ανώτερες σχολές διότι βρίσκονται προς το δρόμο της ανωτατοποίησης. Στην εκδοχή αυτή, μ΄ ένα νομοσχέδιο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε με χρονοδιάγραμμα μία συγκεκριμένη διαδικασία ουσιαστικής ανωτατοποίησης των ΤΕΙ. Τί θα έλεγε ένα τέτοιο νομοσχέδιο; Ένα τέτοιο νομοσχέδιο θα έπρεπε να είχε ως βάση του την αξιολόγηση των υφισταμένων Τμημάτων των ΤΕΙ, την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών, τις προτάσεις αναδιάρθρωσης των προγραμμάτων σπουδών, για να βρίσκονται πράγματι και ουσιαστικά σε ανώτατο εκπαιδευτικό επίπεδο και, μέσα από την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών, να πέρναγε και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Ένα τέτοιο νομοσχέδιο θα έπρεπε να είχε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μαζί με συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη χρηματοδότηση των ΤΕΙ, για τη βελτίωση της υποδομής τους, για να επιτελέσουν ένα έργο ανωτάτου εκπαιδευτικού επιπέδου και θα έπρεπε να είχε φυσικά και μεταβατικές διατάξεις για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα από τη μετάβαση από το καθεστώς που βρίσκονται τώρα στο καθεστώς της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτή θα ήταν η δεύτερη ερμηνεία. Και δεν είναι σαφές ακριβώς με βάση ποιά ερμηνεία του όρου «ανωτατοποίηση» συζητούμε σήμερα στη Βουλή.

Η επιλογή η οποία είχε γίνει πέρσι σε αυτό το Σώμα ήταν να ακολουθήσουμε τη δεύτερη εκδοχή. Δηλαδή, μία δέσμευση της πολιτείας για την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, ένα χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες αξιολόγησης για μία ταχύτατη επίτευξη αυτού του στόχου. Και πρέπει να σας πω ότι γι΄ αυτό το θέμα που το είxα συζητήσει και με τη Σύνοδο των Πρυτάνεων αλλά και με τη Σύνοδο των Προέδρων των ΤΕΙ, υπήρχε μία γενική απήχηση ότι αυτή η προσέγγιση θα ήταν μία προσέγγιση που θα ικανοποιούσε τα αιτήματα όλων των πλευρών, δεδομένου ότι το άρθρο 16 τoυ Ν.2817 έλυνε το ακανθώδες θέμα της διάρκειας των σπουδών των ΤΕΙ και αντιμετώπιζε τα προβλήματα που είχαμε στο παρελθόν με το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Σήμερα, συζητούμε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Είναι σαφές ότι το Υπουργείο Παιδείας ακολουθεί την πρώτη εκδοχή. Αυτό δεν είναι μία συνέχεια της πολιτικής αλλά η συνέχεια της πολιτικής δεν είναι το δυνατό χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου.

Ο κύριος Υπουργός Παιδείας επέλεξε την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ ουσιαστικά με νομοθέτημα το οποίο πιστοποιεί το καθεστώς της ανώτατης εκπαίδευσης στα ΤΕΙ.

Διαβάζω από τη σελίδα 6 των Πρακτικών της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων όπου λεει τα εξής: «Με το συζητούμενο νομοσχέδιο ανταποκρινόμαστε στην ωρίμανση που τα ίδια τα ΤΕΙ έχουν οδηγήσει τον εαυτό τους και αποτυπώνουμε και διαπιστώνουμε αυτό που έχουν κατακτήσει. Δηλαδή, δικαιωματικά να υπάγονται στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας.»

Φυσικά το πτυχίο ΤΕΙ, όπως αναγνωρίζει, θα είναι και ο πρώτος ακαδημαϊκός τίτλος. Αυτή η προσέγγιση η οποία ακολουθείται είναι μία προσέγγιση η οποία εκφράζεται στο άρθρο 1 του νομοσχεδίου. Το άρθρο 1 όμως του νομοσχεδίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά επαναφορά του άρθρου 16 του Ν.2817 όπου αλλάζουν μόνο οι εξής λέξεις. Αντί του «Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από …», το άρθρο του σχεδίου νόμου λέει « Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από …» και προχωράει παρακάτω.

Θα μπορούσε όμως να σταματήσει στο άρθρο 1. Αυτή θα ήταν μια καθαρή λύση. Γίνεται μία ανωτατοποίηση και όλα τα άλλα έπονται. Αυτομάτως, ως Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μπορεί να αντιμετωπιστεί και το θέμα των σπουδών και το θέμα του εκπαιδευτικού προσωπικού και το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών και το θέμα της έρευνας.

Δεν το κάνει όμως αυτό το νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιό προχωράει, από το άρθρο 2 μέχρι το άρθρο 6, σε μία σειρά από μεταβατικές, ουσιαστικά, ρυθμίσεις όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό.

