Σήμερα, αυτές τις ημέρες, η σκέψη όλων μας, η συνείδηση του Ελληνισμού είναι στραμμένη προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο που τον Ιούλιο του ’74 έπεσε θύμα της κτηνωδίας του τουρκικού επεκτατισμού, των συνομωσιών των λεγόμενων μεγάλων δυνάμεων και των δικών μας εγκληματικών χειρισμών.

Είμαι βέβαιος ότι τα θύματα του Αττίλα αλλά και τα αδέρφια μας στην Κύπρο, σήμερα δεν θα ήθελαν από εμάς να εξαντλήσουμε το χρόνο και να εξαντληθούμε σε μία συναισθηματική εκτόνωση. Θα ήθελαν – και ζητούν από εμάς – να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα από αυτήν την μακριά πορεία και την τραγωδία της Κύπρου και να δείξουμε το δρόμο μπροστά, το σωστό δρόμο, για τη δικαίωση των οραμάτων του ελληνικού λαού.

Ξέρω ότι οι ρεαλιστές του σήμερα χλευάζουν με αυτές τις προτάσεις. Ο ιδιότυπος ρεαλισμός που κυκλοφορεί σήμερα στην κοινωνία μας, ντυμένος τον διεθνή μανδύα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, μας λέει ότι όλα αυτά δεν είναι εφικτά, ότι η χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής στη σημερινή εποχή δεν είναι εφικτή, κυρίως, λένε, από τα μικρά και ανίσχυρα κράτη. Αυτός ο ιδιότυπος ρεαλισμός καλλιεργεί και καλλιεργείται από μία κοινωνία καταναλωτισμού της εδώ και τώρα απόλαυσης, από μία πολιτεία θεατών και όχι πολιτών. Είναι ένας ρεαλισμός που ακυρώνει τη δυνατότητα του ατόμου, τη δυνατότητα κάποιου λαού να προχωρήσει και να δημιουργήσει τις συνθήκες της δικής του της πορείας. Αυτή η ακινητοποίηση των πληθυσμών και των λαών, χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής στέκεται το μεγάλο εμπόδιο για τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής με προοπτική για την Ελλάδα και είναι αυτή τη νοοτροπία που πρέπει να χτυπήσουμε, είναι αυτή η νοοτροπία που πρέπει να πούμε ότι δεν μας ταιριάζει. Εμείς πιστεύουμε ότι το άτομο, ο λαός έχει πάντοτε τα περιθώρια και τις δυνατότητες να δημιουργήσει τις παραμέτρους της δικής του μοίρας και της δικής του πορείας. Και ότι μπορούμε, αν το θέλουμε και αν το τολμούμε, να διαμορφώσουμε εμείς τις συνθήκες της δικής μας ζωής. Και για μας, η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία είναι αγαθά αδιαίρετα. Η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία δεν τεμαχίζονται. Όταν ένα κομμάτι «παραχωρείται», παραχωρείς ολόκληρο το θέμα της ελευθερία και της ανεξαρτησίας. Η βήμα προς βήμα διολίσθηση είναι ουσιαστικά μια συνολική συνθηκολόγηση με τους αντιπάλους.

Το συμπέρασμα που πρέπει να βγει όμως απ΄ όλη αυτή την εμπειρία είναι ότι, βέβαια, οι αντίπαλοί μας έκαναν αυτό που περιμέναμε, ότι οι λεγόμενοι «μεγάλοι σύμμαχοί μας» δεν είναι μεγάλοι σύμμαχοί μας στο θέμα του Κυπριακού και ότι αν χάθηκε αυτή η υπόθεση μέχρι στιγμής κι αν κινδυνεύει να χαθεί, αυτό οφείλεται σ΄ εμάς και στα δικά μας τα λάθη. Εάν είχαμε ενεργήσει διαφορετικά, εάν δεν είχαμε μετά τον εμφύλιο πόλεμο εδώ στην Ελλάδα μία δεσμευμένη εξωτερική πολιτική, εάν υπήρχε μία ομοφωνία εθνική στον Ελληνισμό – στην Ελλάδα, στην Κύπρο και παντού – δεν θα φθάναμε εδώ που φθάσαμε σήμερα.

Και βεβαίως να καταδικάσουμε τον Αττίλα, και βεβαίως να καταδικάσουμε τους ξένους για τον πανάθλιο ρόλο που έπαιξαν στην υπόθεση του Κυπριακού αλλά ας μην ξεχάσουμε στο τέλος – τέλος ότι ήταν τα δικά μας λάθη, η δική μας ευθύνη που οδηγηθήκαμε εκεί. Δεν είναι η στιγμή να κάνουμε μία σε βάθος ανάλυση των ιστορικών γεγονότων. Αυτό που πρέπει τώρα να κάνουμε είναι να δούμε τί κάνουμε από εδώ και πέρα και ποιές είναι οι προοπτικές. Και εδώ θέλω να κάνω μερικές προτάσεις.

Αλλά πριν κάνω αυτές τις προτάσεις θέλω να εντοπίσω τρία βασικά χαρακτηριστικά της μέχρι σήμερα πορείας μας που πρέπει να τα προσέξουμε:

Το πρώτο είναι ότι μία είναι η καρδιά του Ελληνισμού, μία είναι η καρδιά της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν υπάρχει χωριστό θέμα Ελλάδας και χωριστό θέμα Κύπρου. Ο Ελληνισμός είναι ένας και όχι δύο. Αυτό είναι αυτονόητο σ΄ εμάς, σ΄ αυτή την αίθουσα, αλλά δεν είναι αυτονόητο για πολλούς. Ο μικροϊδεαλισμός του Ελλαδικού χώρου – και υπάρχει μικροϊδεαλισμός που είναι η άλλη όψη του κύκλου του νομίσματος του μεγαλοϊδεαλισμού – λέει ότι ο Ελλαδικός χώρος είναι κάτι το ξεχωριστό, η Κύπρος είναι μακριά, είναι ένα άλλο θέμα. Και να το θέλουν να είναι χωριστά αυτά τα θέματα δεν μπορούν, διότι οι αντίπαλες, οι μεγάλες δυνάμεις που παίζουν και ανταγωνίζονται για σφαίρες επιρροής στην περιοχή, αντιλαμβάνονται γεωπολιτικά και γεωστρατιωτικά τον Ελλαδικό χώρο και την Κύπρο ως ενιαία δύναμη. Το ελληνοτουρκικό θέμα δεν μπορεί να λυθεί, δεν μπορούν να λυθούν ζητήματα και άλογες πιέσεις της Τουρκίας για συνδιαχείριση στο Αιγαίο αν δεν λυθεί το Κυπριακό. Και το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί αν δεν έχουμε μία Ελλάδα που στέκεται περήφανα στα πόδια της. Είμαστε λοιπόν μαζί και μαζί πρέπει να πορευθούμε. Τα Ελληνικά και Κυπριακά ζητήματα πρέπει να λυθούν μαζί.

Το δεύτερο στοιχείο που θέλω να τονίσω είναι ότι οι συντελεστές του Κυπριακού προβλήματος είναι πολλοί. Το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι μονοδιάστατο. Κυρίαρχο στοιχείο είναι ο τουρκικός επεκτατισμός, ο τουρκικός επεκτατισμός που ακολουθεί με μαθηματική ακρίβεια, μακροχρόνια, μία πορεία σμίκρυνσης του Ελληνισμού. Χάσαμε τον Ελληνισμό στη Μικρά Ασία, αποδημίσθηκε η Ίμβρος και η Τένεδος, εκδιώχθηκε ο Ελληνισμός από την Κωνσταντινούπολη, προσπαθούν να «αλωνίζουν» στην Κύπρο και πιέζουν για συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Όποιος έχει παραισθήσεις ότι ο Τουρκικός επεκτατισμός μπορεί να σταματήσει με φιλοφρονήσεις, με διπλωματικές κινήσεις ή προσωπικές επαφές είναι τουλάχιστον αφελής. Ο τουρκικός επεκτατισμός είναι εγγενής στο Κεμαλικό καθεστώς και ο επεκτατισμός αυτός θα σταματήσει μόνο όταν έρθει αντιμέτωπος με δυνατή αποτρεπτική δύναμη από τη μεριά του Ελληνισμού. Αν ήταν μόνο ο τουρκικός επεκτατισμός το θέμα, τα πράγματα θα ήταν κάπως απλούστερα. Στην υπόθεση της Κύπρου όμως μπαίνουν και άλλα συμφέροντα, και άλλες δυνάμεις. Η νοτιοανατολική Μεσόγειος, η Κύπρος, όπως και η νοτιοανατολική Ευρώπη, είναι γεωστρατιωτικοί χώροι μεγάλου ανταγωνισμού για σφαίρες επιρροής ανάμεσα στις λεγόμενες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Και η εμπειρία που αποκομίζουμε από τη συμπεριφορά αυτών των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων – που στην προκειμένη περίπτωση πολλοί επιμένουν να ονομάζουν και συμμάχους – είναι τα εξής:

Δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική παρουσία της Ελλάδας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Επέμεναν, και σ΄ ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν, στη μεταπολεμική περίοδο να υπάρχει στην Ελλάδα μία δεσμευμένη εξωτερική πολιτική.

