Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο προετοιμασίας, για το 4ο Συνέδριό του. Το Συνέδριο αυτό δεν αφορά μόνον τα στελέχη του Κινήματος. Το Συνέδριο αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός για το μέλλον της χώρας και αφορά άμεσα την ελληνική κοινωνία. Σκοπός του Συνεδρίου είναι, πέρα από τις κομματικές διαδικασίες, να ξεκινήσει έναν ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία. Ένα διάλογο που θα συνδυάσει τους προβληματισμούς και τις τοποθετήσεις των πολιτικών με τα ερεθίσματα όλων των πολιτών, ώστε να γίνει το 4o Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ένα πολιτικό γεγονός για ολόκληρη την Ελλάδα.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται από τον Έλληνα πολίτη είναι τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Ποιό είναι το μέλλον και η προοπτική της χώρας; Μπορεί να ελπίζει ο πολίτης σε ένα μέλλον όπου τα πράγματα θα είναι καλύτερα; Μπορεί να προσβλέπει σε μια κοινωνία που θα εξασφαλίσει απασχόληση για όλους και που θα πραγματοποιεί δίκαιη κατανομή του Εθνικού εισοδήματος και του Εθνικού πλούτου; Μπορεί να πρoσβλέπει σε μία Ελλάδα ισχυρή, που θα μπορέσει, μέσα από τη δική της αποτρεπτική και αμυντική δύναμη, να είναι μία χώρα σεβαστή στην περιοχή και παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή; Μπορεί να αντικρίσει, με άλλα λόγια, το μέλλον με αισιοδοξία; Γιατί υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα; Γιατί αισθανόμαστε όλοι μας ότι κάποια πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει αλλάξει, προς ποία κατεύθυνση και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε για να επηρεάσουμε αυτή την πορεία.
Το δεύτερο ερώτημα είναι: ποιά η σημασία του πολιτικού βίου για το μέλλον της χώρας μας; Υπάρχουν πολιτικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα; Εξακολουθεί να έχει σημασία η ενασχόληση των πολιτών με την πολιτική ζωή του τόπου και η στήριξη κομμάτων που τους εκφράζουν πολιτικά; “Η, όπως λένε μερικοί, έχει τελειώσει η εποχή των πολιτικών κομμάτων και των ιδεολογιών και η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους πολιτικούς είναι αν ο ένας είναι λίγο πιο ωραίος ή πιο άσχημος από τον άλλο, ή αν είναι λίγο καλύτερος ή χειρότερος διαχειριστής των κοινών; Αυτά είναι τα ερωτήματα που μπαίνουν και είναι καθήκον ενός πολιτικού να απαντήσει σ” αυτά με σαφήνεια και με απλά λόγια.
Ζούμε σε μια νέα εποχή. Σ” αυτή τη νέα εποχή που διανύουμε, υπάρχουν ορατοί κίνδυνοι αλλά και ανεπανάληπτες ευκαιρίες για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Ο ελληνικός λαός θα πρέπει να αδράξει αυτές τις ευκαιρίες και να μετατρέψει τη μεταβατική αυτή εποχή σε μία χρυσή εποχή για την Ελλάδα. Ο Ελληνισμός μπορεί και πρέπει να παίξει τον καθοριστικό και καταλυτικό του ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, ώστε να γίνει η Ελλάδα κέντρο πολιτικών, οικονομικών, και πολιτιστικών δραστηριοτήτων που καλύπτουν την ευρύτερη περιοχή. “Εναν ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε μέσα στους αιώνες, αλλά που διακόπηκε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Εξαρτάται από εμάς, την ελληνική κοινωνία, η αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας, η υλοποίηση αυτού του οράματος.
Για να πραγματοποιηθεί αυτό το όραμα, για να αξιοποιηθούν αυτές οι ευκαιρίες, χρειάζεται ένα προοδευτικό, ριζοσπαστικό, πατριωτικό, πολιτικό κίνημα, χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ. Με άλλα λόγια και το ΠΑΣΟΚ, αν δεν είχε ιδρυθεί στο παρελθόν, θα έπρεπε να το ιδρύσουμε τώρα, γιατί ο τόπος χρειάζεται ένα δυνατό, πατριωτικό, προοδευτικό κίνημα. Υπάρχουν βασικές διαφορές στο πολιτικό φάσμα του τόπου, ανάμεσα στις συντηρητικές αντιλήψεις και στις προοδευτικές αντιλήψεις. Πάντοτε, στις δημοκρατίες υπάρχουν και υπήρχαν διαφορετικές απόψεις. Πάντοτε, ομάδες ατόμων προσέγγιζαν τα πράγματα με μία συντηρητική διάθεση. Και πάντοτε, ομάδες της κοινωνίας έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά, με μια διάθεση βελτίωσης, μεταρρύθμισης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτές οι διαφορές, υπάρχουν και σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι ο νεοσυντηρητισμός, τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει καθαιρέσει την ιδεολογική ηγεμονία της προοδευτικής παράταξης. Ο νεοσυντηρητισμός μπήκε στην πολιτική ζωή, στην οικονομική ζωή σαν το αποκλειστικό δόγμα λειτουργίας της κοινωνίας. Ο νεοσυντηρητισμός όμως, η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει κλείσει τον κύκλο της στις χώρες της Ευρώπης. Ο μύθος αυτός έχει πλέον καταρρεύσει. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έλύσε τα προβλήματα του πολίτη στον κόσμο, δεν έλυσε το πρόβλημα της κοινωνίας των δύο τρίτων, δεν έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, δεν έλυσε το πρόβλημα της διανομής του πλούτου και του εισοδήματος, δεν έλυσε το πρόβλημα των νέων, δεν έλυσε το πρόβλημα της ποιότητας ζωής. Σήμερα, η Ευρώπη βιώνει την αναγέννηση της προοδευτικής πολιτικής πρότασης, και είναι καιρός και στην Ελλάδα να προχωρήσουμε σε μια πολιτική πρόταση η οποία θα είναι σύγχρονη και θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβλήματα του πολίτη.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και οι σύγχρονες τεχνολογίες ωθούν τα έθνη να συνεργαστούν μεταξύ τους σε μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα. Κάτι τέτοιο έγινε στη Βόρεια Αμερική, όπου υπάρχει η κοινή αγορά των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Ο οικονομικός αυτός πόλος είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ανταγωνιστικά τα δύο άλλα οικονομικά συγκροτήματα, της Ευρωπαϊκής “Ενωσης και της Ανατολικής Ασίας, με κυρίαρχη δύναμη εκεί την Ιαπωνία. Τα κράτη-έθνη λειτουργούν μέσα στα τρία αυτά μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, ενώ ταυτόχρονα αυτά τα συγκροτήματα ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους. Σ” αυτή την πραγματικότητα συμμετέχει και η Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Αν η Ελλάδα ήταν γεωγραφικά τοποθετημένη κάπου αλλού, αν η Ελλάδα ήταν κοντά στην Πορτογαλία ή κοντά στην Ολλανδία ή το Βέλγιο, τότε το θέμα θα ήταν πιο απλό. Το μέλλον της Ελλάδας, θα ήταν ταυτόσημο με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής “Ενωσης.
Η Ελλάδα όμως, που είναι μέλος της Ευρώπης, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά, είναι ταυτόχρονα γεωγραφικά τοποθετημένη σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι: την Νοτιοανατολική Ευρώπη, το μεγάλο ιστορικό σταυροδρόμι, ανάμεσα στο βορρά και το νότο, στην ανατολή και τη δύση. Το σταυροδρόμι αυτό, από το οποίο περνούν εμπορεύματα, άτομα και ιδέες, είναι ένα ανήσυχο σταυροδρόμι που βρισκόταν πάντοτε σε μια κατάσταση αστάθειας. Το γεγονός λοιπόν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα Βαλκάνια της δίνει μία ιδιαιτερότητα. Τα Βαλκάνια είναι μία περιοχή όπου γίνονται προσπάθειες άσκησης επιρροής από άλλες δυνάμεις, με στόχο να ελέγξουν αυτό το σταυροδρόμι. Η συμβολή του Ελληνισμού ήταν ακριβώς ότι, όντας σε αυτό το σταυροδρόμι, μέσα στη μεγάλη μεταφορά εμπορευμάτων και ιδεών, δημιούργησε μία ιδιαιτερότητα, τον ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο διέδωσε στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Με τη λήξη του ψυχρού πολέμου, η Ελλάδα ξαναποκτά την ενδοχώρα της στα Βαλκάνια και βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να ξαναπαίξει τον ιστορικό της ρόλο.
Στην ιστορική σημασία της Βαλκανικής προστίθεται τώρα και ένας άλλος παράγοντας που έχει ιδιαίτερη σημασία, και διαμορφώνει τα προβλήματα και τις προοπτικές της χώρας μας. Ο παράγοντας αυτός αφορά την εκμετάλλευση του πετρελαίου. Ο μοντέρνος πολιτισμός στηρίζεται στην ενέργεια. Η ανάπτυξη της Ευρώπης και της Αμερικής, εξαρτάται, σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, από την εισαγωγή ενέργειας από άλλες χώρες. Τα ενεργειακά αποθέματα βρίσκονται στην Μέση Ανατολή, αλλά και σε χώρες της τέως Σοβιετικής “Ενωσης γύρω από την Κασπία Θάλασσα. Ο ανταγωνισμός, στο μέλλον, θα εστιάζεται στο ποιος θα έχει πρόσβαση σ” αυτές τις πηγές ενέργειας και πώς αυτές οι πηγές, δηλαδή το πετρέλαιο θα μεταφερθεί με ασφαλή τρόπο στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στην Τσετσενία έχουν βαθιά οικονομικά αίτια, που ανάγονται στον ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων αλλά και στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών επιχειρήσεων για την πρόσβαση σε αυτές τις πηγές ενέργειας και τη μεταφορά τους, με πετρελαιαγωγούς, στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι κοσμογονικές αυτές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή μας δίνουν στην Ελλάδα, την Κύπρο και στις γειτονικές χώρες μια ιδιαίτερη γεωστρατιωτική σημασία. Είναι γνωστό ότι η διάλυση της τέως Γιουγκοσλαβίας δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε εσωτερικούς παράγοντες: αλλά και σε συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεων και χωρών έξω από τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα, ενώ είναι χώρα της Ε.Ε, βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα στο παιχνίδι των ζωνών επιρροής στα Βαλκάνια. Σ” αυτό το παιχνίδι ανταγωνίζονται πολλές δυνάμεις, όπως π.χ. οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, άλλοτε ενωμένες, στα πλαίσια της κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. και άλλοτε σε αντίθεση αναμεταξύ τους. Είναι άλλη η γερμανική, άλλη η γαλλική και άλλη η αγγλική πολιτική για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Πέρα από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, είναι επίσης εμφανέστατη η οικονομική πολιτική, και στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ, οι οποίες ενδιαφέρονται για την πρόσβαση και τον έλεγχο των πηγών ενέργειας. Πηγές που είναι σημαντικές και για τις δικές τους εταιρείες και για την κατανάλωση ενέργειας στην Αμερική. Τέλος, η Ρωσία είναι μία δύναμη που παραδοσιακά ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στην περιοχή. Μπορεί βέβαια, να μην παίζει ενεργό ρόλο, αλλά στα επόμενα χρόνια και όταν θα τελειώσει η ανασυγκρότηση της χώρας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ρωσία θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην περιοχή.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θα πρέπει να εξετάσει κανείς την εξωτερική και την αμυντική πολιτική της Ελλάδας, καθώς και το ρόλο της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μία άποψη είναι ότι η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα από μόνη της θα λύσει όλα τα προβλήματα και θα παρέχει την αναγκαία προστασία, μέσα στα πλαίσια μιας αποκλειστικά ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι όμως μεγάλη πλάνη να πιστέψει κανείς ότι το θέμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας, τα θέματα των εθνικών μας δικαιωμάτων θα λυθούν αυτόματα από την πολιτική της Ε.Ε.. Γιατί τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, δεν είναι πιθανόν η Ευρωπαϊκή “Ενωση να έχει μία ενιαία πολιτική στα Βαλκάνια. Υπάρχουν αντιθέσεις και αντιφάσεις μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Η Ελλάδα θα πρέπει να περάσει την δική της εθνική πολιτική μέσα στην Ε.Ε., θα πρέπει να κινηθεί σύμφωνα με τους όρους των ανταγωνισμών και των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα στην Ε.Ε., αλλά δε θα μπορέσει να στηριχθεί αποκλειστικά σε αυτή. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει τη δική της, αυτοδύναμη, ελληνική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Οι ευκαιρίες είναι πολλές. Η Ελλάδα για πρώτη φορά μετά το 1945 αποκτά ξανά τη φυσιολογική της πολιτική και οικονομική ενδοχώρα: τα Βαλκάνια. Δεκαετίες πριν, οι “Ελληνες, όπως π.χ. οι έμποροι της Πάτρας, είχανε περισσότερη επαφή με τα Βαλκάνια, με το Βουκουρέστι και τη Βιέννη, από ότι είχανε με τη Λισσαβόνα, το Παρίσι ή άλλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Αυτός ο ιστορικός οικονομικός χώρος επανέρχεται στην Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να εκμεταλλευθεί την ιδιότητά της ως μέλος της Ε.Ε. , προκειμένου να γίνει ένα κέντρο ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών για την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική συνεργασία της Βαλκανικής ενδοχώρας. Οι ευκαιρίες υπάρχουν και εξαρτάται από την ελληνική κοινωνία, από το ελληνικό κράτος και από τους ιδιωτικούς φορείς, πώς, σε συνεργασία μεταξύ τους, θα κινηθούν ταχύτατα για να μπορέσουν να καταστήσουν την Ελλάδα έναν καταλυτικό παράγοντα στη νέα εποχή που ανατέλλει στα Βαλκάνια. Τα Βαλκάνια αφού ξεπεράσουν τη σημερινή τους κρίση, θα αποτελέσουν μία δυναμική αγορά που σιγά σιγά θα ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Ελλάδα θα μπορεί, τότε, να παίξει το ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στα Βαλκάνια και την Ενωμένη Ευρώπη. Τέλος, η βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων της χώρας με όλες τις Βαλκανικές χώρες έχει ανοίξει τον δρόμο προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του θέματος των Σκοπίων πρέπει να γίνουν, με τρόπο που να δικαιώνει τις εθνικές μας αξιώσεις, και με το πέρας τους, θα δώσουν το έναυσμα για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ένα σοβαρό περιφερειακό παίχτη.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι προς Βορρά, δεν είναι προς τα Βαλκάνια. Το πρόβλημα της Ελλάδας πηγάζει από την Τουρκία. Υπάρχει μέσα στο ίδιο το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της Τουρκίας μία εγγενής επεκτατική τάση. Ο Τουρκικός επεκτατισμός είναι βαθύτατα ριζωμένος μέσα στην Κεμαλική ιδεολογία και θα ήταν ασυγχώρητο λάθος για την Ελλάδα να κλείσει τα μάτια στην επεκτατική πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία από τις αρχές αυτού του αιώνα. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης στην δεκαετία του ’50, ο Ελληνισμός στην Ίμβρο και την Τένεδο, η κατοχή της Βόρειας Κύπρου από τουρκικά στρατεύματα και, τέλος, οι καθημερινές προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο αποτελούν απτά παραδείγματα τουρκικού επεκτατισμού. Η τουρκική επιθετικότητα είναι δεδομένη και ούτε οι καλοί τρόποι ούτε ο διάλογος θα μπορέσουν να αλλάξουν τη βαθιά ριζωμένη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.
Η χώρα μας θα πρέπει να μεταφέρει στην Τουρκία και προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα: Ο ελληνικός λαός δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει μπροστά σε τίποτα. Ο ελληνικός λαός είναι αποφασισμένος να στηρίξει ισχυρές “Ενοπλες Δυνάμεις, όχι για να κάνουν πόλεμο, αλλά για να αποτρέψουν τυχοδιωκτισμούς από την πλευρά της Τουρκίας. Ο ελληνικός λαός, αν χρειαστεί, είναι έτοιμος να πολεμήσει για την εθνική του ανεξαρτησία. “Οταν περάσει αυτό το μήνυμα, με αξιόπιστο τρόπο, τότε θα αρχίσει να γίνεται μια αναθεώρηση της θέσης και της στρατηγικής της Τουρκίας. Με μία τέτοια στρατηγική η Τουρκία θα καταλάβει ότι, αν αλλάξει τη συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα, μπορεί να προσεγγίσει την Ευρώπη. Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις σειρήνες αυτής της συγκυρίας που μιλάνε για διάλογο εφ” όλης της ύλης. Η Ελλάδα δεν έχει να συζητήσει τίποτα με την Τουρκία. Η μόνη απαίτηση της χώρας μας από την Τουρκία είναι να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς Συνθήκες, και τα εθνικά μας δικαιώματα. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να κάνει διάλογο εφ” όλης της ύλης, πάνω σε αξιώσεις της Τουρκίας η οποία σαφέστατα έχει πρόγραμμα αφελληνισμού της Κύπρου και διχοτόμησης του Αιγαίου.
Οι παραπάνω ευκαιρίες και τα προβλήματα διαμορφώνουν τη βάση για μια εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ελλάδας, που είναι και τολμηρή και εφικτή. Η Ελλάδα θα προχωρήσει ως μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο άνοιγμα προς τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Στόχος της χώρας μας πρέπει να είναι η αμυντική και οικονομική δικτύωση με όλες αυτές τις χώρες, αλλά και η αυστηρή και σταθερή στάση απέναντι στην Τουρκία. Υπάρχουν
πολλές χώρες που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την πολιτική της Τουρκίας και πολλές χώρες στην ευρύτερη περιφέρεια έχουν προβλήματα με την Τουρκία. Η Ελλάδα θα μπορούσε, αξιοποιώντας αυτή την συγκυρία, να αναπτύξει ένα δυνατό κλοιό που θα πιέσει την Τουρκία να υποχωρήσει από τις επιθετικές της αξιώσεις.
Η καινούργια εποχή, των ανοιχτών οριζόντων και των νέων αγορών, είναι μία εποχή που δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις ανάπτυξης για την Ελλάδα. Αν η χώρα μας εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, τα επόμενα χρόνια, θα επιτύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Πέρα από τις παραδοσιακές αγορές που έχει η Ελλάδα προς την Ευρώπη και την Αμερική, ανοίγονται καινούργιες αγορές στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Στα επόμενα δέκα χρόνια, στην περιοχή των Βαλκανίων θα συμβούν μεγάλες ανακατατάξεις. Ο μεγάλος όγκος των εμπορευμάτων που θα προέρχεται από την Φινλανδία και θα κατευθύνεται προς τη Βόρεια Αφρική, θα περνάει μέσα από την Ελλάδα. Θα περνάει από τη Δυτική Ευρώπη, την Εγνατία Οδό και θα κατευθύνεται προς τις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής “Ενωσης. Η Ελλάδα θα μετατραπεί, έτσι, σε ένα μεγάλο κέντρο δια-μετακομιστικού εμπορίου. “Ολα αυτά αφορούν ιδιαίτερα το μέλλον της Πάτρας. Εάν η χώρα μας εκμεταλλευθεί αυτές τις ευκαιρίες, εάν αναπτύξει ταχύτατα την υποδομή στις μεταφορές, στις επικοινωνίες, στην ανάπτυξη εμπορευματικών κέντρων, εάν δώσει τα κατάλληλα κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα να αξιοποιήσει τις νέες αγορές, τότε, τις επόμενες δεκαετίες, η Ελλάδα θα μπορέσει να περιληφθεί στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε.
Η αισιόδοξη αυτή προοπτική, βέβαια, διαφέρει από τη σημερινή πραγματικότητα. Το πρόγραμμα σταθεροποίησης δημιουργεί πραγματικά προβλήματα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, στους συνταξιούχους, στους μισθωτούς, στους αγρότες και στους μικρομεσαίους. “Εχει περάσει, λανθασμένα, στον τόπο μας, αλλά και σε πολλές χώρες, η αντίληψη ότι μία περίοδος σταθεροποίησης και λιτότητας είναι ο προάγγελος της ανάπτυξης. Αυτή είναι μια λανθασμένη άποψη, που έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο πολλές χώρες στη Λατινική Αμερική αλλά και στην Ευρώπη. Σταθεροποίηση, κοινωνική πολιτική και ανάπτυξη είναι έννοιες αλληλένδετες. Σήμερα, η χώρα μας προσπαθεί να συγκλίνει στους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ, μέσα από ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα, χωρίς να ασκεί ταυτόχρονα μια αναπτυξιακή πολιτική και μία τολμηρή κοινωνική πολιτική. Ποια είναι η σταθεροποιητική πολιτική που πηγάζει από τους όρους του Μάαστριχτ; Η πολιτική αυτή ορθά υποστηρίζει ότι πρέπει να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός και να μειωθούν τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα. Αυτή η προσέγγιση δε βρίσκει κανέναν αντίθετο. Από την άλλη, όμως, αυτή η πολιτική δεν υποστηρίζει ότι θα πρέπει να ανασταλεί κάθε προσπάθεια ανάπτυξης και επενδύσεων, ούτε ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε, αν θέλουμε, κοινωνική, αναδιανεμητική πολιτική. Ταυτόχρονα με την σταθεροποιητική πολιτική μπορεί η χώρα μας να προχωρήσει σε μία αναπτυξιακή πολιτική. Αλλά για να εφαρμοστεί μία αναπτυξιακή πολιτική, χρειάζονται πόροι.
Σήμερα, η χώρα μας αντιμετωπίζει ένα παράδοξο. Οι αναπτυξιακοί πόροι υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να διατεθούν. Υπάρχει πλεόνασμα αναπτυξιακών πόρων γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη απορροφητικότητα. Μία χώρα που έχει πόρους για ανάπτυξη και δεν μπορεί να τους διαθέσει, μια χώρα που διαθέτει εργατικό δυναμικό υψηλής ποιότητας, μία χώρα που έχει επιστημονικό προσωπικό υψηλής στάθμης, που συνήθως, σταδιοδρομεί επιτυχέστατα στο εξωτερικό, μία χώρα που χαρακτηρίζεται από την πρωτοβουλία και την τολμηρότητα του επιχειρηματικού της κόσμου, αδυνατεί να συνδυάσει όλους αυτούς τους παράγοντες. Χρήμα, επιχειρηματικότητα, επιστημονικότητα και εργατικότητα ισοδυναμούν με ανάπτυξη. Η ευθύνη είναι δική μας. Και εδώ τίθεται ένα πολιτικό θέμα.
Η ανάπτυξη χρειάζεται μια προοδευτική πολιτική πρόταση. “Ενα προοδευτικό κόμμα που θα είναι πραγματικά κόμμα αναπτυξιακό. που θα μπορέσει να σπάσει τα προπύργια της αντίστασης στις νέες εποχές και στην πορεία της ανάπτυξης και να φέρει μαζί σε συνεργασία, κράτος, επιχειρηματίες, εργαζόμενους, νέες ιδέες. “Ενα κόμμα που θα συγκροτήσει, μέσα στην Κοινωνία, ένα νέο αναπτυξιακό μέτωπο, που θα βάλει τη χώρα να δουλέψει ξανά. Ο πολίτης αυτό ζητάει από τα κόμματα. Ο “Ελληνας πολίτης ζητάει δουλειά, ζητάει προοπτική και αυτό αποτελεί τη σημερινή πρόκληση προς τους πολιτικούς και τα κόμματα. Όταν υπάρχουν τα χρήματα, όταν υπάρχει η διάθεση, όταν υπάρχει το υλικό, πώς πρέπει να οργανωθεί η σημερινή κοινωνία, ώστε να προχωρήσει με υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς μπροστά; Η νέα προοδευτική πρόταση πρέπει να στηρίζεται στην πρόταση της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου αναπτυξιακού μετώπου που θα βγάλει τον τόπο από την υπανάπτυξη και θα τον οδηγήσει, θαρραλέα και ταχύτατα προς τα μπρος. Οι ευκαιρίες υπάρχουν, η θέληση υπάρχει, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει.
Είναι πλάνη να πιστέψει κανείς ότι η κοινωνική πολιτική θα γίνει από το πλεόνασμα πόρων. Ακούγεται συχνά στην σύγχρονη εποχή μας ότι η θέληση για μια κοινωνική πολιτική υπάρχει, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για την εφαρμογή της. Αυτό είναι πλάνη. Η κοινωνική πολιτική σε όλες τις εποχές, σε όλες τις χώρες, δεν έγινε από το οικονομικό πλεόνασμα. Δεν υπήρξε ποτέ πλεόνασμα γιατί πάντα θέλαμε να έχουμε κάτι περισσότερο από ό,τι είχαμε. Η κοινωνική πολιτική πραγματοποιείται μέσα από την αναδιανομή του Εθνικού εισοδήματος και του εθνικού πλούτου.
“Ενας ορατός κίνδυνος, όμως, διαγράφεται στον ορίζοντα. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα υπήρχαν φτωχοί, αλλά η προσδοκία της βελτίωσης της κατάστασης τους ήταν υπαρκτή. Η ελληνική οικογένεια πρόσβλεπε σε ένα καλύτερο αύριο. Το εθνικό εισόδημα αυξανόταν και όσο άδικη και αν ήταν η διανομή του Εθνικού Εισοδήματος, υπήρχε μία σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων: των αγροτών, των μικρομεσαίων, των μισθωτών και των συνταξιούχων. Τα τελευταία χρόνια, αυτό άλλαξε. Έγινε μια αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος πολλών κοινωνικών τάξεων, με αποτέλεσμα να προχωράμε τώρα σε μία Ελλάδα όπου ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας, περιθωριοποιείται οικονομικά και η φτώχεια αρχίζει να μαστίζει τον τόπο. Παράλληλα, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στη χώρα μας υπερβολικά πλούσιες οικογένειες που δεν φορολογούνται. Συνεπώς, η τολμηρή πολιτική πρόταση που ένα προοδευτικό κίνημα πρέπει να τονίσει και να τολμήσει να υλοποιήσει είναι ότι θα κάνει κοινωνική πολιτική μέσα από μια αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και του εθνικού πλούτου. Οι δημοκρατίες δεν λειτουργούν όταν υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, όταν υπάρχουν συνταξιούχοι που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους και όταν ταυτόχρονα χτίζονται υπερπολυτελείς αφορολόγητες βίλες δισεκατομμυρίων μέσα στην ίδια πόλη. Χρειαζόμαστε κοινωνική πολιτική.
Η διέξοδος από τα σημερινά προβλήματα συνοψίζεται σε μία πολιτική πρόταση, στη φυσιογνωμία ενός κόμματος που δίνει προτεραιότητα πρώτα από όλα στο πατριωτικό στοιχείο. Σε μία εξωτερική πολιτική που είναι ξεκάθαρη, τολμηρή, αλλά και ρεαλιστική. Δεύτερον, σε μία πολιτική σταθεροποίησης της οικονομίας στα πλαίσια του Μάαστριχτ αλλά μιας σταθεροποίησης που δεν αναιρεί την ανάπτυξη και την κοινωνική πολιτική. Σε ένα κόμμα, με άλλα λόγια, που μπορεί να ονομάζεται κόμμα αναπτυξιακό, γιατί συσπειρώνει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας σε νέο ρυθμό αύξησης της παραγωγής, σε νέους κλάδους της παραγωγής. Και τέλος, σε ένα κόμμα που τολμά να κάνει κοινωνική πολιτική, όχι στην άλλη ζωή, μετά από δεκαετίες, αλλά τώρα, μέσα από αναδιανομή του εθνικού μας εισοδήματος.
Αυτός είναι και ο ρόλος ενός νέου, ενός προοδευτικού κινήματος στην Ελλάδα. Και πιστεύω ότι το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, τον επόμενο μήνα, έχει χρέος να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. “Εχει χρέος να πει στον “Ελληνα πολίτη ότι υπάρχει αισιοδοξία, ότι υπάρχει απόφαση από όλους εμάς, μαζί να προχωρήσουμε μπροστά, σε μια Ελλάδα του μέλλοντος που θα παίξει τον ιστορικό της ρόλο σ” αυτή την περιοχή. Είναι ανάγκη να αδράξουμε τις ευκαιρίες που μας δίνει η ιστορική ευκαιρία. Να τολμήσουμε να αντισταθούμε στις απειλές, και να στηρίξουμε τα εθνικά μας δικαιώματα. Να πούμε στον πολίτη ότι μπορεί να βλέπει με αισιοδοξία το μέλλον .Και να τον καλέσουμε, όχι να κάνει θαύματα, αλλά να δουλέψουμε όλοι μαζί στα πλαίσια μιας νέας αναπτυξιακής πολιτικής, που έχει, όμως, έντονα κοινωνικό χαρακτήρα, χαρακτήρα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πιστεύω ότι θα καταφέρουμε αυτό το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ να είναι ένα σημαντικό συνέδριο πολιτικών θέσεων. Για να δείξουμε στον κόσμο ποιό είναι το ΠΑΣΟΚ που θέλουμε, ποιό είναι το ΠΑΣΟΚ που θα μπορέσει να απαντήσει στα προβλήματα των καιρών, στα προβλήματα του “Ελληνα πολίτη. Ξέρω ότι πέρα από τις πολιτικές θέσεις υπάρχουν και θέματα οργανωτικά και προβλήματα προσώπων. Είναι γεγονός ότι, μέσα από τα ΜΜΕ, έχει δοθεί μια υπερβολική σημασία σε θέματα οργανωτικά. Είναι θέματα σημαντικά αν θα έχουμε Αντιπρόεδρο, ποιόν θα έχουμε Αντιπρόεδρο, και τι θα κάνουμε με τις αλλαγές στο καταστατικό, αλλά η ουσία δεν είναι αυτή. Αυτές τις αλλαγές πρέπει να τις κάνουμε όχι με όρους προσωπικούς, αλλά για να εξυπηρετήσουμε συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Το μήνυμα που παίρνουμε από τη βάση είναι ένα μήνυμα ενότητας. Και αυτήν την ενότητα μπορούμε να την κερδίσουμε, μπορούμε να την κατακτήσουμε, όχι επικαλούμενοι την αξία της ενότητας, αλλά δουλεύοντας όλοι μαζί. Για μια νέα πλατφόρμα πολιτικών θέσεων, πάνω στην οποία όλοι θα συμφωνήσουμε, μια πλατφόρμα πολιτικών θέσεων που θα αναθερμάνει την ψυχή του “Ελληνα πολίτη, γιατί θα δώσει προοπτική και θα ξαναζωντανέψει το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της προόδου και της προοπτικής για τον τόπο.