Είναι, λοιπόν, αυτό το νομοσχέδιο ένα υβρίδιο της ερμηνείας του όρου «ανωτατοποίηση» και της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής. Από τη στιγμή όμως που απαιτούμε μέσω του νομοσχεδίου να γίνει ουσιαστικά αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και δεχόμαστε και μεταβατικές διατάξεις, το θέμα μπαίνει γιατί περιορίζουμε αυτή την αξιολόγηση μόνο στο εκπαιδευτικό προσωπικό και δεν προχωράμε και στα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων και σε μια σειρά από άλλα θέματα. Εκεί υπάρχει δυσκολία και νομίζω ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε ευθαρσώς στο πρόβλημα αυτό.

Είναι αργά, πιστεύω ειλικρινά, για να πείσω τον αγαπητό Υπουργό Παιδείας τον κ. Ευθυμίου να ακολουθήσει τη δεύτερη εκδοχή όπου θα προβλέπει και ρυθμίσεις για την αξιολόγηση των Τμημάτων για την ουσιαστική αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών για την ανωτατοποίηση. Θα ήθελα, όμως, ακολουθώντας αυτό το σχέδιο νόμου, να κάνω μερικές παρατηρήσεις για ορισμένους κινδύνους που υπάρχουν σε αυτό το νομοσχέδιο, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν κάποια προβλήματα για να ελαττωθούν οι κίνδυνοι αυτοί. Το νομοσχέδιο αυτό θα αντιμετωπίσει στο μέλλον κατά τη γνώμη μου δύο προβλήματα.

Πρώτον, είναι πιθανόν σε ένα μεγάλο βαθμό να μην υλοποιηθεί. Να μην υλοποιηθεί γιατί η υλοποίησή του απαιτεί τη συνεργασία και τη βούληση οργάνων και των ΤΕΙ και των Πανεπιστημίων. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο, μέσα στο κλίμα που κινούμεθα σήμερα, ότι θα υπάρξει αυτή η συνεργασία για να καταλήξουμε σε μία ομαλή εκτέλεση, επεξεργασία των ρυθμίσεων που προβλέπονται στα άρθρα 2 έως 6.

Το δεύτερο, το οποίο είναι πιο ουσιαστικό, είναι ότι πολλές εκκρεμότητες που αφήνει ανοικτές αυτό το νομοσχέδιο θα λυθούν δικαστικά. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν είναι καλός νόμος ένας νόμος που αφήνει τη δικαστική εξουσία να λύσει θέματα που εμείς, ως νομοθετική εξουσία, πρέπει να λύσουμε σ΄ αυτό το Σώμα. Πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να λύσουμε αυτά τα εκκρεμή θέματα. Ποιά είναι αυτά;

Το πρώτο το οποίο πρέπει να λυθεί είναι το θέμα της ισοτιμίας των διπλωμάτων. Το πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής και του Επιστημονικού Συμβουλίου είναι σαφές και προαναγγέλλει δικαστικές αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Λέει: « θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η μεταχείριση από το νομοθέτη των διαφόρων ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαίδευσης υπόκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Κάθε δε τυχόν διαφοροποίηση των ρυθμίσεων που τα αφορούν θα πρέπει να ερείδεται κάθε φορά με βάση την αρχή της ουσιαστικής ισότητας». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μετά την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου, οι πτυχιούχοι ΤΕΙ θα διεκδικήσουν ισοτιμία με τα διπλώματα πανεπιστημίων. Αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα σε πολλές Σχολές, όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, όχι μόνο στη Γεωπονική Σχολή αλλά και στις οικονομικές Σχολές και αλλού. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο δικαστής δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίσει τα πτυχία αυτά ως ισότιμα. Και το θέμα το οποίο μπαίνει είναι το εξής. Εάν αναγνωρίσει ως ισότιμο το πτυχίο ενός Τμήματος το οποίο ανωτατοποιείται τώρα αλλά δεν έχει αλλάξει ή αναβαθμίσει το πρόγραμμα σπουδών του, τι θα γίνει με τον πτυχιούχο ο οποίος είχε πάρει αυτό το πτυχίο μερικά χρόνια πριν; Και αυτός θα έχει δικαίωμα να ζητήσει ισοτιμία με πανεπιστημιακό πτυχίο.

Θα έχουμε λοιπόν μία δικαστική απόφαση σ΄ ένα κενό που δημιουργούμε σήμερα νομοθετικά, το οποίο θα μου επιτρέψετε να σας πώ ότι θα επιφέρει πολύ μεγάλη σύγχυση στην κοινωνία. Και επειδή έχω αντιμετωπίσει αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στο παρελθόν, πρέπει να σας πω ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι προσκεκολλημένο στο γράμμα του Νόμου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εάν δεν απαντήσουμε σ΄ αυτό το θέμα νομοθετικά θα έχουμε μία δικαστική επίλυση ενός νομοθετικού προβλήματος.

Το δεύτερο θέμα το οποίο είναι ανοικτό αφορά στη θέση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Ο νόμος 2530 προσδιορίζει διαφορετικό ωράριο και διαφορετικούς μισθούς στους εκπαιδευτικούς των ΤΕΙ και στους πανεπιστημιακούς. Λόγοι ισότητας, χωρίς αμφιβολία, δίνουν τη βάση στους εκπαιδευτικούς των ΤΕΙ να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια και, δικαίως, να ζητήσουν την ισότιμη μεταχείρισή τους με τους πανεπιστημιακούς. Δεν ξέρω γιατί αυτό θα πρέπει να το αφήσουμε ανοιχτό σε μία διαμάχη και αν το θέλουμε – και νομίζω ότι πρέπει να το θέλουμε – γιατί να μην το αναγνωρίσουμε εδώ, δια νομοθετικής ρύθμισης;

Το τρίτο θέμα το οποίο είναι ανοικτό αφορά στις μεταπτυχιακές σπουδές. Μ΄ αυτό το νόμο τα ΤΕΙ ανωτατοποιούνται. Δεν υπάρχουν διακρίσεις στην ανώτατη παιδεία. Όλα ουσιαστικά τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι πανεπιστημιακά. Μπορεί τα πανεπιστήμια να έχουν διακριτούς ρόλους, άλλος είναι ο ρόλος της Σχολής Καλών Τεχνών που και αυτή λέγεται πανεπιστήμιο, άλλος είναι ο ρόλος του Πολυτεχνείου, άλλος είναι ο ρόλος ενός ΤΕΙ, αλλά όλα, από άποψη βαθμού, είναι ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δηλαδή είναι πανεπιστήμια.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, βάσει αυτού του νόμου, έχουν το δικαίωμα και για ευρύτερη έρευνα αλλά και για να οργανώνουν μεταπτυχιακές σπουδές. Δεν είμαι βέβαιος και δεν είδα την Επιστημονική Επιτροπή να εξετάζει το θέμα αυτό της αντισυνταγματικότητας του περιορισμού του ρόλου ενός ΤΕΙ, μετά την ψήφιση τέτοιου νόμου, να οργανώνει μόνο του μεταπτυχιακές σπουδές. Αλλά, προσωπικά, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι και αυτή η υπόθεση θα κερδιθεί στα δικαστήρια και εφόσον αυτή θα είναι η έκβαση δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα νομοθετικά εδώ και να αφήσουμε αυτή την εκκρεμότητα.

Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι παίρνω σαν δεδομένη την προσέγγιση που έχει ακολουθήσει το Υπουργείο Παιδείας τώρα και ότι αυτό το νομοσχέδιο χρειάζεται να αντιμετωπίσει ορισμένα συγκεκριμένα ζητήματα που σήμερα έθεσαν και οι Πρυτάνεις των πανεπιστημίων τα οποία, μετά από διάλογο, νομίζω ότι μπορούν να καταλήξουν σε ρυθμίσεις που θα αντιμετωπίσουν τις εκκρεμότητες που ανέφερα εγώ και άλλοι συνάδελφοι, έτσι ώστε να έχουμε μπροστά μας ένα νομοσχέδιο για ψήφιση που θα είναι αποδεκτό απ΄ όλες τις πλευρές και θα επιλύει νομοθετικά τα θέματα που πρέπει να λύνει η Βουλή.

Θα πρότεινα, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, η συζήτηση να συνεχιστεί σήμερα, να συνεχίσετε και την επαφή σας με τους Πρυτάνεις των πανεπιστημίων, να έχετε συνεννόηση και με τους Προέδρους των ΤΕΙ και, μετά απ΄ αυτή την επαφή η οποία μπορεί να διαρκέσει όλο το βράδυ σήμερα ή και αύριο, να έρθουμε ίσως αύριο ή μεθαύριο να δούμε κάποιες αλλαγές σ΄ αυτό το νομοσχέδιο που θα μπορούσαμε να τις κάνουμε δεκτές για να προχωρήσει αυτό το πραγματικά σημαντικό νομοσχέδιο.

Μία τελευταία παρατήρηση. Το νομοσχέδιο αυτό δεν γίνεται με επιταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έχει καμία σχέση με την Μπολόνια. Το νομοσχέδιο αυτό πρέπει να γίνει γιατί θέλουμε να προχωρήσουμε στην αναβάθμιση της παιδείας. Η Μπολόνια είναι μία άλλη ιστορία. Δεν μας επιβάλλεται απ΄ έξω. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να προχωρήσουμε με γοργούς ρυθμούς στην αναβάθμιση της παιδείας μας.

Ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn