Φίλοι και φίλες.
Το θέμα που συζητάμε σήμερα είναι και επίκαιρο και σοβαρό. Και σε μια σοβαρή δημοκρατία θα έπρεπε να ήταν και το κυρίαρχο πολιτικό θέμα για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τον δημόσιο διάλογο γενικότερα. Γιατί αυτό το θέμα δεν αφορά μόνο το παρόν, αφορά και το μέλλον. Γι” αυτό το σοβαρό θέμα θα ήθελα να μιλήσω ειλικρινά, όπως πάντοτε, και άνετα, Και θεωρώ αναγκαίο, ευθύς εξ” αρχής, να προσδιορίσω το χώρο μέσα στον οποίο θα κινηθώ για ν” αποφύγουμε παρεξηγήσεις. Επειδή, συνήθως, στις δημόσιες ομιλίες αλλά και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης το ερώτημα που τίθεται είναι «με ποιόν θα τα βάλεις τώρα», θέλω να σας πω ότι η δική μου η παρέμβαση δεν γίνεται με λόγους επιθετικούς εναντίον κανενός, αλλά κυρίως με όρους ιδεολογικούς.
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι αυτά που έχω να πω δεν συνδέονται με το μεγάλο θέμα της εθνικής μας στρατηγικής και της κυβερνητικής πολιτικής.
Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έχει ακολουθήσει το σωστό δρόμο. Κάνει ότι είναι δυνατόν για να εξαντλήσει τα διαπραγματευτικά περιθώρια ώστε να γίνουν εφικτές βελτιώσεις στο πλαίσιο της διακυβερνητικής. Εφικτές βελτιώσεις που είναι λίγες απέναντι στις απαιτήσεις που έχουμε αλλά πιστεύω ότι προωθούμε το σωστό πακέτο. Ούτε αυτά θα πω έχουν, σχέση με τον κοινωνικό διάλογο, που ανοίγει τώρα. Όχι γιατί το θέμα δεν είναι σημαντικό, αλλά, ακριβώς, επειδή το θέμα είναι σημαντικό.
Νομίζω ότι πριν μπούμε στην ουσία του κοινωνικού διαλόγου θα πρέπει να καθορίσουμε κάποιους όρους, πολιτικούς και ιδεολογικούς, και να δούμε ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του διαλόγου και πως πρέπει, ως ΠΑΣΟΚ, να προσεγγίσουμε αυτά τα θέματα. Θα έλεγα, λοιπόν, μια άλλη φορά, στο εγγύς μέλλον, να εκθέσω και εγώ τις δικές μου ιδέες και τους προβληματισμούς μου πάνω στο θέμα του κοινωνικού διαλόγου. Και αυτά που έχω να πω σήμερα νομίζω ότι θα βοηθήσουν να δημιουργηθεί μια απαραίτητη πολιτική δομή για να προσεγγίσουμε το θέμα του κοινωνικού διαλόγου μ” ένα γόνιμο τρόπο. Το θέμα που επέλεξαν οι οργανωτές, για μένα, και που έχω αποδεχτεί είναι τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Θέλω, ευθύς εξ” αρχής, να βάλω ορισμένα ερωτήματα και να προσπαθήσω ν” απαντήσω.
Πρώτο ερώτημα: Είναι συμβατή η ΟΝΕ, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, με την προώθηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη; Η απάντηση που θα δώσω, αμέσως, σ” αυτό το ερώτημα είναι ότι η ΟΝΕ δημιουργεί ένα ιδιαίτερο αρνητικό περιβάλλον στην προώθηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Δεύτερο ερώτημα: Είναι, για την ολοκλήρωση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης, είναι απαραίτητη η οικονομική και νομισματική ένωση;
Τι είναι με άλλα λόγια η Οικονομική και Νομισματική Ένωση και τι σημαίνει για μας τους Ευρωπαίους;
Τρίτο ερώτημα: Είναι αυτή η Οικονομική και Νομισματική Ένωση -το Μάαστριχ όπως λέμε -είναι, πράγματι, μονόδρομος; Είναι μια ιστορική αναγκαιότητα από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε; Με άλλα λόγια, εκτός από αυτό το Μάαστριχ, το συντηρητικό, δεξιό Μάαστριχ, υπάρχει και εναλλακτική, υπάρχει άλλο Μάαστριχ, υπάρχει αριστερό Μάαστριχ; Και αν η απάντηση σ” αυτό το ερώτημα είναι ναι – όπως πρέπει να ομολογήσω ότι είναι -περνώ στο επόμενο ερώτημα. Ποια είναι τα βασικά στοιχεία ενός άλλου Μάαστριχ, ενός αριστερού Μάαστριχ, που θα εξυπηρετούσε το όραμα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με κοινωνική αλληλεγγύη και προώθηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων;
Το επόμενο ερώτημα είναι: Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν υπάρχει, εναλλακτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αν μπορούμε και πρέπει να κινηθούμε προς μια άλλη κατεύθυνση, τι πρέπει να κάνουμε εμείς, οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, για να κινηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση; Και το τελευταίο ερώτημα αφορά εμάς τους Έλληνες: Αν δούμε την πραγματικότητα έτσι όπως είναι στη χώρα μας, κάτω από τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ευρώπη, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε για να προστατεύσουμε το στόχο της ονομαστικής σύγκλισης, αλλά ταυτόχρονα τους δικούς μας στόχους και προτεραιότητες για την ανάπτυξη, την κοινωνική αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή.
Φοβάμαι ότι τα ερωτήματα που έχω βάλει είναι πολλά και δεν θα μπορέσω να τ” αναλύσω σε ένα περιορισμένο χρόνο. Γι” αυτό θα μιλήσω περισσότερο αξιωματικά, αποφεύγοντας τις αναλύσεις και ακολουθώντας, όσο γίνεται, μια απλή λογική.
Για το πρώτο ερώτημα που έβαλα, που σοκάρει αυτούς που ταυτίζουν – και κακώς ταυτίζουν – το θέμα της ευρωπαϊκής προσέγγισης, του ευρωπαϊκού προσανατολισμού με το Μάαστριχ, δεν χρειάζεται να πω πολλά. Θα αρκεστώ ν” αναφερθώ σε μια πρόσφατη επιστολή του Χέλμουντ Σμίτ, του τέως καγκελάριου της Γερμανίας, προς τον διοικητή της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας. Ο Σμίτ κατηγορώντας για την άτεγκτη εφαρμογή των όρων του Μάαστριχ, έλεγε, ότι η εφαρμογή αυτών των όρων μπορεί να οδηγήσει, όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά στη διάλυση του οράματος της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Γιατί το Μάαστριχ, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα μιας σκέψης μονεταριστικής, που εκφράζει, όχι το κεφάλαιο ειδικά, αλλά το τραπεζικό κεφάλαιο και κατεστημένο της Ευρώπης. Δεν εκφράζει το βιομηχανικό κεφάλαιο και δεν εκφράζει τους στόχους και τα συμφέροντα των εργαζομένων της Ευρώπης. Πράγματι, υπάρχει κίνδυνος που απειλεί την υλοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος και γι” αυτό, ήδη, έχει ξεκινήσει ένα κίνημα στην Ευρώπη για την αναθεώρηση του ρόλου του Μάαστριχ και για τον εμπλουτισμό της συνθήκης του Μάαστριχ και με άλλες θέσεις που αφορούν, κυρίως, τα κοινωνικά δικαιώματα.
Προχωρώ, τώρα, στο δεύτερο ερώτημα για την περίφημη Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης. Τι είναι αυτή;
Είναι αναγκαία; Προχωρήσαμε, όπως ξέρετε, από την έννοια της Κοινής Αγοράς στην ενιαία της Ενωμένης Ευρώπης, σε μία Ευρώπη χωρίς οικονομικά σύνορα. Και είναι μέσα στην πορεία μας για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού προγράμματος, να προχωρήσουμε και σε μια κοινή οικονομική και νομισματική πολιτική που αφορά πια ολόκληρη την Ευρώπη. Πολλοί από εμάς θα προτιμούσαν πρώτα να είχε προχωρήσει η ολοκλήρωση της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, η ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών της Ευρώπης και να ακολουθούσε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Πιστεύαμε τότε και πιστεύουμε σήμερα ότι προτάσσοντας την οικονομική και νομισματική ένωση, πριν λυθούν βασικά θέματα δημοκρατίας στην Ευρώπη, δημιουργούνται ιδιαίτερα προσκόμματα και προβλήματα στην υλοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος.
Αλλά, έτσι ή αλλιώς, η ΟΝΕ είναι μία αναγκαιότητα για την υλοποίηση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Τι είναι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση; Είναι, ουσιαστικά, μία ανακατανομή της εξουσίας, της κρατικής, ανάμεσα στα κράτη -έθνη και στη κεντρική εξουσία της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Στο κράτος -έθνος υπάρχει οικονομική και νομισματική πολιτική, η οποία ασκείται, ταυτόχρονα και σε συγχρονισμό, από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία ασκεί τη νομισματική πολιτική, δηλαδή επιβλέπει την προσφορά του χρήματος και τη διαμόρφωση των κανόνων στη χρηματαγορά και τα επιτόκια και τη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή τον προϋπολογισμό, μέσα από τον οποίο γίνεται η αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου, γίνεται η κοινωνική πολιτική για την υγεία, την παιδεία και γίνεται η αντικυκλική πολιτική με το έλλειμμα ή με το πλεόνασμα του προϋπολογισμού.
Και υπάρχει και η συναλλαγματική πολιτική, που καθορίζεται πάλι από την κυβέρνηση. Αυτή είναι η οικονομική και νομισματική πολιτική μιας οικονομικής οντότητας, ενός κράτους, και η ΟΝΕ είναι ουσιαστικά μία μεταβίβαση κάποιων αρμοδιοτήτων από αυτό το χώρο της μακροοικονομικής πολιτικής σε υπερεθνικό επίπεδο. Εδώ είναι το μεγάλο λάθος του Μάαστριχ. Κανονικά τι θα έπρεπε να είχαμε; Θα έπρεπε να είχαμε μία υπερεθνική οντότητα, η οποία θα είχε στα χέρια της το συντονισμό της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών -μελών. Επίσης, θα είχε στη διάθεσή της δικούς της πόρους για να εναρμονίσει τις εθνικές πολιτικές έτσι που στο σύνολο της Ευρώπης να είχαμε αυτό που επιδιώκει η οικονομική και νομισματική πολιτική: Την ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, η οποία η ισορροπία θα έδινε αυτόματα και χαμηλό πληθωρισμό, κυρίως απασχόληση και αρκετά εισοδήματα για να μπορεί ν” αναπτυχθεί η κοινωνική πολιτική, η αναδιανεμητική πολιτική με όρους, φυσικά, ανταγωνιστικούς. Αυτό θα έπρεπε να γίνει. Να δούμε, λοιπόν, τι έκανε το Μάαστριχ. Δεν έκανε μία μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και ευθυνών από το κράτος έθνος σε μια υπερεθνική οντότητα. Έκανε κάτι άλλο.
Πρώτα απ” όλα, στην προοπτική, καταργεί τις κεντρικές τράπεζες κάθε κράτους -έθνους και μεταφέρει ολόκληρη τη νομισματική πολιτική, δηλαδή την κυκλοφορία του νομίσματος και την πολιτική των επιτοκίων, σ” ένα ευρωπαϊκό κεντρικό οργανισμό, που λέγεται Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα την προστασία του ευρωπαϊκού νομίσματος και την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αυτή η οντότητα θα είναι αποκομμένη από την δημοσιονομική πολιτική. Είναι μια αντιπληθωριστική οντότητα, η οποία θα επηρεάζεται, εκ των πραγμάτων, σ” ένα τεράστιο βαθμό, από τη γερμανική πιστωτική πολιτική, δηλαδή θ” ασκεί μια σκληρή μονεταριστική αντιπληθωριστική πολιτική στην Ευρώπη. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, γιατί εμείς ποτέ δεν βλέπουμε την νομισματική πολιτική αποκομμένη από τις άλλες ανάγκες της κοινωνίας και από τη δημοσιονομική πολιτική. Χάνεται, λοιπόν, από τα κράτη -μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η νομισματική αυτονομία ν” αποφασίζουν ποια θα είναι η κυκλοφορία του εθνικού νομίσματος και πως θα επηρεάζουν, μέσα από τις κρατικές τους τράπεζες, τα επιτόκια. Και θα είμαστε αναγκασμένοι, από δω και πέρα, ν” ακολουθούμε τις νομισματικές νόρμες αυτής της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία σαφώς, έχει μια αντιπληθωριστική, προκυκλική πολιτική. Προκυκλική με την έννοια ότι θα τείνει να δημιουργήσει συνθήκες σκληρού νομίσματος για την Ευρώπη, του ευρωνομίσματος, και συνθήκες ύφεσης στην αγορά. Αυτή η ευρωπαϊκή οντότητα δεν υπόκειται σε έλεγχο από τις κυβερνήσεις των κρατών -μελών ή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι η οντότητα που καθορίζεται από κεντρικές τράπεζες και λειτουργεί ανεξάρτητα από τα κράτη, τα εθνικά κοινοβούλια, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό είναι μια συντηρητική συνταγή, αλλά θα μπορούσε
κανείς, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να την αποδεχτεί με αντάλλαγμα ότι θα υπήρχε μία δημοσιονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν, δηλαδή, πλάι στη νομισματική πολιτική, υπήρχε ένας προϋπολογισμός της Ευρώπης, που θ” αντιστάθμιζε τη σκληρή, προκυκλική πολιτική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Αν θα υπήρχε ένας προϋπολογισμός, που θα έκανε την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν θα υπήρχε ένας προϋπολογισμός, που θα μπορούσε να ασκήσει κοινωνική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα λέγαμε τότε ότι, εντάξει, υπάρχει μία μεταφορά και αρμοδιοτήτων και ευθυνών από το κράτος -έθνος στην Ευρώπη. Αλλά δεν. υπάρχει κάτι τέτοιο. Το Μάαστριχ έκανε κάτι άλλο. Δεν αύξησε τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. εξακολουθεί να είναι χαμηλός, χαμηλότερος απ” ότι ήταν χρόνια πριν. Είναι μόνο 1,18% του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος των ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά το Μάαστριχ έκανε και κάτι χειρότερο. Απονεύρωσε τους εθνικούς κρατικούς προϋπολογισμούς .Δεν υπάρχει εθνική δημοσιονομική πολιτική, γιατί ο όρος του Μάαστριχ είναι ότι, βρέχει ή χιονίζει, δεν μπορεί το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, δηλαδή του κρατικού προϋπολογισμού, να είναι πάνω από 3%, για τις περισσότερες χώρες.
Ακόμα και για τη Γερμανία αυτό το 3% είναι ένας ιδιαίτερα περιοριστικός παράγοντας που, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι για να πιάσεις το 3%, θα πρέπει να μειωθεί τόσο πολύ η δραστηριότητα του δημόσιου τομέα που θα πρέπει να κτυπήσεις τον κοινωνικό τομέα, δηλαδή τις συντάξεις, την υγεία και την παιδεία. Το Μάαστριχ, λοιπόν, ουσιαστικά παίρνει εργαλεία, τα οποία ήταν στα χέρια των κρατών, και δεν αποδίδει στα κράτη -μέλη αυτό το οποίο θα περιμέναμε, μία δηλαδή ευρωπαϊκή πολιτική, αντικυκλική πολιτική, που θ” αντιμετώπιζε το θέμα της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής σε κάθε κράτος -μέλος. Αυτό δεν κτυπήθηκε όσο θα έπρεπε να έχει κτυπηθεί στο παρελθόν.
Είναι, μόλις τώρα, που οι κοινωνικές δυνάμεις, οι εργαζόμενοι, στην Ευρώπη, αρχίζουν να εκτιμούν τα προβλήματα, που δημιουργεί αυτή η συντηρητική προσέγγιση προς την ΟΝΕ.
Το ερώτημα που τίθεται -και έθεσα -είναι: καλά, αυτή ήταν η συντηρητική συνταγή που έγινε για πολλούς ιστορικούς λόγους, όπως έγινε ο συμβιβασμός μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας και ο εκβιασμός της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας. Μπορούμε εμείς, οι προοδευτικές δυνάμεις να φανταστούμε και ένα άλλο Μάαστριχ, που θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλες συνθήκες;
Η απάντηση, αναμφισβήτητα, είναι ναι. Υπάρχει αριστερό Mάαστριχτ, Υπάρχει αριστερό Μάαστριχ, όμως, που δεν έχει στηριχτεί και δεν στηρίζεται από τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης. Γιατί οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης από καιρό έχουν αφοπλιστεί ιδεολογικά. Είναι καιρός ν” αντιστρέψουμε την κατάσταση και να βάλουμε τη δική μας πλατφόρμα, την πολιτική πλατφόρμα, για ένα άλλο Μάαστριχ. Με πολύ απλά λόγια, τι θα μπορούσε να γίνει: Φανταστείτε ένα Μάαστριχ, στο οποίο οι κυβερνήσεις θα ήταν κυβερνήσεις προοδευτικές, που θα έβαζαν άλλες προτεραιότητες, από τις προτεραιότητες που έβαλαν οι Γερμανοί τραπεζίτες, φροντίζοντας το γερμανικό Μάαστριχ. Αν υπήρχε μία συμφωνία, ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η πλήρης απασχόληση των εργαζομένων στην Ευρώπη, ότι μία Ευρώπη, όπως είναι σήμερα, με 20 εκ. ανέργους και 50 εκ. φτωχούς, δεν είναι η Ευρώπη των οραμάτων μας. Ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η πλήρης απασχόληση.
Δεύτερον, ότι θέλουμε μία Ευρώπη, η οποία παρέχει στον Ευρωπαίο πολίτη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υγεία και παιδεία και, τρίτο, ότι θέλουμε μια Ευρώπη που ν” αναπτύσσεται έτσι ώστε να διανέμει τον εθνικό ευρωπαϊκό πλούτο και το εισόδημα κατά ένα τρόπο κοινωνικά δίκαιο, που να διατηρεί τη συνοχή ανάμεσα στους λαούς και μέσα σε κάθε κράτος -έθνος, ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις.
Αν αρχίζαμε από αυτή την υπόθεση, τι θα κάναμε; Θα κάναμε κάτι άλλο.
Θα δημιουργούσαμε μια οντότητα νομισματική και ευρωπαϊκή, μία κεντρική τράπεζα, η οποία, όμως, θα ήταν ενταγμένη μέσα σ” ένα ετήσιο οικονομικό προγραμματισμό για τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και την πλήρη απασχόληση και θα λειτουργούσε κάτω από την πολιτική εποπτεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Θα είχαμε αποφασίσει ο προϋπολογισμός της Ευρώπης να μην είναι το 1,18% του ΟΑΕΔ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά τουλάχιστον 7%.
Εάν το 7% του εισοδήματος της Ευρώπης πήγαινε στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, από αυτόν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε άνετα ευρωπαϊκή πολιτική για την υγεία, την παιδεία, την ανάπτυξη και την αναδιανομή του εισοδήματος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και αντικυκλική πολιτική. Μιλάμε για σύγκλιση σε θέματα ελλειμμάτων και πληθωρισμού. Γιατί να μη μιλήσουμε για εκπαιδευτική σύγκλιση και για σύγκλιση στα θέματα της υγείας. Θα μου πείτε, από που θα βρούμε το 7%; Αυτό το 7% δεν είναι ένα άπιαστο νούμερο. Μπορεί να προκύψει από μια ανακατανομή των εσόδων στην Ευρώπη όπου, φυσικά, οι πλουσιότεροι θα «πλήρωναν περισσότερο από τους φτωχότερους. Αλλά, ακριβώς, επειδή ο, προϋπολογισμός είναι αντικαταναλωτικός, το γεγονός αυτό θα έδινε υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και σ” αυτούς που χορηγούν τα
περισσότερα, γιατί θα είχαμε υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης μέσα από ένα αντικυκλικό προϋπολογισμό της Ευρώπης.
Αλλά και κάτι άλλο, το οποίο δεν συζητιέται. Ο προϋπολογισμός της Ευρώπης θα μπορούσε να είναι ο παραλήπτης του εκδοτικού προνομίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα θα κυκλοφορεί νόμισμα, όπως οι κεντρικές μας τράπεζες σήμερα. Εάν το ακαθάριστο προϊόν αυξάνεται κατά 3% η αύξηση κυκλοφορίας του νομίσματος στην Ευρώπη θα πρέπει να είναι 4 ή 5% .Θα έχουμε περισσότερο νόμισμα, το οποίον θα κυκλοφορεί, γιατί αυξάνεται η παραγωγή στην Ευρώπη. Αυτό το 5% αύξησης της προσφοράς του χρήματος ποιος το καρπώθηκε;
Σήμερα θα το καρπωθεί ανάλογα με το ειδικό βάρος που έχει κάθε χώρα
στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή κυρίως η Γερμανία. Εάν, όμως, το εκδοτικό προνόμιο είναι προνόμιο υπερεθνικό, όπως είναι σε επίπεδο εθνικό, αυτό βασικά θα πρέπει να δοθεί στον προϋπολογισμό της Ευρώπης. Θα χρηματοδοτούσε, λοιπόν, ή αύξηση της προσφοράς του χρήματος τις ανάγκες. Θα ήταν ένα έσοδο στον προϋπολογισμό της Ευρώπης και θα λύναμε και άλλα προβλήματα για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Δεν θα είχαμε σταθερά 3%. Το πόσο έλλειμμα θα είχε μία χώρα θα ήταν ζήτημα εκτίμησης. Εάν η χώρα, η συγκεκριμένη, είχε ύφεση, είχε υπερθέρμανση θα ήταν θέμα συντονισμού στο πλαίσιο μιας κοινής οικονομικής πολιτικής. Υπάρχει, λοιπόν, η εναλλακτική, η οποία θα μας έδινε πλήρη απασχόληση, χαμηλές τιμές και ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης απέναντι στις άλλες χώρες.
Το ερώτημα, που θα βάλετε, είναι γιατί δεν έγινε αυτό; Δεν έγινε για πολλούς πολιτικούς και ιστορικούς λόγους που δεν χρειάζεται ν” αναλύσουμε τώρα. Αυτό, όμως, που μπορούμε να πούμε είναι, ότι σήμερα, έστω και αργά, πρέπει να προσδιορίσουμε εμείς τη δική μας ευρωπαϊκή, πολιτική πλατφόρμα. Πρέπει να την προωθήσουμε, γιατί είναι μόνο μέσα από αυτήν την εναλλακτική, στο συντηρητικό Μάαστριχ, που θα έχουμε μια ουσιαστική διέξοδο από την κρίση και μια θετική προοπτική για την Ευρώπη.
Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτά τα θέματα θα λυθούν τον επόμενο χρόνο στη Διακυβερνητική αλλά θα πάρει πολλά χρόνια για να ξεσηκωθεί πάλι το προοδευτικό κίνημα στην Ευρώπη. Και κάνω επίσης και μια πρόβλεψη:
Ότι το προοδευτικό κίνημα δεν θα ξεκινήσει από τα κόμματα. Θα ξεκινήσει από τους κοινωνικούς φορείς. Και εδώ οι συνδικαλιστικοί φορείς, οι εργαζόμενοι της Ευρώπης, έχουν την ιδιαίτερη ευθύνη να πάρουν στους ώμους τους την προώθηση μιας πλατφόρμας για μια Ευρώπη πλήρους απασχόλησης, για μια Ευρώπη κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής πολιτικής.
Τώρα έρχομαι στο τελευταίο θέμα που θέλω να θίξω. Εμείς εδώ, στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε, από μόνοι μας, την ευρωπαϊκή πλατφόρμα. Το ΠΑΣΟΚ, με τις άλλες σοσιαλιστικές προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη πρέπει να πολεμήσει για την εναλλακτική πλατφόρμα. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό εμείς θα πρέπει ν” αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα στον τόπο σας. Σωστά προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ για να μπούμε στην Νομισματική Ένωση. Αλλά θα πρέπει να προσέξουμε. Να μπούμε και να εκπληρώσουμε τους ονομαστικούς όρους του Μάαστριχ, χωρίς να θυσιάσουμε την ανάπτυξή μας και χωρίς να υποχωρήσουμε σε βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Και θα έλεγε κανείς ότι, στην πορεία μας προς το Μάαστριχ, θα πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στο σεβασμό των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, να δώσουμε προτεραιότητα στην αναπτυξιακή μας στρατηγική. Και βάζοντας αυτές τις προτεραιότητες, η μείωση του πληθωρισμού, η μείωση των ελλειμμάτων θα έλθει ως αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς κοινωνική συνοχή. Δεν μπορεί να μειωθεί ο πληθωρισμός, σε βιώσιμη φάση, όταν δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή, όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη. Και νομίζω ότι το στοίχημα που βάζουμε σήμερα, στην Ελλάδα, είναι ακριβώς αυτό. Να πετύχουμε το πολύ δύσκολο. Να παντρέψουμε την ονομαστική σύγκλιση με την πραγματική σύγκλιση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που θα πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου. Γιατί ο κοινωνικός διάλογος δεν πρέπει να είναι ένας διάλογος, μέσα από τον οποίον θ” ασκηθεί, μονομερώς, πίεση προς τους εργαζομένους για προσαρμογή. Ο κοινωνικός διάλογος θα πρέπει να ανοίξει τον προβληματισμό προς όλες τις κατευθύνσεις.