Επεδίωξαν και επιδιώκουν μία αδύναμη πολιτική οντότητα στην Κύπρο έτσι που να διαιωνίζεται ένα καθεστώς αβεβαιότητας και οι βάσεις, οι βρετανικές και Νατοϊκές, να παραμείνουν το ισχυρό στοιχείο της Μεγαλονήσου.

Και οι προθέσεις αυτές έχουν φθάσει – και φαίνεται και τελευταία – μέχρι και της αποδοχής μίας επίσημης διχοτόμησης της Κύπρου.

Θα ήταν μεγάλη αφέλεια εκ μέρους μας να μην αναγνωρίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία των παιχνιδιών των μεγάλων. Αλλά, ταυτόχρονα, θα πρέπει να μάθουμε ότι μέσα στους ανταγωνισμούς υπάρχουν αντιθέσεις και αντιφάσεις. Και αυτές τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις εμείς δεν τις έχουμε εκμεταλλευθεί επαρκώς, δεν έχουμε αναπτύξει μία διπλωματική δραστηριότητα εκμετάλλευσης των αντιθέσεων αυτών για να περάσουμε τις δικές μας, τις θετικές θέσεις.

Την τελευταία φορά που η Ελλάδα μπόρεσε και κατόρθωσε διπλωματικά να παίξει στο παιχνίδι των μεγάλων και να περάσει τις δικές της θετικές θέσεις μέσα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων ήταν η εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελλάδα, ο Ελληνισμός έχει σήμερα ανάγκη από μία τέτοια πολιτική. Κι έτσι πρέπει να δούμε το Κυπριακό θέμα, μαζί με το Ελληνικό θέμα και, μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, να το προωθήσουμε.

Έρχομαι τώρα στο τρίτο, το πιο δυσάρεστο χαρακτηριστικό στοιχείο της εμπειρίας μας και της πορείας μας. Εθνική στρατηγική: δεν είχαμε σταθερή εθνική στρατηγική στο ζήτημα αυτό. Μετά το 1974, έχουμε καταληφθεί από ένα σύμπλεγμα αδυναμίας. Έχουμε, κατά κάποιο τρόπο, πέσει στην παγίδα που μας έχουν στήσει ότι πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Και επειδή δεν θέλουμε πόλεμο, διαλέγουμε την ειρήνη, αλλά για να διαλέξουμε την ειρήνη θα πρέπει να είμαστε «καλά παιδιά», θα πρέπει να υποχωρούμε, να σεβόμαστε τους διεθνείς κανόνες, να μιλάμε με καλά λόγια στον Γ.Γ. του ΟΗΕ και στις άλλες μεγάλες δυνάμεις και εφ΄ όσον η άλλη πλευρά είναι άλογη, εμείς τέλος πάντων θα πρέπει να είμαστε λογικοί και να συναινούμε.

Και από το 1974 μέχρι σήμερα έχουμε ακολουθήσει μία πορεία συνεχούς διολίσθησης. Θυμάμαι – και θυμάμαι με συγκίνηση – ότι τα πρώτα βήματα της δικής μου πολιτικοποίησης ήταν όταν, ως φοιτητής, βγαίναμε στους δρόμους και μιλάγαμε για την Ένωση, την αυτοδιάθεση των λαών. Και ήταν τουλάχιστον προδοσία αν έλεγες κάτι άλλο τότε για την Κύπρο. Πέρασαν πολλά χρόνια, μιλήσαμε για το κράτος της Κύπρου, περάσανε χρόνια και μιλήσαμε, μετά το ΄74, για τη συμφωνία κορυφής, για τις διακοινοτικές συνομιλίες και για την Ομοσπονδία και τώρα ακούω ολοένα και περισσότερα, ψίθυρους από εδώ και από εκεί ότι «ε, και μία συγκεκαλυμμένη συνομοσπονδία στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί στο κάτω – κάτω να είναι και μία λύση». Έχουμε όχι μόνο διολίσθηση θέσεων, έχουμε και μία διολίσθηση ψυχολογική. Κι αυτό πρέπει να το σταματήσουμε γιατί είναι επικίνδυνο. Το κλίμα αλλάζει, αυτό το κλίμα που υπάρχει στην Ελλάδα σήμερα, της αδυναμίας, μπορεί και πρέπει να αντιστραφεί. Η Ελλάδα δεν είναι αδύναμη χώρα, η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες. Δεν υπάρχουν αδύναμα κράτη, έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν αδύναμοι ηγέτες.

