Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι
Θέλω, ευθύς εξ΄ αρχής, να συγχαρώ θερμότατα τον συγγραφέα για το θαυμάσιο έργο του καθώς και τον εκδοτικό οίκο Παπαζήση που τολμά να εκδώσει ένα τρίτομο βιβλίο που, πιστεύω όμως, ότι θα έχει και εμπορική επιτυχία. Θα πρέπει πρώτα απ΄ όλα να βρίσκεται σε όλες τις βιβλιοθήκες της Ελλάδας. Ο πολίτης που θέλει να μάθει για την ιστορία αυτού του τόπου, θα βρει στο βιβλίο αυτό όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να έχει υπόψη του για να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερα σημαντικό για την κατανόηση της ιστορίας του τόπου μας, ένα θαυμάσιο εργαλείο για μελέτη από τον στρατιωτικό ιστορικό και τον πολιτικό επιστήμονα. Πάνω απ΄ όλα όμως, είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι όσοι θέλουν να κατανοήσουν καλύτερα την «περιπέτεια», την υπόθεση της Δημοκρατίας στον τόπο μας.
Χαίρομαι που η αίθουσα σήμερα είναι κατάμεστη. Θα ήθελα όμως, αυτή η παρουσίαση, να ήταν ένα μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός. Δεν ξέρω τι μεταδίδουν τα κανάλια σήμερα αλλά, νομίζω, ότι οφείλουν να ενημερώσουν τον κόσμο – ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά – γιατί βρισκόμαστε εδώ σήμερα και ποιοι συνέβαλαν, θετικά ή αρνητικά, σ΄ αυτήν την πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Το έργο φωτίζει μια σχετικά άγνωστη πτυχή της ιστορίας μας. Είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί ένα τέτοιο έργο παρουσιάζεται με τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Είναι σαφές από το βιβλίο ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πτυχές της λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος αν δεν έχουμε σαφή εικόνα και καταγραφή των γεγονότων μέσα στο στράτευμα, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την έκβαση στρατιωτικών επιχειρήσεων εάν δεν κατανοήσουμε την εξάρτηση του στρατιωτικού κατεστημένου από την εκάστοτε πολιτική εξουσία, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την Κυπριακή τραγωδία χωρίς πλήρη πληροφόρηση των στρατιωτικών διεργασιών.
Σήμερα είναι της μόδας και μιλάμε για διαπλοκή. Σωστά. Και σωστά τονίζουμε ότι η συναλλαγή μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων διαβρώνει τη λειτουργία του δημοκρατικού μας συστήματος. Όμως, να μην ξεχνάμε την πιο σημαντική διαπλοκή που ταλάνισε το πολίτευμά μας, σχεδόν από την αρχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. Μιλάω για τη διαπλοκή κέντρων εξουσίας με την εκάστοτε ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Συνήθως μιλάμε για «παρεκτροπές» των Ενόπλων Δυνάμεων και, συνήθως, καταλογίζουμε τις παρεκτροπές αυτές στους στρατιωτικούς. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε – και το βιβλίο μας βοηθά σε αυτό – ότι η πηγή των παρεκτροπών αυτών δεν ήταν το στρατιωτικό κατεστημένο. Οι παρεκτροπές αυτές ήταν το αποτέλεσμα του πολιτικού ελέγχου, και κυρίως του κυβερνητικού ελέγχου, πάνω στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ήταν οι πολιτικές ηγεσίες που έφεραν τον στρατό σε αντιπαράθεση με το λαό και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε.
Σε μεγάλες περιόδους της νεότερης ιστορίας μας, οι Ένοπλες Δυνάμεις από παράγοντας υπεράσπισης του Έθνους εναντίον εξωτερικών κινδύνων, μετατράπηκαν σε όργανα εσωτερικής καταστολής και αστυνόμευσης, Και αυτό, σχεδόν πάντοτε, συνέβη σε περιόδους αυταρχικών καθεστώτων. Και αυταρχικό καθεστώς δεν είναι μόνο η δικτατορία, είναι και τα καθεστώτα που, με διάφορους και αδιαφανείς τρόπους, επιβάλουν και νομιμοποιούν το status quo και τις κυρίαρχες τάξεις. Εδώ, ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων υπήρξε σημαντικός αλλά, για να παίξει το στράτευμα αυτό το ρόλο, απαιτείτο η καλλιέργεια μιας άλλης νοοτροπίας, της προστασίας του εσωτερικού status quo, μιας νοοτροπίας ξένης και αντίθετης στην ιδεολογία του υπερασπιστή του Έθνους από εξωτερικούς κινδύνους.
