Θέλω να ευχαριστήσω τον Αντώνη Κοτσακά και το «Ρεύμα Κοινωνικής Αριστεράς» για την πρόσκλησή του. Ομολογώ ότι την αποδέχθηκα με κάποιο δισταγμό. Από τη μια μεριά, δεν μπορούσα να πω όχι σε πρόσκληση διαλόγου, μια που εγώ ο ίδιος από το 1996 πιέζω για ένα υπεύθυνο πολιτικό διάλογο μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Ούτε θα μπορούσα να πω όχι σε μια ευκαιρία να συναντήσω παλαιούς συντρόφους και συντρόφισσες, που μας έχουν συνδέσει κοινοί αγώνες. Είχα όμως και έναν προβληματισμό.
Ο προβληματισμός μου είναι ότι, εγώ τουλάχιστον, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα – και θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής απέναντί σας – ότι το επερχόμενο Συνέδριο δεν θα έχει πολιτικό περιεχόμενο. Δεν υπάρχουν οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για να έχουμε ένα Συνέδριο πολιτικό, που θα αντιμετωπίσει υπεύθυνα τις πολιτικές μας εκκρεμότητες και τα πολιτικά ζητήματα. Φοβάμαι ότι θα είναι ένα Συνέδριο για τη νομή της εσωκομματικής εξουσίας και για θέματα που δεν αφορούν τον κόσμο που μας παρακολουθεί.
Για να έχουμε πολιτικό διάλογο πρέπει να έχουμε την τόλμη και την αποφασιστικότητα να ανοίξουμε θέματα που τα κρατάμε ερμητικά κλειστά, να μιλήσουμε για τα αίτια της στρατηγικής μας ήττας και να αναλάβουμε το μερίδιο των ευθυνών που μας αναλογεί. Και οι ευθύνες δεν είναι αόριστες. Οι ευθύνες έχουν συγκεκριμένες αναφορές σε πολιτικές, σε πρόσωπα και έχουν διευθύνσεις.
Δεν θα ήθελα, λοιπόν, η συμμετοχή μου σε αυτή την εκδήλωση να εκληφθεί ως επιδοκιμασία της διαδικασίας του πολιτικού διαλόγου για το 7ο Συνέδριο. Αποφάσισα να είμαι εδώ, σε μια συζήτηση που τη θεωρώ σημαντική, θα έλεγα αναγκαία, για τον μετα-συνεδριακό διάλογο, που, αργά ή γρήγορα, θα ανοίξει. Θεωρώ αυτή τη συζήτηση ως προθέρμανση γι΄ αυτά που θα ακολουθήσουν. Μη με ρωτήσετε πότε και πως – αλλά ο διάλογος θα γίνει. Και θα γίνει γιατί η ίδια η ζωή, η συσσώρευση των προβλημάτων θα ξεσηκώσει τον κόσμο που θα απαιτήσει να πάρουμε θέση απέναντι στα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Δύο μεγάλα προβλήματα ήδη αναφαίνονται: Η οικονομική κρίση και τα εθνικά θέματα.
Το 2001, στην Κεντρική Επιτροπή είχα μιλήσει και είχα πει ότι το 2005 θα έχουμε οικονομική ύφεση και κρίση, αν δεν παίρναμε τότε τολμηρά μέτρα μεταρρύθμισης και ανάπτυξης. Και έκανα και συγκεκριμένες προτάσεις για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Δεν προχωρήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ είμαστε τώρα
Και την καλύτερη πολιτική να ακολουθήσει η χώρα τώρα, τα επόμενα 3-4 χρόνια θα είναι χρόνια οικονομικής ύφεσης και ανεργίας. Και για να μην χάσουμε ακόμα και άλλα 3-4 χρόνια, θα πρέπει από τώρα να ασχοληθούμε ουσιαστικά και σοβαρά με το θέμα της ανάπτυξης και της οικονομίας, όχι μέσα στο πλαίσιο των μακροοικονομικών δεδομένων και του Συμφώνου Σταθερότητας αλλά μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικής, κοινωνικής και ανθρώπινης ανάπτυξης.
Για τα εθνικά θέματα: Εθελοτυφλούμε εάν νομίζουμε ότι τα πράγματα θα μείνουν έτσι όπως είναι στην ευρύτερη περιοχή μας. Θα γίνουν κοσμογονικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας και η γεωπολιτική δυναμική της θα μεταβληθεί και θα αντιμετωπίσουμε σοβαρές δοκιμασίες. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες εξελίξεις; Είναι τελέσφορη η πολιτική που ακολουθήθηκε από το 1996 ή θα βρεθούμε απροετοίμαστοι ψυχολογικά, στρατιωτικά και πολιτικά; Τώρα πρέπει να γίνει επανεκτίμηση των θέσεών μας για να ετοιμαστούμε.
Αλλά δεν θα ήθελα να αναπτύξω περισσότερο αυτά τα θέματα, θέλω να είμαι και σύντομος και θα προχωρήσω στα τέσσερα θέματα που μας έβαλε ο εισηγητής. Θα μου επιτρέψετε να είμαι λίγο «προκλητικός».
Το πρώτο θέμα αναφέρεται στην ανάγκη να καταστήσουμε σαφείς τις πολιτικές και ιδεολογικές οριογραμμές μας έναντι των δυνάμεων της συντήρησης και του νεοφιλελευθερισμού. Βεβαίως, να προσδιορίσουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο συντηρητισμό και το νεο-φιλελευθερισμό. Προσοχή, άλλο συντηρητισμός άλλο νέο-φιλελευθερισμός. Ο συντηρητισμός εκφράζεται από κοινωνικές ομάδες που έχουν βολευθεί στη σημερινή παθολογική κατάσταση και δεν θέλουν αλλαγές. Ο συντηρητισμός υπάρχει μέσα στην κοινωνία μας, υπάρχει σε όλα τα κόμματα και στο δικό μας το κόμμα, ίσως τον τελευταίο καιρό εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση. Είναι οι δυνάμεις που αντιστάθηκαν σε μεταρρυθμίσεις, σε αλλαγές που είχε ανάγκη ο τόπος, αλλαγές όμως που είχαν αυξημένο κόστος στις μικρές ομάδες της συντήρησης και μεγάλο αλλά διάχυτο όφελος μακροχρόνια στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Ο νεο-φιλελευθερισμός πρεσβεύει ότι πρέπει να διευρυνθεί η οικονομία της αγοράς, να διευρυνθεί και να κατακτήσει χώρους που παραδοσιακά ανήκουν στο χώρο της πολιτικής δημοκρατίας. Μην μπερδεύουμε την έννοια της ανταγωνιστικότητας της αγοράς και τον νεο-φιλελευθερισμό. Όλοι μας αποδεχόμαστε ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής και διανομής προϊόντων και υπηρεσιών λειτουργεί με βάση τον ανταγωνισμό και τους κανόνες της αγοράς. Ο νεο-φιλελευθερισμός όμως, ζητά την επέκταση της λειτουργίας της αγοράς σε χώρους που εμείς, οι σοσιαλιστές, πιστεύουμε ότι είναι χώροι που ανήκουν στην πολιτική δημοκρατία, όπου τα ζητήματα λύνονται πολιτικά, δηλαδή «ένα άτομο – μία ψήφος», σε αντίθεση με τους κανόνες της αγοράς, που τα ζητήματα αποφασίζονται είτε από τα ολιγοπώλια ή, στην καλύτερη εκδοχή, από την αρχή «ένα ευρώ – μια ψήφος». Ο κατ΄ εξοχήν χώρος διεκδίκησης είναι το κοινωνικό κράτος, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, η παιδεία και η υγεία και το ευρύτερο σύστημα πληροφόρησης.
Τώρα πού βρίσκεται αυτός ο συντηρητισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός; Εάν ο συντηρητισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός ήταν έξω από εμάς, το θέμα θα ήταν απλό. Αλλά, συντηρητισμός και νέο-φιλελευθερισμός υπάρχουν και μέσα στο ΠΑΣΟΚ και, εάν δεν το ξεκαθαρίσουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό διάλογο. Ο συντηρητισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός δεν μπορούν να συγκατοικήσουν μαζί μας μέσα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Είναι θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά και ιστορικά έξω από τη δική μας πολιτική θέση και πορεία. Άρα, το θέμα δεν είναι το ΠΑΣΟΚ και οι άλλοι του συντηρητισμού ή νέο-φιλελευθερισμού, αλλά το ξεκαθάρισμα που πρέπει να γίνει μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι η δική μου απάντηση στο πρώτο ερώτημα.
Θα πάρω το δεύτερο και το τρίτο θέμα μαζί γιατί αναφέρονται σε συναφή ζητήματα, δηλαδή στην ανάγκη προσδιορισμού των νέων κοινωνικών αντιστοιχήσεων και συμμαχιών του ΠΑΣΟΚ για την προοπτική διαμόρφωσης ενός πόλου προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων με βάση τις νέες κοινωνικές ανασυνθέσεις. Δεν μου αρέσει να ρωτάμε τους εαυτούς μας στο πλευρό ποίων τασσόμαστε, λες και υπάρχει αμφισβήτηση. Εάν δεν έχουμε κρίση ταυτότητας – και δεν πιστεύω ότι έχουμε – δεν τίθεται το ερώτημα. Είμαστε αυτοί που είμαστε. Μας ακολουθούν αυτοί που μας ακολουθούν γιατί έχουμε μια ιστορική πορεία, ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και μια πολιτική συνεννόηση αναμεταξύ μας.
Συνήθως λέγεται ότι άλλαξαν οι συνθήκες, μετατοπίστηκε η κοινωνία και κάτι πρέπει να γίνει με το ΠΑΣΟΚ. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Και αυτός ο μύθος είναι δόλιος. Πρώτα απ΄ όλα για τη μετατόπιση της κοινωνίας. Επειδή, λέει, η κοινωνία έχει αλλάξει, έχει μετατοπισθεί – φαντάζομαι προς τα δεξιά – πρέπει να μετατοπισθεί και το ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Αν πάρουμε την κοινωνία 20 χρόνια πριν και τη συγκρίνουμε με τη σημερινή, ποιες είναι οι συγκλονιστικές αλλαγές; Δεν έχουμε σήμερα μισθωτούς του δημόσιου, του ιδιωτικού τομέα και συνταξιούχους; στα ίδια περίπου ποσοστά στο σύνολο του πληθυσμού όπως και 20 χρόνια πριν; Δεν έχουμε τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, στα ίδια περίπου ποσοστά όπως πριν; Έχουν γίνει βέβαια και κάποιες αλλαγές. Έχει συρρικνωθεί σημαντικά ο αγροτικός πληθυσμός γιατί ένα τμήμα του πέρασε στο χώρο των υπηρεσιών, και αυτό εξηγεί τη σχετική αύξηση των μισθωτών στο σύνολο. Οι μεγαλύτερες αλλαγές έχουν γίνει μέσα στις ευρύτερες κατηγορίες. Έτσι, μέσα στο χώρο της επαγγελματικής και επιχειρηματικής τάξης έχουμε αρκετούς νεόπλουτους που όμως δεν πλούτισαν μέσα από την παραγωγική διαδικασία. Ήταν οι «τσαμπατζήδες» της αγοράς, οι επιτήδειοι του χρηματιστηρίου και οι κρατικοδίαιτοι.
Εγώ θα δεχθώ ότι αλλαγές έχουν γίνει και έχουν σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε για συνταρακτικές αλλαγές που διαμόρφωσαν μια «άλλη» κοινωνία. Και είναι τουλάχιστον φαιδρός ο ισχυρισμός ότι περάσαμε από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορικής και της γνώσης, λες και η Ελλάδα είχε κάποτε εκβιομηχανισθεί και τώρα απολαμβάνει τη μεταβιομηχανική εποχή έχοντας κατακτήσει τις νέες τεχνολογίες !!!
Το βασικό πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι αλλαγές στην κοινωνία, δεν είναι οι νέες κοινωνικές ανασυνδέσεις – και απαντώ έτσι στο δεύτερο και το τρίτο θέμα – το πρόβλημα είναι ότι οι πολίτες που είχαν πολιτικό λόγο και πολιτική δύναμη να προσδιορίζουν το πλαίσιο της διακυβέρνησης, οι μισθωτοί, οι μικρομεσαίοι, οι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι συνταξιούχοι, δεν έχουν τώρα πολιτική φωνή. Οι φορείς τους έχουν χάσει την πολιτική νομιμοποίησή τους. Εκεί είναι το πρόβλημα, και μ΄ αυτό πρέπει να ασχοληθούμε.
Αν δούμε όλη αυτή την κατάσταση που υπάρχει σήμερα, από την οικονομική κρίση μέχρι τα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται καθημερινά, τη σήψη, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, μπορούμε να σκεφθούμε έναν παράγοντα, μια πηγή του όλου «κακού»; Εγώ νομίζω ότι η ρίζα του κακού είναι αυτό που δεν τολμάμε να ονοματίσουμε. Η ρίζα του κακού είναι η ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης της χώρας. Ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης της χώρας σημαίνει ότι ο εντολέας λαός έχει χάσει την επιρροή του στη διαμόρφωση της πολιτικής του τόπου και η κυβερνητική πολιτική – και γενικά η διακυβέρνηση της χώρας που είναι όλο το πολιτικό σύστημα – διαμορφώνεται από ολιγάριθμες ομάδες πίεσης, διαπλοκής και συντεχνιών. Εδώ παίζουν ρόλο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που έχουν τελευταία φτάσει στο σημείο να καθορίζουν αυτά την πολιτική ατζέντα. Βέβαια, δεν λειτουργούν πάντα αυτόνομα. Ψάξετε τις ομάδες πίεσης στο παρασκήνιο.
Όταν λοιπόν έχει χαθεί ο έλεγχος και η διασύνδεση ανάμεσα στους εκλογείς και στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής, τι γίνεται; Ο κόσμος ο οποίος διαισθάνεται ότι δεν έχει πια ρόλο, αποσύρεται και παρακολουθεί παθητικά. Το σύστημα της διακυβέρνησης δέχεται τον εναγκαλισμό των ομάδων πίεσης που διαμορφώνουν, σε τελευταία ανάλυση, το πολιτικό κλίμα και την κατεύθυνση της διακυβέρνησης του τόπου. Στο παρελθόν δεν γινόταν αυτό.
Δεν γινόταν έτσι γιατί το εύρος της πολιτικής ατζέντας κάλυπτε τα οράματα, τις αξιώσεις του πολίτη ενώ το Κίνημα του διασφάλιζε τη συμμετοχή. Ο πολίτης είχε αίσθηση συμμετοχής στα μεγάλα πολιτικά θέματα, την εθνική συμφιλίωση, τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους, τον Δημοκρατικό Προγραμματισμό για την αποκεντρωμένη και αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη, τη διαχείριση των δημοσίων αγαθών, τον κοινωνικοποιημένο εκσυγχρονισμό του Δημόσιου Τομέα, την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Είχε την αίσθηση της παρουσίας και της στήριξης του Κράτους, με την ΑΤΑ, το ΕΣΥ, τον κοινωνικό μισθό, τα μέτρα στήριξης θεσμών των μικρομεσαίων και των αγροτών.
Ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς απέναντι σ΄ αυτές τις θέσεις, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο στενός δεσμός που υπήρχε ανάμεσα στον εντολέα και τον εντολοδόχο (της ηγεσίας του κόμματος και της κυβέρνησης) και ο υψηλός βαθμός αξιοπιστίας. Αυτή ήταν η συναρπαστική εποχή της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση του πλαισίου της διακυβέρνησης. Γι΄ αυτό έδωσε το παρόν στους πολιτικούς αγώνες.
Με τον καιρό, η πολιτική ατζέντα συρρικνώθηκε και αντικαταστάθηκε από το μύθο του μονόδρομου και της εκχώρησης πολιτικών θεμάτων στις δυνάμεις της αγοράς. Ο πολίτης, είτε είναι μισθωτός, αγρότης, επαγγελματίας, συνταξιούχος ή άνεργος, γνωρίζει ότι τα θέματα του δεν λύνονται στην πολιτική σκακιέρα, λύνονται στο πλαίσιο που διαμορφώνουν η αγορά, οι υπερεθνικοί οργανισμοί και οι διαπλεκόμενες δυνάμεις. Γι΄ αυτό ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος αποχώρησε από την πολιτική σκηνή.
Η συρρίκνωση της πολιτικής, η υποταγή στα κελεύσματα του νέο-φιλελευθερισμού οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης είναι η άλλη όψη του νομίσματος του νέο-φιλελευθερισμού. Όταν οι αρχές και οι κανόνες της αγοράς επεκτείνονται στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, στο χώρο των «δημοσίων αγαθών» και οι αξίες της αλληλεγγύης, της ισότητας των πολιτών, του χρέους προς το κοινωνικό σύνολο που διέπουν τις κοινωνικές μας σχέσεις υποκαθίστανται από τον άκρατο ατομικισμό, τον τυφλό ανταγωνισμό, την προσωπική προβολή και ανάδειξη και το χρήμα, περνάμε εύκολα από την οικονομία της αγοράς στην κοινωνία της αγοράς. Αυτό έχει σε ένα μεγάλο βαθμό επιτελεσθεί. Και ιδού το αποτέλεσμα
Σκάνδαλα, διαφθορά, διαπλοκή, εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα διακυβέρνησης.
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού δεν καταστρέφει μόνο την ποιότητα της διακυβέρνησης, αλλά δημιουργεί αρνητικές συνθήκες για την ανθρώπινη ανάπτυξη, τη διεύρυνση δηλαδή των ατομικών και συλλογικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων μιας κοινωνίας που επιτρέπει στα μέλη της να επιλέξουν την ποιότητα ζωής που επιθυμούν. Μάλιστα ο ΟΗΕ σε μια πρόσφατη έκθεσή του έχει επισημάνει ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ ποιότητας Διακυβέρνησης και δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης .
Η μεγάλη πρόκληση λοιπόν που αντιμετωπίζουμε είναι να διεκδικήσουμε ως πολιτικός χώρος θέματα που αφορούν το μέλλον του πολίτη, τον κοινωνικό χώρο, τη διαδικασία της ανάπτυξης, θέματα που ανήκουν στην πολιτική δημοκρατία και πρέπει να ρυθμίζονται από αυτήν. Πρέπει δηλαδή να επαναφέρουμε τα πολιτικά θέματα στην πολιτική.
Ο αγώνας για να γυρίσει η Πολιτική στην πολιτική είναι σκληρός. Και σ΄ αυτόν τον αγώνα θα ξεχωρίσουν οι γνήσιες προοδευτικές δυνάμεις από εκείνες που έχουν συμβιβασθεί με τον νέο-φιλελευθερισμό. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να δώσει το παρόν σ΄ αυτόν τον αγώνα μαζί με τις προοδευτικές δυνάμεις. Κι αυτή είναι η απάντησή μου στο τέταρτο θέμα, τι μοντέλο κόμματος επιδιώκουμε. Αλλά, για να δώσουμε αυτό τον αγώνα με αξιοπιστία, οφείλουμε να σταθούμε κριτικά απέναντι στη δική μας συμπόρευση με ιδέες του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια. Και, πάνω απ΄ όλα, θα πρέπει τα στελέχη που θα μιλήσουν για τη νέα πορεία να έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία.