Προσέρχομαι στο βήμα με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, θεωρώ ιδιαίτερα θετική εξέλιξη τη σύγκλιση αυτής της έκτακτης Συνόδου, με πρωτοβουλία συντρόφων της Κεντρικής Επιτροπής. Η πρωτοβουλία αυτή, που προωθήθηκε σε στιγμές κοινωνικής αναταραχής, μετά την παρουσίαση της αρχικής πρότασης της Κυβέρνησης και του Εκτελεστικού Γραφείου για το ασφαλιστικό, έπαιξε ένα καταλυτικό ρόλο. Συνέδραμε σε πολιτικές διεργασίες, μέσα και έξω από το κόμμα, με κατάληξη την εισήγηση του Προέδρου και του Ε.Γ. στην Κ.Ε. Οι θέσεις που εμπεριέχονται σ΄ αυτή την εισήγηση απέχουν παρασάγγες από την αρχική πρόταση και πιστεύω ότι, με μερικές βελτιώσεις, θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν βάση του διαλόγου.
Όλα αυτά είναι θετικά. Από την άλλη μεριά όμως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη οι κατάλληλες συνθήκες για ένα δημιουργικό διάλογο. Οι λεγόμενοι επικοινωνιακοί χειρισμοί και η απότομη αλλαγή θέσεων επέφεραν σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία μας. Η κοινή γνώμη εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική όσον αφορά τις πραγματικές μας προθέσεις. Το κλίμα, βέβαια, δεν θ΄ αλλάξει με επικοινωνιακά τρικ ούτε με προσφυγή σε παρελθούσης χρήσεως ρητορική, χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Το κλίμα θ΄ αλλάξει όταν τοποθετήσουμε το ασφαλιστικό στο σωστό πολιτικό και οικονομικό του πλαίσιο, κάτι που θα έπρεπε να είχαμε κάνει ευθύς εξαρχής. Δυστυχώς, εμείς δώσαμε την εντύπωση, φοβάμαι όχι εσφαλμένα, ότι η επίσπευση της επίλυσης του ασφαλιστικού επιχειρήθηκε, όχι τόσο για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που θα προκύψουν μετά το 2015, αλλά ως ταμειακή συνεισφορά στην προσπάθεια για συνολική μείωση των προβλεπομένων δαπανών του προϋπολογισμού την επόμενη τριετία κατά 4 τρισ. δρχ.
Μία υπεύθυνη συζήτηση για το ασφαλιστικό δεν μπορεί να προχωρήσει αν προηγουμένως δεν απαντηθούν δύο κύρια ερωτήματα:
Πρώτον: Η σχέση του ασφαλιστικού συστήματος με την κοινωνική πολιτική και
Δεύτερον: Η πραγματική κατάσταση της οικονομίας και οι προοπτικές της.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση που εμείς πρέπει να δώσουμε είναι ότι το σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων εντάσσεται στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και ότι το κύριο στοιχείο του είναι ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας. Έτσι, το σύστημα αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με κεφαλαιοποιητικά συστήματα ασφάλισης όπου ο ασφαλιζόμενος απολαμβάνει συντάξεως ύψους που αντιστοιχεί ακριβώς στις υπέρ αυτού συσσωρευμένες εισφορές (συν την απόδοση του κεφαλαίου). Η διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων πρέπει να γίνει σαφής. Στην περίπτωση του μη αναδιανεμητικού, κεφαλαιοποιητικού συστήματος, εάν υποτεθεί ότι ένα άτομο διαθέτει το 20% του μισθού του για το σκοπό αυτό για 40 χρόνια, το συσσωρευμένο κεφάλαιο που θα προκύψει με βάση τα πιο αισιόδοξα στοιχεία αποδόσεων θα παράσχει σύνταξη περίπου 50% του μέσου μισθού που είχε όταν εργαζόταν. Στην ίδια περίπτωση όμως, το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων προσφέρει 80% του τελικού μισθού.
Αυτή η μεγάλη διαφορά, που προσεγγίζει τις 30 μονάδες, είναι το μέτρο της κοινωνικής, αναδιανεμητικής πολιτικής. Αυτό το στοιχείο, που είναι βασικό στη δική μας προσέγγιση, μας διαφοροποιεί από τη συντηρητική, νέο-φιλελεύθερη προσέγγιση, η οποία με το καθαρά κεφαλαιοποιητικό σύστημα που προωθεί εξατομικεύει την ασφάλιση και ακυρώνει κάθε δυνατότητα αναδιανεμητικής πολιτικής.
Η αναδιανεμητική δύναμη της κοινωνικής ασφάλισης είναι εντυπωσιακή. Στις Η.Π.Α. π.χ. η εφαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης μείωσε το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας από 35% το 1959 στο 12,7% το 1985.
Ως συνολικό μέγεθος, η αναδιανομή συνιστά μεταβίβαση πόρων από τη γενιά που εργάζεται σήμερα στους απόμαχους της παραγωγής. Το Κράτος, μέσω των φόρων, είναι απλώς ο ενδιάμεσος αγωγός της μεταβίβασης πόρων. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν η γενιά που σήμερα εργάζεται μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της αναδιανομής. Πιστεύω ότι η απάντηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από δύο παράγοντες: πρώτον, από τη γενική οικονομική κατάσταση και την προοπτική της και δεύτερον, από το κατά πόσον η παρούσα εργαζόμενη γενιά αισθάνεται ασφαλής ότι η αναπτυξιακή πορεία θα είναι τέτοια ώστε να επιτρέψει στην επόμενη γενιά να σηκώσει το βάρος της ίδιας αναδιανεμητικής πολιτικής.
Και εδώ προκύπτει η δεύτερη πολιτική διαφορά με τη συντηρητική, νέο-φιλελεύθερη αντίληψη. Για μας, η θετική προοπτική της ανάπτυξης αποτελεί δέσμευση της Πολιτείας που απαιτεί τη συνέργεια όλων των παραγωγικών τάξεων σ΄ ένα συγκροτημένο πρόγραμμα. Η νέο-φιλελεύθερη αντίληψη δεν θεωρεί την ανάπτυξη πολιτικό ζήτημα αλλά αποκλειστικά έργο της αγοράς. Έτσι, η συνεπακόλουθη αβεβαιότητα για το μέλλον δεν μπορεί παρά να μειώνει το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και να οδηγεί στην εξατομίκευση της ασφάλισης.
Τα ακριβή μεγέθη της αναδιανεμητικής πολιτικής πρέπει να προκύψουν από διάλογο, όχι μόνο μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων, της εργοδοσίας και του Κράτους, αλλά και των τριών γενιών που εμπλέκονται στην αναδιανεμητική αλυσίδα.
Είναι σαφές πιστεύω ότι δεν έχει νόημα ένας διάλογος για το ασφαλιστικό, αν δεν ξεκαθαρίσει πρώτα το σκηνικό της οικονομίας. Γι΄ αυτό πιστεύω ότι ήταν λάθος που ανοίξαμε το θέμα του ασφαλιστικού πριν συζητηθούν οι μεγάλοι άξονες της ανάπτυξης και οι προοπτικές της οικονομίας.
Υπάρχει οικονομικό πρόβλημα ;
Μερικοί από μας υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει οικονομικό πρόβλημα και ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε τροχιά ανάπτυξης. Η άποψη αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τα μεγάλα επιτεύγματα στον οικονομικό τομέα, θα το θεωρούσα ανεύθυνο εκ μέρους μου να πω ότι η μάχη της βιώσιμης ανάπτυξης έχει κερδιθεί. Αντίθετα, πιστεύω ότι αν εξακολουθήσουμε τη σημερινή πορεία οδεύουμε σε μία κρίση που θα ξεσπάσει μέσα σε μία πενταετία, πιθανόν γύρω στο 2006. Η κρίση αυτή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε αναπόφευκτη, αρκεί να αναγνωρίσουμε τα συστατικά της και να πάρουμε τώρα τα κατάλληλα μέτρα.
Η κρίση αυτή τείνει να εκδηλωθεί στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στο επίπεδο της χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Γι΄ αυτό θ΄ αναφερθώ, πολύ σύντομα, στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών και στην ιδιωτική αποταμίευση. Αλλά πρώτα μερικά σχόλια για το ΑΕΠ.
Μερικοί αναφέρονται στην αύξηση του ΑΕΠ ως δείκτη ανάπτυξης. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το ΑΕΠ είναι δείκτης αύξησης του εισοδήματος και της παραγωγής, όχι όμως και δείκτης βιώσιμης ανάπτυξης. Χρειάζεται πάντοτε να εξετάζουμε τη σύνθεση, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της αύξησης. Πράγματι, το 2000 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν σημαντική, πάνω από 4%, ενώ φέτος ο ρυθμός της οικονομικής δραστηριότητας είναι πολύ πιθανόν να επιταχυνθεί και να ξεπεράσει το 4,5%. Η αύξηση, όμως, αυτή προέρχεται από συγκεκριμένες πηγές: την ιδιωτική κατανάλωση, την πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, τις κατασκευές και ιδιωτικές κατοικίες. Είναι αυτή η σύνθεση που δημιουργεί πρόβλημα. Εξ΄ άλλου , το 2000, από το σύνολο των επενδύσεων το 60% είναι κατασκευές και μόνο 34% εξοπλισμός για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Το ποσοστό των κατασκευών στο σύνολο των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια, εν΄ όψει των συνεχιζόμενων και νέων έργων που έχουν ενταχθεί στο Γ΄ ΚΠΣ και εν΄ όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η επιτάχυνση αυτού του είδους της επενδυτικής δραστηριότητας θα αυξήσει τα εισοδήματα και εν μέρει μόνο την απασχόληση ελλήνων εργατών. Ήδη, μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες προγραμματίζουν και προχωρούν σε εισαγωγή εργατικού δυναμικού για απασχόληση στα μεγάλα έργα.
Η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος στρέφεται κατ΄ ανάγκη σε εισαγωγές τόσο κεφαλαιακών όσο και καταναλωτικών αγαθών. Έτσι, μεταξύ 19992000, η μεταβολή των εισαγωγών ξεπέρασε το 20% και, δεδομένης της περιορισμένης αύξησης των εξαγωγών, το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 1,7 τρις δρχ. μέσα σ΄ ένα χρόνο. Η διάβρωση της παραγωγικής μας βάσης στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών φαίνεται δραματικά στην αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από 0,9% του ΑΕΠ το 1995 στο 4% του ΑΕΠ το 2000. Η εισαγωγική διείσδυση, δηλαδή το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης που προέρχεται από εισαγωγές, έχει αυξηθεί από 24,5% το 1985 στο 31,3% το 1990 και στο 43,1% το 1999. Η άποψη ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οξύνεται, ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ισοζύγιο άμεσων επενδύσεων το 2000 ήταν αρνητικό, με καθαρή εκροή κεφαλαίων ύψους 1,111 Ευρώ έναντι μηδενικής εισροής το 1999.
Γιατί αυτές οι εξελίξεις πρέπει να μας ανησυχούν;
Γιατί οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν ότι παρά τις σημαντικές μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. (που τη δεκαετία 1989-1999 ισοδυναμούσαν με το 3.5% του ΑΕΠ), η ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτέρευσε, γιατί δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις στον παραγωγικό ιστό και οι αναγκαίες ρυθμίσεις που θα επιτρέψουν είτε την αύξηση των καθαρών εξαγωγών ή και την προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων (όπως έγινε στην Ιρλανδία).
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας δεν θα είναι ορατό τα επόμενα χρόνια, γιατί θα αυξηθούν οι μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. μέσω του Γ΄ ΚΠΣ. Αλλά, αν δεν αντιληφθούμε την ανάγκη για αναβάθμιση της παραγωγικής μας βάσης, για αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, για βελτίωση των εξαγωγικών μας επιδόσεων και για δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος για προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όχι μόνο θα έχουμε χάσει το τραίνο της ανάπτυξης για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά θα αντιμετωπίσουμε ανοικτή κρίση και στη μεταποίηση και στον αγροτικό τομέα όταν, μετά το 2006, θα περιορισθούν δραστικά οι μεταβιβάσεις από την Ε.Ε., όταν θα έχουμε να καλύψουμε τις υπερβάσεις των Ολυμπιακών έργων, όταν θα μειωθούν τα αγροτικά εισοδήματα λόγω άρσης των επιδοτήσεων που προσφέρονται από την ΚΑΠ που βαίνει προς κατάργηση.
Πέρα από το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, η άλλη έκφανση της κρίσης αφορά το χρηματοδοτικό. Με ανησυχεί πολύ το γεγονός ότι η αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, από 21,2% του ΑΕΠ το 1985, στο 15,8 % το 1995 και στο 10,6 % το 2000. Αυτό σημαίνει ότι χρηματοδοτούμε την κατανάλωση από τη μείωση των αποταμιεύσεών μας, υποθηκεύοντας το μέλλον μας. Μετά το 2006, χωρίς τις πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης από το ΚΠΣ και την ΚΑΠ, θα είναι αδύνατον να στηρίξουμε την αναπτυξιακή μας πορεία με τόσο χαμηλές εσωτερικές αποταμιεύσεις. Για ανεκτούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι αποταμιεύσεις θα πρέπει να επανέλθουν ως ποσοστό του ΑΕΠ στα επίπεδα του 1985.
Ανέφερα μερικά οικονομικά στοιχεία όχι για να απογοητεύσω, αλλά για να σας παρακινήσω να κινηθούμε προς μία άλλη κατεύθυνση. Οφείλουμε ως ΠΑΣΟΚ να εγγυηθούμε τη βιώσιμη ανάπτυξη, οφείλουμε να κινητοποιήσουμε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους, τους επιχειρηματίες σε μία συστράτευση, σε μία κοινή πορεία για την αναβάθμιση της παραγωγής, για μία βιώσιμη ανάπτυξη. Η συντεταγμένη πορεία, η επίτευξη κοινών στόχων, ο επιμερισμός των ευθυνών και των βαρών αλλά και η δίκαιη κατανομή των καρπών της κοινής προσπάθειας, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εθνικού διαλόγου και προγραμματικής συμφωνίας. Είναι αυτός ο διάλογος, ο οποίος έχει προτεραιότητα, που θα προσφέρει, ανάμεσα σ΄ άλλα, και γόνιμο έδαφος για τη διερεύνηση επίλυσης του ασφαλιστικού.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μία τέτοια ευρύτατη κοινωνική κινητοποίηση θα βρει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της συντήρησης. Γι΄ αυτό πιστεύω ότι θα χρειασθεί και πολιτική στήριξη των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα να συνεννοηθούμε με τις ηγεσίες αυτού του χώρου για τον πρόσφορο τρόπο που θα ανοίξει ένας ειλικρινής και υπεύθυνος διάλογος αναμεταξύ μας για μία πορεία προόδου και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Για να μπορέσουμε να βγούμε έξω στην κοινωνία και να κινητοποιήσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις, για να ανοίξουμε ένα γόνιμο διάλογο με τις δυνάμεις της Αριστεράς, χρειάζεται πριν απ΄ όλα να συνεννοηθούμε αναμεταξύ μας πάνω σε θέματα βασικών κατευθύνσεων. Θα μου επιτρέψετε να σας υπενθυμίσω ότι στην 6η Σύνοδο της Κ.Ε. (6-10-2000) είχα προτείνει τη σύγκλιση έκτακτου Συνεδρίου που θα συζητούσε αυτά τα θέματα. Πιστεύω ότι αν είχαμε πραγματοποιήσει ένα τέτοιο Συνέδριο θέσεων, θα είχαμε αποφύγει πολλά λάθη και θα ήμασταν τώρα μπροστά. Δεν έχει, βέβαια, νόημα να επανέλθω τώρα σ΄ αυτό το θέμα, αλλά θέλω να κάνω μία άλλη πρόταση.
Η διαδικασία προετοιμασίας του προϋπολογισμού έχει αλλάξει. Η Κυβέρνηση θα παρουσιάσει το πρώτο σχέδιο του προϋπολογισμού, σε τριετή βάση, στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής τον Σεπτέμβριο. Πιστεύω ότι θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να συγκαλέσουμε μία έκτακτη Σύνοδο της Κ.Ε., με συμμετοχή της Κ.Ο. αυτό το μήνα ή τον Ιούλιο, για να συζητήσουμε το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο του προϋπολογισμού, την οικονομική προοπτική και τα αναπτυξιακά ζητήματα. Ελπίζω η πρόταση αυτή να γίνει αποδεκτή.