Ο Θουκυδίδης μας το είπε πολύ σωστά «στη διεθνή σκακιέρα, ο ισχυρός επιβάλλει τη βούλησή του όσο η δύναμή του το επιτρέπει και ο ανίσχυρος υποχωρεί όσο η αδυναμία του το επιβάλλει.» Εάν εμείς λοιπόν μπούμε στην ψυχολογία του ανίσχυρου, είναι μονόδρομος η υποχώρηση και η εθνική ταπείνωση. Και αυτοί που θέλουν την ειρήνη, τελικά θα καταλήξουν σε πόλεμο κάτω από ταπεινωτικές συνθήκες.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες, ήρθε η στιγμή να δούμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν σ΄ επίπεδο ηγετών ο τότε Πρόεδρος Μακάριος και μετά στη συνέχεια ο Κυπριανού, συμφώνησαν για τις διακοινοτικές συνομιλίες και για την Ομοσπονδία ήταν άλλο πράγμα. Και δεν έμειναν ούτε αυτοί ικανοποιημένοι, ούτε εμείς. Για εμάς το θέμα αυτό ήταν μία έσχατη υποχώρηση. Αλλά ήταν έσχατη υποχώρηση. Και ποιά είναι η εμπειρία που αποκομίσαμε από τις συνομιλίες όλα αυτά τα χρόνια; Συνεχής διολίσθηση. Εάν δίνουμε τώρα το μήνυμα στο εξωτερικό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα Ηνωμένα Έθνη, στις ΗΠΑ, ότι αισθανόμαστε ανίσχυροι και ότι ακόμα υπάρχουν περιθώρια, από τη δική μας τη μεριά, να υποχωρήσουμε, φυσικά οι νέες προτάσεις που έρχονται το Σεπτέμβριο από τον Κόφι Ανάν θα είναι πολύ χειρότερες από τις προηγούμενες. Και θα κληθούμε, για ακόμα μία φορά, να υποχωρήσουμε και να διολισθήσουμε.

Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι η ευκαιρία να γυρίσουμε σελίδα. Τώρα, πριν υποβάλλει ο Γ.Γ. του ΟΗΕ τις νέες του προτάσεις, θα πρέπει ο Ελληνισμός να πάρει μία πρωτοβουλία. Πρέπει να πούμε ότι απέτυχε η μέθοδος των διακοινοτικών συνομιλιών. Όχι μόνο δεν απέδωσε αλλά έφθασε και σ΄ ένα σημείο να μην λαμβάνουμε υπ΄ όψιν βασικά ψηφίσματα, ομόφωνα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Δεν είμαι ο πρώτος που είχα καταθέσει μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση. Συμφωνώ με πολλά στοιχεία της πρότασης, αλλά δεν θα συμφωνήσω με τον όρο «επανατοποθέτηση». Απλούστατα, θα έλεγα ότι είναι η στιγμή να τοποθετήσουμε το Κυπριακό στην αρχική του βάση από την οποία ουσιαστικά δεν έχουμε ποτέ ξεφύγει. Πρέπει τώρα, Κύπρος και Ελλάδα, Λευκωσία και Αθήνα μαζί, πριν πάρει την πρωτοβουλία ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, να πούμε ότι η εμπειρία που είχαμε από τη στάση του Ντενκτάς μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η προσέγγιση προς επίλυση του θέματος έχει αποτύχει. Και δεν είναι δική μας ευθύνη που απέτυχε αυτή η προσέγγιση. Θα πρέπει λοιπόν, αν λειτουργήσει το θέμα, πρωτοβουλίες συζητήσεων για το Κυπριακό, να μιλήσουμε με κάποιες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις δεν είναι νέες, είναι προϋποθέσεις που πρέπει όμως να βάλουμε και να τους υπενθυμίσουμε.

Προϋπόθεση πρώτη ότι μιλάμε για ένα πρόβλημα στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος είναι ένα ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος – μέλος του ΟΗΕ. Δεν μιλάμε λοιπόν και δεν υπάρχουν περιθώρια συζητήσεων, ούτε σκέψεων, ούτε ιδεών για διαμελισμό της Κύπρου. Είναι αντικαταστατικό ακόμα και στον ΟΗΕ να αντιμετωπίσει περίπτωση διαμελισμού ενός κράτους – μέλους του ΟΗΕ που είναι ανεξάρτητο. Γι΄ αυτό δεν μπορεί να υπάρχει ούτε σκέψη, ούτε άμεση ή έμμεση αναγνώριση του λεγόμενου ψευδοκράτους του Ντενκτάς. Ένα το κρατούμενο.

Δεύτερον: σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ίδιου του ΟΗΕ, τα στρατεύματα κατοχής, δηλαδή τα τουρκικά στρατεύματα, πρέπει να αποχωρήσουν. Αυτό δεν θα είναι συνέπεια μίας λύσης του Κυπριακού, θα είναι προϋπόθεση για ν΄ ανοίξει η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Και σ΄ αυτό πρέπει να επιμείνω. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μας ανοίγει το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται ότι η Βόρειος Κύπρος κατέχεται από τουρκικά στρατεύματα και είναι τα τουρκικά στρατεύματα που διοικούν αυτή την περιοχή. Θα πρέπει λοιπόν να επιμείνουμε στο σημείο αυτό.

Τρίτο σημείο – εγώ προσωπικά επιμένω πολύ – Να φύγουν οι έποικοι από την Κύπρο, πολύ απλά. Ο εποικισμός της Κύπρου ήταν μία δεινή αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης σε παραβίαση κάποιων κανόνων του διεθνούς δικαίου. Να επιμείνουμε, όχι ως στοιχείο της επίλυσης του Κυπριακού αλλά ως προϋπόθεση για να προχωρήσουμε στην επίλυση.

Τέταρτο σημείο: σήμερα η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος – μέλος του ΟΗΕ – επιμένω σ΄ αυτή την έκφραση – δεν μπορεί λοιπόν σε αυτό το κράτος, που είναι μάλιστα και υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μην υπάρχουν συνθήκες ατομικών ελευθεριών. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου πρέπει να υπάρχουν και να είναι σεβαστά και στην Κύπρο. Και αυτά συμπεριλαμβάνουν το δικαίωμα του πολίτη της Κύπρου να έχει πρόσβαση στην περιουσία του, να μετακινείται όπου θέλει να μετακινηθεί μέσα στην Κύπρο, να εργάζεται εκεί που θέλει να εργασθεί. Αυτά είναι δικαιώματα που απορρέουν από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει δικαιώσει.

Αν αυτά τα τέσσερα στοιχεία είναι τα στοιχεία όχι της επανατοποθέτησης αλλά της υπενθύμισης προς τη διεθνή κοινότητα ότι είναι προϋποθέσεις για να προχωρήσει, νομίζω ότι θα βρεθούν οι άλλοι σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν αναφέρονται αυτά διότι δεν υπάρχει κίνηση από τη μεριά του Ελληνισμού γι΄ αυτά.

Έχω κάνει μία πρόταση και θέλω να την υπενθυμίσω σ΄ εσάς ζητώντας και τη δική σας τη βοήθεια για να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Έχω ζητήσει, πριν από τις διακοπές της Βουλής, να γίνει μία κοινή συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της ελληνικής Βουλής και της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου της Κύπρου για να συζητήσουμε, κεκλεισμένων των θυρών, τα θέματα αυτά και τις πρωτοβουλίες του Ελληνισμού πριν έρθει το Φθινόπωρο, πριν έρθουν οι νέες πρωτοβουλίες, για να μπορέσουμε από κοινού ν΄ αντισταθούμε. Και θα πρέπει να ενισχύσουμε τις δύο Κυβερνήσεις της Λευκωσίας και της Αθήνας να βγούνε με τις δικές τους πρωτοβουλίες και θέσεις και ν΄ αποφύγουμε την παγίδα. Ποιά είναι η παγίδα; Η παγίδα είναι: «Θέλετε να μπεί η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Θα μπει αλλά, πριν μπει, θα πρέπει να λυθεί το Κυπριακό. Και μία κακή λύση επί του παρόντος είναι, εν πάσει περιπτώσει, μία ρεαλιστική λύση και όταν μπείτε στην Ε.Ε. τα βλέπουμε ξανά.» Αυτή είναι η παγίδα.

Εμείς πρέπει να πούμε ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να βασίζεται σε ορισμένες αρχές τις οποίες μπορούμε και πρέπει να επιδιώξουμε, αν λειτουργήσουμε συντονισμένα και αποφασισμένα. Η αποφασιστικότητα είναι το ζητούμενο αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι ο λαός την έχει, αρκεί και οι πολιτικές ηγεσίες να πάρουν αυτό το μήνυμα και να προχωρήσουμε μπροστά γι΄ αυτή την πρωτοβουλία.

Ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn