Κύριε Πρόεδρε,
Η συζήτηση επί της αρχής κατέδειξε την ευρύτατη συναίνεση μέσα σ αυτήν την Αίθουσα στο ότι η υγεία, όπως και η παιδεία, αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Και απ” αυτήν τη γενική συναίνεση, πιστεύω ότι απορρέει και η θέση ότι είναι ευθύνη του κράτους να εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση στο σύστημα για περίθαλψη και κοινωνική φροντίδα.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πάντοτε έδωσε πρώτη προτεραιότητα στην παροχή από την πολιτεία υψηλής ποιότητας υπηρεσιών στο χώρο της παιδείας και της υγείας. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο μεγάλα πρώτα νομοθετήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην πρώτη τετραετία του αφορούσαν στην παιδεία, ο νόμος- πλαίσιο 1268, και στην υγεία, ο νόμος 1397 του 1983.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο νόμος 1397 ήταν μία τολμηρή τομή. Και, παρά τις δυσκολίες που εμφανίστηκαν στην υλοποίηση του ΕΣΥ, ο θεσμός του ΕΣΥ παραμένει και σήμερα καταξιωμένος στη λαϊκή συνείδηση. Ο νόμος 1397 ήταν βέβαια ένα πλαίσιο, δεν ήταν μία στατική έννοια και ήταν στο σχεδιασμό του κατά την υλοποίησή του να γινόντουσαν και οι αναγκαίες βελτιώσεις με βάση την εμπειρία. Ο νόμος βέβαια δεν ολοκληρώθηκε. Εφαρμόστηκε μερικώς αλλά, κι εκεί που εφαρμόστηκε, εφαρμόστηκε με σημαντικές αποκλίσεις. Δεν έχω το χρόνο να αναλύσω τις προσωπικές μου εκτιμήσεις για τα προβλήματα που αντιμετώπισε η ανέλιξη της εφαρμογής του ΕΣΥ, αλλά θα ήθελα ν αναφερθώ σε τρεις παράγοντες που νομίζω ότι ήταν σημαντικές ανασταλτικές δυνάμεις στην υλοποίηση του ΕΣΥ:
Πρώτος παράγων είναι η έλλειψη ικανών οικονομικών πόρων για τη στήριξη ενός αναβαθμισμένου ΕΣΥ και την παροχή υψηλών υπηρεσιών από το δημόσιο τομέα.
Δεύτερος παράγων είναι η αναποτελεσματική, ως γενικός κανόνας, διοίκηση των νοσοκομείων.
Και τρίτος παράγων είναι οι αδικαιολόγητες, κατά τη γνώμη μου, εκπτώσεις που έγιναν στην πορεία της εφαρμογής του ΕΣΥ από συγκροτημένες συντεχνίες μέσα στο χώρο της υγείας. Έτσι, το σύστημα από ανθρωποκεντρικό για τη φροντίδα του πολίτη κινδύνευε να γίνει ιατροκεντρικό. Είναι γενική η παραδοχή ότι η εφαρμογή και η λειτουργία του ΕΣΥ έχει φθάσει τα όριά του και, για το λόγο αυτό, χρειάζονται να γίνουν νέες ρυθμίσεις για να δώσουμε νέα πνοή στο θεσμό με μια νέα, σύγχρονη κατεύθυνση.
Οι αλλαγές και οι ρυθμίσεις που προβλέπει αυτό το νομοσχέδιο, είναι αλλαγές και ρυθμίσεις ορθές και αναγκαίες. Είναι αναγκαίες, αλλά δεν είναι επαρκείς για την ανασυγκρότηση του Ε.Σ.Υ. πάνω σε μία βιώσιμη και σύγχρονη βάση.
Σημειώνω ότι ο κύριος Υπουργός Υγείας είπε ότι θα έλθουν και άλλα νομοθετήματα που θα συμπληρώσουν αυτές τις ρυθμίσεις. Και, πιστεύω ότι με τη συμπλήρωση των άλλων νομοθετημάτων θα έχουμε βάλει τη βάση για ένα σύγχρονο και βιώσιμο Ε.Σ.Υ.
Θα ήθελα να αναφερθώ, όμως, σ ένα σημείο που δεν θίγεται στο παρόν νομοσχέδιο το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό και ελπίζω ο κύριος Υπουργός Υγείας να το φέρει εδώ στη Βουλή για να το συζητήσουμε.
Το θέμα αυτό αφορά τον «πληθωρισμό» των γιατρών στον τόπο μας. Όσο το πρόβλημα του πληθωρισμού των γιατρών δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, αυτό θα διαβρώσει το σύστημα του Ε.Σ.Υ. όσο και καλά οχυρωμένο να είναι με νομοθετικές ρυθμίσεις.
Στην Ευρώπη αναλογεί περίπου ένας γιατρός στους διακόσιους ογδόντα κατοίκους. Σήμερα, στην Ελλάδα, στα αστικά κέντρα, η σχέση αυτή είναι περίπου ένα προς εκατό. Και τα επόμενα χρόνια, εκτιμώ εγώ, με την επιστροφή πολλών φοιτητών ιατρικής από το εξωτερικό και τους αποφοίτους των ιατρικών σχολών στην Ελλάδα, η σχέση αυτή θα κατέβει ακόμα περισσότερο και θα έχουμε ένα τρομερό πρόβλημα όπου οι γιατροί ουσιαστικά θα «κατασκευάζουν» ασθενείς για να επιβιώσει το ιατρικό επάγγελμα. Πρέπει, λοιπόν, να το αντιμετωπίσουμε αυτό.
Παλαιότερα, σε κλειστές κοινωνίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πρόβλημα του επαγγελματικού προγραμματισμού μπορεί να ανατεθεί στα πανεπιστήμια, να έχουμε ένα κλειστό αριθμό αποφοίτων ιατρικών σχολών, τόσων όσων χρειάζεται και η πολιτεία. Με την πολιτική όμως και την παιδεία των ανοιχτών οριζόντων, με τη δυνατότητα των φοιτητών που επιθυμούν να είναι φοιτητές της Ιατρικής να φοιτούν στο εξωτερικό, αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Δεν μπορεί να είναι ευθύνη των πανεπιστημίων ο επαγγελματικός προγραμματισμός στην Ελλάδα. Αυτό πρέπει να είναι ευθύνη του Υπουργείου Υγείας, ευθύνη των ιατρικών Συλλόγων σε κάθε περιφέρεια που θα πρέπει, επιτέλους, όπως γίνεται και σε άλλες χώρες, να καθορίζουν τον αριθμό των ιατρών που μπορούν να ασκούν το ιατρικό επάγγελμα σε μία συγκεκριμένη περιοχή.
Αυτό είναι ένα σοβαρότατο θέμα και ελπίζω, σύντομα, να μπορέσουμε να το συζητήσουμε στη Βουλή.
Κύριε Πρόεδρε, η συμβίωση των πανεπιστημιακών γιατρών και των γιατρών του Ε.Σ.Υ. υπήρξε πάντοτε μια δύσκολη υπόθεση. Ελπίζω αυτό το νομοσχέδιο να μας δώσει την ευκαιρία να γεφυρώσουμε τις διαφορές για μια καλή συνεργασία ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς και στους γιατρούς του Ε.Σ.Υ.
Και είναι από αυτή την οπτική γωνιά που θέλω να κάνω μερικές παρατηρήσεις, όχι μόνο προς τον Υπουργό Υγείας, αλλά και προς τον Υπουργό Παιδείας που έχει συνυπογράψει αυτό το νομοσχέδιο.
Κύριε Πρόεδρε, ο πανεπιστημιακός γιατρός είναι κυρίως πανεπιστημιακός, έχει διακριτό ρόλο και, φυσικά, ως δάσκαλος χρειάζεται, πέρα από τη διδασκαλία, να ασκεί και έρευνα και κλινική εργασία.