Το βιβλίο είναι μια συγκλονιστική και συναρπαστική κατάθεση της ιστορίας αυτής στη μεταπολεμική περίοδο. Ο συγγραφέας μιλάει για συγκεκριμένα επεισόδια και για συγκεκριμένα άτομα και είναι σαφές, απ΄ όσο μπορώ να καταλάβω, ότι έχει διασταυρώσει τις πληροφορίες του. Ελπίζω το βιβλίο αυτό να συμπληρωθεί και να καταγραφεί η ιστορία, με κάθε λεπτομέρεια, και των άλλων χώρων των Ενόπλων Δυνάμεων, του στρατού και της αεροπορίας και, ελπίζω, έτσι να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για να καταλήξουμε επιτέλους σε μια αυθεντική ιστορία της αλληλοεξάρτησης ανάμεσα στην Πολιτική και στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλά και συγκινητική την εξιστόρηση των γεγονότων της χουντικής περιόδου. Εδώ, καταρρίπτεται ο μύθος που ταυτίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις με τη χούντα. Καταγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια οι ενέργειες δημοκρατικών αξιωματικών, αφοσιωμένων στην τήρηση του τότε, προ της Δικτατορίας, Συντάγματος και των Νόμων, που πολέμησαν τη χούντα με μεγάλο προσωπικό κόστος. Νομίζω ότι, ακόμα, η Πολιτεία δεν έχει αναγνωρίσει, όσο θα έπρεπε, το μεγάλο ρόλο που έπαιξαν αυτοί οι ήρωες. Ξέρουμε μερικά συγκλονιστικά γεγονότα, Νίκο Παππά, δεν ξέρουμε όμως, πόσοι πήγαν φυλακή, πόσοι βασανίστηκαν και πως κινήθηκαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες για να δημιουργήσουν πυρήνες αντίστασης. Η αντίσταση στη χούντα δεν έγινε μόνο από τους πολίτες. Έγινε και από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Και το χρωστάμε στον συγγραφέα που καταγράφει την ιστορία και αποκαθιστά μια πραγματικότητα.
Προσωπικά με συγκίνησε ιδιαίτερα και το κεφάλαιο που αφορά την Κύπρο. Είναι ελλειπές γιατί στηρίζεται στα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αλλά η Κυπριακή τραγωδία είναι και παραμένει ακόμα μια ανοικτή πληγή για το Έθνος. Δεν καταλαβαίνω γιατί, τόσα χρόνια μετά, τα στοιχεία για το φάκελο της Κύπρου είναι κλειδωμένα στα υπόγεια της Βουλής. Καταλαβαίνω την ευαισθησία να ανοίξει ο φάκελος αμέσως μετά το ΄74. Από τότε όμως έχουν περάσει πολλά χρόνια. Δεν έχει φθάσει η στιγμή να μάθουμε επιτέλους τι ακριβώς έγινε, ποια ήταν η στάση του καθενός; Δεν πρέπει επιτέλους να γράψουμε σωστά την ιστορία μας; Είναι καιρός ν΄ ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου.
Για να επιτελέσει ο στρατός αυτή την αποστολή που η μεταπολεμική πολιτική εξουσία προόριζε γι΄ αυτόν, χρειαζόταν μια αναδιαμόρφωση της προσωπικότητας του ίδιου του αξιωματικού και του υπαξιωματικού. Ο αξιωματικός και υπαξιωματικός της παλαιότερης εποχής, αυτός που πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρά Ασία, είχε ένα σαφή προορισμό. Υπεράσπισε την πατρίδα εναντίον συγκεκριμένων εχθρών στα σύνορά μας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον ψυχρό πόλεμο, τα πράγματα άλλαξαν. Ο ψυχρός πόλεμος άλλαξε το σκηνικό αυτό. Για το πολιτικό κατεστημένο, ο κίνδυνος για την Ελλάδα και τη Δύση ήταν το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Έτσι, βρεθήκαμε σύμμαχοι με την Τουρκία και εχθροί με γείτονες που ανήκαν στο άλλο στρατόπεδο. Η αλλαγή του σκηνικού αυτού είχε δύο σημαντικές επιπτώσεις που επισημαίνονται στο βιβλίο. Πρώτον, ότι η ομπρέλλα προστασίας μας ήταν το ΝΑΤΟ όπου, ως γνωστόν, η κυρίαρχη θέση ήταν αυτή των ΗΠΑ. Άρα, ότι ήταν καλό για το ΝΑΤΟ ήταν αναντίρρητα καλό και για εμάς. Δεύτερον: το ζήτημα από εθνικό έγινε κυρίως ιδεολογικό. Εχθρός δεν ήταν μόνο αυτός πέρα από τα σύνορα ή κάποια συγκεκριμένα σύνορα, ο εχθρός βρισκόταν και μέσα στη χώρα. Ήταν αυτοί που αμφισβητούσαν την ορθοδοξία της καθεστηκυίας ιδεολογίας και θα έπρεπε να παραμερισθούν. Εγώ δεν αξιολογώ τις θέσεις αυτές εάν είναι ορθές ή όχι – τις θέσεις μου άλλωστε τις ξέρετε – αλλά θέλω να τονίσω τα δόγματα, τις βασικές αρχές, που κυριαρχούσαν και στο πολιτικό και στο στρατιωτικό επίπεδο. Και αυτά είχαν συνέπειες και θα σημειώσω δύο.
Πρώτα απ΄ όλα το σημείο αναφοράς των Ενόπλων Δυνάμεων μετατοπίσθηκε στο ΝΑΤΟ. Θα αναφέρω δύο συγκλονιστικές αναφορές. Ο Χρήστος Λυμπέρης που ήταν στη Ουάσιγκτον και παρακολούθησε τη μετεκπαίδευση αξιωματικών του πολεμικού Ναυτικού στο Monteray, μας λέει το εξής συναρπαστικό: «Έγινε μια συνέντευξη από έναν ελληνοαμερικανό καθηγητή προς τους σπουδαστές του Monteray του ναυτικού, γύρω από τα θέματα της Χούντας, του ΝΑΤΟ και ένα μεγάλο ποσοστό, η πλειοψηφία των αξιωματικών είπε ότι τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ έχουν προτεραιότητα έναντι των ελληνικών συμφερόντων. Και ήταν έλληνες αξιωματικοί αυτοί!» (τόμος πρώτος, σελ. 107). Εδώ δεν πρόκειται περί προδοσίας, αλλά περί ενός επισήμου και νέου δόγματος της εθνικής μας ταυτότητας. Εφόσον η ομπρέλλα προστασίας είναι το ΝΑΤΟ, έπεται ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι στην κορυφή της ιεραρχίας της λήψης αποφάσεων για την άμυνα της Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής. Και αυτό επισημαίνει και ένας πολιτικός επιστήμονας, ο Χρήστος Ροζάκης ο οποίος λέει ότι «η νοοτροπία που αποκτούν τα μόνιμα στελέχη του στρατεύματος μέσα από την εκπαίδευση και πολύχρονη συνάφεια σε ασκήσεις, σχολεία, υπηρεσίες του εξωτερικού, δεν τους επιτρέπει να δουν το βαθμό εξάρτησης της χώρας μας από την υπερδύναμη και τις συνέπειες του σφιχταγκαλιάσματος.» (τόμος πρώτος, σελ. 111). Και ο Νίκος Κουρής, πρώην Αρχηγός ΓΕΕΘΑ και υφυπουργός Άμυνας αργότερα λέει για το ΚΥΣΕΑ: «το στρατιωτικό όργανο της εθνικής μας πολιτικής» – μιλούσε για παλαιότερες εποχές βέβαια – «είχε και θεσμικά διαβρωθεί από τις ξένες δυνάμεις που υπονόμευαν συστηματικά κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης και το μόνο που φρόντιζαν ήταν να διατηρούν μέσα στο στράτευμα ένα παρανοϊκό αντιαριστερό σύνδρομο
η σκιά του «μεγάλου αδερφού» έπεφτε βαριά πάνω στις ελληνικές Ε.Δ. τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο.» (τόμος πρώτος, σελ. 111) Αυτό ήταν το κλίμα και αυτές ήταν οι πολιτικές επιπτώσεις.
Στη μεταπολίτευση άλλαξε πάλι η κατάσταση. Δημιουργείται ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, αμφισβητείται το ΝΑΤΟ, ο Καραμανλής, έστω και προσωρινά, βγάζει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αυτό δημιουργεί σύγχυση μέσα στο στράτευμα. Διαπιστώνουμε ότι διαμορφώνουμε την άμυνά μας με βάση τα ελληνικά δεδομένα. Ο εχθρός μας είναι η Τουρκία και το ΝΑΤΟ δεν μας καλύπτει από την τουρκική απειλή. Η τραγωδία της Κύπρου, η προδοσία, ξύπνησε εθνικά αντανακλαστικά που είχαν σβήσει στην παγωνιά του Ψυχρού Πολέμου. Εδώ αρχίζουν μεγάλες αλλαγές και αλλοιώσεις στη νοοτροπία στις Ένοπλες Δυνάμεις και αυτή η εμπειρία άλλαξε πολύ τα πράγματα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της μεταπολίτευσης ήταν η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Και αυτό είχε σοβαρές συνέπειες γιατί τα κόμματα είχαν διαφορετικούς προσανατολισμούς στην εξωτερική πολιτική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, το 1981, η εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν πολύ διαφορετική από την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων. Και αυτό είχε συνέπειες και για το αμυντικό δόγμα αλλά και για τη στάση των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στην πολιτική.
Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου δημιούργησε σαφώς τριβές και προβλήματα στη συγκατοίκησή μας στο ΝΑΤΟ και απαιτούσε μια διαφορετική στρατιωτική νοοτροπία για την προώθηση ενός νέου αμυντικού σχεδιασμού. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Έχω προσωπική εμπειρία των δυσκολιών. Με ποια στρατιωτική ηγεσία να προχωρήσεις στην υλοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος) όταν αξιωματικοί σε υψηλές βαθμίδες είχαν γαλουχηθεί με άλλες αμυντικές αντιλήψεις και πολλοί πίστευαν ότι «η Κύπρος είναι μακριά»;
Αυτό με φέρνει στο ζήτημα της ανάκλησης αξιωματικών από την εφεδρεία. Ο συγγραφέας, ορθά, συνδέει αυτό το φαινόμενο με τον κίνδυνο κομματικοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων που, ας σημειώσω, άρχισε το 1992, επί Κυβερνήσεως Μητσοτάκη. Είμαι και εγώ αντίθετος σε κάθε απόπειρα κομματικοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτή η τοποθέτηση έχει όμως και τον αντίλογό της. Οι Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, κυρίως μετά το 1993, είχαν το χρέος να αποκαταστήσουν τις κραυγαλέες αδικίες που είχαν γίνει εις βάρος αξιολογότατων αξιωματικών που αποστρατεύθηκαν με το επιβαρυντικό του δημοκρατικού τους φρονήματος. Επίσης, έπρεπε να τοποθετηθούν σε ευαίσθητες θέσεις αξιωματικοί οι οποίοι δεν ήταν ανοικτά αντίθετοι στη νέα εξωτερική και αμυντική πολιτική της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τα προβλήματα που αναδεικνύει το βιβλίο του Αντώνη Κακαρά; Πιστεύω ότι από την αφήγηση των γεγονότων προκύπτουν δύο συμπεράσματα:
Πρώτον:χρειάζεται μια σοβαρή θεσμική αλλαγή της λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων, κυρίως όσον αφορά στους κανόνες πρόσληψης, εκπαίδευσης, αξιολόγησης και εξέλιξης του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, ούτως ώστε να εμπεδωθεί η αξιοκρατία και να απομακρυνθούν οι κίνδυνοι εξω-θεσμικών και πολιτικών παρεμβάσεων σ΄ αυτούς τους τομείς. Επιτρέψετέ μου να σας υπενθυμίσω ότι θεσμικές αλλαγές αυτού του τύπου είχαν αρχίσει το 1995. Πρέπει βέβαια να ολοκληρωθούν.
Δεύτερον: Η λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων θα είναι άψογη εάν, επιτέλους, ως Έθνος κατορθώσουμε να έχουμε ενιαία Εθνική Στρατηγική. Να συμφωνήσουμε ποιοι είναι οι άξονες της εξωτερικής μας πολιτικής, ποια η φύση της Απειλής, τι Άμυνα θέλουμε; Με διαιρημένο το Έθνος, δεν μπορούμε να έχουμε αποτελεσματικές Δυνάμεις. Αυτό πιστεύω είναι το βασικό μήνυμα του βιβλίου.
Κοιτώντας τώρα μπροστά, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε; Πιστεύω ότι οφείλουμε να προσπαθήσουμε. Και στην προσπάθειά μας αυτή, ας διδαχθούμε από τις εμπειρίες του παρελθόντος, που τόσο επιτυχώς εμπεριέχει το έργο του Αντώνη Κακαρά.