Το καθεστώς εργασίας των πανεπιστημιακών γενικά, συμπεριλαμβανομένων και των πανεπιστημιακών γιατρών, καθορίζεται από το Ν.2530 παράγραφο 2, ένα νόμο που είχα την τιμή να προτείνω στη Βουλή των Ελλήνων ως Υπουργός Παιδείας.
Ο νόμος αυτός βασίζεται, πιστεύω, σε μία ρεαλιστική βάση, ότι δεν μπορεί στις σημερινές συνθήκες της κοινωνίας να έχουμε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών, ότι θα πρέπει να δώσουμε το δικαίωμα στον πανεπιστημιακό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να ασκεί και εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα.
Πράγματι, το άρθρο 2 προβλέπει ότι η εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα των μελών ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ ώρες εβδομαδιαίως, κατανεμημένες σε δύο ημέρες κατά ανώτατο όριο.
Αυτή η διάταξη μεταφέρεται στο άρθρο 9 και δεν υπάρχει καμία διαφορά στην προσέγγιση του άρθρου 2 του 2530 και του άρθρου 9 του νομοσχεδίου που συζητούμε. Με μια διαφορά: Ότι αυτή η εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα πρέπει να ασκείται τώρα εντός του νοσοκομείου, σε ιατρεία μέσα στο νοσοκομείο.
Το πνεύμα του 2530 ήταν ακριβώς αυτό. Δεν το προσδιορίσαμε όμως τότε διότι εκτιμήσαμε ότι δεν υπήρχε η αναγκαία υποδομή, δεν υπήρχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε σ” αυτή τη ρύθμιση.
Νομiζω ότι, από αυτήν την άποψη, το νομοσχέδιο δίνει κάποιο περιθώριο χρόνου και προτείνει την 1.1.2002 για την εφαρμογή αυτής της διάταξης. Εκτιμώ ότι η χρονολογία αυτή δεν είναι ρεαλιστική. Την 1.1.2002 δεν θα έχουμε έτοιμη την υποδομή στα νοσοκομεία για να ασκείται η εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα σε ιατρεία μέσα στα νοσοκομεία. Θα πρέπει να επισπεύσουμε τη διχοτόμηση του ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, τη μεταφορά των πανεπιστημιακών κλινικών στο Χαϊδάρι. Αλλά, εκτιμώ, ότι αυτό θα πάρει αρκετό χρόνο και θα πρότεινα, στο πνεύμα του νομοσχεδίου που μας προτείνει, ο κύριος Υπουργός να μεταθέσει την ημερομηνία εφαρμογής αυτής της ρύθμισης στην 1.1.2003. Τότε, νομίζω, ότι θα μπορούσαμε να έχουμε την αναγκαία υποδομή για να έχουμε μια ρεαλιστική εφαρμογή αυτού του νόμου.
Τα μέλη ΔΕΠ των πανεπιστημίων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των διδακτικών και ερευνητικών καθηκόντων τους. Αυτό ορίζεται στο Ν.2530, άρθρο 1 σύμφωνα και με τις διατάξεις του Συντάγματος.
Όμως, στο άρθρο 2, παράγραφος 4, περίπτωση ιζ” του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, το ΠΕΣΥ εγκρίνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, μετά από εισήγηση των επιστημονικών συμβουλίων των νοσοκομείων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο με το νόμο 2530, άρθρο 1 αλλά και με το πνεύμα του Συντάγματος, διότι αυτό καταργεί ουσιαστικά τη λειτουργική ανεξαρτησία στην άσκηση του ερευνητικού έργου. Το ερευνητικό και το διδακτικό έργο του πανεπιστημιακού εγκρίνεται από τα Τμήματα με αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων.
Θα πρότεινα λοιπόν – και τελειώνω με αυτό να προστεθεί στην περίπτωση ιζ ότι: «όσον αφορά τα μέλη ΔΕΠ και πανεπιστημιακές κλινικές, το ΠΕΣΥ συντονίζει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα που αποφασίζονται από τα πανεπιστημιακά Τμήματα, στο πλαίσιο του Ν. 1268, άρθρο 13, παράγραφος 2».